Διάφοροι μελετητές εκτιμούν ότι ο κριτικός λόγος που αρθρώθηκε στον χώρο της αριστερής διανόησης για την αξιολόγηση και την ερμηνεία της λογοτεχνικής παραγωγής του Αλέξανδρου Κοτζιά προσδιορίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, από την παράμετρο του αν και κατά πόσον το ιδεολογικό υπόστρωμα του Κοτζιά ευθυγραμμίζεται με το κοσμοείδωλο που αποτυπώνεται στο έργο του. Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου επισημαίνει ότι «το κεντρικό ζήτημα που θέτει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η κριτική είναι το πρόβλημα της απόστασης του συγγραφέα από τον μυθοπλαστικό κόσμο του έργου του. Το ερωτηματικό της απόστασης, είτε ως κατηγορία είτε ως απολογία, φαίνεται να ακολουθεί τον Κοτζιά σε όλη του τη λογοτεχνική πορεία».[1] Αντίστοιχα, ο Δημήτρης Παπαγεωργάκης υποστηρίζει πως «από τη Μεταπολίτευση ωστόσο και ύστερα […] ολόκληρο το έργο του Κοτζιά γίνεται ευρύτερα αποδεκτό […] και η κριτική στο σύνολό της το προσεγγίζει μελετώντας το και ερμηνεύοντάς το».[2] Φαίνεται λοιπόν ότι η συζήτηση που εκτυλίσσεται στο εσωτερικό του αριστερού πεδίου για την πεζογραφία του Κοτζιά εγγράφεται στην ευρύτερη προβληματική της Αριστεράς στο πέρασμα των χρόνων γύρω από ένα φλέγον ζήτημα: Τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις ιδεολογικές και ταξικές ορίζουσες του λογοτεχνικού δημιουργού και στον ιδεολογικό χαρακτήρα του έργου του. Επομένως, τα στάδια που διαδέχθηκαν την αντιμετώπιση των λογοτεχνικών κειμένων του Κοτζιά υπαγορεύονται από τις ποικίλες ανακατατάξεις και πολλαπλές μεταλλαγές που διαπερνούν τον αριστερό κριτικό λόγο στα μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά χρόνια. Η περιδιάβαση που θα αποπειραθούμε σε αυτήν τη μελέτη είναι ενδεικτική ¾και όχι εξαντλητική¾ του πώς η αναψηλάφηση αυτού του συσχετισμού ανάμεσα στον λογοτέχνη και στο έργο του κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο (1974-1989) μετέβαλε την οπτική μέρους της αριστερής κριτικής απέναντι στην πεζογραφία του Κοτζιά, με σκοπό να ανιχνεύσουμε τις συνέχειες και ρήξεις συγκριτικά με το προδικτατορικό παρελθόν, αλλά και να εξετάσουμε την κλιμάκωση που παρατηρείται στη σχετική συζήτηση μεταξύ των δύο μεταπολιτευτικών δεκαετιών (δεκαετία του 1970 και δεκαετία του 1980).
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ένα μέρος της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής αριστερής λογιοσύνης προέβαλλε επίμονα και πεισματικά τη θέση ότι το ιδεολογικό και ταξικό υπόβαθρο του δημιουργού αναπαράγεται στη λογοτεχνική παραγωγή του. Ωστόσο, η μεταπολιτευτική Αριστερά αποστασιοποιείται από την ακαμψία και τραχύτητα του προηγούμενου διαστήματος, επανερμηνεύοντας την άλλοτε στέρεα αντίληψη του μονομερούς και απόλυτου συσχετισμού ανάμεσα στις προσλαμβάνουσες του λογοτεχνικού δημιουργού και στο έργο του. Ενώ λοιπόν στα μεταπολεμικά χρόνια, η αξιολόγηση της λογοτεχνικής παραγωγής του Κοτζιά εγκλωβιζόταν στη στερεοτυπική άποψη ότι η κοσμοθεωρία του συγγραφέα ταυτίζεται με την κοσμοαντίληψη του έργου του, με συνέπεια τα πεζογραφήματά του να κρίνονται με αμιγώς ιδεολογικά κριτήρια και γι’ αυτό να απορρίπτονται,[3] στη Μεταπολίτευση αυτή η εξίσωση αίρεται και συνεκδοχικά η εργογραφία του Κοτζιά επαναπροσεγγίζεται και επανεκτιμάται.
Στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, η ανανεωτική αριστερή κριτική προσανατολίζεται κυρίως στην εκφορά ενός ισχυρού αντιρρητικού λόγου, ελέγχοντας τα κατάλοιπα των κανονιστικών αρχών που διέκριναν τη μεταπολεμική αριστερή διανόηση, με επακόλουθο την αποκήρυξη του έργου του Κοτζιά. Τη συζήτηση ανακινεί ο Τίτος Πατρίκιος με αφορμή την 3η έκδοση της Πολιορκίας.[4] Ανασύρει στην επιφάνεια τις ανεπάρκειες του όμορου κριτικού λόγου του παρελθόντος που δημιουργούσαν προσκόμματα και εμπλοκές στην αποδοχή της πεζογραφίας του Κοτζιά. Πρόκειται αφενός για το ιδεολογικό πρόσημο με το οποίο εμφορούνταν η μεταπολεμική αριστερή κριτική, με αποτέλεσμα ο ανοίκειος ιδεολογικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος να προσκρούει στις προσδοκίες και στην ιδεολογική θέση των κριτικών για τη θεματοποίηση των ιστορικών και πολιτικών γεγονότων κατά τα κατοχικά και μετακατοχικά χρόνια× αφετέρου για την εσφαλμένη σύζευξη ανάμεσα στην ιδεολογία του συγγραφέα και στον μυθοπλαστικό κόσμο του, ώστε ο ιδεολογικός προσανατολισμός που αποδόθηκε στον Κοτζιά να προκαταβάλλει εκ των προτέρων τη διάθεση των κριτικών απέναντι στον συγγραφέα και στο κείμενο: «Τον κίνδυνο που είχε πάντα ο αγγελιοφόρος να τον ταυτίσουν με την καταστροφή που αγγέλλει».
Όμως, παρά την τολμηρή και γενναία (αυτο)κριτική, που συνοδεύεται από την εξίσου θαρραλέα παραδοχή ότι η αισθητική αξία του μυθιστορήματος είναι εγγενής, ο λόγος του εμποτίζεται, ως έναν βαθμό, από εμφανώς τροποποιημένους αλλά ακόμη ιδεολογικούς όρους. Η ανασημασιοδότηση του ιδεολογικού πλέγματος της Πολιορκίας ως συστήματος υπεριστορικών και υπερταξικών μηχανισμών προκαλεί και εν μέρει δικαιολογεί την εναλλαγή του αξιολογικού αποτυπώματος αυτού του πλέγματος από μια περισσότερο ερμηνευτική προοπτική, με γνώμονα δύο βασικές συνιστώσες: α) την προδρομική αξία του μυθιστορήματος ως προανακρούσματος της αυτονόμησης που θα υποστούν αυτοί οι μηχανισμοί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, β) την πιο ανοιχτή ιδεολογική προοπτική του, υπό την έννοια ότι πρόθεση του συγγραφέα αποτελούσε η σφαιρική αντιμετώπιση των πραγμάτων.[5] Το πιο σημαντικό πάντως είναι πως η ειδολογική ένταξη του κειμένου στον χώρο του μυθιστορήματος αντιστικτικά προς της ιστοριογραφίας ισοσταθμίζεται μετωνυμικά με έναν έμμεσο αλλά σαφή υπαινιγμό για την ανάγκη υποκατάστασης της έως τότε κυρίαρχης ιδεολογικής κριτικής από μια περισσότερο αισθητική αξιολόγηση.
Το αίτημα που ακροθιγώς είχε καταθέσει ο Πατρίκιος δοκιμάζει να υλοποιήσει ο Αλέξης Ζήρας.[6] Μεταθέτει την προβληματική του Πατρίκιου στο ίδιο το κείμενο, αποτιμώντας το με όρους αισθητικής και ειδικότερα με βάση το αν και κατά πόσο οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι αληθοφανείς και πειστικοί, καταλήγοντας σε επαινετικές κρίσεις για το ταλέντο και τις συγγραφικές ικανότητες του πεζογράφου. Η κριτική οξυδέρκεια του Ζήρα ανέρχεται σε τέτοιον βαθμό, ώστε ο διάλογος με τις αντιλήψεις του Πατρίκιου για τις αρχές και αξίες του μεταπολεμικού αριστερού κριτικού λόγου που λειτουργούσαν ανασταλτικά στη θετική αποτίμηση της πεζογραφίας του Κοτζιά να εμπλουτίζεται από μια κατά κάποιον τρόπο μετακριτική προβληματική: Οι διαπιστώσεις του Πατρίκιου για τις αντιδράσεις που προξενούσε ο ανοίκειος ιδεολογικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος επαναλαμβάνονται, αλλά συγκεκριμενοποιούνται περαιτέρω, γιατί αυτές οι αντιδράσεις αποδίδονται σε ένα κεντρικό αίτιο: Την εμμονική αγκύλωση της μεταπολεμικής Αριστεράς στα παραδοσιακά μανιχαϊκά δίπολα «προοδευτικό-αντιδραστικό» και «εθνικόφρονα-εθνικοπροδοτικά». Επιπλέον, η εμπειρική νύξη του Πατρίκιου για την ασύμμετρη και γι’ αυτό άστοχη ταύτιση ανάμεσα στις ιδεολογικές συντεταγμένες του Κοτζιά και στον μυθιστορηματικό κόσμο του αναβιβάζεται πλέον σε δεσπόζουσα θέση, αποκτώντας ευρύτερη και καθολική ισχύ: «Ο πεζογράφος ουδέποτε μεταφέρει στο έργο του αυτούσια βιώματα».
Στην εκβολή της δεκαετίας του 1970, ο αντιρρητικός λόγος του προηγούμενου διαστήματος αντικαθίσταται από έναν πιο γόνιμο προβληματισμό που προαναγγέλλει κάποιες από τις κυρίαρχες κατευθύνσεις της ανανεωτικής κριτικής κατά την επόμενη δεκαετία. Πρόκειται ειδικότερα για τη στροφή του κριτικού ενδιαφέροντος στο ίδιο το κείμενο και για την αναγωγή της ανοικειωτικής ισχύος της πεζογραφίας του Κοτζιά σε κριτήριο αισθητικής καταξίωσης.[7] Η κριτική παρέμβαση που προηγήθηκε για την απεμπλοκή του πεζογράφου από τον ιδεολογικό χαρακτήρα του έργου του εξωθεί τον Αλέξανδρο Αργυρίου να ανιχνεύσει κειμενοκεντρικά τους τρόπους γραφής χάρη στους οποίους επιτυγχάνεται αυτή η απόσταση.[8] Επιπλέον, το αξιολογικό πρόσημο του ιδεολογικού δικτύου της πεζογραφίας του Κοτζιά αναβιώνει, με τη διαφορά ότι αντιστρέφεται από αρνητικό σε θετικό. Ο Σπύρος Τσακνιάς ανάγει την απροσδόκητη οπτική γωνία του μυθιστορήματος Αντιποίησις αρχής σε κριτήριο που αρτιώνει αισθητικά το έργο, γιατί έρχεται σε ρήξη με το κυρίαρχο ρεύμα της συναισθηματικής καπηλείας και πολιτικής ρητορείας των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων.[9]
Σε αυτό το πλαίσιο, η δήλωση του Τσακνιά πως «δεν είναι μόνο η εκπληκτική τεχνική του ώριμου συγγραφέα που συντηρεί το ενδιαφέρον μας» θα πρέπει να εκληφθεί ως ισχυρή ένδειξη αποστασιοποίησης από μια εμφανώς εκσυγχρονισμένη αλλά ακόμα ιμπρεσιονιστική κριτική, οι αφετηρίες της οποίας αφορούν πρωτοβάθμιες και απλουστευτικές κρίσεις για το ταλέντο του συγγραφέα αντί για τους τρόπους γραφής.[10] Η μετατόπιση της προβληματικής από τον συγγραφέα στο κείμενο περιβάλλεται και από κάτι καινούργιο: Το ενδιαφέρον για την επενέργεια που τα λογοτεχνικά κείμενα του Κοτζιά ασκούν στον αναγνώστη. Ο Ανδρέας Χριστοφίδης για παράδειγμα στο σημείωμα που δημοσιεύει στο περιοδικό Γράμματα και Τέχνες για τον Γενναίο Τηλέμαχο
επικεντρώνεται στην ικανότητα του έργου να θέτει στους αναγνώστες προβληματισμούς υπαρξιακής και ηθικής φύσης.[11] Αντίστοιχα, ο Βαγγέλης Χατηβασιλείου, στην κριτική του στην Αυγή
για το μυθιστόρημα Φανταστική περιπέτεια, εξαίρει τον προνομιακό ρόλο που ο συγγραφέας αποδίδει στον αναγνώστη, αντιμετωπίζοντάς τον ως ισότιμο στη διαδικασία εξαγωγής του νοήματος.[12]
Ενώ λοιπόν στον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς, η επαναπροσέγγιση του λογοτεχνικού παρελθόντος είναι αδιαμεσολάβητη από τις οποιεσδήποτε ιδεολογικές θέσεις των κριτικών, στον χώρο της ορθόδοξης Αριστεράς, το τοπίο είναι περισσότερο ρευστό, ακριβώς γιατί κατά την αξιολόγηση των αντίπαλων ιδεολογικά συγγραφέων παρεμβάλλονται οι προσωπικές ιδεολογικές θέσεις των κριτικών. Η τακτική κριτικός του Ριζοσπάστη Αγγελική Κώττη, στην κριτική βιβλίου που δημοσιεύει για τη νουβέλα του Κοτζιά Ιαγουάρος, αποκαλύπτει, μέσα από μια παραγωγική συλλογιστική πορεία, δηλωτική του προαποφασισμένου και κανονιστικού της χαρακτήρα, το νήμα υπό το οποίο υφαίνεται η αξιολόγηση των συγγραφέων που οι ιδεολογικές και πολιτικές πεποιθήσεις τους διαφέρουν από αυτές της κομμουνιστικής ορθοδοξίας.[13] Με άξονα το αν ο ιδεολογικός χαρακτήρας του κειμένου συγκλίνει με την ιδεολογική θέση της κριτικού συγκροτεί έναν —θα λέγαμε¾— «διπλότυπο» λόγο: Όταν η κοσμοαντίληψη του λογοτεχνικού έργου συμπίπτει με την κοσμοθεωρία της κριτικού, τότε ασπάζεται τη «φιλελεύθερη» αντίληψη για την ύπαρξη απόστασης ανάμεσα στον συγγραφέα και στο έργο του και αξιολογεί το λογοτεχνικό κείμενο με όρους αισθητικής ως «σπουδαίο»× όταν το κοσμοείδωλο του λογοτεχνικού έργου αποκλίνει από τις δικές της ιδεολογικές αρχές, τότε επαναφέρει την «παλαιοδογματική» αντίληψη για την αυτούσια αναπαραγωγή της ιδεολογίας του συγγραφέα στο έργο του και αναβιώνει μια αυστηρή και απροκάλυπτη ιδεολογική κριτική, αφού το έργο «μόνο προοδευτικό δεν είναι». Η διφυής τακτική της καθιστά αναπόφευκτα τον λόγο της ασυνεπή καθώς κυμαίνεται μεταξύ εκ διαμέτρου αντίθετων κριτικών αντιλήψεων και ανομοιογενή, διότι εκβάλλει σε διαφορετικής τάξης αξιολογικές κρίσεις: Αισθητικής φύσης στην πρώτη περίπτωση και ιδεολογικής στη δεύτερη περίπτωση. Με αυτόν τον τρόπο αισθητοποιείται εύγλωττα και μάλλον ακούσια η «διγλωσσία» που επικρατεί εκείνη την περίοδο στους κόλπους της ορθόδοξης διανόησης, με αποτέλεσμα τα αξιολογικά κριτήρια να είναι εναλλασσόμενα.
Έπειτα, η κριτικός εφαρμόζει αυτήν την αφετηριακή αρχή στην ειδική περίπτωση της νουβέλας του Κοτζιά, πράγμα που πυροδοτεί μια άκαμπτη και ανελαστική ιδεολογική κριτική, με επίκεντρο τον έλεγχο της ιδεολογικής θέσης των ηρωίδων και της ιστορικής αλήθειας των μυθοπλαστικών περιστατικών. Εκτιμούμε πως η συλλογιστική της είναι α) αυθαίρετη, γιατί ο ισχυρισμός της πως η μικροαστική μνησικακία των ηρωίδων είναι μειοψηφική και γι’ αυτό ακατάλληλη παραγνωρίζει το αναφαίρετο δικαίωμα του συγγραφέα να αξιοποιεί ως μυθοπλαστικά πρόσωπα και τις πιο περιθωριακές μορφές· β) αναληθής, αφού η θέση της πως οι εγκληματικές ενέργειες αφορούσαν μόνο τα τάγματα ασφαλείας και όχι την Αριστερά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα× γ) και άστοχη, καθώς εμπεριέχει ένα λογικό άλμα: Η προσωπική της γνώμη για τα ιστορικά γεγονότα της δεκαετίας του 1940 παρουσιάζεται διασταλτικά ως γενική και αυταπόδεικτη αλήθεια. Στο καταληκτικό μέρος του λόγου της, η εμπαθής και προκατειλημμένη οπτική της κορυφώνεται, με συνέπεια η κριτική της να υποβιβάζεται σε λίβελο για το βιβλίο και τον συγγραφέα, με στόχο να προκαταβάλλει την κρίση των αναγνωστών: «Να μη ρωτήσουμε τι κερδίζει, εκείνος ξέρει, αλλά εμείς γιατί να αγοράσουμε το βιβλίο;».
Τον αντίλογο στην κριτική αντίληψη της Κώττη εκφέρει τρόπον τινά ο Χατζηβασιλείου, ο οποίος αντιπροτείνει στην Αυγή ένα νέο ερμηνευτικό μοντέλο για την κατανόηση του ιδεολογικού χαρακτήρα του Ιαγουάρου και της συμπεριφοράς των μυθοπλαστικών προσώπων.[14] Τη στιγμή που η Κώττη κρίνει το αν η ιστορική βάση του έργου συμμορφώνεται στις επιταγές της κομμουνιστικής ορθοδοξίας, ο Χατζηβασιλείου εννοεί την ιδεολογική υποδομή της νουβέλας ως την αισθητοποίηση του «παραγνωρισμένου ήθους» της μεταπολεμικής περιόδου, που μεταγράφεται ως μια νέα ψηφίδα στην ανασύνθεση των πολύπλευρων και πολυδιάστατων όψεων της ιστορικής πραγματικότητας. Τη στιγμή που η Κώττη καυτηριάζει την ιδεολογική θέση των πρωταγωνιστριών, ο Χατζηβασιλείου είναι επιεικέστερος και ελαχιστοποιεί την προσωπική τους ευθύνη, γιατί τις αντιμετωπίζει ως θύματα της ευρύτερα εκφυλισμένης συλλογικής συνείδησης που αναδείχθηκε εκείνη την περίοδο: «Η παραμόρφωση ανήκει στη μεταπολεμική κοινωνία, στα πολιτικά μέσα, τον οικονομικό εξαναγκασμό και την εκατέρωθεν ιδεολογική ένταση».[15] Με άλλα λόγια, η πρόταση του Χατζηβασιλείου εστιάζει αντί στην αυστηρά κοινωνιολογική ανάγνωση του μυθοπλαστικού σύμπαντος στον τρόπο με τον οποίο τα πρόσωπα βιώνουν το παρόν της εποχής τους· αντί για τα πρόσωπα ως αντανάκλαση της πραγματικότητας, στο αποτύπωμα της πραγματικότητας στην ατομική συνείδηση. Πιστεύουμε ότι η πρόταση του Χατζηβασιλείου ανακαλεί τη θεωρία του Raymond Williams για τη «δομή της αίσθησης».[16] Υπό αυτό το πρίσμα, το έργο δεν θα μπορούσε να αποτιμηθεί παρά μόνο με όρους αισθητικής, που συμβαδίζουν με ορισμένες από τις κυρίαρχες τάσεις και αναζητήσεις της λογοτεχνικής κριτικής στη δεκαετία του 1980: Την αμφισβήτηση του παραδοσιακού ρεαλισμού και την αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων για την ανανέωση της κλασικής ρεαλιστικής φόρμας. Έτσι, το τέχνασμα του παραληρηματικού λόγου του Κοτζιά επιδοκιμάζεται ως ιδιαίτερα λειτουργικό, διότι ανταποκρίνεται στην εξίσου παραληρηματική εικόνα του κόσμου, επιτυγχάνοντας την ανανέωση των τεχνικών του μέσων και την αποτύπωση της πραγματικότητας πέρα από τους απλοϊκούς όρους της αναπαράστασης.[17]
Επομένως, η λογοτεχνική κριτική της μεταπολιτευτικής Αριστεράς διαγράφει μια μακρά αλλά σταθερή τροχιά για την εξομάλυνση και υπέρβαση των «βαριδιών» της μαρξιστικής κριτικής που εξακολουθούσαν να δημιουργούν φραγμούς στην αποδοχή της λογοτεχνικής παραγωγής του Κοτζιά: Ο καταχρηστικός συνταυτισμός ανάμεσα στον δημιουργό και στο έργο του μετασχηματίζεται σε μια οπτική κειμενοκεντρική και σταδιακά στραμμένη προς τον αναγνώστη. Ταυτόχρονα, τα αισθητικά αξιολογικά κριτήρια προκρίνονται έναντι των ιδεολογικών. Έτσι, στο τέλος της δεκαετίας του 1980, το έδαφος είναι περισσότερο πρόσφορο και ευεπίφορο για την «άνευ ορίων και όρων» αποδοχή του. Ενδεικτικά, ο Δημοσθένης Κούρτοβικ αναβιβάζει το μυθιστόρημα Αντιποίησις αρχής στον κανόνα των κορυφαίων έργων της περασμένης δεκαετίας.[18] Αυτή η οικείωση συντελεί στην ωρίμανση και ποιοτική μεταβολή της «περί τον Κοτζιά» κριτικογραφίας, με συνέπεια τη μετουσίωση του προγενέστερου αποφαντικού λόγου σε έναν εμβριθέστερο και ουσιαστικότερο στοχασμό που αποβλέπει σε μια εσωτερική ιεράρχηση των κειμένων του Κοτζιά, με κριτήριο την ανταπόκρισή τους στον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη.
Το εγχείρημα που ανέλαβε ο κριτικός λόγος της Αριστεράς κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο (1974-1989) ήταν επίπονο και κρίσιμο: Ο δρόμος, που για τη λογοτεχνική κριτική του φιλελεύθερου χώρου είχε διανυθεί ήδη από τη δεκαετία του 1960, εξακολουθούσε μέχρι τη Μεταπολίτευση να παραμένει δύσβατος και ακανθώδης για τη λογοτεχνική κριτική της Αριστεράς, καθώς τεμνόταν με κόμβους ιδεολογικής, θεωρητικής και εν γένει ταυτοτικής για την Αριστερά φύσης. Συνεπώς, η αποτελεσματικότητα των προσπαθειών της κάθε άλλο παρά αυτονόητη και προδιαγεγραμμένη ήταν. Σήμερα, κρίνουμε την προσφορά της ως ιδιαίτερα γόνιμη, γιατί διαμόρφωσε τα αναγκαία προαπαιτούμενα για την είσοδο της έρευνας γύρω από τον Κοτζιά στην ωριμότερη φάση, που ξεκινά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ιδίως μετά τον θάνατό του (1992).[19] Πολύ ενδιαφέρον λοιπόν θα είχε αντικείμενο μιας μεταγενέστερης έρευνας να αποτελέσει ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται αυτή η κριτική συζήτηση στη δεκαετία του 1990. Προεκτάσεις θα μπορούσαν φυσικά να γίνουν και στα εντελώς πρόσφατα χρόνια, αφού όπως άλλωστε δηλώνει ο Χριστόφορος Λιοντάκης: «To μοναδικό “μαύρο” στο έργο του είναι το μαύρο του θανάτου».[20]
Ευχαριστώ θερμά τον καθηγητή μου κ. Μιχ. Γ. Μπακογιάννη για την παρότρυνσή του να συμμετάσχω στο αφιέρωμα για τον Αλέξανδρο Κοτζιά. Ευχαριστώ επίσης τη συγγραφέα και κριτικό λογοτεχνίας κ. Έλενα Χουζούρη για τη σχετική πρόσκληση που μου απηύθυνε.
______________
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
[1] Γιάννης Παπαθεοδώρου, «“Κάτι πιο αληθινό από την ιστορία…”: η αφηγηματική τόλμη του Αλέξανδρου Κοτζιά», περ. Νέα Εστία, τχ. 1751 (Δεκ. 2002) 764.
[2] Δημήτρης Παπαγεωργάκης, «Η κριτικογραφία για το μυθιστορηματικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά», περ. Νέα Εστία, τχ. 1770 (Σεπτ. 2004) 310.
[3] Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου σημειώνει: «H ιδεολογική κριτική του μυθιστορήματος προϋποθέτει την πλήρη ταύτιση του μυθοπλαστικού σύμπαντος με το υποκείμενο της γραφής». Γιάννης Παπαθεοδώρου, ό.π. (σημ. 2) 765.
[4] Τίτος Πατρίκιος, «Αλέξανδρου Κοτζιά: Πολιορκία, μυθιστόρημα, Γ΄ έκδ., Κέδρος 1976, σελ. 367», περ. Διαβάζω, τχ. 7 (Μάρτ.-Απρ. 1977) 64-65.
[5] Aυτή η ανάγνωση συσχετίζεται με προσωπικές μαρτυρίες του Κοτζιά: «Πώς εγώ που θεωρώ λάθος όλα αυτά που έγιναν ταυτόχρονα βρίσκω τους ήρωες του Τσίρκα και αυτά που κάνουν απόλυτα πειστικά λογοτεχνικά πλάσματα; Αυτό γίνεται γιατί ο Τσίρκας μας πηγαίνει σ’ ένα βαθύτερο ανθρώπινο επίπεδο, πέρα από τις συγκεκριμένες αναφορικότητες». Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Θέλησα να φτάσω μέσα από ένα γέλιο σε κάποια θεώρηση των ανθρώπινων πραγμάτων. Συνέντευξη με τον συγγραφέα Αλέξανδρο Κοτζιά, με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου του Φανταστική περιπέτεια», περ. Η Αριστερά σήμερα, τχ. 15 (Ιάν.-Φεβρ. 1986) 58.
[6] Αλέξης Ζήρας, «Αλέξανδρος Κοτζιάς: Πολιορκία, Γ΄ έκδ., Κέδρος 1976)», στον τόμο Χρονικό ’77, (Σεπτ. 1976-Αύγ. 1977) 45.
[7] Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η εκτίμηση του Κώστα Παπαγεωργίου: «Από ένα σημείο και ύστερα, δείχνουν να έχουν ανάγκη από το φωτισμό επιμέρους πτυχών τους, ώστε να διευρύνεται όλο και περισσότερο το άνοιγμα της οπτικής γωνίας, από την οποία θα προσεγγίζονται και θα επαναπροσεγγίζονται στο μέλλον». Κώστας Παπαγεωργίου, «Η ποιητική διάσταση του πεζογράφου Αλέξανδρου Κοτζιά», περ. Νέα Εστία, τχ. 1751 (Δεκ. 2002) 884.
[8] Αλέξανδρος Αργυρίου, «Πεζογραφία. Η άνοδος μιας δικτατορίας και η παρακμή μιας ιδεολογίας. Αλέξανδρου Κοτζιά: Αντιποίησις αρχής. Μυθιστόρημα. Κέδρος 1979, σελ. 292», περ. Διαβάζω, τχ. 25 (Νοέμ. 1979) 292.
[9] Σπύρος Τσακνιάς, «Αλέξανδρος Κοτζιάς. Αντιποίησις αρχής», εφημ. Η Καθημερινή (12.7.1979) [= Δακτυλικά αποτυπώματα. Κριτικά κείμενα, Καστανιώτης 1983, σ. 45-51].
[10] Σπύρος Τσακνιάς, «Αλέξανδρος Κοτζιάς: Φανταστική περιπέτεια. Μυθιστόρημα, Κέδρος 1985, σελ. 267», περ. Η λέξη, τχ. 52 (Φεβρ. 1986) 158-160.
[11] Ανδρέας Χριστοφίδης, «Η περιπέτειά μου με τον Γενναίο Τηλέμαχο», περ. Γράμματα και Τέχνες, τχ. 2 (Φεβρ. 1982) 22.
[12] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Στο τελευταίο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Κοτζιά Φανταστική περιπέτεια. Παραλογοτεχνικό ήθος και κοινωνική αποδοχή», εφ. Η Αυγή (19.1.1986).
[13] Α. Κ. [= Αγγελική Κώττη], «Βιβλίο. Αλέξανδρου Κοτζιά: Ιαγουάρος», εφ. Ριζοσπάστης (7.6.1987).
[14] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Το ήθος μιας εποχής. Αλέξανδρος Κοτζιάς, Ιαγουάρος, Νουβέλα, Κέδρος, σελ. 120», εφ. Η Αυγή (17 Μαΐου 1987).
[15] Ανάλογη άποψη διατυπώνει και ο Αλέξης Ζήρας: «Εστιάζονται σε ορισμένα μυθιστορηματικά πρόσωπα, συνήθως τα πιο επιρρεπή σε ψυχικές διακυμάνσεις και τα ασταθότερα και πιο ανασφαλή ως προς την εικόνα που δημιουργούν στο περιβάλλον τους […] μετατρέπονται από θύτες σε θύματα». Αλέξης Ζήρας, «Δράσεις της παρωδίας στη Φανταστική περιπέτεια του Αλέξανδρου Κοτζιά», περ. Κ, τχ. 2 (Ιούλ. 2003) 22. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Μιχάλης Μερακλής: «Δεν τον ενδιαφέρουν οι παρατάξεις, η δικαίωση της μιας ή της άλλης πλευράς, παρά τον ενδιαφέρει το άτομο, ο αμετάλλακτος ¾καλός ή κακός αδιάφορο¾ ψυχισμός του». Μιχάλης Γ. Μερακλής, H
σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. ΙΙ Πεζογραφία, Πατάκης 1987, σ. 75.
[16] Ο Raymond Williams προσδιορίζει εννοιολογικά αυτήν τη σύλληψη ως εξής: «Η λέξη “αίσθηση“ επιλέχθηκε για να δώσει έμφαση στην απόσταση που υπάρχει από τις επισημότερες έννοιες “κοσμοθεωρία“ ή “ιδεολογία“. […] Εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας σε νοήματα και αξίες την ώρα που αυτές βιώνονται και νιώθονται. […] Περιλαμβάνει εξάλλου στοιχεία της κοινωνικής και υλικής (σωματικής ή φυσικής) εμπειρίας τα οποία μπορεί να βρίσκονται στα παρασκήνια, να είναι εκτεθειμένα, είτε ατελώς καλυμμένα από τα ¾αναγνωρίσιμα και από αλλού¾ συστημικά στοιχεία». Raymond Williams, Κουλτούρα και Ιστορία (μτφρ. Βενετία Αποστολίδου), Γνώση 1994, σ. 325-335.
[17] Η Ελιάνα Χουρμουζιάδου σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η αιρετική ματιά πάει χέρι-χέρι με την αιρετική τεχνική του». Ελιάνα Χουρμουζιάδου, «Η ανθρώπινη κωμωδία του Αλέξανδρου Κοτζιά», περ. Η λέξη, τχ. 170 (Ιούλ.-Αύγ. 2002) 656.
[18] Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Ελληνική λογοτεχνία. Αλέξανδρος Κοτζιάς, Ιαγουάρος, Νουβέλα, Κέδρος 1987, σελ. 120», περ. Σχολιαστής, τχ. 55 (Οκτ. 1987) 50-51.
[19] Γιώργος Παγανός, «Αλέξανδρος Κοτζιάς. Η κατασκευαστική μανία και η ποιητική», περ. Κ, τχ. 2 (Ιούλ. 2003) 30.
[20] Χριστόφορος Λιοντάκης, «Ο χρόνος είναι με το μέρος του», περ. Η λέξη, τχ. 170 (Ιούλ.-Αύγ. 2002) 645.