Λογοτεχνικό παρελθόν και μεταπολιτευτική Αριστερά. Η περίπτωση του Αλέξανδρου Κοτζιά

Ο Κ. Καραμανλής στα γραφεία της εφ. «Καθημερινή» που επανεκδίδεται μετά την Μεταπολίτευση (15.9.1974)
Ο Κ. Καραμανλής στα γραφεία της εφ. «Καθημερινή» που επανεκδίδεται μετά την Μεταπολίτευση (15.9.1974)

Διά­φο­ροι με­λε­τη­τές εκτι­μούν ότι ο κρι­τι­κός λό­γος που αρ­θρώ­θη­κε στον χώ­ρο της αρι­στε­ρής δια­νό­η­σης για την αξιο­λό­γη­ση και την ερ­μη­νεία της λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρα­γω­γής του Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά προσ­διο­ρί­στη­κε, σε με­γά­λο βαθ­μό, από την πα­ρά­με­τρο του αν και κα­τά πό­σον το ιδε­ο­λο­γι­κό υπό­στρω­μα του Κο­τζιά ευ­θυ­γραμ­μί­ζε­ται με το κο­σμο­εί­δω­λο που απο­τυ­πώ­νε­ται στο έρ­γο του. Ο Γιάν­νης Πα­πα­θε­ο­δώ­ρου επι­ση­μαί­νει ότι «το κε­ντρι­κό ζή­τη­μα που θέ­τει, με τον ένα ή τον άλ­λο τρό­πο, η κρι­τι­κή εί­ναι το πρό­βλη­μα της από­στα­σης του συγ­γρα­φέα από τον μυ­θο­πλα­στι­κό κό­σμο του έρ­γου του. Το ερω­τη­μα­τι­κό της από­στα­σης, εί­τε ως κα­τη­γο­ρία εί­τε ως απο­λο­γία, φαί­νε­ται να ακο­λου­θεί τον Κο­τζιά σε όλη του τη λο­γο­τε­χνι­κή πο­ρεία».[1] Αντί­στοι­χα, ο Δη­μή­τρης Πα­πα­γε­ωρ­γά­κης υπο­στη­ρί­ζει πως «από τη Με­τα­πο­λί­τευ­ση ωστό­σο και ύστε­ρα […] ολό­κλη­ρο το έρ­γο του Κο­τζιά γί­νε­ται ευ­ρύ­τε­ρα απο­δε­κτό […] και η κρι­τι­κή στο σύ­νο­λό της το προ­σεγ­γί­ζει με­λε­τώ­ντας το και ερ­μη­νεύ­ο­ντάς το».[2] Φαί­νε­ται λοι­πόν ότι η συ­ζή­τη­ση που εκτυ­λίσ­σε­ται στο εσω­τε­ρι­κό του αρι­στε­ρού πε­δί­ου για την πε­ζο­γρα­φία του Κο­τζιά εγ­γρά­φε­ται στην ευ­ρύ­τε­ρη προ­βλη­μα­τι­κή της Αρι­στε­ράς στο πέ­ρα­σμα των χρό­νων γύ­ρω από ένα φλέ­γον ζή­τη­μα: Τη δια­λε­κτι­κή σχέ­ση ανά­με­σα στις ιδε­ο­λο­γι­κές και τα­ξι­κές ορί­ζου­σες του λο­γο­τε­χνι­κού δη­μιουρ­γού και στον ιδε­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα του έρ­γου του. Επο­μέ­νως, τα στά­δια που δια­δέ­χθη­καν την αντι­με­τώ­πι­ση των λο­γο­τε­χνι­κών κει­μέ­νων του Κο­τζιά υπα­γο­ρεύ­ο­νται από τις ποι­κί­λες ανα­κα­τα­τά­ξεις και πολ­λα­πλές με­ταλ­λα­γές που δια­περ­νούν τον αρι­στε­ρό κρι­τι­κό λό­γο στα με­τα­πο­λε­μι­κά και με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά χρό­νια. Η πε­ρι­διά­βα­ση που θα απο­πει­ρα­θού­με σε αυ­τήν τη με­λέ­τη εί­ναι εν­δει­κτι­κή ¾και όχι εξα­ντλη­τι­κή¾ του πώς η ανα­ψη­λά­φη­ση αυ­τού του συ­σχε­τι­σμού ανά­με­σα στον λο­γο­τέ­χνη και στο έρ­γο του κα­τά την πρώ­τη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή πε­ρί­ο­δο (1974-1989) με­τέ­βα­λε την οπτι­κή μέ­ρους της αρι­στε­ρής κρι­τι­κής απέ­να­ντι στην πε­ζο­γρα­φία του Κο­τζιά, με σκο­πό να ανι­χνεύ­σου­με τις συ­νέ­χειες και ρή­ξεις συ­γκρι­τι­κά με το προ­δι­κτα­το­ρι­κό πα­ρελ­θόν, αλ­λά και να εξε­τά­σου­με την κλι­μά­κω­ση που πα­ρα­τη­ρεί­ται στη σχε­τι­κή συ­ζή­τη­ση με­τα­ξύ των δύο με­τα­πο­λι­τευ­τι­κών δε­κα­ε­τιών (δε­κα­ε­τία του 1970 και δε­κα­ε­τία του 1980).

Ας πά­ρου­με όμως τα πράγ­μα­τα από την αρ­χή. Ένα μέ­ρος της με­σο­πο­λε­μι­κής και με­τα­πο­λε­μι­κής αρι­στε­ρής λο­γιο­σύ­νης προ­έ­βαλ­λε επί­μο­να και πει­σμα­τι­κά τη θέ­ση ότι το ιδε­ο­λο­γι­κό και τα­ξι­κό υπό­βα­θρο του δη­μιουρ­γού ανα­πα­ρά­γε­ται στη λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρα­γω­γή του. Ωστό­σο, η με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή Αρι­στε­ρά απο­στα­σιο­ποιεί­ται από την ακαμ­ψία και τρα­χύ­τη­τα του προη­γού­με­νου δια­στή­μα­τος, επα­νερ­μη­νεύ­ο­ντας την άλ­λο­τε στέ­ρεα αντί­λη­ψη του μο­νο­με­ρούς και από­λυ­του συ­σχε­τι­σμού ανά­με­σα στις προ­σλαμ­βά­νου­σες του λο­γο­τε­χνι­κού δη­μιουρ­γού και στο έρ­γο του. Ενώ λοι­πόν στα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια, η αξιο­λό­γη­ση της λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρα­γω­γής του Κο­τζιά εγκλω­βι­ζό­ταν στη στε­ρε­ο­τυ­πι­κή άπο­ψη ότι η κο­σμο­θε­ω­ρία του συγ­γρα­φέα ταυ­τί­ζε­ται με την κο­σμο­α­ντί­λη­ψη του έρ­γου του, με συ­νέ­πεια τα πε­ζο­γρα­φή­μα­τά του να κρί­νο­νται με αμι­γώς ιδε­ο­λο­γι­κά κρι­τή­ρια και γι’ αυ­τό να απορ­ρί­πτο­νται,[3] στη Με­τα­πο­λί­τευ­ση αυ­τή η εξί­σω­ση αί­ρε­ται και συ­νεκ­δο­χι­κά η ερ­γο­γρα­φία του Κο­τζιά επα­να­προ­σεγ­γί­ζε­ται και επα­νε­κτι­μά­ται.

Στα πρώ­τα με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά χρό­νια, η ανα­νε­ω­τι­κή αρι­στε­ρή κρι­τι­κή προ­σα­να­το­λί­ζε­ται κυ­ρί­ως στην εκ­φο­ρά ενός ισχυ­ρού αντιρ­ρη­τι­κού λό­γου, ελέγ­χο­ντας τα κα­τά­λοι­πα των κα­νο­νι­στι­κών αρ­χών που διέ­κρι­ναν τη με­τα­πο­λε­μι­κή αρι­στε­ρή δια­νό­η­ση, με επα­κό­λου­θο την απο­κή­ρυ­ξη του έρ­γου του Κο­τζιά. Τη συ­ζή­τη­ση ανα­κι­νεί ο Τί­τος Πα­τρί­κιος με αφορ­μή την 3η έκ­δο­ση της Πο­λιορ­κί­ας.[4] Ανα­σύ­ρει στην επι­φά­νεια τις ανε­πάρ­κειες του όμο­ρου κρι­τι­κού λό­γου του πα­ρελ­θό­ντος που δη­μιουρ­γού­σαν προ­σκόμ­μα­τα και εμπλο­κές στην απο­δο­χή της πε­ζο­γρα­φί­ας του Κο­τζιά. Πρό­κει­ται αφε­νός για το ιδε­ο­λο­γι­κό πρό­ση­μο με το οποίο εμ­φο­ρού­νταν η με­τα­πο­λε­μι­κή αρι­στε­ρή κρι­τι­κή, με απο­τέ­λε­σμα ο ανοί­κειος ιδε­ο­λο­γι­κός χα­ρα­κτή­ρας του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος να προ­σκρού­ει στις προσ­δο­κί­ες και στην ιδε­ο­λο­γι­κή θέ­ση των κρι­τι­κών για τη θε­μα­το­ποί­η­ση των ιστο­ρι­κών και πο­λι­τι­κών γε­γο­νό­των κα­τά τα κα­το­χι­κά και με­τα­κα­το­χι­κά χρό­νια× αφε­τέ­ρου για την εσφαλ­μέ­νη σύ­ζευ­ξη ανά­με­σα στην ιδε­ο­λο­γία του συγ­γρα­φέα και στον μυ­θο­πλα­στι­κό κό­σμο του, ώστε ο ιδε­ο­λο­γι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός που απο­δό­θη­κε στον Κο­τζιά να προ­κα­τα­βάλ­λει εκ των προ­τέ­ρων τη διά­θε­ση των κρι­τι­κών απέ­να­ντι στον συγ­γρα­φέα και στο κεί­με­νο: «Τον κίν­δυ­νο που εί­χε πά­ντα ο αγ­γε­λιο­φό­ρος να τον ταυ­τί­σουν με την κα­τα­στρο­φή που αγ­γέλ­λει».
Όμως, πα­ρά την τολ­μη­ρή και γεν­ναία (αυ­το)κρι­τι­κή, που συ­νο­δεύ­ε­ται από την εξί­σου θαρ­ρα­λέα πα­ρα­δο­χή ότι η αι­σθη­τι­κή αξία του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος εί­ναι εγ­γε­νής, ο λό­γος του εμπο­τί­ζε­ται, ως έναν βαθ­μό, από εμ­φα­νώς τρο­πο­ποι­η­μέ­νους αλ­λά ακό­μη ιδε­ο­λο­γι­κούς όρους. Η ανα­ση­μα­σιο­δό­τη­ση του ιδε­ο­λο­γι­κού πλέγ­μα­τος της Πο­λιορ­κί­ας ως συ­στή­μα­τος υπε­ρι­στο­ρι­κών και υπερ­τα­ξι­κών μη­χα­νι­σμών προ­κα­λεί και εν μέ­ρει δι­καιο­λο­γεί την εναλ­λα­γή του αξιο­λο­γι­κού απο­τυ­πώ­μα­τος αυ­τού του πλέγ­μα­τος από μια πε­ρισ­σό­τε­ρο ερ­μη­νευ­τι­κή προ­ο­πτι­κή, με γνώ­μο­να δύο βα­σι­κές συ­νι­στώ­σες: α) την προ­δρο­μι­κή αξία του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ως προ­α­να­κρού­σμα­τος της αυ­το­νό­μη­σης που θα υπο­στούν αυ­τοί οι μη­χα­νι­σμοί κα­τά τη διάρ­κεια της δι­κτα­το­ρί­ας, β) την πιο ανοι­χτή ιδε­ο­λο­γι­κή προ­ο­πτι­κή του, υπό την έν­νοια ότι πρό­θε­ση του συγ­γρα­φέα απο­τε­λού­σε η σφαι­ρι­κή αντι­με­τώ­πι­ση των πραγ­μά­των.[5] Το πιο ση­μα­ντι­κό πά­ντως εί­ναι πως η ει­δο­λο­γι­κή έντα­ξη του κει­μέ­νου στον χώ­ρο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος αντι­στι­κτι­κά προς της ιστο­ριο­γρα­φί­ας ισο­σταθ­μί­ζε­ται με­τω­νυ­μι­κά με έναν έμ­με­σο αλ­λά σα­φή υπαι­νιγ­μό για την ανά­γκη υπο­κα­τά­στα­σης της έως τό­τε κυ­ρί­αρ­χης ιδε­ο­λο­γι­κής κρι­τι­κής από μια πε­ρισ­σό­τε­ρο αι­σθη­τι­κή αξιο­λό­γη­ση.
Το αί­τη­μα που ακρο­θι­γώς εί­χε κα­τα­θέ­σει ο Πα­τρί­κιος δο­κι­μά­ζει να υλο­ποι­ή­σει ο Αλέ­ξης Ζή­ρας.[6] Με­τα­θέ­τει την προ­βλη­μα­τι­κή του Πα­τρί­κιου στο ίδιο το κεί­με­νο, απο­τι­μώ­ντας το με όρους αι­σθη­τι­κής και ει­δι­κό­τε­ρα με βά­ση το αν και κα­τά πό­σο οι χα­ρα­κτή­ρες του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος εί­ναι αλη­θο­φα­νείς και πει­στι­κοί, κα­τα­λή­γο­ντας σε επαι­νε­τι­κές κρί­σεις για το τα­λέ­ντο και τις συγ­γρα­φι­κές ικα­νό­τη­τες του πε­ζο­γρά­φου. Η κρι­τι­κή οξυ­δέρ­κεια του Ζή­ρα ανέρ­χε­ται σε τέ­τοιον βαθ­μό, ώστε ο διά­λο­γος με τις αντι­λή­ψεις του Πα­τρί­κιου για τις αρ­χές και αξί­ες του με­τα­πο­λε­μι­κού αρι­στε­ρού κρι­τι­κού λό­γου που λει­τουρ­γού­σαν ανα­σταλ­τι­κά στη θε­τι­κή απο­τί­μη­ση της πε­ζο­γρα­φί­ας του Κο­τζιά να εμπλου­τί­ζε­ται από μια κα­τά κά­ποιον τρό­πο με­τα­κρι­τι­κή προ­βλη­μα­τι­κή: Οι δια­πι­στώ­σεις του Πα­τρί­κιου για τις αντι­δρά­σεις που προ­ξε­νού­σε ο ανοί­κειος ιδε­ο­λο­γι­κός χα­ρα­κτή­ρας του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος επα­να­λαμ­βά­νο­νται, αλ­λά συ­γκε­κρι­με­νο­ποιού­νται πε­ραι­τέ­ρω, για­τί αυ­τές οι αντι­δρά­σεις απο­δί­δο­νται σε ένα κε­ντρι­κό αί­τιο: Την εμ­μο­νι­κή αγκύ­λω­ση της με­τα­πο­λε­μι­κής Αρι­στε­ράς στα πα­ρα­δο­σια­κά μα­νι­χαϊ­κά δί­πο­λα «προ­ο­δευ­τι­κό-αντι­δρα­στι­κό» και «εθνι­κό­φρο­να-εθνι­κο­προ­δο­τι­κά». Επι­πλέ­ον, η εμπει­ρι­κή νύ­ξη του Πα­τρί­κιου για την ασύμ­με­τρη και γι’ αυ­τό άστο­χη ταύ­τι­ση ανά­με­σα στις ιδε­ο­λο­γι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες του Κο­τζιά και στον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό κό­σμο του ανα­βι­βά­ζε­ται πλέ­ον σε δε­σπό­ζου­σα θέ­ση, απο­κτώ­ντας ευ­ρύ­τε­ρη και κα­θο­λι­κή ισχύ: «Ο πε­ζο­γρά­φος ου­δέ­πο­τε με­τα­φέ­ρει στο έρ­γο του αυ­τού­σια βιώ­μα­τα».

Στην εκ­βο­λή της δε­κα­ε­τί­ας του 1970, ο αντιρ­ρη­τι­κός λό­γος του προη­γού­με­νου δια­στή­μα­τος αντι­κα­θί­στα­ται από έναν πιο γό­νι­μο προ­βλη­μα­τι­σμό που προ­α­ναγ­γέλ­λει κά­ποιες από τις κυ­ρί­αρ­χες κα­τευ­θύν­σεις της ανα­νε­ω­τι­κής κρι­τι­κής κα­τά την επό­με­νη δε­κα­ε­τία. Πρό­κει­ται ει­δι­κό­τε­ρα για τη στρο­φή του κρι­τι­κού εν­δια­φέ­ρο­ντος στο ίδιο το κεί­με­νο και για την ανα­γω­γή της ανοι­κειω­τι­κής ισχύ­ος της πε­ζο­γρα­φί­ας του Κο­τζιά σε κρι­τή­ριο αι­σθη­τι­κής κα­τα­ξί­ω­σης.[7] Η κρι­τι­κή πα­ρέμ­βα­ση που προη­γή­θη­κε για την απε­μπλο­κή του πε­ζο­γρά­φου από τον ιδε­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα του έρ­γου του εξω­θεί τον Αλέ­ξαν­δρο Αρ­γυ­ρί­ου να ανι­χνεύ­σει κει­με­νο­κε­ντρι­κά τους τρό­πους γρα­φής χά­ρη στους οποί­ους επι­τυγ­χά­νε­ται αυ­τή η από­στα­ση.[8] Επι­πλέ­ον, το αξιο­λο­γι­κό πρό­ση­μο του ιδε­ο­λο­γι­κού δι­κτύ­ου της πε­ζο­γρα­φί­ας του Κο­τζιά ανα­βιώ­νει, με τη δια­φο­ρά ότι αντι­στρέ­φε­ται από αρ­νη­τι­κό σε θε­τι­κό. Ο Σπύ­ρος Τσα­κνιάς ανά­γει την απροσ­δό­κη­τη οπτι­κή γω­νία του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Αντι­ποί­η­σις αρ­χής σε κρι­τή­ριο που αρ­τιώ­νει αι­σθη­τι­κά το έρ­γο, για­τί έρ­χε­ται σε ρή­ξη με το κυ­ρί­αρ­χο ρεύ­μα της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής κα­πη­λεί­ας και πο­λι­τι­κής ρη­το­ρεί­ας των πρώ­των με­τα­πο­λι­τευ­τι­κών χρό­νων.[9]
Σε αυ­τό το πλαί­σιο, η δή­λω­ση του Τσα­κνιά πως «δεν εί­ναι μό­νο η εκ­πλη­κτι­κή τε­χνι­κή του ώρι­μου συγ­γρα­φέα που συ­ντη­ρεί το εν­δια­φέ­ρον μας» θα πρέ­πει να εκλη­φθεί ως ισχυ­ρή έν­δει­ξη απο­στα­σιο­ποί­η­σης από μια εμ­φα­νώς εκ­συγ­χρο­νι­σμέ­νη αλ­λά ακό­μα ιμπρε­σιο­νι­στι­κή κρι­τι­κή, οι αφε­τη­ρί­ες της οποί­ας αφο­ρούν πρω­το­βάθ­μιες και απλου­στευ­τι­κές κρί­σεις για το τα­λέ­ντο του συγ­γρα­φέα αντί για τους τρό­πους γρα­φής.[10] Η με­τα­τό­πι­ση της προ­βλη­μα­τι­κής από τον συγ­γρα­φέα στο κεί­με­νο πε­ρι­βάλ­λε­ται και από κά­τι και­νούρ­γιο: Το εν­δια­φέ­ρον για την επε­νέρ­γεια που τα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να του Κο­τζιά ασκούν στον ανα­γνώ­στη. Ο Αν­δρέ­ας Χρι­στο­φί­δης για πα­ρά­δειγ­μα στο ση­μεί­ω­μα που δη­μο­σιεύ­ει στο πε­ριο­δι­κό Γράμ­μα­τα και Τέ­χνες για τον Γεν­ναίο Τη­λέ­μα­χο επι­κε­ντρώ­νε­ται στην ικα­νό­τη­τα του έρ­γου να θέ­τει στους ανα­γνώ­στες προ­βλη­μα­τι­σμούς υπαρ­ξια­κής και ηθι­κής φύ­σης.[11] Αντί­στοι­χα, ο Βαγ­γέ­λης Χα­τη­βα­σι­λεί­ου, στην κρι­τι­κή του στην Αυ­γή για το μυ­θι­στό­ρη­μα Φα­ντα­στι­κή πε­ρι­πέ­τεια, εξαί­ρει τον προ­νο­μια­κό ρό­λο που ο συγ­γρα­φέ­ας απο­δί­δει στον ανα­γνώ­στη, αντι­με­τω­πί­ζο­ντάς τον ως ισό­τι­μο στη δια­δι­κα­σία εξα­γω­γής του νο­ή­μα­τος.[12]

Ενώ λοι­πόν στον χώ­ρο της ανα­νε­ω­τι­κής Αρι­στε­ράς, η επα­να­προ­σέγ­γι­ση του λο­γο­τε­χνι­κού πα­ρελ­θό­ντος εί­ναι αδια­με­σο­λά­βη­τη από τις οποιεσ­δή­πο­τε ιδε­ο­λο­γι­κές θέ­σεις των κρι­τι­κών, στον χώ­ρο της ορ­θό­δο­ξης Αρι­στε­ράς, το το­πίο εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ρευ­στό, ακρι­βώς για­τί κα­τά την αξιο­λό­γη­ση των αντί­πα­λων ιδε­ο­λο­γι­κά συγ­γρα­φέ­ων πα­ρεμ­βάλ­λο­νται οι προ­σω­πι­κές ιδε­ο­λο­γι­κές θέ­σεις των κρι­τι­κών. Η τα­κτι­κή κρι­τι­κός του Ρι­ζο­σπά­στη Αγ­γε­λι­κή Κώτ­τη, στην κρι­τι­κή βι­βλί­ου που δη­μο­σιεύ­ει για τη νου­βέ­λα του Κο­τζιά Ια­γουά­ρος, απο­κα­λύ­πτει, μέ­σα από μια πα­ρα­γω­γι­κή συλ­λο­γι­στι­κή πο­ρεία, δη­λω­τι­κή του προ­α­πο­φα­σι­σμέ­νου και κα­νο­νι­στι­κού της χα­ρα­κτή­ρα, το νή­μα υπό το οποίο υφαί­νε­ται η αξιο­λό­γη­ση των συγ­γρα­φέ­ων που οι ιδε­ο­λο­γι­κές και πο­λι­τι­κές πε­ποι­θή­σεις τους δια­φέ­ρουν από αυ­τές της κομ­μου­νι­στι­κής ορ­θο­δο­ξί­ας.[13] Με άξο­να το αν ο ιδε­ο­λο­γι­κός χα­ρα­κτή­ρας του κει­μέ­νου συ­γκλί­νει με την ιδε­ο­λο­γι­κή θέ­ση της κρι­τι­κού συ­γκρο­τεί έναν —θα λέ­γα­με¾— «δι­πλό­τυ­πο» λό­γο: Όταν η κο­σμο­α­ντί­λη­ψη του λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου συ­μπί­πτει με την κο­σμο­θε­ω­ρία της κρι­τι­κού, τό­τε ασπά­ζε­ται τη «φι­λε­λεύ­θε­ρη» αντί­λη­ψη για την ύπαρ­ξη από­στα­σης ανά­με­σα στον συγ­γρα­φέα και στο έρ­γο του και αξιο­λο­γεί το λο­γο­τε­χνι­κό κεί­με­νο με όρους αι­σθη­τι­κής ως «σπου­δαίο»× όταν το κο­σμο­εί­δω­λο του λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου απο­κλί­νει από τις δι­κές της ιδε­ο­λο­γι­κές αρ­χές, τό­τε επα­να­φέ­ρει την «πα­λαιο­δογ­μα­τι­κή» αντί­λη­ψη για την αυ­τού­σια ανα­πα­ρα­γω­γή της ιδε­ο­λο­γί­ας του συγ­γρα­φέα στο έρ­γο του και ανα­βιώ­νει μια αυ­στη­ρή και απρο­κά­λυ­πτη ιδε­ο­λο­γι­κή κρι­τι­κή, αφού το έρ­γο «μό­νο προ­ο­δευ­τι­κό δεν εί­ναι». Η δι­φυ­ής τα­κτι­κή της κα­θι­στά ανα­πό­φευ­κτα τον λό­γο της ασυ­νε­πή κα­θώς κυ­μαί­νε­ται με­τα­ξύ εκ δια­μέ­τρου αντί­θε­των κρι­τι­κών αντι­λή­ψε­ων και ανο­μοιο­γε­νή, διό­τι εκ­βάλ­λει σε δια­φο­ρε­τι­κής τά­ξης αξιο­λο­γι­κές κρί­σεις: Αι­σθη­τι­κής φύ­σης στην πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση και ιδε­ο­λο­γι­κής στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση. Με αυ­τόν τον τρό­πο αι­σθη­το­ποιεί­ται εύ­γλωτ­τα και μάλ­λον ακού­σια η «δι­γλωσ­σία» που επι­κρα­τεί εκεί­νη την πε­ρί­ο­δο στους κόλ­πους της ορ­θό­δο­ξης δια­νό­η­σης, με απο­τέ­λε­σμα τα αξιο­λο­γι­κά κρι­τή­ρια να εί­ναι εναλ­λασ­σό­με­να.
Έπει­τα, η κρι­τι­κός εφαρ­μό­ζει αυ­τήν την αφε­τη­ρια­κή αρ­χή στην ει­δι­κή πε­ρί­πτω­ση της νου­βέ­λας του Κο­τζιά, πράγ­μα που πυ­ρο­δο­τεί μια άκαμ­πτη και ανε­λα­στι­κή ιδε­ο­λο­γι­κή κρι­τι­κή, με επί­κε­ντρο τον έλεγ­χο της ιδε­ο­λο­γι­κής θέ­σης των ηρω­ί­δων και της ιστο­ρι­κής αλή­θειας των μυ­θο­πλα­στι­κών πε­ρι­στα­τι­κών. Εκτι­μού­με πως η συλ­λο­γι­στι­κή της εί­ναι α) αυ­θαί­ρε­τη, για­τί ο ισχυ­ρι­σμός της πως η μι­κρο­α­στι­κή μνη­σι­κα­κία των ηρω­ί­δων εί­ναι μειο­ψη­φι­κή και γι’ αυ­τό ακα­τάλ­λη­λη πα­ρα­γνω­ρί­ζει το ανα­φαί­ρε­το δι­καί­ω­μα του συγ­γρα­φέα να αξιο­ποιεί ως μυ­θο­πλα­στι­κά πρό­σω­πα και τις πιο πε­ρι­θω­ρια­κές μορ­φές· β) ανα­λη­θής, αφού η θέ­ση της πως οι εγκλη­μα­τι­κές ενέρ­γειες αφο­ρού­σαν μό­νο τα τάγ­μα­τα ασφα­λεί­ας και όχι την Αρι­στε­ρά δεν αντα­πο­κρί­νε­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα× γ) και άστο­χη, κα­θώς εμπε­ριέ­χει ένα λο­γι­κό άλ­μα: Η προ­σω­πι­κή της γνώ­μη για τα ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα της δε­κα­ε­τί­ας του 1940 πα­ρου­σιά­ζε­ται δια­σταλ­τι­κά ως γε­νι­κή και αυ­τα­πό­δει­κτη αλή­θεια. Στο κα­τα­λη­κτι­κό μέ­ρος του λό­γου της, η εμπα­θής και προ­κα­τει­λημ­μέ­νη οπτι­κή της κο­ρυ­φώ­νε­ται, με συ­νέ­πεια η κρι­τι­κή της να υπο­βι­βά­ζε­ται σε λί­βε­λο για το βι­βλίο και τον συγ­γρα­φέα, με στό­χο να προ­κα­τα­βάλ­λει την κρί­ση των ανα­γνω­στών: «Να μη ρω­τή­σου­με τι κερ­δί­ζει, εκεί­νος ξέ­ρει, αλ­λά εμείς για­τί να αγο­ρά­σου­με το βι­βλίο;».

Τον αντί­λο­γο στην κρι­τι­κή αντί­λη­ψη της Κώτ­τη εκ­φέ­ρει τρό­πον τι­νά ο Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου, ο οποί­ος αντι­προ­τεί­νει στην Αυ­γή ένα νέο ερ­μη­νευ­τι­κό μο­ντέ­λο για την κα­τα­νό­η­ση του ιδε­ο­λο­γι­κού χα­ρα­κτή­ρα του Ια­γουά­ρου και της συ­μπε­ρι­φο­ράς των μυ­θο­πλα­στι­κών προ­σώ­πων.[14] Τη στιγ­μή που η Κώτ­τη κρί­νει το αν η ιστο­ρι­κή βά­ση του έρ­γου συμ­μορ­φώ­νε­ται στις επι­τα­γές της κομ­μου­νι­στι­κής ορ­θο­δο­ξί­ας, ο Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου εν­νο­εί την ιδε­ο­λο­γι­κή υπο­δο­μή της νου­βέ­λας ως την αι­σθη­το­ποί­η­ση του «πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νου ήθους» της με­τα­πο­λε­μι­κής πε­ριό­δου, που με­τα­γρά­φε­ται ως μια νέα ψη­φί­δα στην ανα­σύν­θε­ση των πο­λύ­πλευ­ρων και πο­λυ­διά­στα­των όψε­ων της ιστο­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Τη στιγ­μή που η Κώτ­τη καυ­τη­ριά­ζει την ιδε­ο­λο­γι­κή θέ­ση των πρω­τα­γω­νι­στριών, ο Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου εί­ναι επιει­κέ­στε­ρος και ελα­χι­στο­ποιεί την προ­σω­πι­κή τους ευ­θύ­νη, για­τί τις αντι­με­τω­πί­ζει ως θύ­μα­τα της ευ­ρύ­τε­ρα εκ­φυ­λι­σμέ­νης συλ­λο­γι­κής συ­νεί­δη­σης που ανα­δεί­χθη­κε εκεί­νη την πε­ρί­ο­δο: «Η πα­ρα­μόρ­φω­ση ανή­κει στη με­τα­πο­λε­μι­κή κοι­νω­νία, στα πο­λι­τι­κά μέ­σα, τον οι­κο­νο­μι­κό εξα­να­γκα­σμό και την εκα­τέ­ρω­θεν ιδε­ο­λο­γι­κή έντα­ση».[15] Με άλ­λα λό­για, η πρό­τα­ση του Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου εστιά­ζει αντί στην αυ­στη­ρά κοι­νω­νιο­λο­γι­κή ανά­γνω­ση του μυ­θο­πλα­στι­κού σύ­μπα­ντος στον τρό­πο με τον οποίο τα πρό­σω­πα βιώ­νουν το πα­ρόν της επο­χής τους· αντί για τα πρό­σω­πα ως αντα­νά­κλα­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, στο απο­τύ­πω­μα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας στην ατο­μι­κή συ­νεί­δη­ση. Πι­στεύ­ου­με ότι η πρό­τα­ση του Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου ανα­κα­λεί τη θε­ω­ρία του Raymond Williams για τη «δο­μή της αί­σθη­σης».[16] Υπό αυ­τό το πρί­σμα, το έρ­γο δεν θα μπο­ρού­σε να απο­τι­μη­θεί πα­ρά μό­νο με όρους αι­σθη­τι­κής, που συμ­βα­δί­ζουν με ορι­σμέ­νες από τις κυ­ρί­αρ­χες τά­σεις και ανα­ζη­τή­σεις της λο­γο­τε­χνι­κής κρι­τι­κής στη δε­κα­ε­τία του 1980: Την αμ­φι­σβή­τη­ση του πα­ρα­δο­σια­κού ρε­α­λι­σμού και την ανα­ζή­τη­ση εναλ­λα­κτι­κών τρό­πων για την ανα­νέ­ω­ση της κλα­σι­κής ρε­α­λι­στι­κής φόρ­μας. Έτσι, το τέ­χνα­σμα του πα­ρα­λη­ρη­μα­τι­κού λό­γου του Κο­τζιά επι­δο­κι­μά­ζε­ται ως ιδιαί­τε­ρα λει­τουρ­γι­κό, διό­τι αντα­πο­κρί­νε­ται στην εξί­σου πα­ρα­λη­ρη­μα­τι­κή ει­κό­να του κό­σμου, επι­τυγ­χά­νο­ντας την ανα­νέ­ω­ση των τε­χνι­κών του μέ­σων και την απο­τύ­πω­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας πέ­ρα από τους απλοϊ­κούς όρους της ανα­πα­ρά­στα­σης.[17]

Επο­μέ­νως, η λο­γο­τε­χνι­κή κρι­τι­κή της με­τα­πο­λι­τευ­τι­κής Αρι­στε­ράς δια­γρά­φει μια μα­κρά αλ­λά στα­θε­ρή τρο­χιά για την εξο­μά­λυν­ση και υπέρ­βα­ση των «βα­ρι­διών» της μαρ­ξι­στι­κής κρι­τι­κής που εξα­κο­λου­θού­σαν να δη­μιουρ­γούν φραγ­μούς στην απο­δο­χή της λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρα­γω­γής του Κο­τζιά: Ο κα­τα­χρη­στι­κός συ­νταυ­τι­σμός ανά­με­σα στον δη­μιουρ­γό και στο έρ­γο του με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται σε μια οπτι­κή κει­με­νο­κε­ντρι­κή και στα­δια­κά στραμ­μέ­νη προς τον ανα­γνώ­στη. Ταυ­τό­χρο­να, τα αι­σθη­τι­κά αξιο­λο­γι­κά κρι­τή­ρια προ­κρί­νο­νται ένα­ντι των ιδε­ο­λο­γι­κών. Έτσι, στο τέ­λος της δε­κα­ε­τί­ας του 1980, το έδα­φος εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο πρό­σφο­ρο και ευ­ε­πί­φο­ρο για την «άνευ ορί­ων και όρων» απο­δο­χή του. Εν­δει­κτι­κά, ο Δη­μο­σθέ­νης Κούρ­το­βικ ανα­βι­βά­ζει το μυ­θι­στό­ρη­μα Αντι­ποί­η­σις αρ­χής στον κα­νό­να των κο­ρυ­φαί­ων έρ­γων της πε­ρα­σμέ­νης δε­κα­ε­τί­ας.[18] Αυ­τή η οι­κεί­ω­ση συ­ντε­λεί στην ωρί­μαν­ση και ποιο­τι­κή με­τα­βο­λή της «πε­ρί τον Κο­τζιά» κρι­τι­κο­γρα­φί­ας, με συ­νέ­πεια τη με­του­σί­ω­ση του προ­γε­νέ­στε­ρου απο­φα­ντι­κού λό­γου σε έναν εμ­βρι­θέ­στε­ρο και ου­σια­στι­κό­τε­ρο στο­χα­σμό που απο­βλέ­πει σε μια εσω­τε­ρι­κή ιε­ράρ­χη­ση των κει­μέ­νων του Κο­τζιά, με κρι­τή­ριο την αντα­πό­κρι­σή τους στον ορί­ζο­ντα προσ­δο­κιών του ανα­γνώ­στη.

Το εγ­χεί­ρη­μα που ανέ­λα­βε ο κρι­τι­κός λό­γος της Αρι­στε­ράς κα­τά την πρώ­τη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή πε­ρί­ο­δο (1974-1989) ήταν επί­πο­νο και κρί­σι­μο: Ο δρό­μος, που για τη λο­γο­τε­χνι­κή κρι­τι­κή του φι­λε­λεύ­θε­ρου χώ­ρου εί­χε δια­νυ­θεί ήδη από τη δε­κα­ε­τία του 1960, εξα­κο­λου­θού­σε μέ­χρι τη Με­τα­πο­λί­τευ­ση να πα­ρα­μέ­νει δύ­σβα­τος και ακαν­θώ­δης για τη λο­γο­τε­χνι­κή κρι­τι­κή της Αρι­στε­ράς, κα­θώς τε­μνό­ταν με κόμ­βους ιδε­ο­λο­γι­κής, θε­ω­ρη­τι­κής και εν γέ­νει ταυ­το­τι­κής για την Αρι­στε­ρά φύ­σης. Συ­νε­πώς, η απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα των προ­σπα­θειών της κά­θε άλ­λο πα­ρά αυ­το­νό­η­τη και προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη ήταν. Σή­με­ρα, κρί­νου­με την προ­σφο­ρά της ως ιδιαί­τε­ρα γό­νι­μη, για­τί δια­μόρ­φω­σε τα ανα­γκαία προ­α­παι­τού­με­να για την εί­σο­δο της έρευ­νας γύ­ρω από τον Κο­τζιά στην ωρι­μό­τε­ρη φά­ση, που ξε­κι­νά από τις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του 1990 και ιδί­ως με­τά τον θά­να­τό του (1992).[19] Πο­λύ εν­δια­φέ­ρον λοι­πόν θα εί­χε αντι­κεί­με­νο μιας με­τα­γε­νέ­στε­ρης έρευ­νας να απο­τε­λέ­σει ο τρό­πος με τον οποίο εξε­λίσ­σε­ται αυ­τή η κρι­τι­κή συ­ζή­τη­ση στη δε­κα­ε­τία του 1990. Προ­ε­κτά­σεις θα μπο­ρού­σαν φυ­σι­κά να γί­νουν και στα εντε­λώς πρό­σφα­τα χρό­νια, αφού όπως άλ­λω­στε δη­λώ­νει ο Χρι­στό­φο­ρος Λιο­ντά­κης: «To μο­να­δι­κό “μαύ­ρο” στο έρ­γο του εί­ναι το μαύ­ρο του θα­νά­του».[20]


Ευ­χα­ρι­στώ θερ­μά τον κα­θη­γη­τή μου κ. Μιχ. Γ. Μπα­κο­γιάν­νη για την πα­ρό­τρυν­σή του να συμ­με­τά­σχω στο αφιέ­ρω­μα για τον Αλέ­ξαν­δρο Κο­τζιά. Ευ­χα­ρι­στώ επί­σης τη συγ­γρα­φέα και κρι­τι­κό λο­γο­τε­χνί­ας κ. Έλε­να Χου­ζού­ρη για τη σχε­τι­κή πρό­σκλη­ση που μου απηύ­θυ­νε.



______________

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

[1] Γιάν­νης Πα­πα­θε­ο­δώ­ρου, «“Κά­τι πιο αλη­θι­νό από την ιστο­ρία…”: η αφη­γη­μα­τι­κή τόλ­μη του Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά», περ. Νέα Εστία, τχ. 1751 (Δεκ. 2002) 764.
[2] Δη­μή­τρης Πα­πα­γε­ωρ­γά­κης, «Η κρι­τι­κο­γρα­φία για το μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό έρ­γο του Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά», περ. Νέα Εστία, τχ. 1770 (Σε­πτ. 2004) 310.
[3] Ο Γιάν­νης Πα­πα­θε­ο­δώ­ρου ση­μειώ­νει: «H ιδε­ο­λο­γι­κή κρι­τι­κή του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος προ­ϋ­πο­θέ­τει την πλή­ρη ταύ­τι­ση του μυ­θο­πλα­στι­κού σύ­μπα­ντος με το υπο­κεί­με­νο της γρα­φής». Γιάν­νης Πα­πα­θε­ο­δώ­ρου, ό.π. (σημ. 2) 765.
[4] Τί­τος Πα­τρί­κιος, «Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά: Πο­λιορ­κία, μυ­θι­στό­ρη­μα, Γ΄ έκδ., Κέ­δρος 1976, σελ. 367», περ. Δια­βά­ζω, τχ. 7 (Μάρτ.-Απρ. 1977) 64-65.
[5] Aυ­τή η ανά­γνω­ση συ­σχε­τί­ζε­ται με προ­σω­πι­κές μαρ­τυ­ρί­ες του Κο­τζιά: «Πώς εγώ που θε­ω­ρώ λά­θος όλα αυ­τά που έγι­ναν ταυ­τό­χρο­να βρί­σκω τους ήρω­ες του Τσίρ­κα και αυ­τά που κά­νουν από­λυ­τα πει­στι­κά λο­γο­τε­χνι­κά πλά­σμα­τα; Αυ­τό γί­νε­ται για­τί ο Τσίρ­κας μας πη­γαί­νει σ’ ένα βα­θύ­τε­ρο αν­θρώ­πι­νο επί­πε­δο, πέ­ρα από τις συ­γκε­κρι­μέ­νες ανα­φο­ρι­κό­τη­τες». Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς, «Θέ­λη­σα να φτά­σω μέ­σα από ένα γέ­λιο σε κά­ποια θε­ώ­ρη­ση των αν­θρώ­πι­νων πραγ­μά­των. Συ­νέ­ντευ­ξη με τον συγ­γρα­φέα Αλέ­ξαν­δρο Κο­τζιά, με την ευ­και­ρία της έκ­δο­σης του βι­βλί­ου του Φα­ντα­στι­κή πε­ρι­πέ­τεια», περ. Η Αρι­στε­ρά σή­με­ρα, τχ. 15 (Ιάν.-Φεβρ. 1986) 58.
[6] Αλέ­ξης Ζή­ρας, «Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς: Πο­λιορ­κία, Γ΄ έκδ., Κέ­δρος 1976)», στον τό­μο Χρο­νι­κό ’77, (Σε­πτ. 1976-Αύγ. 1977) 45.
[7] Ιδιαί­τε­ρα δια­φω­τι­στι­κή εί­ναι η εκτί­μη­ση του Κώ­στα Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου: «Από ένα ση­μείο και ύστε­ρα, δεί­χνουν να έχουν ανά­γκη από το φω­τι­σμό επι­μέ­ρους πτυ­χών τους, ώστε να διευ­ρύ­νε­ται όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο το άνοιγ­μα της οπτι­κής γω­νί­ας, από την οποία θα προ­σεγ­γί­ζο­νται και θα επα­να­προ­σεγ­γί­ζο­νται στο μέλ­λον». Κώ­στας Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, «Η ποι­η­τι­κή διά­στα­ση του πε­ζο­γρά­φου Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά», περ. Νέα Εστία, τχ. 1751 (Δεκ. 2002) 884.
[8] Αλέ­ξαν­δρος Αρ­γυ­ρί­ου, «Πε­ζο­γρα­φία. Η άνο­δος μιας δι­κτα­το­ρί­ας και η πα­ρακ­μή μιας ιδε­ο­λο­γί­ας. Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά: Αντι­ποί­η­σις αρ­χής. Μυ­θι­στό­ρη­μα. Κέ­δρος 1979, σελ. 292», περ. Δια­βά­ζω, τχ. 25 (Νο­έμ. 1979) 292.
[9] Σπύ­ρος Τσα­κνιάς, «Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς. Αντι­ποί­η­σις αρ­χής», εφημ. Η Κα­θη­με­ρι­νή (12.7.1979) [= Δα­κτυ­λι­κά απο­τυ­πώ­μα­τα. Κρι­τι­κά κεί­με­να, Κα­στα­νιώ­της 1983, σ. 45-51].
[10] Σπύ­ρος Τσα­κνιάς, «Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς: Φα­ντα­στι­κή πε­ρι­πέ­τεια. Μυ­θι­στό­ρη­μα, Κέ­δρος 1985, σελ. 267», περ. Η λέ­ξη, τχ. 52 (Φεβρ. 1986) 158-160.
[11] Αν­δρέ­ας Χρι­στο­φί­δης, «Η πε­ρι­πέ­τειά μου με τον Γεν­ναίο Τη­λέ­μα­χο», περ. Γράμ­μα­τα και Τέ­χνες, τχ. 2 (Φεβρ. 1982) 22.
[12] Βαγ­γέ­λης Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου, «Στο τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα του Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά Φα­ντα­στι­κή πε­ρι­πέ­τεια. Πα­ρα­λο­γο­τε­χνι­κό ήθος και κοι­νω­νι­κή απο­δο­χή», εφ. Η Αυ­γή (19.1.1986).
[13] Α. Κ. [= Αγ­γε­λι­κή Κώτ­τη], «Βι­βλίο. Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά: Ια­γουά­ρος», εφ. Ρι­ζο­σπά­στης (7.6.1987).
[14] Βαγ­γέ­λης Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου, «Το ήθος μιας επο­χής. Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς, Ια­γουά­ρος, Νου­βέ­λα, Κέ­δρος, σελ. 120», εφ. Η Αυ­γή (17 Μα­ΐ­ου 1987).
[15] Ανά­λο­γη άπο­ψη δια­τυ­πώ­νει και ο Αλέ­ξης Ζή­ρας: «Εστιά­ζο­νται σε ορι­σμέ­να μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κά πρό­σω­πα, συ­νή­θως τα πιο επιρ­ρε­πή σε ψυ­χι­κές δια­κυ­μάν­σεις και τα αστα­θό­τε­ρα και πιο ανα­σφα­λή ως προς την ει­κό­να που δη­μιουρ­γούν στο πε­ρι­βάλ­λον τους […] με­τα­τρέ­πο­νται από θύ­τες σε θύ­μα­τα». Αλέ­ξης Ζή­ρας, «Δρά­σεις της πα­ρω­δί­ας στη Φα­ντα­στι­κή πε­ρι­πέ­τεια του Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά», περ. Κ, τχ. 2 (Ιούλ. 2003) 22. Στο ίδιο μή­κος κύ­μα­τος κι­νεί­ται και ο Μι­χά­λης Με­ρα­κλής: «Δεν τον εν­δια­φέ­ρουν οι πα­ρα­τά­ξεις, η δι­καί­ω­ση της μιας ή της άλ­λης πλευ­ράς, πα­ρά τον εν­δια­φέ­ρει το άτο­μο, ο αμε­τάλ­λα­κτος ¾κα­λός ή κα­κός αδιά­φο­ρο¾ ψυ­χι­σμός του». Μι­χά­λης Γ. Με­ρα­κλής, H σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. ΙΙ Πε­ζο­γρα­φία, Πα­τά­κης 1987, σ. 75.
[16] Ο Raymond Williams προσ­διο­ρί­ζει εν­νοιο­λο­γι­κά αυ­τήν τη σύλ­λη­ψη ως εξής: «Η λέ­ξη “αί­σθη­ση“ επι­λέ­χθη­κε για να δώ­σει έμ­φα­ση στην από­στα­ση που υπάρ­χει από τις επι­ση­μό­τε­ρες έν­νοιες “κο­σμο­θε­ω­ρία“ ή “ιδε­ο­λο­γία“. […] Εστιά­ζου­με το εν­δια­φέ­ρον μας σε νο­ή­μα­τα και αξί­ες την ώρα που αυ­τές βιώ­νο­νται και νιώ­θο­νται. […] Πε­ρι­λαμ­βά­νει εξάλ­λου στοι­χεία της κοι­νω­νι­κής και υλι­κής (σω­μα­τι­κής ή φυ­σι­κής) εμπει­ρί­ας τα οποία μπο­ρεί να βρί­σκο­νται στα πα­ρα­σκή­νια, να εί­ναι εκτε­θει­μέ­να, εί­τε ατε­λώς κα­λυμ­μέ­να από τα ¾ανα­γνω­ρί­σι­μα και από αλ­λού¾ συ­στη­μι­κά στοι­χεία». Raymond Williams, Κουλ­τού­ρα και Ιστο­ρία (μτ­φρ. Βε­νε­τία Απο­στο­λί­δου), Γνώ­ση 1994, σ. 325-335.
[17] Η Ελιά­να Χουρ­μου­ζιά­δου ση­μειώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Η αι­ρε­τι­κή μα­τιά πά­ει χέ­ρι-χέ­ρι με την αι­ρε­τι­κή τε­χνι­κή του». Ελιά­να Χουρ­μου­ζιά­δου, «Η αν­θρώ­πι­νη κω­μω­δία του Αλέ­ξαν­δρου Κο­τζιά», περ. Η λέ­ξη, τχ. 170 (Ιούλ.-Αύγ. 2002) 656.
[18] Δη­μο­σθέ­νης Κούρ­το­βικ, «Ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς, Ια­γουά­ρος, Νου­βέ­λα, Κέ­δρος 1987, σελ. 120», περ. Σχο­λια­στής, τχ. 55 (Οκτ. 1987) 50-51.
[19] Γιώρ­γος Πα­γα­νός, «Αλέ­ξαν­δρος Κο­τζιάς. Η κα­τα­σκευα­στι­κή μα­νία και η ποι­η­τι­κή», περ. Κ, τχ. 2 (Ιούλ. 2003) 30.
[20] Χρι­στό­φο­ρος Λιο­ντά­κης, «Ο χρό­νος εί­ναι με το μέ­ρος του», περ. Η λέ­ξη, τχ. 170 (Ιούλ.-Αύγ. 2002) 645.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: