1. Το μυθιστόρημα Πολιορκία είναι το πρώτο βιβλίο του Αλέξανδρου Κοτζιά. Κυκλοφορεί το 1953, όταν ο ίδιος είναι είκοσι επτά χρονών. Τα γεγονότα που αφηγείται σε αυτό διαδραματίζονται μια δεκαετία πριν: στην χειρότερη φάση της κατοχικής Αθήνας, όταν οι Ιταλοί συνθηκολογούν, τέλη του 1943, οι Γερμανοί αποκτούν την πλήρη κυριαρχία της χώρας και οι εμφύλιες συγκρούσεις κλιμακώνονται, ειδικά μέσα στο 1944. Τότε, ο συγγραφέας είναι μόλις δεκαεπτά-δεκαοκτώ χρονών. Και αυτά που βλέπει γύρω του είναι άγρια, φρικώδη.
2. Η Πολιορκία είναι έργο για τον πόλεμο. Υπάγεται σε αυτό που στον αγγλόφωνο κόσμο ορίζεται ως «λογοτεχνία πολέμου» (war literature). Με μια διαφορά: το πεδίο της μάχης στην Πολιορκία δεν είναι κάτι ξεχωριστό, μεμονωμένο, μακρινό. Επί παραδείγματι, δεν είναι το αλβανικό μέτωπο, δεν είναι ο μακρινός Σαγγάριος ή το Ελ Αλαμέιν. Και τα στρατεύματα που παίρνουν μέρος δεν είναι τακτικά. Δεν υπάρχουν στρατιώτες εδώ αλλά μονάχα πολεμιστές. Πολίτες που παίρνουν όπλο και σκοτώνουν και σκοτώνονται. Βασικό: δεν υπάρχει στον πόλεμο αυτό γραμμή των πρόσω και μετόπισθεν. Στην Πολιορκία το πεδίο της μάχης βρίσκεται παντού. Περιλαμβάνει το σπίτι –ή τα σπίτια– των χαρακτήρων του μυθιστορήματος. Οι δρόμοι, τα στενά, οι πλατείες, οι αυλές, τα υπόγεια των σπιτιών της πόλης μετατρέπονται σε πολεμικά μέτωπα. Πάνω απ’ όλα: το πεδίο της μάχης στην Πολιορκία είναι κατ’ εξοχήν εσωτερικό: η φρίκη του πυκνώνεται εντός της ταραγμένης συνείδησης του κεντρικού χαρακτήρα, του Μηνά Παπαθανάση.
3. Τα γεγονότα που αφηγείται ο Κοτζιάς στο μυθιστόρημα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι πραγματικά και όχι επινοημένα. Ο συγγραφέας μπορεί να τα έζησε, εμμέσως ή αμέσως, ως δεκαοκτάχρονος που ήταν τότε, έστω και ως παρατηρητής. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Δεν έχει σημασία τι είναι πραγματικό και τι επινοημένο σε μια αφήγηση που έχει πρωτίστως σαφή και στοχευμένη αισθητική πρόθεση.
4. Τι σημαίνει αισθητική πρόθεση; Είναι η θεμελιώδης αρχή της μυθοπλασίας, της λογοτεχνικής αφήγηση. Ο συγγραφέας δεν προσπαθεί απλώς να περιγράψει καταστάσεις. Προσπαθεί να της πραγματώσει διά του λόγου του. Αισθητική πρόθεση είναι επίσης αυτό που αποσιωπάται. Το πίσω και το πέρα από τις λέξεις. Κι ακόμα: το πίσω και το πέρα από τα συμβάντα. Είναι ο πλάγιος λόγος που θυμίζει σεισμογράφημα. Ο υπαινιγμός, η νύξη. Ως γνωστόν, η ιστοριογραφία λέει, ενώ η λογοτεχνία δείχνει.
5. Ωστόσο, ας σταθούμε λίγο στο ιστορικό και το κοινωνικοπολιτικό περίγραμμα εντός του οποίου ένας νέος, στο όριο εφηβείας και πρώτης νιότης, όπως ο Κοτζιάς, μυείται στη ζωή. Πρόκειται βέβαια για βάναυση μύηση στη ζωή. Τι βλέπει και τι ακούει ο νεαρός μελλοντικός συγγραφέας και πώς κυοφορείται –ενδεχομένως χωρίς καν να το ξέρει ο ίδιος στην αρχή– το μυθιστόρημα μέσα του; Αυτό πάντως που ακολουθεί είναι ένας σύντομος κατάλογος ωμοτήτων.
6. Στις 5 Μαρτίου του 1943 πραγματοποιείται στην Αθήνα μεγάλο συλλαλητήριο εναντίον της πολιτικής επιστράτευσης που είχαν επιβάλλει οι Γερμανοί. Το ίδιο συμβαίνει και στις 22 Ιουλίου εκείνης της χρονιάς εναντίον της καθόδου των Βουλγάρων στην κεντρική Μακεδονία, με αποτέλεσμα την αιματοχυσία. Εκτός από τους Γερμανούς στην καταστολή των κινητοποιήσεων αυτών συμμετέχουν ενεργά άνδρες της Αστυνομίας Πόλεων, της Χωροφυλακής και της Ειδικής Ασφάλειας. «Μεγάλο ρόλο στις διαδηλώσεις αυτές», γράφει ο Γ. Θεοτοκάς, «παίζουν τα παιδιά, όχι μόνο του πανεπιστημίου, μα και του σχολείου, αγόρια και κορίτσια ανάκατα: τώρα πια έχουν συνηθίσει, έχουν ατσαλωθεί και δείχνουν ένα θάρρος εκπληκτικό. Τώρα τα παιδιά αυτά δεν διαλύονται ούτε από ομοβροντίες ούτε από πολυβολισμούς στο ψαχνό ούτε από άρματα και επελάσεις ιππικού». Το ΚΚΕ θρηνεί τα περισσότερα θύματα σε αυτές τις άναρχες, άνισες οδομαχίες.
Στο μεταξύ: η στρατιωτική Εθνική Οργάνωσης Χ, αλλιώς Χίτες, με έδρα της το Θησείο, όπου και το σπίτι του αρχηγού της, του στρατηγού Γρίβα, διοργανώνει στις 25 Μαρτίου του 1943, μεγάλη πορεία διακοσίων περίπου μελών της από την πλατεία Θησείου προς το Σύνταγμα για να καταθέσουν στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη, ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο. Εκεί συγκρούονται με Ιταλούς. Υπόψη, η Χ είχε οργανώσει τον χειμώνα του 1941 το πρώτο σαμποτάζ στο καλυκοποιείο Μαλτσινιώτη στον Υμηττό, το μοναδικό στην Ελλάδα που κατασκεύαζε κινητήρες για αεροσκάφη της Λουφτβάφε ενώ το καλοκαίρι του 1942 συνεργάστηκε με τον Ελληνοπολωνό σαμποτέρ Γιούρι Ιβάνοφ για την ανατίναξη των καυσίμων στο αεροδρόμιο Τατοΐου, επίσης γερμανική βάση πλέον. Όμως, μαζί με άλλες εθνικιστικές κι αστικές οργανώσεις, το 1943 η Χ μιλά πια για «διατήρηση της τάξης» και «δραστήρια αντιμετώπιση της αναρχίας». Αυτή είναι μια πρώτη νύξη ότι η αυξανόμενη δράση του ΕΑΜ πρέπει να αντιμετωπιστεί εχθρικά.
Στις 7 Αυγούστου του 1943 έχουμε ακόμα την ορκωμοσία του τρίτου κατοχικού πρωθυπουργού, του Ιωάννη Ράλλη, το όνομα του οποίου θα συνδεθεί με την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Το δε Νοέμβριο του 1943 έχουμε το πρώτο καταγεγραμμένο συμβάν σύγκρουσης ανάμεσα σε μέλη της Χ και νεολαίους του ΚΚΕ στα Πετράλωνα.
7. Σε αυτή τη φάση το ΚΚΕ εγκαταλείπει την τακτική των παναθηναϊκών συλλαλητηρίων στο κέντρο της πόλης και στρέφεται στη συγκρότηση συνοικιακών βάσεων με το σχηματισμό της ΟΠΛΑ. Ξεκινούν οι στοχευμένες δολοφονίες: στις 27 Σεπτεμβρίου του 1943, ο επικεφαλής της Χωροφυλακής ταγματάρχης Δημήτρης Αλεξόπουλος περπατάει στη γέφυρα της Νέας Ιωνίας όταν δέχεται επίθεση ενόπλων και φονεύεται. Στο πτώμα του βρίσκεται ένα σημείωμα που γράφει: «Ο ΕΛΑΣ έτσι τιμωρεί τους προδότες».
Μια εβδομάδα μετά πέφτει νεκρός και ο υπαστυνόμος της Διεύθυνσης Ασφαλείας του Υπουργείου Εσωτερικών Χρήστος Κουρεμένος, όταν το πρωί της 6ης Οκτωβρίου, ευρισκόμενος στην γωνία Αδριανού και Νήσου στην Κυψέλη, δέχεται τρεις σφαίρες από κοντινή απόσταση.
Την ίδια ακριβώς ημέρα στο προαύλιο του πανεπιστημίου Αθηνών, οι ΕΠΟΝίτες ετοιμάζουν γιορτή για τα δίχρονα του ΕΑΜ όταν δέχονται έφοδο των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων μονάδων, με επικεφαλής τον διοικητή του μηχανοκίνητου τμήματος της Γενικής Ασφαλείας, Νίκο Μπουραντά. Χύνεται άφθονο αίμα και πέφτουν κορμιά.
Στις 28 Δεκεμβρίου του 1943, οκτώ πολίτες σκοτώνονται στο Κουκάκι και στα Πετράλωνα από άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας μετά από αιματηρή επίθεση εναντίον τους με χειροβομβίδες στο λόφο του Φιλιπάππου.
Τον Αύγουστο του 1944, το πτώµα µιας 17χρονης κοπέλας που είχε βρεθεί µε σηµάδια βασανισµού και ξεριζωµένα µαλλιά στον απόµερο «Κοκκινόβραχο» του Πειραιά, αναγνωρίστηκε ως η Δήµητρα Ξιφαρά, αδελφή ενός Πειραιώτη χωροφύλακα της Ειδικής Ασφάλειας. Γείτονες που ήταν µάρτυρες της απαγωγής της κατέθεσαν πως είχαν ακούσει τους άνδρες της ΟΠΛΑ να φωνάζουν «του προδότη η αδελφή!».
Στο σπίτι της οικογένειας Παπαγεωργίου στο Παγκράτι, είχαν ανακριθεί και δολοφονηθεί πολλοί αντιστασιακοί. Έτσι, τον Σεπτέµβριο του 1944 στήνεται µεγάλη επιχείρηση από την ΟΠΛΑ για την εκτέλεση του χίτη Νίκου Παπαγεωργίου σε συνεργασία µε άτοµο που λειτουργούσε µυστικά µέσα στην οµάδα του εκ µέρους του ΕΑΜ. Ο Παπαγεωργίου ειδοποιήθηκε να µεταβεί σε ένα κουρείο στην οδό Ευτυχίδου. Μέλη της ΟΠΛΑ του έστησαν ενέδρα σε µια µπακαλοταβέρνα της περιοχής και τον σκότωσαν έξω από το κουρείο. Το ίδιο βράδυ τα χωνιά του ΕΑΜ ανακοίνωναν: «Λαέ, ο µαύρος τροµοκράτης του Παγκρατίου δεν ζει πια».
Στις 7 Οκτωβρίου στη Νέα Ιωνία, οµάδα 30 ενόπλων περικύκλωσε το σπίτι της οικογένειας Καλλιάκου και διέταξε τους καταστηµατάρχες να κατεβάσουν τα ρολά των καταστηµάτων τους. Εκείνη τη µέρα, µαζί µε τον προγραµµένο υπενωµοτάρχη της Ειδικής Ασφάλειας, Βύρωνα Καλλιάκο εκτελούνταν η µητέρα του Ελένη (στο µπαλκόνι του σπιτιού) και η αδελφή του Στέλλα Κιούση. Στις 4 Αυγούστου, τρεις άνδρες της ΟΠΛΑ μπαίνουν στο τσαγκαράδικο του Ξενοφώντα Αθανασίου στον Πειραιά και τον σκοτώνουν µπροστά στα µάτια του αδελφού του και δύο υπαλλήλων του µαγαζιού. Στο μεταξύ, ύστερα από μια ακόμα επιδρομή της Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο, που κόστισαν τη ζωή σε δύο ΕΠΟΝίτες, η ΟΠΛΑ εκτελεί έξω από το σπίτι του στο Κολωνάκι τον εύελπι Ηλία Ρογκάκο, από τους σκληρούς πυρήνες της Χ, ο οποίος φοιτούσε στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο μαζί με άλλους ευέλπιδες, επίσης μέλη της Χ. Τέσσερα άτομα τον πυροβολούν και εκπνέει στον Ευαγγελισμό δέκα ημέρες αργότερα. Ακολουθεί ο φόνος της Μαγδαληνής Χαρμπούρα, στις 30 Νοεμβρίου, έξω από το σπίτι της. Ήταν αδελφή ενός από τους ευέλπιδες χίτες. Στις 4 Δεκεμβρίου έχουμε και τη δολοφονία και του ΕΔΕΣίτη φοιτητή Ανδρέα Πατεράκη στην Πλάκα.
Νωρίτερα, στις 11 Οκτωβρίου του 1944 ο αρχηγός της Χ, Γεώργιος Γρίβας οδεύει µε το υπηρεσιακό του αυτοκίνητο από το Στρατοδικείο (Κριεζώτου και Ακαδηµίας) στο σπίτι του στο Θησείο, όταν στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στο ύψος του Συντάγµατος Μακρυγιάννη, κλείνουν το δρόμο 20 άνδρες µε γερµανικές στολές και κράνη βάλλοντας µε αυτόµατα εναντίον του αυτοκινήτου. Ο οδηγός πατάει γκάζι και ο Γρίβας ανταποδίδει τα πυρά µε το πιστόλι του φωνάζοντας στους συνεπιβάτες του: «Μην τους φοβάστε, είναι κοµµουνιστές µε γερµανικές στολές!»
8. Αυτή ήταν η Αθήνα, αυτή ήταν η Αττική, το 1943-44. Και δεν έχουν συμπεριληφθεί εδώ το μπλόκο της Κοκκινιάς και άλλες γερμανικές ωμότητες κατά το ματωμένο 1944. Περιορίστηκα στις εμφύλιες συγκρούσεις διότι αυτές βρίσκονται στο επίκεντρο της Πολιορκίας. Λέγεται, μάλιστα, αλλά δεν γνωρίζω αν στέκει, ότι η περίπτωση της οικογένειας Παπαγεωργίου και του σπιτιού όπου βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν μέλη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, αποτέλεσε την πρώτη ύλη της έμπνευσης για το σπίτι του Παπαθανάση στην Πολιορκία.
9. Ο Μηνάς Παπαθανάσης, αρχηγός ένοπλης αντικουμουνιστικής συμμορίας που συνεργάζεται με τους Γερμανούς, βρίσκεται μπλεγμένος σε μιαν αέναη, θανάσιμη αναμέτρηση με τις άλλες ένοπλες ομάδες της Αριστεράς μέσα στα σοκάκια και τα σπιτάκια της Αθήνας. Όλο αυτό δεν θα έχει καλή κατάληξη, ιδίως για τον ίδιο. Το βιβλίο, όταν εκδόθηκε στα 1953, προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις: στη Δεξιά δεν άρεσε ο τρόπος απεικόνισης του Παπαθανάση και των συνεργατών του, ως δωσίλογους στην ουσία με τα μέλη της ομάδας του να είναι, εν πολλοίς, κατακάθια της κοινωνίας, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Στην Αριστερά, πάλι, δεν άρεσε το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν δαιμονοποιεί τα πρόσωπα αυτά, αλλά ούτε μυθοποιεί την αριστερή πλευρά. Δεν άρεσε καν το γεγονός ότι επιλέγει έναν τέτοιο άνθρωπο για κεντρικό χαρακτήρα, λες και ο συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να συμμερίζεται τις απόψεις των επινοημένων χαρακτήρων του.
10. Η Πολιορκία σού μεταδίδει σχεδόν σωματικά το αίσθημα ασφυξίας, τρόμου, κυρίως αυτό το διαρκές αίσθημα νύστας και αϋπνίας – δεδομένου ότι υπάρχει πάντα ο φόβος ο εχθρός να σε αιφνιδιάσει. Περιλαμβάνει δε μερικές πολύ σκληρές σκηνές: τον ομαδικό βιασμό της αδελφής ενός καταζητούμενου αριστερού, δοσμένη όμως με πλάγιο τρόπο, όχι με στόχο το σοκ για το σοκ και τον εύκολο εντυπωσιασμό (αλλά αυτό καθιστά την όλη σκηνή ακόμα πιο δραστική). Το βιβλίο δονείται ολόκληρο από τις εσωτερικές εντάσεις και τους κραδασμούς της συνείδησης του κεντρικού ήρωα. Νιώθεις στα δικά σου βλέφαρα την βασανιστική νύστα του Παπαθανάση: δεν κοιμάται από ένα σημείο κι έπειτα μην τυχόν και τον πιάσει ο εχθρός στον ύπνο. Θυμάται: θυμάται τον κατά πολύ νεότερο εαυτό του να πολυβολεί αμάχους, γυναίκες και παιδιά, στη Μικρά Ασία. Ξέρει τι θα πει να σκοτώνεις, από παλιά. Πλέον το κάνει με ευκολία. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι απαλλαγμένος από Ερινύες.
11. Είναι ένα είδος Μακμπέθ ο Παπαθανάσης; Θα τον εξιλεώναμε αν τον ανεβάζαμε σε ένα τέτοιο βάθρο. Όμως, όπως και ο σαιξπηρικός (αντι)ήρωας, έχει σκοτώσει κι αυτός τον ύπνο. Και όχι μόνο για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών του. «Τινάχτηκε γυρνώντας πίσω του σαν τρελός. Έπειτα ένας πόνος του χαμήλωσε τα βλέφαρα, ενώ πάλευε μ’ απόγνωση να τα κρατήσει ορθάνοιχτα. Έσφιξε παράφορα το κεφάλι του.
— Εγώ δε μπορώ να ξανακοιμηθώ πια ποτέ!» Το σπίτι του, πολιορκείται. Η γυναίκα του τρελαίνεται. Οι σύντροφοί του πολεμούν μαζί του. Πρόκειται για σφαγείο.
12. Πώς το έγραψε αυτό το βιβλίο ο Κοτζιάς; Πώς το έγραψε στις αρχές της δεκαετίας του '50, όταν η επιταγή τότε ήταν ο καθαρός διπολισμός, ο πολιτικός μανιχαϊσμός; Όταν οι περισσότεροι μιλούν για αγίους και δαίμονες; Πώς αποφάσισε να μιλήσει για ανθρώπους με σάρκα και οστά; Πώς έφτασε σε τούτη την τραχιά γραφή, σε αυτή τη σωματική, σάρκινη γραφή οι προεκτάσεις της οποίας όμως φτάνουν σε μια πνευματικότητα του είδους που απαντά στην απαιτητική λογοτεχνία; Κι ακόμα: πώς έστησε έναν κόσμο τόσο συγκεκριμένο χρονικά και τοπικά για να τον μετουσιώσει σε άχρονο και άχωρο εν τέλει; Με μια κουβέντα: πώς κάνει το μερικό καθολικό, αν όχι και οικουμενικό; Η Πολιορκία είναι ένα επίτευγμα. Πώς έφτασε ως εκεί ο νεαρός, δόκιμος συγγραφέας;
13. Δοκιμάζω μιαν απάντηση: δεν υπάρχει ίχνος από τα γεγονότα, τις δολοφονίες και τις συγκρούσεις, τον κατάλογο ωμοτήτων που παρέθεσα παραπάνω. Όχι μόνον ως διηγήσεις αλλά και ως αναφορές. Τίποτα, μηδέν. Υπάρχει κάτι σημαντικότερο όμως: η αύρα τους. Η ατμόσφαιρα, το σκοτεινό τους πνεύμα. Υπάρχει ο εφιάλτης μιας Ελλάδας, ή έστω μιας Αθήνας, που κάποιοι νοσταλγούν. Αθώες εποχές, ε; Μα εδώ έχουμε να κάνουμε με μια εποχή όπου σχεδόν κανένας δεν είναι αθώος. Κατά κάποιο τρόπο, στον κόσμο του βιβλίου κανένας δεν είναι και εντελώς ένοχος. Οι άνθρωποι αθύρματα της Ιστορίας; Ή μιας μοίρας σκληρής; Αυτό είναι το υλικό της αρχαίας τραγωδίας, θα τολμούσα να πω. Το άδικο εναντίον του άδικου· το δίκαιο εναντίον του δικαίου. Το δίκαιο εναντίον του άδικου ανήκει στη στρατευμένη λογοτεχνία και το Χόλιγουντ.
14. Δεν υπάρχει ίχνος από την Ιστορία της εποχής στο μυθιστόρημα αλλά το μυθιστόρημα μετατρέπει σε μύθο, μύθο σκοτεινό και εφιαλτικό, την Ιστορία της εποχής. Γι' αυτό και είναι ένα κατ' εξοχήν «αντι-ιστορικό» μυθιστόρημα: τον συγγραφέα ενδιαφέρει η ανθρώπινη ύπαρξη ως δυνατότητα, όχι το όποιο γεγονός. Τον απασχολεί η ανθρώπινη ύπαρξη αλλά όχι ως θύτης ή θύμα. Εξερευνά την ύπαρξη κάτω από ακραίες συνθήκες και από την ιστορική συνθήκη συγκρατεί μονάχα κάτι σαν απόσταγμα: αυτό που φωτίζει υπαρξιακά τους χαρακτήρες του. Η Πολιορκία είναι το κατ' εξοχήν μυθιστόρημα όπου δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σχετικοποιεί αξιακά τον δωσιλογισμό. Αυτό που μοιάζει να βλέπει και να αναδεικνύει με μια όλο νεύρο και άγχος γραφή είναι ότι ο κόσμος, μέσα στις μαύρες και τις άσπρες αποχρώσεις του, δεν είναι παρά μια ατέρμονη αμφισημία.
15. Η κατακλείδα του βιβλίου: «Μόνο απόμακρα αντιλαλούν ακόμα επίμονες ντουφεκιές. Θα ΄ναι ο Αντώνης κι ο Νικήτας, για οι εχθροί τους, που καταλούν χειροβομβίδες και βόλια. Υψώθηκε και μια στήλη καπνός.
— Ο πόλεμος συνεχίστηκε». Ναι, ο πόλεμος δεν τελείωσε. Αυτή είναι, ίσως, η πραγματική πολιορκία.
16. Τέλος: τι με συναρπάζει απεριόριστα στην Πολιορκία; Το ότι εδώ ο μυθιστοριογράφος αφήνει κατά μέρος τις ιδέες του. Δεν τον αφορούν τον μυθιστοριογράφο οι ιδέες του. Η ιδεολογία είναι κακός σύμβουλος σε ένα μυθιστοριογράφο και ο Κοτζιάς αυτό φαίνεται να το γνωρίζει σχεδόν εξ ενστίκτου. Αντίθετα, ως γνήσιος μυθιστοριογράφος τραβάει προς την ουσία της υπόθεσης: ψαύει τις πιο σκοτεινές, τις πιο γλιστερές όψεις της ύπαρξης. Είναι σα να γνωρίζει ενστικτωδώς κάτι τρομακτικό: όσο περισσότερο ιδεολογικοποιεί ο άνθρωπος, όσο περισσότερο σκέφτεται, τόσο πιο πολύ η αλήθεια του ξεγλιστρά. Πέρα από το θάνατο, βεβαιότητες δεν υφίστανται. Ο Παπαθανάσης είναι κατάπτυστος, ναι. Αλλά αυτό δεν αφορά τον μυθιστοριογράφο, όπως το φονικό μικρόβιο δεν αφορά τον μικροβιολόγο – ίσα ίσα, μπορεί και να τον γοητεύει. Αυτό δεν γίνεται αβασάνιστα και δεν είναι διόλου εύκολος αισθητισμός. Αντίθετα: είναι η σύζευξη αισθητικής μορφής και ηθικού περιεχομένου. Είναι και η επιβεβαίωση της δυναμικής του μυθιστορήματος. Αλλιώς: ξεχάστε τον εμφύλιο, είναι ένα πρόσχημα· κοιτάξτε μέσα σας. Τα σκοτάδια είναι σαν τα φίδια που αποφασίζουν κάθε άνοιξη, πάνω στο αισθησιακό της ρίγος, ν’ αφήσουν τις φωλιές τους.