«Πεζογραφία ποίει και εργάζου»: στη «συγγραφική κουζίνα» του Αλέξανδρου Κοτζιά

«Πεζογραφία ποίει και εργάζου»: στη «συγγραφική κουζίνα» του Αλέξανδρου Κοτζιά
Χειρόγραφη λεζάντα του Α.Κ. για τους εικονιζόμενους του «Βραβείου των Δώδεκα»
Χειρόγραφη λεζάντα του Α.Κ. για τους εικονιζόμενους του «Βραβείου των Δώδεκα»


Ο Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς στο δο­κι­μια­κό κεί­με­νό του με τί­τλο «Αλη­θο­μα­νές χαλ­κεί­ον. Η ποι­η­τι­κή ενός πε­ζο­γρά­φου»[1] το οποίο συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στον ομώ­νυ­μο τό­μο δο­κι­μί­ων του (Κέ­δρος 2004), που εκ­δό­θη­κε με­τά την εκ­δη­μία του πε­ζο­γρά­φου σε φι­λο­λο­γι­κή επι­μέ­λεια της Μα­ρί­ας Ρώ­τα, επε­ξη­γεί τις θε­ω­ρη­τι­κές αρ­χές του και τη συγ­γρα­φι­κή μέ­θο­δό του ώστε να οδη­γη­θεί στο συγ­γρα­φι­κό ζη­τού­με­νο, το άρ­τιο μυ­θι­στό­ρη­μα. Οι τε­χνι­κές της συγ­γρα­φι­κής πρά­ξης που συν­δρά­μουν τον δη­μιουρ­γό για να επι­τύ­χει ένα υψη­λό καλ­λι­τε­χνι­κό απο­τέ­λε­σμα, δια­μέ­σου του λό­γου και της γλώσ­σας, ανα­φέ­ρο­νται συ­γκε­ντρω­μέ­νες στο συ­γκε­κρι­μέ­νο δο­κί­μιο. Για τον Κο­τζιά η συγ­γρα­φή δεν εί­ναι απο­τέ­λε­σμα «οί­στρου ή επι­φοί­τη­σης ή πη­γαί­ου τα­λέ­ντου» (10) που ανα­βρύ­ζει, αντί­θε­τα εί­ναι απο­τέ­λε­σμα «με­θο­δι­κής και σκλη­ρής» (10) δου­λειάς του δη­μιουρ­γού που σαν άλ­λος «μά­στο­ρας» (11) ερ­γά­ζε­ται αδυ­σώ­πη­τα πει­θαρ­χη­μέ­να μέ­σα στο χαλ­κείο του, «αφού τα αι­θέ­ρια δη­μιουρ­γή­μα­τα του πνεύ­μα­τος απαι­τούν δει­νό χα­μα­λί­κι για να πλα­στουρ­γη­θούν» (10). Ένα «μυ­θι­στό­ρη­μα», όπως ο ίδιος θα πει, «εί­ναι καρ­πός: συγ­γρα­φι­κής βού­λη­σης ιδια­ζό­ντως ισχυ­ρής, αυ­το­πει­θαρ­χί­ας αδυ­σώ­πη­της, δου­λειάς με­θο­δι­κής και σκλη­ρής» (11).
Το πρώ­τι­στο ζη­τού­με­νο, εί­ναι, σύμ­φω­να με τον Κο­τζιά, να υπάρ­χει σα­φής διά­κρι­ση ανά­με­σα στο «ποιώ» και το «κα­τα­σκευά­ζω» εάν θέ­λει ο πε­ζο­γρά­φος να πα­ρα­μεί­νει ποι­η­τής και να μην πε­ρι­πέ­σει στην κα­τη­γο­ρία του κα­τα­σκευα­στή (13). Η διά­κρι­ση, ωστό­σο, των δύο αυ­τών στα­δί­ων δη­μιουρ­γί­ας ενός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος δεν εί­ναι σα­φής αλ­λά απο­τε­λεί, αντί­θε­τα, τον ισό­βιο εφιάλ­τη του πε­ζο­γρά­φου (13): «οσεσ­δή­πο­τε δάφ­νες και αν στο­λί­ζουν την κε­φα­λή του, μέ­σα του γνω­ρί­ζει και ανα­γνω­ρί­ζει το βά­ρα­θρο που χω­ρί­ζει τις δύο ποιό­τη­τες∙ και τρέ­μει το ανε­πί­γνω­στο ολί­σθη­μα προς τη δεύ­τε­ρη» (13-14). Ο Κο­τζιάς ανα­γνω­ρί­ζει την ανα­γκαιό­τη­τα της κα­τα­σκευ­ής, της «ορ­θο­λο­γι­στι­κής συ­ναρ­μο­λό­γη­σης των αρ­μών τού υπό εκ­κό­λα­ψιν μυ­θι­στο­ρή­μα­τος»,[2] φο­βά­ται ωστό­σο να μην πα­ρα­συρ­θεί «από τις βαθ­μιαί­ες και αδιό­ρα­τες διερ­γα­σί­ες, [μέ­σα στις οποί­ες] εκ­κο­λά­πτε­ται το μελ­λο­γέν­νη­το βι­βλίο» (12). Η ενερ­γο­ποι­η­μέ­νη ποι­η­τι­κή ιδιό­τη­τα του πε­ζο­γρά­φου εί­ναι εκεί­νη που τον δια­κα­τέ­χει και τον κα­θο­δη­γεί «ώσπου να με­τα­μορ­φω­θεί η καλ­λι­τε­χνι­κά αδρα­νής γλώσ­σα της επι­κοι­νω­νί­ας σε λό­γο» (11) «από ένα απει­ρο­ε­λά­χι­στο πυ­ρή­να – μία ει­κό­να, μια σκέ­ψη, μια απροσ­διό­ρι­στη μάλ­λον διά­θε­ση» (15) από ένα «κόκ­κο σι­νά­πε­ως» (15) που κρύ­βει «τη γε­νε­σιουρ­γό δύ­να­μη» (16) του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος που αρ­πά­ζει τον δη­μιουρ­γό κυ­ριο­λε­κτι­κά από το στο­μά­χι κά­θε φο­ρά που βρί­σκε­ται στη «συγ­γρα­φι­κή κου­ζί­να» του (17). Αυ­τός ο «διαρ­κώς ανα­πτυσ­σό­με­νος κόκ­κος» (18) «πη­γαι­νο­έρ­χε­ται πά­ντα κα­τά τα κέ­φια του ανα­πτυσ­σό­με­νος» (19), «ξε­μυ­τί­ζει, ανα­πά­ντε­χα» (18) και επι­τα­κτι­κά εξω­θεί τον δη­μιουρ­γό στη συγ­γρα­φή: «Τώ­ρα! Πρέ­πει! Εμπρός!» (19). Ο «κόκ­κος σι­νά­πε­ως», ο οποί­ος θα απο­τε­λέ­σει το έναυ­σμα για το κυο­φο­ρού­με­νο βιω­μα­τι­κό ή μυ­θο­πλα­στι­κό υλι­κό, πα­ρα­πέ­μπει σα­φώς στην ορ­γα­νι­κή θε­ω­ρία του S.T. Coleridge, ο οποί­ος συ­σχε­τί­ζει την ανά­πτυ­ξη του φυ­τού, αρ­χής γε­νο­μέ­νης από τον σπό­ρο, με τη γέ­νε­ση του καλ­λι­τε­χνι­κού έρ­γου από την Ιδέα, αφού «οι ει­κό­νες της αί­σθη­σης απο­τε­λούν απλώς τα υλι­κά από τα οποία τρέ­φε­ται ο νους – ύλες οι οποί­ες χά­νουν την ατο­μι­κό­τη­τά τους εφό­σον αφο­μοιώ­νο­νται σ’ ένα νέο όλον. “Από την πρώ­τη ή πρω­ταρ­χι­κή Ιδέα, όπως από σπό­ρο, βλα­στά­νουν δια­δο­χι­κές Ιδέ­ες”».[3]
Η σω­ρεία ιδε­ών και ει­κό­νων που «κα­τοι­κο­ε­δρεύ­ουν» «στα έσω του πε­ζο­γρά­φου» (16) και γεν­νώ­νται κα­θη­με­ρι­νά εί­τε από την πα­ρα­τή­ρη­ση του πε­ρι­βάλ­λο­ντος εί­τε από την πλη­ρο­φό­ρη­ση και την εν­δο­σκό­πη­ση πα­ρα­μέ­νουν αδρα­νείς έως και ανύ­παρ­κτες και δεν εί­ναι όλες ικα­νές, «εν τη σμι­κρό­τη­τί τους, να φέ­ρουν στο φως το υπερ­πολ­λα­πλά­σιο ενός βι­βλί­ου» (17). Αντί­θε­τα, ο κόκ­κος σι­νά­πε­ως λει­τουρ­γεί ως γε­νε­σιουρ­γός δύ­να­μη που επι­βάλ­λει την πα­ρου­σία του ως «σω­μα­τι­κή αί­σθη­ση» (17) που «γί­νε­ται αντι­λη­πτή και κά­τω από το διά­φραγ­μα (17), όπως επι­ση­μαί­νει ο Κο­τζιάς.
Αυ­τός ο κόκ­κος σι­νά­πε­ως «θρο­νιά­ζε­ται σαν τυ­ραν­νι­κός αφέ­ντης» (18) εντός του συγ­γρα­φέα και κα­θι­στά τη δια­δι­κα­σία της γρα­φής μια κυο­φο­ρία αστα­μά­τη­τη, βρα­δεία και οδυ­νη­ρή (18) για να ακο­λου­θή­σει το δυ­σκο­λό­τε­ρο ίσως μέ­ρος της σύν­θε­σης που εί­ναι η πρά­ξη της γρα­φής και κα­τ’ ου­σί­αν η «πά­λη με τη γλώσ­σα» (27). Η πά­λη και η αγω­νία του συγ­γρα­φέα να ανα­φα­νούν στην επι­φά­νεια «τα κρύ­φια και τα άγνω­στα μιας ιστο­ρί­ας» (27) εί­ναι ταυ­τό­χρο­να, σύμ­φω­να με τον Κο­τζιά, αγω­νία και πά­λη για τη γλωσ­σι­κή μορ­φή και έκ­φρα­ση του κει­μέ­νου (27): «Πα­λεύ­ο­ντας να κα­θη­λώ­σω στο χαρ­τί το φευ­γα­λέο, το άπια­στο αε­ρι­κό που εί­ναι η γλώσ­σα με τη συ­νε­χή ρευ­στό­τη­τα των άπει­ρων φω­το­σκιά­σε­ων, την ευ­κι­νη­σία των αμέ­τρη­των ρυθ­μών της, βε­βαιώ­θη­κα κά­πο­τε για τού­το το πα­ρά­δο­ξο: το αε­ρι­κό αντι­στέ­κε­ται σαν το πιο σκλη­ρό υλι­κό – γρα­νί­της, που τον ψη­λα­φείς, τον αι­σθά­νε­σαι στα χέ­ρια σου.» (28) 
Ο Κο­τζιάς δια­κα­τέ­χε­ται από υπέρ­με­τρη αγω­νία για τη γλωσ­σι­κή μορ­φή των κει­μέ­νων του για την οποία έχει προη­γη­θεί «λυσ­σα­λέα μά­χη» (27) πριν το τε­λειω­μέ­νο πια μυ­θι­στό­ρη­μα οδεύ­σει προς το τυ­πο­γρα­φείο ύστε­ρα από «το τε­λι­κό κοί­ταγ­μα, το φι­νί­ρι­σμα, που κα­θα­ρί­ζει τα γλωσ­σι­κά και άλ­λα ρι­νί­σμα­τα» (27). Η εμ­μο­νή του Κο­τζιά στην επι­λο­γή των κα­τάλ­λη­λων λέ­ξε­ων που θα απο­δί­δουν στην εντέ­λεια την κά­θε πρό­τα­ση του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος – ή, αλ­λιώς, η «“μα­νία κα­θα­ριό­τη­τος”» (29) που τον δια­κα­τέ­χει – έχει οδη­γή­σει στο να ανα­πτυ­χθεί μέ­σα του «μια αί­σθη­ση γλωσ­σι­κής αφής» (28) με τα πράγ­μα­τα και τις κα­τα­στά­σεις που συ­να­πο­τε­λούν το υλι­κό της ιστο­ρί­ας που κά­θε φο­ρά επε­ξερ­γά­ζε­ται.
Η γλώσ­σα με τους ρυθ­μούς της, τους ήχους της, τα νο­ή­μα­τά της, τις φα­νε­ρές ή υπο­δό­ριες συ­νειρ­μι­κές της προ­τά­σεις κα­θο­δη­γεί τον συγ­γρα­φέα να υπο­τά­ξει το υλι­κό που του εί­ναι ανα­γκαίο για την κά­θε φο­ρά εκ­κο­λα­πτό­με­νη μυ­θι­στο­ρία.[4] Η «μα­κρό­συρ­τη», «αγω­νιώ­δης», «μέ­χρι νευ­ρι­κής κα­ταρ­ρεύ­σε­ως εξα­ντλη­τι­κή» (24) δια­δι­κα­σία της γρα­φής απο­τε­λεί ένα «ηδο­νι­κό μαρ­τύ­ριο» (25) με απο­λυ­τρω­τι­κή επε­νέρ­γεια, χω­ρίς ανα­πα­μό, αφού ο λο­γο­τέ­χνης σε όλη τη ζωή του σχοι­νο­βα­τεί ανά­με­σα στην Κό­λα­ση και στον Πα­ρά­δει­σο (25). Η δυ­σκο­λό­τε­ρη φά­ση κα­τά τη δια­δι­κα­σία της γρα­φής, όπως ομο­λο­γεί ο Κο­τζιάς, εί­ναι η αρ­χή ενός βι­βλί­ου:[5] «η πιο από­κρη­μνη ανη­φο­ριά εί­ναι απα­ρε­γκλί­τως τα πρώ­τα κε­φά­λαια» (25) τα οποία απο­τε­λούν κυ­ριο­λε­κτι­κά τα θε­μέ­λια του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος που αν αυ­τά δεν στε­ριώ­σουν κα­ταρ­ρέ­ει όλη η έως τό­τε προ­σπά­θεια του λο­γο­τέ­χνη (25): «χω­ρίς αυ­τές τις πρώ­τες δε­κά­δες σε­λί­δες, χω­ρίς τα πρώ­τα κε­φά­λαια, δεν υπάρ­χει πα­ρα­κά­τω στο οποίο μπο­ρείς να προ­χω­ρή­σεις» (26). Μό­λις γρα­φτούν στο χαρ­τί οι πρώ­τες αρά­δες και οι πρώ­τες πα­ρά­γρα­φοι τό­τε διευ­κο­λύ­νε­ται η δια­δι­κα­σία της συγ­γρα­φι­κής σύν­θε­σης, κα­θώς προ­βάλ­λουν μπρο­στά στα μά­τια του λο­γο­τέ­χνη «ει­κό­νες, κι­νή­σεις, χει­ρο­νο­μί­ες, στι­χο­μυ­θί­ες, πρά­ξεις ή κα­τα­στά­σεις» (21) αρ­χι­κά σκόρ­πιες και ασύν­δε­τες για την ιστο­ρία που πρό­κει­ται να εκτυ­λι­χθεί οι οποί­ες όμως θα λει­τουρ­γή­σουν ως «οδο­δεί­κτες» για την πο­ρεία που θα ακο­λου­θή­σει ο μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος (21). Με τις πρώ­τες «απο­σα­φη­νί­σεις» των «οδο­δει­κτών» (21) δια­μορ­φώ­νε­ται και η «κα­τα­κλεί­δα» του βι­βλί­ου, εν αντι­θέ­σει με την κύ­ρια πλο­κή η οποία «δεν έχει δια­μορ­φω­θεί πα­ρά σε πο­λύ γε­νι­κές γραμ­μές» (21) και η ολο­κλή­ρω­σή της εξαρ­τά­ται όχι από τον δη­μιουρ­γό αλ­λά πιο πο­λύ από «τα πράγ­μα­τα που πας να πεις και έχεις αρ­χί­σει να λες»[6] τα οποία και «έχουν απο­κτή­σει τη δι­κή τους δύ­να­μη και την αυ­το­νο­μία»[7] σε τέ­τοιο βαθ­μό που να κα­θι­στούν τον ρό­λο του συγ­γρα­φέα απλώς λει­τουρ­γι­κό, μια όχι και τό­σο κο­λα­κευ­τι­κή δια­πί­στω­ση για τον συγ­γρα­φέα: «Αν τα πά­ντα ή έστω αν τό­σα πολ­λά εί­ναι τα προ­κα­θο­ρι­σμέ­να, τι από­γι­νε ο μι­κρός θε­ός; Ε, με το δί­κιο του ο πε­ζο­γρά­φος μας αγα­να­κτεί, δια­μαρ­τύ­ρε­ται εν­δο­μύ­χως εμ­βρό­ντη­τος: Τι ρό­λο, τέ­λος πά­ντων, παί­ζω εγώ;» (24).
Για τον Κο­τζιά «το τέ­λος ενός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος βρί­σκε­ται στην αρ­χή του, ίσως στην πρώ­τη λέ­ξη του» ( 31), στην κά­θε καί­ρια λέ­ξη που «όταν ανα­δυ­θεί σε κά­ποιο από τα πρώ­τα κε­φά­λαια – ανοί­γει δρό­μους ως τη στιγ­μή εκεί­νη ανυ­πο­ψί­α­στους, δη­μιουρ­γεί το­νι­σμούς απροσ­δό­κη­τους, εί­ναι ικα­νή ακό­μη και να δώ­σει δια­φο­ρε­τι­κή τρο­πή στο όλο μυ­θι­στό­ρη­μα» (26). Η «αγα­πη­τι­κή σχέ­ση του [Κο­τζιά] με τη γλώσ­σα»[8] ορί­ζει εν μέ­ρει και την αυ­το­νο­μία του έρ­γου του και του υπα­γο­ρεύ­ει τον τρό­πο της δου­λειάς του μέ­σα από τις δια­δο­χι­κές επε­ξερ­γα­σί­ες να ανα­κα­λύ­πτει το αντι­κεί­με­νο της γρα­φής διά της γρα­φής (29).
Η γλώσ­σα της πε­ζο­γρα­φί­ας για τον Κο­τζιά πρέ­πει να εί­ναι «λει­τουρ­γι­κή» και όχι «κα­λο­λο­γι­κή», θέ­ση που αι­τιο­λο­γεί και την προ­τί­μη­σή του στον ρε­α­λι­σμό ή ακρι­βέ­στε­ρα στον «ψευ­δο­ρε­α­λι­σμό», κα­θώς «επι­διώ­κει τα ορά­μα­τά του να έχουν αλη­θο­φά­νεια, κα­τα­κτη­μέ­νη πά­λι μέ­σω της γλώσ­σας»:[9] «Ο πε­ρί ου ο λό­γος πε­ζο­γρά­φος εί­ναι κα­τά κά­ποιο τρό­πο ρε­α­λι­στής. Ή οιο­νεί ρε­α­λι­στής. Ή, όπως ο ίδιος χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον εαυ­τό του, ψευ­δο­ρε­α­λι­στής» (31). Σύμ­φω­να με τον Παν. Μουλ­λά, «τό­σοι δι­σταγ­μοί («κα­τά κά­ποιο τρό­πο, «οιο­νεί», «ψευ­δο—») για τη χρή­ση μιας λέ­ξης!» αι­τιο­λο­γού­νται αφού στον 20ό αιώ­να ο «ρε­α­λι­σμός» «κα­τά­ντη­σε […] πε­ρί­πλο­κη και επι­κίν­δυ­νη υπό­θε­ση», κα­θώς συ­νο­δεύ­ε­ται από επί­θε­τα, όπως σο­σια­λι­στι­κός, κρι­τι­κός, υπο­κει­με­νι­κός.[10] Ο Κο­τζιάς επι­διώ­κει τα έρ­γα του να έχουν αλη­θο­φά­νεια, «να εί­ναι πει­στι­κά μέ­σα στα όρια της κοι­νώς απο­δε­κτής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας» (31) την οποία όμως αντι­λαμ­βά­νε­ται ως «αρ­κε­τά διευ­ρυ­μέ­νη, έτσι που να πε­ρι­λαμ­βά­νει και τη φα­ντα­σία ή τη φα­ντα­σί­ω­ση, τον πυ­ρε­τό, το όνει­ρο ή τον εφιάλ­τη».[11]
Η «αλη­θο­φά­νεια» ως μια «σύμ­βα­ση» συγ­γρα­φι­κή απο­τε­λεί για τον Κο­τζιά τον μό­νο τρό­πο έκ­φρα­σης τό­σο της ρε­α­λι­στι­κής κα­τα­γρα­φής όσο και της πα­ρα­βί­α­σής της με τη δρα­μα­τι­κή συ­μπύ­κνω­ση των συμ­βά­ντων του μυ­θο­πλα­στι­κού έρ­γου.[12] Ως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα «ψευ­δο­ρε­α­λι­στι­κού» τρό­που γρα­φής, όπου ανα­φαί­νε­ται η δρα­μα­τι­κή συ­μπύ­κνω­ση, απο­τε­λεί το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μά του Φα­ντα­στι­κή πε­ρι­πέ­τεια (1985), όπως ση­μειώ­νει ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας:

Στη Φα­ντα­στι­κή πε­ρι­πέ­τεια έχουν συσ­σω­ρευ­τεί τό­σες συ­γκρού­σεις μέ­σα σε μια μέ­ρα που απ’ οπου­δή­πο­τε και να το πιά­σου­με, εί­ναι αδύ­να­το να συμ­βούν τό­σα πρά­μα­τα σε τό­σα δια­φο­ρε­τι­κά μέ­λη μιας οι­κο­γέ­νειας την ίδια μέ­ρα. Το ξέ­ρω αυ­τό το πρά­μα αλ­λά δε με εν­δια­φέ­ρει. Διό­τι το απο­τέ­λε­σμα που θέ­λω να βγά­λω βγαί­νει με αυ­τή τη συσ­σώ­ρευ­ση. Λοι­πόν, προ­σπα­θώ να δια­τη­ρή­σω την αλη­θο­φά­νεια, ώστε να μη ξε­φύ­γει το πε­ζο­γρά­φη­μα από τους πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νους κα­νό­νες του ρε­α­λι­σμού, αλ­λά αν χρεια­στεί να στρί­ψει λί­γο ο ήλιος, για­τί πρέ­πει να γί­νει ένας φω­τι­σμός κα­τάλ­λη­λος, θα τον στρί­ψω φτά­νει να μην το πά­ρε­τε χα­μπά­ρι, όσο εί­ναι τού­το δυ­να­τόν. […] Θέ­λω να εί­ναι ψευ­δο­ρε­α­λι­στι­κό. Εί­ναι ο τρό­πος μου αυ­τός. Θέ­λω να ακο­λου­θή­σω τους κα­νό­νες του ρε­α­λι­σμού ως εκεί που δε μ’ εμπο­δί­ζουν στη δου­λειά μου […]»[13]

Ο Κο­τζιάς πα­ρα­βιά­ζει τα «desiderata του ρε­α­λι­σμού» σε οτι­δή­πο­τε αφο­ρά την αντι­κει­με­νι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση του χώ­ρου και του χρό­νου άλ­λο­τε «ανε­πι­γνώ­στως»[14] και άλ­λο­τε με­λε­τη­μέ­να, ενώ επι­νο­εί «λύ­σεις απρό­βλε­πτες», «αυ­το­σχε­διά­ζει», «κα­τα­φεύ­γει σε ζα­βο­λιές» και «καλ­που­ζα­νιές» (51), φρο­ντί­ζο­ντας να μην γί­νουν αντι­λη­πτές από τους ανα­γνώ­στες, ώστε να δια­τη­ρη­θεί η «μα­γεία της απά­της» σύμ­φω­να με την αρι­στο­τε­λι­κή αρ­χή του ει­κό­τος και του ανα­γκαί­ου,[15] του πι­θα­νώς ρε­α­λι­στι­κού, δη­λα­δή, που μπο­ρεί να συμ­βεί ή να έχει συμ­βεί.[16]
Τα βι­βλία του Κο­τζιά δια­τη­ρούν μια «δρα­μα­τι­κή δο­μή»[17] με την έν­νοια ότι «συ­γκε­ντρώ­νο­νται οι ανα­με­τρή­σεις σε πε­ριο­ρι­σμέ­νο χώ­ρο και πυ­κνό χρό­νο»[18] με απο­τέ­λε­σμα ο λο­γο­τέ­χνης να προ­βαί­νει συ­νει­δη­τά σε δρα­μα­τι­κές συ­μπυ­κνώ­σεις του χρό­νου αλ­λά και εξα­κτι­νώ­σεις (38-39), με τις συ­νε­χείς ανα­χρο­νί­ες στην αφή­γη­ση μέ­σω της μνή­μης, οι οποί­ες ταυ­τό­χρο­να φω­τί­ζουν και τον χώ­ρο που δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι συ­γκε­κρι­μέ­νων χω­ρο­γρα­φι­κών συ­ντε­ταγ­μέ­νων, ου­σια­στι­κά όμως φα­ντα­στι­κός με τις οποιεσ­δή­πο­τε πα­ρα­βιά­σεις των πραγ­μα­τι­κών δια­στά­σε­ων να διέ­πο­νται από τον τρι­πλό κα­νό­να: «ενάρ­γεια, συ­νο­χή, συ­νέ­πεια» (34-35): «όσο πιο πλα­τύς εί­ναι ο χώ­ρος που δί­νεις, τό­σο πιο τε­ρα­τώ­δης πρέ­πει να εί­ναι η μνή­μη σου […] πρέ­πει να φτά­σει μια στιγ­μή, που θα πεις το τυ­πω­θεί­το, που θα έχεις τον έλεγ­χο όλων των λέ­ξε­ων που υπάρ­χουν μέ­σα στο κεί­με­νό σου. Αν δεν τον έχεις, κα­λύ­τε­ρα να μη γρά­ψεις μυ­θι­στό­ρη­μα».[19]
Ο Κο­τζιάς δια­μορ­φώ­νει και τους λο­γο­τε­χνι­κούς χα­ρα­κτή­ρες του υπό το πρί­σμα του ψευ­δο­ρε­α­λι­σμού αξιο­ποιώ­ντας ταυ­τό­χρο­να ανα­γνω­ρί­σι­μα και μη ανα­γνω­ρί­σι­μα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ώστε ο ανα­γνώ­στης να υπο­ψιά­ζε­ται την ταυ­τό­τη­τα του ήρωα αλ­λά να μην μπο­ρεί να τον ταυ­τί­σει με υπαρ­κτά πρό­σω­πα: «όλα τα πρό­σω­πά μου φέ­ρουν, βέ­βαια, στοι­χεία – σου­σού­μια, λό­για, σκέ­ψεις, χει­ρο­νο­μί­ες, πρά­ξεις κτλ. κτλ. – που, αν δεν εί­ναι της φα­ντα­σί­ας, έχουν αντλη­θεί από την πα­ρα­τή­ρη­ση γνω­στών και αγνώ­στων. Κα­νέ­να, ωστό­σο, δεν εί­ναι ατό­φιος ο τά­δε ή ο δεί­να. Όλα εί­ναι ένα εί­δος Φραν­κε­στάιν […]» (40-41). Ο Κο­τζιάς με αφη­γη­μα­τι­κή τόλ­μη στή­νει μια «διευ­ρυ­μέ­νη»[20] και «πλα­τιά νο­ού­με­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα»[21] μέ­σα στην οποία ανα­πα­ρί­στα­νται αντι-ηρω­ι­κές μορ­φές λο­γο­τε­χνι­κών χα­ρα­κτή­ρων που εκ­φέ­ρουν «τους εξου­σια­στι­κούς λό­γους του πα­ρα­κρά­τους, του δο­σι­λο­γι­σμού και της εθνι­κο­φρο­σύ­νης ως ου­σια­στι­κά ισό­τι­μες “ξέ­νες φω­νές” με τις φω­νές των “ητ­τη­μέ­νων”, των θυ­μά­των της ιστο­ρί­ας».[22] Ως εκ τού­του οι φα­ντα­στι­κές αφη­γή­σεις του με­τα­σχη­μα­τί­ζο­νται σε πι­θα­νό και δυ­νά­μει χρο­νό­το­πο της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας μέ­σα στην οποία κι­νού­νται τα μυ­θο­πλα­στι­κά πρό­σω­πα υπη­ρε­τώ­ντας συ­γκε­κρι­μέ­να συ­στή­μα­τα αξιών, με γλωσ­σι­κές εκ­φο­ρές, ηθι­κούς και ιδε­ο­λο­γι­κούς κώ­δι­κες που, ωστό­σο, δεν θα έπρε­πε να ταυ­τί­ζο­νται με συ­γκε­κρι­μέ­να ιστο­ρι­κά πρό­σω­πα.
Ο χώ­ρος, ο χρό­νος και οι αν­θρώ­πι­νοι «χα­ρα­κτή­ρες» στα έρ­γα του Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά δια­τη­ρούν αξε­διά­λυ­τη σχέ­ση με τις γλωσ­σι­κές εμ­μο­νές του λο­γο­τέ­χνη, ο οποί­ος πα­σχί­ζει να πα­ρα­τη­ρή­σει και να τα­ξι­νο­μή­σει με από­λυ­τη συ­στη­μα­τι­κό­τη­τα το υλι­κό των μυ­θι­στο­ριών του. Η γλώσ­σα – η «φρα­στι­κή του πε­ζο­γρα­φή­μα­τος» (48) – απο­τε­λεί το βα­σι­κό, το κα­θο­ρι­στι­κό στοι­χείο της γρα­φής του που δεν μπο­ρεί σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση να αφή­νε­ται στην τύ­χη του. Ο Κο­τζιάς φρο­ντί­ζει αδιά­λει­πτα για τη λε­κτι­κή ακρί­βεια του λό­γου του και δεν αφή­νει να πα­ρα­συρ­θεί από τον γλωσ­σι­κό του οί­στρο. Αντι­θέ­τως, η κά­θε σύν­θε­σή του εί­ναι «σο­φά ακρι­βο­ζυ­για­μέ­νη» (49), ώστε ο ανα­γνώ­στης να θε­ω­ρεί πως «πα­ρα­κο­λου­θεί την ανε­μπό­δι­στη φυ­σι­κή ροή μιας συ­νεί­δη­σης» (49). Η γρα­φί­δα και η γό­μα ή, ακρι­βέ­στε­ρα, το ψα­λί­δι με­τα­τρέ­πο­νται στον έτε­ρο κα­νό­να του χαλ­κεί­ου του: «Συ­νε­πώς, κό­βε! σβή­νε! ψα­λί­δι­ζε!» (48).



______________

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
[1] Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση στο πε­ριο­δι­κόΓράμ­μα­τα και Τέ­χνες, τχ. 64-65, Ιαν.-Μάρτ. 1992, σ. 3-14. Το δο­κί­μιο ανα­δη­μο­σιεύ­τη­κε στον τό­μο Αλη­θο­μα­νές χαλ­κεί­ον. Η ποι­η­τι­κή ενός πε­ζο­γρά­φου, φι­λο­λο­γι­κή επι­μέ­λεια Μα­ρία Ρώ­τα, Κέ­δρος 32015 (2004). Οι πα­ρα­πο­μπές εντός του κει­μέ­νου θα γί­νο­νται εφε­ξής σε αυ­τή την έκ­δο­ση.
[2] Κώ­στας Γ. Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, «Η ποι­η­τι­κή διά­στα­ση του πε­ζο­γρά­φου Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά», περ. Νέα Εστία / Αφιέ­ρω­μα στον Αλέ­ξαν­δρο Κο­τζιά, τόμ. 152, τχ. 1751 (Δεκ. 2002), σ. 888.
[3] Βλ. S.T. Coleridge’s, Treatise on Method, edited by A.D. Snyder, London: 1934, σ. 7 (ανά­κτη­ση στις 27/5/2023 από:https://​books.​google.​gr/​books?​id=ST1​AAAA​AIAA​J&​pg=PR5&​hl=el&​sou​rce=gbs​_​sel​ecte​d_​pages&​cad=2#​v=one​page&​q&​f=false). Βλ. και M.H. Abrams, Ο Κα­θρέ­φτης και το Φως. Ρο­μα­ντι­κή θε­ω­ρία και κρι­τι­κή πα­ρά­δο­ση, μτ­φρ. Άρης Μπερ­λής, Κρι­τι­κή 2001, σ. 326.
[4] Κώ­στας Γ. Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, «Η ποι­η­τι­κή διά­στα­ση του πε­ζο­γρά­φου Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά», ό.π., σ. 889.
[5] Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς, «Αλη­θο­μα­νές χαλ­κεί­ον. Η ποι­η­τι­κή ενός πε­ζο­γρά­φου», ό.π., σ. 25-26∙ Επί­σης, βλ. όσα ανα­φέ­ρει ο Κο­τζιάς για τη δυ­σκο­λία που συ­νά­ντη­σε κα­τά τη συγ­γρα­φή των πρώ­των σε­λί­δων του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Αντι­ποί­η­σις αρ­χής: «Εύ­χο­μαι να πε­θά­νω σαν τον Μι­χα­ήλ Άγ­γε­λο…» (Συ­ζή­τη­ση του Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά με δι­δά­σκο­ντες και φοι­τη­τές του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κρή­της), Ση­μείο (Λευ­κω­σία), 1 (1992), σ. 288.
[6] Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς, «Εύ­χο­μαι να πε­θά­νω σαν τον Μι­χα­ήλ Άγ­γε­λο…», ό.π., σ. 281-282.
[7] Ό.π.
[8] Κώ­στας Γ. Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, «Η ποι­η­τι­κή διά­στα­ση του πε­ζο­γρά­φου Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά», ό.π., σ. 890.
[9] Ό.π.
[10] Παν. Μουλ­λάς, «Το μά­τι του κρι­τι­κού», στον τό­μο Αφιέ­ρω­μα στον Αλέ­ξαν­δρο Κο­τζιά, Κέ­δρος 1994, σ. 252.
[11] Συ­ζή­τη­ση Αλέ­ξαν­δρου Αρ­γυ­ρί­ου, Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά, Κώ­στα Κου­λου­φά­κου, Σπύ­ρου Πλα­σκο­βί­τη και Στρα­τή Τσίρ­κα με θέ­μα «Η νε­ο­ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και η πε­ζο­γρα­φία μας», περ. Συ­νέ­χεια, τχ. 4, Ιού­νιος 1973, σ. 172.
[12] Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς, «Εύ­χο­μαι να πε­θά­νω σαν τον Μι­χα­ήλ Άγ­γε­λο…», ό.π., σ. 280, 286.
[13] Ό.π.
[14] Ό.π., σ. 283.
[15] Βλ. Αρι­στο­τέ­λους Πε­ρί ποι­η­τι­κής, 1451a: Αρι­στο­τέ­λους Πε­ρί ποι­η­τι­κής (μτ­φρ.: Σί­μος Με­νάρ­δος∙ ει­σαγ., κείμ.,ερμ.: Ιω­άν. Συ­κου­τρής), Εστία [χ.χ.]: «ἀλλ᾽ οἷα ἂν γέ­νοι­το καὶ τὰ δυ­νατὰ κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀνα­γκαῖον». Επί­σης, βλ. Δ.Ι. Ια­κώβ, Ζη­τή­μα­τα λο­γο­τε­χνι­κής θε­ω­ρί­ας στην Ποι­η­τι­κή του Αρι­στο­τέ­λη, Στιγ­μή 2004, σ. 58 κ.ε.
[16] Βλ. επί­σης την ανέκ­δο­τη δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βής της Αυ­γής Λίλ­λη, Η θε­ω­ρία του κρι­τι­κού ως ποι­η­τι­κή του πε­ζο­γρά­φου και αντί­στρο­φα: Το κρι­τι­κό και μυ­θι­στο­ριο­γρα­φι­κό έρ­γο του Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά, Αθή­να / ΕΚ­ΠΑ, 2016, σ. 17, 57.
[17] Αλ. Κο­τζιάς, «Μό­νο εκεί­νο που εκ­φρά­ζε­ται, μό­νο εκεί­νο εί­ναι μέ­σα στο μυα­λό μας…» (συ­νέ­ντευ­ξη), περ. Δια­βά­ζω 28 (1980), σ. 49.
[18] Ό.π.
[19] Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς, «Εύ­χο­μαι να πε­θά­νω σαν τον Μι­χα­ήλ Άγ­γε­λο…», ό.π., σ. 292-293.
[20] Συ­ζή­τη­ση Αλέ­ξαν­δρου Αρ­γυ­ρί­ου, Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά, Κώ­στα Κου­λου­φά­κου, Σπύ­ρου Πλα­σκο­βί­τη και Στρα­τή Τσίρ­κα με θέ­μα «Η νε­ο­ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και η πε­ζο­γρα­φία μας», ό.π., σ. 172.
[21] Ό.π.
[22] Γιάν­νης Πα­πα­θε­ο­δώ­ρου, «“Κά­τι πιο αλη­θι­νό από την ιστο­ρία…”: η αφη­γη­μα­τι­κή τόλ­μη του Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά», περ. Νέα Εστία, ό.π., σ. 767.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: