Ο «Ιαγουάρος» και «Τα παιδιά του Κρόνου»

Κατερίνας Ευαγγελάκου: «Ιαγουάρος»

Κατερίνας Ευαγγελάκου: «Ιαγουάρος»

Κατερίνας Ευαγγελάκου: «Ιαγουάρος»




The instruments of darkness
tell us truths
Shakespeare, Macbeth





Παρα­μο­νή 21ης Μα­ΐ­ου 1958. Από­γευ­μα, στο αε­ρο­δρό­μιο του Ελ­λη­νι­κού της Αθή­νας. Η Δή­μη­τρα υπο­δέ­χε­ται τη νύ­φη της, που επι­στρέ­φει στην Ελ­λά­δα ύστε­ρα από δέ­κα χρό­νια πα­ρα­μο­νής στις ΗΠΑ. Οι δύο γυ­ναί­κες θα κα­τα­λή­ξουν σε ένα προ­πο­λε­μι­κό σπί­τι στη συ­νοι­κία του Με­τα­ξουρ­γεί­ου και εκεί θα αρ­χί­σει μια ολο­νύ­χτια αλ­λη­λο­ε­ξό­ντω­ση, που θα κρα­τή­σει ως τα ξη­με­ρώ­μα­τα της επό­με­νης: μια τυ­πι­κή κλη­ρο­νο­μι­κή δια­φο­ρά θα γί­νει αφορ­μή για να ξε­τυ­λι­χτεί το κου­βά­ρι και να ανέ­βουν στην επι­φά­νεια τα σκο­τει­νά δια­τρέ­ξα­ντα του 1944, που στά­λα­ξαν χο­λή στις σχέ­σεις νύ­φης και κου­νιά­δας με αφε­τη­ρία έναν ανε­ξα­κρί­βω­το φό­νο. Ποιος σκό­τω­σε τον γερ­μα­νο­τσο­λιά της γει­το­νιάς τους κα­τά τον Εμ­φύ­λιο; Ο αδελ­φός της Δή­μη­τρας και άντρας της Φι­λιώς, ο Φά­νης, για να δη­λώ­σει θερ­μή πί­στη στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα, ή η Φι­λιώ, για να ξε­μπερ­δέ­ψει μια και κα­λή με τον πα­ρά­νο­μο ερα­στή της; Η έντο­νη εμπά­θεια και ο σα­φώς επι­θε­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας της Δή­μη­τρας θα μας υπο­δεί­ξουν έμ­με­σα την αλή­θεια, που γέρ­νει προς την πλευ­ρά της νύ­φης. Και λοι­πόν; Κα­μιά δι­καί­ω­ση δεν θα ακο­λου­θή­σει. Η συ­νά­ντη­ση στο αε­ρο­δρό­μιο θα τε­λειώ­σει με τη Δή­μη­τρα να σχε­διά­ζει τον αφα­νι­σμό της εχθράς της και τη Φι­λιώ να βυ­θί­ζε­ται ξέ­πνοη σε έναν μαύ­ρο, ανο­νεί­ρευ­το ύπνο. Αυ­τή εί­ναι η ιστο­ρία του Ια­γουά­ρου, όπως την πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με στην ανά χεί­ρας έκ­δο­ση. Ο Ια­γουά­ρος δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1987. Υπάρ­χουν, ωστό­σο, τρεις ακό­μα ιστο­ρί­ες του Κο­τζιά για την 21η Μα­ΐ­ου του 1958, υπό τους τί­τλους Η μη­χα­νή, Ο πυγ­μά­χος και Το σο­κά­κι, που δη­μο­σιεύ­τη­καν αντί­στοι­χα το 1987, το 1990 και το 1991. Και οι τέσ­σε­ρις νου­βέ­λες με τις οποί­ες ο Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς έκλει­σε το πε­ζο­γρα­φι­κό του έρ­γο δια­δρα­μα­τί­ζο­νται στην ίδια ημε­ρο­μη­νία και στην ίδια χρο­νιά.

Τα με­σά­νυ­χτα της ημέ­ρας κα­τά την οποία η Δή­μη­τρα υπο­δέ­χε­ται τη νύ­φη της στο Ελ­λη­νι­κό, θα ξε­κι­νή­σει στο αε­ρο­δρό­μιο και η ιστο­ρία –τρα­γε­λα­φι­κή αυ­τή τη φο­ρά– της Μη­χα­νής, που δεν εί­ναι άλ­λη από την ιστο­ρία του Κώ­στα και του Άγ­γε­λου. Η 21η Μα­ΐ­ου συ­μπί­πτει με τα γε­νέ­θλια και την ονο­μα­στι­κή γιορ­τή του Κώ­στα, ο οποί­ος, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας τα δε­κα­ο­χτώ έρ­χε­ται στο αε­ρο­δρό­μιο με την κρυ­φή ελ­πί­δα να τα­ξι­δέ­ψει λα­θρε­πι­βά­της. Έτσι θα γνω­ρί­σει και το με­γά­λο πρό­τυ­πο της ζω­ής του, τον Άγ­γε­λο: έναν σαλ­τα­δό­ρο, που έχει κλέ­ψει τη φι­λε­νά­δα του, πε­ρι­μέ­νει την πρω­ι­νή πτή­ση για Γιο­χά­νε­σμπουργκ και πα­ρα­γε­μί­ζει κε­φά­λι του άγου­ρου και άμα­θου νε­α­ρού με τη θε­ω­ρία του κόλ­που και της «αρ­πα­χτής». Ο Κώ­στας δεν θα ξα­να­δεί τον Άγ­γε­λο, αλ­λά τριά­ντα χρό­νια με­τά θα συ­νε­χί­σει να πι­στεύ­ει ακρά­δα­ντα στη δι­δα­σκα­λία του: κι ας ζει σε μια τρώ­γλη (και πά­λι στο Με­τα­ξουρ­γείο), κι ας έχει χά­σει τα πά­ντα, κι ας έχει εντέ­λει εξα­φα­νι­στεί, ολο­κλη­ρω­τι­κά ητ­τη­μέ­νος, στη σιω­πη­λή νύ­χτα της Αθή­νας. Κι όμως: μία τρια­κο­ντα­ε­τία πριν, ο μά­γος δά­σκα­λος δεν τα­ξί­δε­ψε προς τα πλού­τη και την απα­στρά­πτου­σα ευ­τυ­χία, αλ­λά προς την κα­τα­στρο­φή και τον θά­να­το: η πρω­ι­νή πτή­ση της 21ης Μα­ΐ­ου για Γιο­χά­νε­σμπουργκ τι­νά­χτη­κε στον αέ­ρα.

Ο Κώ­στας δεν δια­βά­ζει εφη­με­ρί­δες και, φυ­σι­κά, δεν θα το μά­θει πο­τέ, αλ­λά η εί­δη­ση του ενα­έ­ριου ατυ­χή­μα­τος περ­νά­ει σε όλα τα αθη­ναϊ­κά φύλ­λα. Εμείς θα στα­θού­με στα τρε­χά­μα­τα στα γρα­φεία της ημε­ρή­σιας εφη­με­ρί­δας Ανε­ξαρ­τη­σία, όπου και θα συ­να­ντή­σου­με το δί­δυ­μο της επό­με­νης ιστο­ρί­ας μας: τον Γιάν­νη τον Αμί­λη­το και τον Στέ­λιο Αντω­νιά­δη του Πυγ­μά­χου. Η μη­χα­νή του ανεύ­ρε­του κέρ­δους μπαί­νει εκ νέ­ου σε λει­τουρ­γία: ο Αντω­νιά­δης υπό­σχε­ται πα­ρα­δεί­σους και κο­μί­ζει δια­ψεύ­σεις και απο­τυ­χί­ες. Και η πε­ριο­χή του Ελ­λη­νι­κού συν­δέ­ε­ται με έναν ακό­μα τρα­γέ­λα­φο.

Η έκρη­ξη στο αε­ρο­πλά­νο της KLF, όπως ονο­μά­ζε­ται η εται­ρεία της άτυ­χης πτή­σης, έχει προ­λά­βει στο με­τα­ξύ να πε­ρά­σει και στις ιτα­λι­κές απο­γευ­μα­τι­νές εφη­με­ρί­δες της 21ης Μα­ΐ­ου και τρο­φο­δο­τεί συ­ζυ­γι­κό κα­βγά σε ένα άλ­λο αε­ρο­σκά­φος, που προ­σγειώ­νε­ται από­βρα­δο και με εξη­ντά­λε­πτη κα­θυ­στέ­ρη­ση στο Ελ­λη­νι­κό, δύο πε­ρί­που ώρες με­τά την οι­κο­νο­μι­κή συ­ντρι­βή του Αμί­λη­του στον Ιπ­πό­δρο­μο εξαι­τί­ας του Αντω­νιά­δη. Στο Σο­κά­κι, τα­ξι­διώ­τες της πτή­σης Ρώ­μη-Αθή­να εί­ναι ο Σπύ­ρος Ζα­λα­γκά­ρας και η Αν­νέ­τα Βερ­βε­ρί­κη. Ένας γά­μος έω­λος και βε­βια­σμέ­νος: ένα θλι­βε­ρό συ­νοι­κέ­σιο, μια ξε­πνοη τε­λε­τή και το βα­σα­νι­στι­κό γα­μή­λιο τα­ξί­δι στην Ιτα­λία, όπου η Αν­νέ­τα οδη­γεί τον Σπύ­ρο στα πρό­θυ­ρα της πα­ρά­νοιας. Η προ­σγεί­ω­σή τους στο Ελ­λη­νι­κό θα έχει αί­σιο τέ­λος, πα­ρά την πα­ρα­τε­τα­μέ­νη κα­κο­και­ρία, αλ­λά τα τραύ­μα­τα που έχουν προ­κλη­θεί με την ολι­γο­ή­με­ρη συ­γκα­τοί­κη­ση των νιό­πα­ντρων θα μεί­νουν δια βί­ου ανοι­χτά.

Οι πρω­τα­γω­νι­στές των τεσ­σά­ρων ιστο­ριών του Κο­τζιά συ­ντο­νί­ζο­νται σε κοι­νό χρό­νο και χώ­ρο και επη­ρε­ά­ζο­νται από ένα κοι­νό εξω­τε­ρι­κό συμ­βάν (το αε­ρο­πο­ρι­κό δυ­στύ­χη­μα). Όλοι τους περ­νούν για λί­γες ώρες της ημέ­ρας από το Ελ­λη­νι­κό και ύστε­ρα, αγνο­ώ­ντας κα­τα­φα­νώς ο ένας την ύπαρ­ξη του άλ­λου, απο­σύ­ρο­νται βια­στι­κά στο ιδιω­τι­κό τους πε­ρι­θώ­ριο, για να χω­θούν μέ­χρι τον λαι­μό στα πε­ρί­πλο­κα, πα­ρα­λυ­τι­κά τους αδιέ­ξο­δα. Ποια εί­ναι, όμως, τα ιστο­ρι­κά και τα πραγ­μα­το­λο­γι­κά στοι­χεία που πλαι­σιώ­νουν την 21η Μα­ΐ­ου και τρο­φο­δο­τούν ή συ­ντη­ρούν το κλί­μα της; Βρι­σκό­μα­στε σε μια με­τα­βα­τι­κή πε­ρί­ο­δο της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, που βγαί­νο­ντας κα­θη­μαγ­μέ­νη από τον Εμ­φύ­λιο προ­σπα­θεί να ανα­πνεύ­σει και να ορ­θο­πο­δή­σει σε μια και­νούρ­για προ­ο­πτι­κή. Έχουν προη­γη­θεί οι συρ­ρά­ξεις του 1944 και του 1946-1949 (η τριε­τία του Εμ­φυ­λί­ου), ο στρα­τιω­τι­κός και πο­λι­τι­κός πα­ρο­πλι­σμός της Αρι­στε­ράς, οι πο­λι­τι­κές εκτε­λέ­σεις, οι διοι­κη­τι­κοί διωγ­μοί και οι εξο­ρί­ες των κομ­μου­νι­στών. Πλη­σιά­ζο­ντας τη χρο­νο­λο­γία που μας εν­δια­φέ­ρει, ας μη λη­σμο­νού­με επί­σης τις εκλο­γές που δια­τή­ρη­σαν στην εξου­σία τον πρω­θυ­πουρ­γό Κων­στα­ντί­νο Κα­ρα­μαν­λή και εξα­σφά­λι­σαν στην ΕΔΑ (πο­λι­τι­κό προ­σω­πείο του πα­ρά­νο­μου ΚΚΕ) τη θέ­ση της αξιω­μα­τι­κής αντι­πο­λί­τευ­σης. Και ακό­μα, σε μια ευ­ρύ­τε­ρη προ­ο­πτι­κή, ας έχου­με κα­τά νουν τα φαι­νό­με­να μιας στρε­βλής και αγ­χώ­δους ανά­καμ­ψης, που ακυ­ρώ­νει στην αφε­τη­ρία τους τα ζη­τού­με­να της ανά­πτυ­ξης και της ανα­γέν­νη­σης: την ασυ­γκρά­τη­τη με­τα­νά­στευ­ση (που θα κο­ρυ­φω­θεί στα μέ­σα της ερ­χό­με­νης δε­κα­ε­τί­ας), το εν μια νυ­κτί πλου­τι­σμό που φέρ­νουν οι άτυ­ποι μα πο­λύ δρα­στι­κοί μη­χα­νι­σμοί της πα­ρα­οι­κο­νο­μί­ας, την ανε­ξέ­λεγ­κτη ανοι­κο­δό­μη­ση (η ύστα­τη ψευ­δαί­σθη­ση ακ­μής και υγεί­ας).

Ό,τι απο­μέ­νει, σε επί­πε­δο συλ­λο­γι­κών γε­γο­νό­των, για την 21η Μα­ΐ­ου απο­τε­λεί ορ­γα­νι­κό κορ­μό του λο­γο­τε­χνι­κού μύ­θου του Κο­τζιά: το ανώ­νυ­μο δρά­μα της KLF ή τα πρω­το­σέ­λι­δα του ιτα­λι­κού Τύ­που και οι προ­ε­τοι­μα­ζό­με­νες αλ­λα­γές στην έκ­δο­ση της Ανε­ξαρ­τη­σί­ας πε­ρι­γρά­φουν απλώς το ύφος μιας μέ­ρας, απορ­ρο­φώ­ντας δια­κρι­τι­κά τον τό­νο της γε­νι­κό­τε­ρης ατμό­σφαι­ρας. Από αυ­τή την άπο­ψη, στην 21η Μα­ΐ­ου 1958 θα πρέ­πει να ανα­ζη­τή­σου­με το πνεύ­μα ολό­κλη­ρης επο­χής: τις ηθι­κές και υπαρ­ξια­κές συ­νέ­πειες των αδελ­φο­κτό­νων συ­γκρού­σε­ων, που εξα­κο­λου­θούν να υφέρ­πουν ανυ­πο­χώ­ρη­τα στις ψυ­χές και στις συ­νει­δή­σεις, και τη βα­θιά διά­βρω­ση η οποία δια­περ­νά τον ελ­λη­νι­κό με­τα­πο­λε­μι­κό κό­σμο σε μια από τις πιο κρί­σι­μες φά­σεις της τρο­χιάς του.

Το συ­μπυ­κνω­μέ­νο νό­η­μα αυ­τή της μα­κράς διάρ­κειας θα το κα­τα­λά­βου­με κα­λύ­τε­ρα αν σκε­φτού­με τη σύν­θε­ση των προ­σώ­πων στις τέσ­σε­ρις νου­βέ­λες. Οι πρω­τα­γω­νι­στές τους (όχι όλοι, αλ­λά πά­ντως οι πε­ρισ­σό­τε­ροι) δεν εί­ναι πρω­τό­φα­ντοι μυ­θο­πλα­στι­κά. Δια­θέ­του­με ήδη μια λο­γο­τε­χνι­κή ταυ­τό­τη­τα, που προ­οι­κο­νο­μεί και προ­ε­ξαγ­γέλ­λει το πλαί­σιο της πα­ρου­σί­ας τους: η Φι­λιώ και ο Σα­ρά­ντης (το θύ­μα της κα­το­χι­κής δο­λο­φο­νί­ας του Ια­γουά­ρου) έρ­χο­νται από την Πο­λιορ­κία του 1953, ο Άγ­γε­λος από τη Σκο­τει­νή υπό­θε­ση του 1954, ο Στέ­λιος Αντω­νιά­δης από τον Εω­σφό­ρο του 1959, η Αν­νέ­τα Βερ­βε­ρί­κη από την Από­πει­ρα του 1964 και ο Σπύ­ρος Ζα­λα­γκά­ρας από τον Γεν­ναίο Τη­λέ­μα­χο του 1972. Το τι πρω­το­βου­λί­ες ανέ­λα­βαν εκεί, στα πα­λαιό­τε­ρα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Κο­τζιά, δεν έχει, πι­στεύω, ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία: κο­μπάρ­σοι και σκιές, που πρό­βα­λαν για μια στιγ­μή στην άκρη της πλο­κής και αμέ­σως με­τά έσβη­σαν, πα­ρα­συρ­μέ­νοι από το ρεύ­μα και τους ήρω­ες της κε­ντρι­κής δρά­σης. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ση­μα­ντι­κό εί­ναι το μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον όπου πρω­το­γεν­νή­θη­καν: τα χρό­νια των γερ­μα­νών κα­τα­κτη­τών και του Β’ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου στην Πο­λιορ­κία, ο δια­σπα­σμέ­νος και κα­τά­τμη­τος ιστός της συμ­βί­ω­σης στον Εω­σφό­ρο, η ει­ρω­νι­κή κα­τάρ­γη­ση των πο­λι­τι­κών στε­γα­νών στην Από­πει­ρα, η προ­ο­δευ­τι­κή διά­λυ­ση και πα­ρακ­μή στον Γεν­ναίο Τη­λέ­μα­χο. Να η κα­τα­γω­γή της 21ης Μα­ΐ­ου και των αν­θρώ­πων της, το τέλ­μα μέ­σα στο οποίο βου­λιά­ζουν δί­καιοι και άδι­κοι, ισχυ­ροί και ανί­σχυ­ροι, δει­λοί και τολ­μη­τί­ες – όλοι πα­ρά­γω­γα ενός υπερ­κει­μέ­νου, σαρ­κο­βό­ρου μη­χα­νι­σμού που τρώ­ει σαν τον Κρό­νο τα παι­διά του.

«Τα παι­διά του Κρό­νου» εί­ναι και ο γε­νι­κός τί­τλος της τε­τρα­λο­γί­ας για την οποία συ­ζη­τά­με (ο ξαφ­νι­κός και πρό­ω­ρος θά­να­τος του συγ­γρα­φέα δεν επέ­τρε­ψε την ολο­κλή­ρω­ση της σχε­δια­σμέ­νης επτα­λο­γί­ας). Η ορ­γά­νω­ση του αφη­γη­μα­τι­κού χρό­νου υπο­δει­κνύ­ει μέ­σω ενός άλ­λου δρό­μου το ιστο­ρι­κό και αν­θρω­πο­λο­γι­κό φό­ντο της 21ης Μα­ΐ­ου. Και οι τέσ­σε­ρις νου­βέ­λες βα­σί­ζο­νται σε έναν εν­δο­δι­η­γη­τι­κό αφη­γη­τή, ο οποί­ος μο­νο­πω­λεί τον λό­γο, μι­λώ­ντας μο­νί­μως εξ ονό­μα­τος και των υπό­λοι­πων προ­σώ­πων. Οι μνη­μο­νι­κές ανα­δρο­μές του εκά­στο­τε αφη­γη­τή–πρω­τα­γω­νι­στή (με την εξαί­ρε­ση του Κώ­στα, που εκ­κι­νεί από το 1987 για να γυ­ρι­σει στο 1958) ανα­φέ­ρο­νται στον χρο­νι­κό πυ­ρή­να των μυ­θι­στο­ρη­μά­των-οδη­γών. Εί­ναι πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πως η Δή­μη­τρα και ο Ια­γουά­ρος επα­νέρ­χο­νται ακα­τά­παυ­στα στο φο­νι­κό του 1944. Τό­σο στο επί­πε­δο των δια­κει­με­νι­κών τους ανα­φο­ρών όσο και στο επί­πε­δο της ιστο­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που προ­ϋ­πο­θέ­τουν, «Τα παι­διά του Κρό­νου» εκτεί­νουν τα όρια της μί­ας ημέ­ρας στο πλά­τος μιας ει­κο­σα­ε­τί­ας. Και υπό αυ­τή την έν­νοια, όπως και με την έν­νοια του πλή­θους των προ­σώ­πων ή των κα­τα­στά­σε­ων που δια­κι­νούν, συ­νι­στούν εν­δε­χο­μέ­νως ένα νέο μυ­θι­στό­ρη­μα, σπα­σμέ­νο σε τέσ­σε­ρα οκτά­ω­ρα και δε­κά­ω­ρα. Τα παι­διά του Κρό­νου δεν γρά­φουν Ιστο­ρία. Εί­ναι κά­τι σαν το βολ­ται­ρι­κο μι­κρό κο­πά­δι: εξ όνυ­χος τον λέ­ο­ντα. Μπρο­στά στον ανα­γνώ­στη ξε­δι­πλώ­νε­ται η απτή, ολο­ζώ­ντα­νη ει­κό­να των λο­γο­τε­χνι­κών χα­ρα­κτή­ρων. Ποιοι εί­ναι, όμως, εν κα­τα­κλεί­δι αυ­τοί οι χα­ρα­κτή­ρες; Τους ξέ­ρου­με ήδη: η Δή­μη­τρα του Ια­γουά­ρου, που χρη­σι­μο­ποιεί την ιδε­ο­λο­γία ως μέ­σον προ­σω­πι­κής εξυ­πη­ρέ­τη­σης και δι­καί­ω­σης, ο ανερ­μά­τι­στος Κώ­στας, ο Άγ­γε­λος που έγι­νε συ­ντρίμ­μια μα­ζί με τις φα­ντα­σιώ­σεις του, ο εμε­τι­κός φαν­φα­ρό­νος Στέ­λιος Αντω­νιά­δης και ο πα­ρα­τρε­χά­με­νός του Αμί­λη­τος, η Αν­νέ­τα και οι υπο­λο­γι­στι­κές της βλέ­ψεις. Επι­κρα­τούν, όπως και στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Κο­τζιά, τα αρ­νη­τι­κά πρό­τυ­πα. Στη ζυ­γα­ριά, πά­ντως θα ισορ­ρο­πή­σουν και κά­ποια –ελά­χι­στα– αντί­βα­ρα. Το πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι πά­λι από τον Ια­γουά­ρο, με την αδύ­να­μη και κα­τα­τρεγ­μέ­νη Φι­λιώ ή με τον με­τριο­πα­θή Ηλία, που επί μα­ταίω αγω­νί­ζε­ται να συ­γκρα­τή­σει την απο­θη­ριω­μέ­νη Δή­μη­τρα.

Τα παι­διά του Κρό­νου εί­ναι ένας πο­λύ­χρω­μος και πο­λύ­χυ­μος αν­θρώ­πι­νος θί­α­σος που, χω­ρίς να παίρ­νει μέ­ρος στην Ιστο­ρία, υφί­στα­ται κα­τ’ εξα­κο­λού­θη­ση (και στε­ρη­μέ­νος από τη δυ­να­τό­τη­τα οποιασ­δή­πο­τε δια­φυ­γής) τις πα­ρε­νέρ­γειές της. Σφη­νω­μέ­νοι ανά­με­σα στην πο­λι­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά του Εμ­φυ­λί­ου (το πα­ρα­κρά­τος, τον δο­σι­λο­γι­σμό ή την εθνι­κο­φρο­σύ­νη) και στην ατο­μι­κή βού­λη­ση για δύ­να­μη, οι ήρω­ες του Κο­τζιά θα διο­λι­σθή­σουν ανα­γκα­στι­κά στον αμο­ρα­λι­σμό και στη φαυ­λό­τη­τα – ακό­μα κι αν έχουν πρω­το­μπεί στο παι­χνί­δι με θε­τι­κή ή ου­δέ­τε­ρη προ­διά­θε­ση. Το παι­χνί­δι: ένας ατέ­λειω­τος χο­ρός συμ­πτώ­σε­ων, μια δαι­μο­νι­κή ανά­μει­ξη της τύ­χης με την ατυ­χία και της τά­ξης με το χά­ος, που τρε­λαί­νει τους παί­κτες, κα­τευ­θύ­νο­ντας τις επι­λο­γές τους προς τις πλέ­ον ακραί­ες αντι­δρά­σεις. Οι παί­κτες: τα πιό­νια ενός επί­γειου πλην απρό­σω­που θε­ού, ο οποί­ος θα κα­τα­στρέ­ψει χαι­ρέ­κα­κα κά­θε πρά­ξη και επι­δί­ω­ξή τους, αφαι­ρώ­ντας από τα χέ­ρια τους και το έσχα­το μέ­σον ανα­κού­φι­σης – την από­δρα­ση από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα διά της φα­ντα­στι­κής (ή μάλ­λον της φα­ντα­σιω­τι­κής) οδού. Η πα­γί­δα πε­ρι­μέ­νει τους παί­κτες από τα πρώ­τα κιό­λας στιγ­μιό­τυ­πα της αφή­γη­σης: γραμ­μέ­νες σε σπει­ροει­δή η κυ­κλι­κή μορ­φή, οι ιστο­ρί­ες του Κο­τζιά προ­α­ναγ­γέλ­λουν τη στυ­φή τους έξο­δο ή επι­βε­βαιώ­νουν ανα­δρο­μι­κά τα προει­ρη­μέ­να της αρ­χής. Οι επαμ­φο­τε­ρί­ζου­σες αντι­ξο­ό­τη­τες, οι εκ­κρε­μείς αντι­θέ­σεις και η αιώ­ρη­ση των πι­θα­νο­τή­των ως το ση­μείο της τε­λι­κής έκ­βα­σης δη­μιουρ­γούν ένα ακό­μα παι­χνί­δι με τα τερ­τί­πια και τις προ­θέ­σεις της τύ­χης. Ένα παι­χνί­δι το οποίο μας πα­ρα­πέ­μπει ευ­θέ­ως την οφθαλ­μα­πά­τη και στον αντι­κα­το­πτρι­σμό: πί­σω από τη φαι­νο­με­νι­κή πα­ρη­γο­ριά και υπό­σχε­ση κρύ­βο­νται η έρη­μος, ο φό­βος και ο πα­νι­κός και κά­τω από την ευ­χά­ρι­στη ή γαρ­γα­λι­στι­κή επι­φά­νεια της επι­θυ­μί­ας σα­λεύ­ουν η πα­τα­γώ­δης απο­τυ­χία και το κε­νό. Κα­νέ­νας δεν θα ξε­φύ­γει από την φυ­λα­κή του, ιδί­ως όταν έχει πι­στέ­ψει ακρά­δα­ντα στην ελευ­θε­ρία του.

Θε­τι­κά ή αρ­νη­τι­κά, ελεύ­θε­ρα ή ανε­λεύ­θε­ρα, τα πρό­σω­πα που πρω­τα­γω­νι­στούν στην 21η Μα­ΐ­ου 1958 έχουν κά­τι από τα δει­νά τα χρώ­μα­τα του εξ­πρε­σιο­νι­σμού: εξαρ­θρω­μέ­να και σκο­πί­μως υπερ­βο­λι­κά ή πα­ρα­μορ­φω­μέ­να, δεν συ­νι­στούν εν­σαρ­κώ­σεις ιδε­ο­λο­γι­κών η θε­ω­ρη­τι­κών σχη­μά­των, αλ­λά συ­γκε­κρι­μέ­νες, ad hoc απει­κο­νί­σεις της με­τα­πο­λε­μι­κής Ελ­λά­δας. Πώς, εντού­τοις, συμ­βι­βά­ζε­ται η εξ­πρε­σιο­νι­στι­κή χα­ρα­κτη­ρο­λο­γία με τη ρε­α­λι­στι­κή απει­κό­νι­ση; Την απά­ντη­ση θα μας δώ­σει η γλώσ­σα των παι­διών του Κρό­νου: γλώσ­σα η οποία δια­φο­ρο­ποιεί­ται από βι­βλίο σε βι­βλίο και από ήρωα σε ήρωα ανά­λο­γα με το επάγ­γελ­μα και την κοι­νω­νι­κή προ­έ­λευ­ση – ξύ­λι­νη κομ­μα­τι­κή ορο­λο­γία για τον Ια­γουά­ρο και τη Δή­μη­τρα, ανα­κα­τε­μέ­νη με ύπου­λο συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό· λό­για της πα­λιάς πιά­τσας για τον Κώ­στα ή πα­ρα­λο­γο­τε­χνι­κός κο­μπα­σμός για το Στέ­λιο Αντω­νιά­δη και δη­μο­σιο­γρα­φι­κή κα­θα­ρεύ­ου­σα για το συ­ντα­κτι­κό προ­σω­πι­κό της Ανε­ξαρ­τη­σί­ας· κι ακό­μα, θραύ­σμα­τα από τις στε­ρε­ό­τυ­πες εκ­φρά­σεις της στρα­τιω­τι­κής υπη­ρε­σί­ας για τον Σπύ­ρο Ζα­λα­γκά­ρα. Θα αντι­λη­φθού­με σφαι­ρι­κό­τε­ρα τη γλωσ­σι­κή μέ­θο­δο του Κο­τζιά αν τη συν­δέ­σου­με με τη στρα­τη­γι­κή της αφη­γη­μα­τι­κής τε­χνι­κής του. Όπως ξέ­ρου­με ήδη, σε κά­θε τό­μο της τε­τρα­λο­γί­ας ο αφη­γη­τής ταυ­τί­ζε­ται με τον κε­ντρι­κό ήρωα, που ανα­τρέ­χει με σύ­ντο­μα ή η πα­ρα­τε­τα­μέ­νο flash back στο προ­σω­πι­κό του πα­ρελ­θόν, εμπλέ­κο­ντας στις ανα­δρο­μές του και το πα­ρελ­θόν των πρω­τα­γω­νι­στών. Θυ­μό­μα­στε επί­σης ότι στα λε­γό­με­να του αφη­γη­τή εμπλέ­κο­νται και οι διά­λο­γοι με τους τρί­τους. Πρό­κει­ται για έναν ακα­τά­σχε­το (χω­ρίς ανά­σες ή δια­λείμ­μα­τα) εσω­τε­ρι­κό μο­νό­λο­γο οποί­ος έχει όλα τα τυ­πι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ρο­ής της συ­νεί­δη­σης: το υπο­κεί­με­νο συγ­χέ­ε­ται με το αντι­κεί­με­νο, οι φρά­σεις σπά­ζουν και τε­μα­χί­ζο­νται ή δια­κό­πτο­νται βί­αια και η εκ­φο­ρά του λό­γου προ­ω­θεί­ται με συ­νε­χείς ρωγ­μές, ανα­τρο­πές και δια­σπά­σεις. Μέ­σα σε αυ­τό το αστα­μά­τη­το, σχε­δόν κα­τα­το­νι­κό πα­ρα­λή­ρη­μα συμ­φύ­ρο­νται άτα­κτα (αλ­λά υπό τη στα­θε­ρή κα­θο­δή­γη­ση μιας κα­λά κρυμ­μέ­νης σκη­νο­θε­σί­ας) όλες οι κοι­νω­νι­κές γλώσ­σες που αλιεύ­ει ή εντο­πί­ζει κα­τά και­ρούς ο συγ­γρα­φέ­ας. Ο ήρω­ας-αφη­γη­τής στή­νει αυ­τί στις ομι­λί­ες πολ­λα­πλών πε­ρί­γυ­ρων για να τις με­τα­μορ­φώ­σει σε ήχο και ει­κό­να ενός αει­κί­νη­του ενιαί­ου κεί­με­νου, που συ­χνά παίρ­νει την όψη κι­νη­μα­το­γρα­φι­κού εν­στα­ντα­νέ τη φόρ­μα ενός αμο­ντά­ρι­στου, ασθμα­τι­κού ρε­πορ­τάζ. Εξι­σω­μέ­νοι με χα­ρα­κτή­ρες άκρως ιδε­ο­λη­πτι­κούς, συ­μπλεγ­μα­τι­κούς, κα­θώς και ως εξ ορι­σμού φθο­νε­ρούς και δό­λιους, οι αφη­γη­τές των «Παι­διών του Κρό­νου» πόρ­ρω απέ­χουν –πα­ρά την ευ­ρύ­τα­τη γκά­μα των εκ­φρα­στι­κών χει­ρο­νο­μιών και των λε­κτι­κών συμ­βά­σε­ων που κα­λύ­πτει το γλωσ­σι­κό τους ψη­φι­δω­τό– από την αντι­κει­με­νι­κή εξι­στό­ρη­ση και την πα­ντο­γνω­σία του πα­ρα­δο­σια­κού ρε­α­λι­σμού. Με στρε­βλή κα­τά κα­νό­να οπτι­κή γω­νία και εξαι­ρε­τι­κά πε­ριο­ρι­σμέ­νη αντί­λη­ψη των συν­θη­κών οι οποί­ες τους πε­ρι­βάλ­λουν, οι ήρω­ες του Ια­γουά­ρου, όπως και των άλ­λων βι­βλί­ων της τε­τρα­λο­γί­ας, σπα­νί­ως εί­ναι σε θέ­ση να συλ­λά­βουν, έστω και με στοι­χειώ­δη τρό­πο, τις αι­τί­ες των δυ­σκο­λιών που τους απει­λούν ή που τους εγκλω­βί­ζουν. Το ναρ­κισ­σι­στι­κό εγκώ­μιο και η στρε­ψο­δι­κία εί­ναι το προ­σφι­λές τους κα­τα­φύ­γιο, ακό­μα και όταν τεί­νουν να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σουν κά­τι από την απί­στευ­τη ακα­τα­στα­σία που ανα­στα­τώ­νει τη ζωή τους. Η στρε­ψο­δι­κία, όμως, και το εις εαυ­τόν κά­το­πτρον αντι­προ­σω­πεύ­ουν την τα­κτι­κή με την οποία ο Κο­τζιάς αφυ­πνί­ζει από­το­μα τον ανα­γνώ­στη, προ­κα­λώ­ντας τον να ανα­δια­τά­ξει ή να απο­δελ­τιώ­σει κα­τα­λε­πτώς τα δρώ­με­να αν θέ­λει να ανα­κα­λύ­ψει την αλή­θεια. Η αλή­θεια: το τι απο­κρύ­πτει γλώσ­σα φλυα­ρώ­ντας και το τι απο­κα­λύ­πτει σιω­πώ­ντας. Η προ­φα­νής και δε­δο­μέ­νη ανα­ξιο­πι­στία των αφη­γη­τών θα μας οδη­γή­σει στο ακρι­βώς αντί­θε­τό της: στην αξιο­λό­γη­ση και την απο­τί­μη­ση των κι­νή­τρων που όντως κα­θό­ρι­σαν τις ενέρ­γειες και τις απο­φά­σεις τους. Φτά­νει, βε­βαί­ως, να προ­σέ­ξου­με τις σφή­νες που έχει το­πο­θε­τή­σει στα εν­δε­δειγ­μέ­να ση­μεία ο συγ­γρα­φέ­ας: τις πα­ρα­δρο­μές που προ­δί­δουν πλα­γί­ως τα ψέ­μα­τα της Δή­μη­τρας στον Ια­γουά­ρο, ή την πα­ρω­δία και τη φάρ­σα που πε­ρι­τρέ­χουν τη βλα­κώ­δη αυ­το­πε­ποί­θη­ση και τις μα­κά­ριες βε­βαιό­τη­τες των υπό­λοι­πων πρω­τα­γω­νι­στών. Το στοί­χη­μα για την απο­κω­δι­κο­ποί­η­ση μέ­νει ανοι­χτό, όπως ανοι­χτή για πλή­θος νέ­ες ερ­μη­νεί­ες μέ­νει και όλη η λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρα­γω­γή που κλη­ρο­δό­τη­σε στα ελ­λη­νι­κά γράμ­μα­τα ο Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: