Η κριτική είναι λόγος αμφίστομος. Διαπερνά τα έργα που κρίνει και αναδεικνύει τις πτυχές τους, τη λογοτεχνικότητα και την πολιτισμική τους αξία, αλλά συνάμα προβάλλει, εμπειρικά ή/και θεωρητικά, το βλέμμα του κριτικού, ο οποίος διά της γραφής, της περιγραφής, της αξιολόγησης και της ερμηνείας εξηγεί το δικό του όραμα περί τέχνης. Ειδικά, αν ο βιβλιοκριτικός είναι κι ο ίδιος λογοτέχνης, τότε τα σημειώματά του είναι η άλλη όψη του λογοτεχνικού νομίσματος, αυτή της επαρκούς ανάγνωσης πίσω από την έντεχνη γραφή.
Κι ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, όπως φαίνεται στα υπόλοιπα κείμενα του προκείμενου αφιερώματος, ήταν τόσο καταξιωμένος πεζογράφος όσο και θεμελιώδης κριτικός της περιόδου 1961-1982. Από τις 24.11.1961, κι ενώ ήδη είχε δημοσιεύσει την Πολιορκία (1953), το Μια σκοτεινή υπόθεση (1954) και τον Εωσφόρο (1959), όπως και μεταφράσεις π.χ. έργων του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ασκεί την κριτική στη νεόκοπη εφημερίδα Μεσημβρινή
ώς το 1967, όταν το έντυπο κλείνει εξαιτίας της δικτατορίας. Το διάστημα 4.11.1971 – 5.11.1972 κριτικογραφεί στο Βήμα, το 1973 βρίσκεται στην εκδοτική ομάδα του περιοδικού Συνέχεια, όπου προλαβαίνει να γράψει δύο κριτικές, και από το 1975 έως το 1982 κριτικογραφεί στη Φιλολογική Καθημερινή. Περιστασιακά, κριτικά του κείμενα έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Εικόνες, Ταχυδρόμος και Γράμματα και Τέχνες (Ρώτα 2004: 179), στην εφημερίδα Βραδυνή, ενώ συζητήσεις του με άλλους ομοτέχνους του για τη νεοελληνική λογοτεχνία στη Συνέχεια» και το Διαβάζω.
Η κριτική του παρουσία μπορεί να αξιολογηθεί πάνω σε περικείμενους άξονες, από το ίδιο το πεζογραφικό του έργο έως τα κείμενα της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής πεζογραφίας κι από τον ιδεολογικό πόλεμο, που διεξαγόταν μετά τον Εμφύλιο, μέχρι τους σύγχρονούς του κριτικούς.
Η κριτική, ειδικά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, εντάσσεται, σχεδόν προγραμματικά, στον μετεμφυλιακό ιδεολογικό πόλεμο ανάμεσα στους Κομουνιστές και τους Φιλελεύθερους ή τους Εθνικόφρονες. Τον πρώτο καιρό δεν αναφέρεται αισθητικά στα έργα καθαυτά, αλλά διά των έργων κρίνει την παρουσία, την ιδεολογία και την πολιτική στάση του εκάστοτε συγγραφέα ως ομοφρονούντα ή αντιφρονούντα. Σταδιακά αυτό αλλάζει· οι βιβλιοκριτικοί εκατέρωθεν γίνονται πιο ελαστικοί και ανεκτικοί, περιορίζουν τις a priori κατασκευασμένες κρίσεις και κάνουν ανοίγματα προς τον χώρο των άλλων, ενώ παράλληλα δεν βλέπουν τα έργα των ομοϊδεατών τους με μια εκ των προτέρων προαποφασισμένη ευμένεια.
Στη θέση της «εντυπωσιολογικής» ή «προσωποπαγούς» κριτικής του μεσοπολέμου που υποχωρεί σταδιακά, εμφανίζεται η ιδεολογική κριτική, με κριτικούς που λειτουργούν περισσότερο με το προσωπικό ένστικτο. Έτσι, αναπτύσσεται ως προς το αισθητικό κομμάτι ένα είδος εμπειρισμού και ως προς το πολιτικοκοινωνικό στίγμα ένα είδος ιδεολογικοποίησης της τέχνης. Οι δεξιοί ή συντηρητικοί κριτικοί αποσυνδέουν συνήθως τη λογοτεχνία από τα κοινωνικά ζητήματα, ενώ οι αριστεροί στα πλαίσιο της βάσης και του εποικοδομήματος θεωρούν τα λογοτεχνικά έργα στενά συνδεδεμένα με την κοινωνική αποστολή της τέχνης (Καρτσάκης 2009: 30-36).
Αν δούμε πιο πανοραμικά τις διαμάχες στον χώρο των γραμμάτων, μπορούμε να διαγράψουμε τρία βασικά δίπολα, μέσα στα οποία παίρνουν θέση οι κριτικοί της μεταπολεμικής περιόδου: 1) δεξιός vs. αριστερός λόγος και ιδεολογία, 2) ρεαλισμός vs. μοντερνισμός και 3) μεσοπολεμικοί vs. μεταπολεμικοί συγγραφείς.
Ι. Τι λένε οι ίδιες οι κριτικές;
Διαβάζοντας προσεκτικά τις κριτικές του Αλ. Κοτζιά (τόσο τις εκδεδομένες στα τρία κατά βάση βιβλία, στα οποία τις συμπεριέλαβε, όσο και τις άλλες –λίγες σχετικά και για έργα που δεν άντεξαν στον χρόνο– τις οποίες άφησε αθησαύριστες), μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για έναν κειμενοκεντρικό στοχαστή. Αδιαφορεί για τη βιογραφία του συγγραφέα, στέκεται λίγο στο ιστορικό συγκείμενο των έργων και μιλάει μόνο περιστασιακά για την πρόσληψή τους από τον αναγνώστη. Αντίθετα, εμμένει στο ίδιο το κείμενο, κάνοντας εκτενείς επισημάνσεις επί της μορφής του (γλώσσα, αφήγηση, συγγραφική δεξιότητα, ατμόσφαιρα κ.λπ), μορφής την οποία προσπαθεί να συνδέσει σε μια οργανική σχέση με το «μήνυμα» που εκπέμπεται.
Τον απασχολεί πολύ η λογοτεχνικότητα του κειμένου και πάνω σ’ αυτήν την έννοια δοκιμάζει τις αντοχές του, κρίνοντας τις επιτυχίες και τις αστοχίες του. Φράσεις, όπως «ελλειπτική λιτότητα», «στέρεα οικοδομημένα έργα», «αφηγηματική ευχέρεια, πλούσια και εύστροφη φαντασία, χιούμορ, οξύτατη παρατήρηση, ευστοχία στην επιλογή και την ανάδειξη της λεπτομέρειας», «αφηρημένη γραφή», «ομαλή και σφιχτή αφήγηση, στέρεος, σμιλεμένος λόγος, παρατήρηση λεπτή, αλλά και μια λανθάνουσα σατιρική διάθεση», δείχνουν την εργαστηριακή ματιά του κριτικού που λεπτοκοσκινίζει τα συστατικά κάθε μυθιστορήματος ή συλλογής διηγημάτων. Τα κριτήριά του, όπως τα συνοψίζει εύστοχα ο Γιώργος Αράγης (1994: 259-260), αφορούν την παρατηρητικότητα του συγγραφέα, την αυθεντικότητα προσώπων και δράσεων και τη γλωσσική φροντίδα.
Έτσι, ο Αλ. Κοτζιάς μέσω του ρήματος
προσπαθεί να ανιχνεύσει την επιτυχία του θέματος, του πώς δηλαδή η προβληματική του συγγραφέα και το βαθύτερο νόημα του έργου αναδεικνύονται. Οι παρατηρήσεις του δεν καταγίνονται έντονα με τις κοινωνικές, πολιτικές και ιστορικές συνθήκες, αλλά πιο πολύ με τα ζητήματα του ψυχικού βίου, με το πνεύμα μιας αφ-ιστορημένης συνείδησης, σαν να απέχει σκόπιμα από την κριτική διαμάχη των καιρών, καθώς γι’ αυτόν η λογοτεχνία έχει τη δική της αυταξία και δεν πρέπει να υποτάσσεται στους κοινωνικούς αγώνες. Ας το κρατήσουμε αυτό ως αντίθεση με το πεζογραφικό του έργο, που βουτά βαθιά στον «τριακονταετή πόλεμο» 1943-1973 και στους μεταπολιτευτικούς του απόηχους.
Πέρα από κειμενοκεντρικός είναι και συγγραφοκεντρικός, όχι επειδή καταφεύγει σε κάποια μορφή βιογραφισμού ή ψυχανάλυσης, αλλά επειδή θέτει το προς συζήτηση έργο πάνω στις συντεταγμένες της ευρύτερης συγγραφικής παραγωγής. Κάνει μικρές ή μεγάλες αναδρομές στα προηγούμενα βιβλία του εκάστοτε δημιουργού, βρίσκει ομοιότητες και διαφορές, διερευνά την εξέλιξη του λογοτέχνη, προσπαθεί να εξηγήσει την ανοδική ή την καθοδική του πορεία κι εξάγει ευρύτερα συμπεράσματα για τη θέση του στα ελληνικά γράμματα. Αν δει κανείς συνολικά την κριτική του στάση, θα συμπεράνει ότι μιλάει πολύ για τον εν δυνάμει συγγραφέα, για το δυνητικό έργο που αυτός μπορεί να κατορθώσει, για τις δυνατότητες και τις προοπτικές του, για τις ενδείξεις που αφήνει με βάση το πιθανό λογοτεχνικό του διαμέτρημα, το οποίο είναι συνήθως πολύ καλύτερο –σε ένα αφαιρετικό επίπεδο– από τα ίδια τα πραγματωμένα του έργα. Ο βιβλιοκριτικός, με πολύ αυστηρό αλλά και σχολαστικό τρόπο, ανευρίσκει ατέλειες και διαψεύσεις μέσα σ’ αυτά, με αποτέλεσμα η δυνητική «συγγραφικότητα» να υπερτερεί συχνά της εκδηλωμένης στα εκδεδομένα κείμενα «λογοτεχνικότητας» (π.χ. γράφει ότι ο Νίκος Μπακόλας «είναι ένας αξιόλογος πεζογράφος χωρίς όμως αξιόλογο έργο»!).
Ο λόγος του Αλ. Κοτζιά είναι πολύ καίριος. Σαφής, με επιχειρήματα, με συνεχείς προσπάθειες να διερευνήσει κριτικά το εκάστοτε έργο, λεπτολόγος, που εμβαθύνει και μελετά ενδελεχώς το τι και το πώς. Κι επειδή κουβαλά πάντα τη λογοτεχνική του υφοπλασία, μπορεί και συνδυάζει το κριτικό, το ουδέτερο και κυριολεκτικό, με το ζωντανό, το χυμώδες και το συνυποδηλωτικό. Η ακρίβεια συζευγνύεται με τη ζωντάνια, το επιχείρημα με τη σπιρτάδα της λέξης.
Όλα αυτά δεν κρύβουν την πανοραμική εικόνα που έχει σίγουρα για τη μεταπολεμική πεζογραφία μας, για την προηγούμενη παραγωγή, αλλά και για τους μεγάλους κλασικούς της διεθνούς σκηνής (Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Σαίξπηρ κ.ά.). Το κρινόμενο έργο απαυγάζει την εποχή του, αλλά και την ελληνική παράδοση, ενώ συχνά διασταυρώνεται, συνειδητά ή ασύνειδα, με την ξένη λογοτεχνία, όπως και τα μεγάλα ρεύματα του καιρού (υπαρξισμό, υπερρεαλισμό κ.λπ.). Δείχνοντας ότι με «φιλολογική» οξύτητα αναζητά μελέτες και άρθρα, Ιστορίες Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και απόψεις άλλων ειδικών, επιχειρεί συχνά να διίδει τις ταλαντώσεις ανάμεσα στις παραδοσιακές φόρμες και τις μοντερνιστικές τεχνικές της μεταπολεμικής πεζογραφίας.
Μολονότι ο ίδιος ως συγγραφέας αφήνει το δικό του στίγμα στη μοντερνιστική πεζογραφία μας, ως κριτικός, όταν αξιολογεί τα έργα των ομοτέχνων του, δεν γέρνει μεροληπτικά προς αυτήν. Επισημαίνει το παραδοσιακό ρεαλιστικό τους ένδυμα ή τον καινοτόμο, πρωτοποριακό τους λόγο, αλλά δεν θέτει αυτά ως μοναδικές λυδίες λίθους, που θα καθορίσουν και την αισθητική του κρίση. Από τη μία, αποδέχεται τα ρεαλιστικά σχήματα, πλην του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, με τις παραδοσιακές τεχνικές. Από την άλλη, εξαίρει π.χ. την «τελείως σύγχρονη ελλειπτικότητα» του Ρένου Αποστολίδη και τον «συνειρμικό μονόλογο» ή τους «μοντέρνους τρόπους γραφής» του Τάκη Κουφόπουλου, που επιζητούν «την ενεργητική συνεργασία του αναγνώστη», αν και δεν είναι πάντα γενναιόδωρος όταν «η αφαίρεση» του Νίκου Μπακόλα «έχει φτάσει […] σε περιττές ακρότητες που μόνο δυσχεραίνουν την ανάγνωση». Μολονότι υπερθεματίζει τις «καινοτροπίες», επειδή η τέχνη συμφύεται μ’ αυτές αυτονόητα, δεν παύει να πιστεύει ότι ο μοντερνισμός είναι ενίοτε «ερμητικός για τον αμύητο» (Κοτζιάς 1982: 73). Ενώ δηλαδή αποδέχεται το μοντερνιστικό πρόταγμα, πιστεύει σ’ αυτό μόνο όταν η λειτουργικότητά του είναι η καλύτερη δυνατή.
ΙΙ. Περί λογοτεχνίας και κριτικής
Ξαναγράφω ότι η κριτική είναι λόγος αμφίστομος. Κρίνει τα κείμενα αλλά και επιδεικνύει τις αισθητικές απόψεις του ίδιου του κριτικού, πόσο μάλλον όταν αυτός είναι συγγραφέας. Σε έναν ευρύτερο κύκλο, οι βιβλιοκρισίες του Αλ. Κοτζιά προβάλλουν το λογοτεχνικό σύστημα ιδεών και αξιών που προκύπτει από την επαφή του με τα καλλιτεχνικά προϊόντα. Σε έναν στενότερο κύκλο, ρητές επισημάνσεις και δεδηλωμένες απόψεις του, οι οποίες ακούγονται σποραδικά μέσα στις κριτικές του, γενικεύουν, ξεφεύγουν δηλαδή από το συγκεκριμένο βιβλίο που αξιολογείται κι εκφράζουν διαχρονικότερες σκέψεις περί τέχνης και κριτικής. Σ’ αυτόν τον κύκλο θα επιμείνω λίγο παραπάνω.
Η τέχνη, πιστεύει ο Αλ. Κοτζιάς, δεν επιδέχεται ερασιτεχνισμούς, είναι θείος έρωτας που διεκδικεί αποκλειστική προσήλωση κι ενίοτε την ίδια τη ζωή του αφοσιωμένου (Κοτζιάς 1986: 138). Χρειάζεται δύο βασικά όργανα, τον κάλαμο, για να ποιεί κι όχι να κατασκευάζει, και το ψαλίδι, για να απορρίπτει ό,τι γράφτηκε αλλά δεν αξίζει. Εδραία του θέση αποτελεί το ότι το καλό έργο είναι κάτι παραπάνω από τη «φραστική επιμέλεια» και την «καλογραμμένη ιστορία» (Κοτζιάς 1982: 226), καθώς ούτε η γλώσσα ούτε το θέμα από μόνα τους αρκούν για την υπέρβαση. Ούτε όμως το μυθιστόρημα μπορεί να στηριχτεί, όπως πιστεύει ο Γ. Θεοτοκάς, αποκλειστικά στο «ζωντάνεμα πειστικών ανθρώπινων τύπων» (Κοτζιάς 1984: 49). Από την άλλη, η κατάχρηση δοκιμιακού λόγου μέσα στη μυθοπλασία εξασθενίζει το συνολικό αποτέλεσμα (Κοτζιάς 1982: 104). Πέρα, λοιπόν, από όλα αυτά, αυτό που μετράει δεν είναι το «στρέμμα», η έκταση και η διόγκωση, αλλά το «αίμα»: αυτή η παλαμική αντίθεση εκφράζει το πάθος, την ψυχή, το πιεστικό δούλεμα και λιγότερο το ταλέντο (Κοτζιάς 2004: 10).
Ο χώρος της τέχνης είναι αδυσώπητος και δεν γνωρίζει ελαφρυντικά (Κοτζιάς 1984: 44). Επομένως, η κριτική δεν είναι ωφέλιμο να σπέρνει άκριτους και αβάσιμους επαίνους, καθώς αυτοί ναρκοθετούν το έργο του συγγραφέα και δεν του προσφέρουν ουσιαστική συμπαράσταση (Κοτζιάς 1982: 144). Από αυτές τις δύο ρήσεις, καταλαβαίνουμε γιατί ο ίδιος ως κριτικός έπαιρνε ακριβοδίκαια γραφίδα και νυστέρι, επισημαίνοντας πολλά αρνητικά στοιχεία, ανάμεσα στα θετικά, κι επιζητούσε να ορθοτομήσει το εκάστοτε έργο. Συνεπώς, ο ρόλος της κριτικής είναι, κατ’ αυτόν, διπλός: αφενός να υποδείξει στον συγγραφέα την αλήθεια που δεν είδε ο ίδιος [αφού όταν τυπωθεί το κείμενο, συνδιαλέγεται πλέον εξ αποστάσεως με τον δημιουργό του (Κοτζιάς 1982: 243) και σ’ αυτόν τον διάλογο προφανώς βοηθά η ματιά τρίτων] και αφετέρου να αξιολογήσει τα ποιοτικά βιβλία της εποχής της και να τα παρουσιάσει πειστικά στο αναγνωστικό κοινό (Κοτζιάς 1982: 21). Σ’ αυτήν την αξιολόγηση πιστεύει ότι ο κριτικός οφείλει, σαν καλός χαρτογράφος, να αναδείξει τις «διασυνδέσεις» του έργου με τον καιρό του και με την υπόλοιπη λογοτεχνική παραγωγή που κυκλοφορεί την ίδια περίοδο (Κοτζιάς 1982: 79).
Κειμενοκεντρικός, όπως προείπα, και ίσως σκόπιμα απέχων από τους ιδεολογικούς διαξιφισμούς της μεταπολεμικής κριτικής, μελετά την οργανική σχέση της μορφής με το περιεχόμενο, και προτιμά να απέχει από ηθικές κρίσεις, οι οποίες θεωρεί ότι δεν έχουν θέση μέσα σε μια αισθητική αποτίμηση (Κοτζιάς 1982: 26). Σπάνια αναφέρεται στο πολιτικό υπόβαθρο των συγγραφέων –αν και βάλλει συχνά κατά του σοσιαλιστικού ρεαλισμού- και εξίσου σπάνια κατακρίνει τον τρόπο με τον οποίο η αριστερή κριτική στη δογματική της ακρότητα μιλά, όπως έκανε λ.χ. με την περιβόητη φράση του Δημήτρη Ραυτόπουλου περί «μαύρης πολιτικής λογοτεχνίας» (Κοτζιάς 1982: 66). Αντίθετα, συχνά κατηγορεί εν γένει την κριτική, από τη μία επειδή αγνοεί -από «ολιγωρία και ανικανότητα» (Κοτζιάς 1982: 65)- πολύ σημαντικά έργα και τάσεις κι από την άλλη ως κατεστημένη κριτική των φτασμένων συγγραφέων (της μεσοπολεμικής γενιάς) δεν αξιολογεί σωστά την καινότροπη μεταπολεμική πεζογραφία.
Ο Αλ. Κοτζιάς πιστεύει ότι λείπει η ουσιαστική συζήτηση για τα γράμματά μας (Κοτζιάς 1982: 243), μολονότι του προκαλεί αμηχανία η (θεμιτή) ύπαρξη πολλαπλών εκτιμήσεων για ένα έργο τέχνης, πολλές φορές μάλιστα εκ διαμέτρου αντιθέτων (Κοτζιάς 1986: 156).
Τέλος, μικρές μπιστολιές μέσα στα κείμενά του αφορούν τον αναγνώστη, όχι ως τον καθοριστικό νοηματοδότη όπως αργότερα θεωρήθηκε, αλλά ως τον εγρήγορο αποδέκτη του οποίου η «ενεργητική συνεργασία» είναι απαραίτητη, ειδικά στα μοντερνιστικά κείμενα (Κοτζιάς 1982: 73). Αυτός στην αποκρυπτογράφηση του νοήματος χρειάζεται να επιδείξει δημιουργική συμμετοχή (Κοτζιάς 1982: 90) και πολλές φορές κατά την πρόσληψη του έργου οφείλει να δει την ίδια την πληροφορητικότητά του κι όχι τις δεδηλωμένες προθέσεις του δημιουργού (Κοτζιά 1982: 85).
ΙΙΙ. Εκπρόσωπος της μεταπολεμικής λογοτεχνίας
Ως συγγραφέας ο Αλ. Κοτζιάς ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, σε παραλληλία με άλλους πεζογράφους που ξεκίνησαν να δημοσιεύουν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Επομένως είναι λογικό ως κριτικός να διαβάζει και να γράφει πρώτα για τη γενιά του, τους πεζογράφους που ανδρώθηκαν μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, που εξέφρασαν τον μεταπολεμικό άνθρωπο και περιδινήθηκαν στην πολωμένη μετεμφυλιακή εποχή. Και συνάμα παρακολουθεί τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, όσο αυτή συνέχισε στο ίδιο μήκος κύματος, πολύ κοντά στη δική του, πολύ κοντά στα προβλήματα της Ελλάδας πριν, στη διάρκεια και μετά τη δικτατορία.
Κειμενοκεντρικός κατά βάση ο κριτικός διερεύνησε πώς οι συγγραφείς αυτοί πραγματεύθηκαν τα δράματα του μετακατοχικού και μετεμφυλιακού ανθρώπου, καθώς η Ιστορία άλλοτε ως μοίρα κι άλλοτε ως πεδίο τριβών έμπλεξε το προσωπικό με το κοινωνικοπολιτικό. Ο κόσμος αυτός, όπως τον διερεύνησε στα προς συζήτηση κείμενα, αναδεικνύει τις πολιτικές δοκιμασίες και τις ψυχολογικές τους συνέπειες, το τραύμα του Εμφυλίου και την αστυνομοκρατία, τις διώξεις και τις πολιτικές σκευωρίες, τη μηχανή του ολοκληρωτισμού και τα γεγονότα στην Κύπρο αλλά και στη δικτατορία. Ο μεταπολεμικός άνθρωπος μοιάζει στα μάτια του χαμένος, απελπισμένος, μαζοποιημένος, που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις πληγές του παρελθόντος και τον μικροαστισμό της ελληνικής κοινωνίας, ένας άνθρωπος χωρίς ιδανικά, αποξενωμένος, με ιδεολογικά κενά και προσωπικά αδιέξοδα, ανήμπορος να αντιληφθεί το τέρας του πολιτισμού, της βιομηχανοποίησης, της αστικής αλλοτρίωσης και να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί ώστε να σώσει τον κόσμο. Απέφυγε να μιλήσει ευθέως για τις αριστερές αγκυλώσεις, παρόλο που δεν απαξίωσε τους αριστερούς συγγραφείς, όπως τον Δ. Χατζή, τη Δ. Σωτηρίου, τον Στρ. Τσίρκα, αλλά μάλλον σκόπιμα εστίασε στο ευρύτερο κοινωνικό σκηνικό και συνειδητά επικεντρώθηκε στις λογοτεχνικές αρετές και ατέλειες κάθε βιβλίου. Τον ενδιέφερε όχι η κομματική τοποθέτηση του εκάστοτε δημιουργού, αλλά η ματιά του στο μεταπολεμικό τοπίο και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο τα κειμενικά στοιχεία, παραδοσιακά και μοντερνιστικά, γλωσσικά και αφηγηματικά, πείθουν τον αναγνώστη για την αξία του έργου.
Στον απολογισμό της γενιάς του, αναφέρεται στην Κατοχή και τον Εμφύλιο που σφράγισαν τους μετέπειτα συγγραφείς, στην ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στους Αριστερούς και τους Συντηρητικούς, όπου τα εξωκαλλιτεχνικά κριτήρια υπερίσχυσαν, στη δικτατορία που ανέταξε το τοπίο και γενικότερα την «πολιτική φόρτιση», η οποία είναι το θεμελιώδες υπόστρωμα της μεταπολεμικής πεζογραφίας. Παράλληλα, κοσμογονικά θέματα, όπως η μετανάστευση, η βιομηχανοποίηση, η συνείδηση του μεταπολεμικού ανθρώπου, ο ολοκληρωτισμός κ.ά., ανήκαν ή θα μπορούσαν να ανήκουν στη θεματική τους. Κι ένα βασικό ειδοποιό γνώρισμα των μεταπολεμικών μυθιστοριογράφων είναι ότι αυτοί εξαφανίζονται, όπως πρέπει να γίνεται στη λογοτεχνία, πίσω από τους χαρακτήρες τους και δεν εμφανίζονται μέσα στο έργο σαν επιβεβλημένες εξωλογοτεχνικές περσόνες (Κοτζιάς 1988).
Παράλληλα, έγραψε για τους καταξιωμένους συγγραφείς του μεσοπολέμου, οι οποίοι εξακολουθούσαν να παραγάγουν έργο και μεταπολεμικά. Είναι η καθιερωμένη Γενιά του ’30 που είχε διαμορφώσει το αισθητικό και ιδεολογικό της πρόταγμα, είχε ορθώσει το μυθιστόρημα σε κορωνίδα του ελληνικού λογοτεχνικού Κανόνα και συνέχιζε να δεσπόζει στα γράμματά μας.
Αυτή η γενιά, ωστόσο, αρνήθηκε να αποδεχτεί γενναιόδωρα την πρώτη μεταπολεμική γενιά και υποβάθμισε την αξία της. Ο Αλ. Κοτζιάς και οι συνομήλικοί του προσπάθησαν να σηκώσουν ανάστημα, τόσο με το έργο τους όσο και με βιβλιοκρισίες, μελέτες και δοκίμια, ώστε σ’ αυτήν τη διαγενεακή διαμάχη να αντιτάξουν τη δική τους παρουσία. Απέναντι στις απαξιωτικές επισημάνσεις του Ηλία Βενέζη (1963), του Απόστολου Σαχίνη (1965), του Βάσου Βαρίκα (1965) και του Αιμίλιου Χουρμούζιου (1965) για τους μεταπολεμικούς πεζογράφους, ο Αλ. Κοτζιάς επιστρατεύει δύο συζητήσεις με ομοτέχνους του (Συνέχεια 1973 και Διαβάζω 1977) και δύο ευρείες μελέτες για να υπερασπιστεί τη γενιά του (Κοτζιάς 1974 και 1988).
Εκεί, συγκρίνει λ.χ. τον Γιάννη Μπεράτη και τον Ηλία Βενέζη ως προς το πώς πραγματεύθηκαν την Κατοχή, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο πρώτος είναι ένας πραγματικός καλλιτέχνης που αντιμετωπίζει αληθινά την πραγματικότητα, ενώ ο δεύτερος επιχειρεί μια «φτηνή συγγραφική πόζα» (Συνέχεια 1973). Και αλλού (Κοτζιάς 1988) θεωρεί ότι οι εκπρόσωποι της Γενιάς του ’30 «εκφράζουν κατεστημένες αντιλήψεις», όταν απαξιώνουν τη μεταπολεμική γενιά, θεωρεί αυτή τη γενιά βολεμένους αστούς σε αντίθεση με τους μεταπολεμικούς, που ξεκίνησαν από χαμηλά και πέτυχαν, και τέλος κατηγορεί τους πρώτους για «βολεμένη μακαριότητα».
Από την άλλη, –ανάμεσα σε λίγες θετικές αποτιμήσεις– κριτικογραφεί εναντίον των έργων της Γενιάς του ’30, που πιστεύει ότι δεν αίρονται στο ύψος των (αισθητικών) περιστάσεων. Μελετά και εκθειάζει περισσότερο όσους από τους συγγραφείς καινοτόμησαν, ξέφυγαν από το μεσοπολεμικό τέλμα κι έφεραν νέο αέρα στη λογοτεχνία μας. Στις λίγες βιβλιοκρισίες για τα μεταπολεμικά έργα τους, δεν είναι βέβαια πιο αυστηρός απ’ ότι είναι για τη δική του γενιά, αλλά εύκολα φαίνονται οι προτιμήσεις του στον μοντέρνο λόγο λ.χ. της Μέλπως Αξιώτη και οι ρητές θέσεις του όπως ότι η Σαλαμάντρα του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου «μπορεί με βεβαιότητα να ενταχθεί ανάμεσα στα ελάχιστα βιώσιμα έργα, που μας έχουν δώσει οι συγγραφείς της μεσοπολεμικής γενιάς» (Μεσημβρινή, 18.10.1963) και ότι ο Κοσμάς Πολίτης είναι μαζί με τον Γιάννη Μπεράτη ο σημαντικότερος πεζογράφος της γενιάς του 1930 (Η Καθημερινή, 29.2.1976). Γενικότερα, θεωρεί ότι η Γενιά του’30 δεν πέτυχε στη σύνθεση του μυθιστορήματος και κατασκεύασε χωρίς να «ποιεί», δεν τήρησε ένα είδος ελληνικότητας μέσα στους χωροχρόνους των μυθιστορημάτων της και στους χαρακτήρες που έπλασε και δεν συνδιαλέχθηκε πολύπλευρα με την εποχή στην οποία ζούσε (Συνέχεια 1973. Βλ. και Λίλλη 2015).
Ο Γ. Παπαθεοδώρου (2015) πιστεύει εύλογα ότι η κριτική για τον Αλ. Κοτζιά, συμπληρωματικά με το πεζογραφικό του έργο, δεν έχει απλώς αξιολογική στόχευση, αλλά και πολιτισμική. Συμβάλλει δηλαδή στην ανάδειξη της νεοελληνικής πεζογραφίας, στην εγκαθίδρυση μεγάλων μορφών, όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Γιάννης Μπεράτης, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Στρατής Τσίρκας, ο Άρης Αλεξάνδρου και λίγοι ακόμα, σε ένα ευρύτερο πολιτισμικό πεδίο, που αντανακλούν στο έργο τους τον νεοελληνικό βίο. Έτσι, το κριτικό του corpus συνθέτει ένα συνολικότερο πλαίσιο αξιολόγησης αλλά και αξιοποίησης (δηλαδή προβολής) της σύγχρονης πεζογραφίας μας.
Βιβλιογραφία – κριτικογραφία
Κοτζιάς, Αλέξανδρος (1974): «Οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι», περ. Ταχυδρόμος, 24.5.1974.
Κοτζιάς, Αλέξανδρος (1982, 21987): Μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Κριτικά κείμενα, εκδ. Κέδρος
Κοτζιάς, Αλέξανδρος (1984): Αφηγηματικά. Κριτικά κείμενα Β΄, εκδ. Κέδρος
Κοτζιάς, Αλέξανδρος (1986): Δοκιμιακά και άλλα. Κριτικά κείμενα Γ΄, εκδ. Κέδρος
Κοτζιάς, Αλέξανδρος (1988): «Μεταπολεμικοί πεζογράφοι», περ. Γράμματα και Τέχνες, τχ. 55, Απρίλιος-Ιούνιος 1988, σελ. 3-10.
Κοτζιάς, Αλέξανδρος (1992): Τα αθηναϊκά διηγήματα και δυο δοκίμια για το χρόνο, εκδ. Νεφέλη
Κοτζιάς, Αλέξανδρος (2004): Αληθομανές χαλκείον. Η ποιητική ενός πεζογράφου. Δοκίμια, φιλολ. επιμ. Μ. Ρώτα, εκδ. Κέδρος
Αράγης, Γιώργος (1994): «Η κατάληξη της κριτικής σκέψης του Αλέξανδρου Κοτζιά στο κριτήριο του χρόνου», στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, εκδ. Κέδρος, σελ. 258-267.
Αράγης, Γιώργος (2002): «Σχόλια στις βιβλιοκρισίες του Αλέξανδρου Κοτζιά», περ. Νέα Εστία, τχ. 1751, Δεκέμβριος 2002, σελ. 892-902.
Αράγης, Γιώργος (2019): Ανθολογία της Νεοελληνικής Λογοτεχνικής Κριτικής, εκδ. Σοκόλη
Αργυρίου, Αλέξανδρος (1988): «Εισαγωγή», στο Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τόμ. Α΄, εκδ. Σοκόλη
Βαρίκας, Βάσος (1965): «Πεζογραφία των Νέων. Απόστ. Σαχίνη: “Οι νέοι πεζογράφοι”», εφ. Το Βήμα της Κυριακής, 12.12.1965
Βενέζης, Ηλίας (1963): «Η γενεά του 1930 έσβησε… Οι έφηβοι του πολέμου είναι τώρα “βολεμένοι”» [συνέντευξη], εφ. Μεσημβρινή, 7.6.1963
Δασκαλόπουλος, Δημήτρης – Ρώτα, Μαρία (1998): Βιβλιογραφία Αλέξανδρου Κοτζιά. 1942-1997, εκδ. Κέδρος
Διαβάζω (1977): «Συζήτηση για τη μεταπολεμική πεζογραφία» [συζήτηση των Αλέξανδρου Αργυρίου, Αλέξη Ζήρα, Αλέξανδρου Κοτζιά και Κώστα Κουλουφάκου], τχ, 5-6, Νοεμβριος 1976 - Φεβρουάριος 1977
Ζάννας, Παύλος Α. (1988): «Αλέξανδρος Κοτζιάς», στο Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67, τόμ. Δ΄, εκδ. Σοκόλη
Καρτσάκης, Αντώνης (2009): Μεταπολεμική κριτική και ποίηση. Ζητήματα αισθητικής και ιδεολογίας, εκδ. Εστία
Κοτζιά, Ελισάβετ (2006): Ιδέες και αισθητική. Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930-1974, εκδ. Πόλις
Λίλλη, Αυγή (2015): «“Ποιώντας” στο “περιθώριο”: Η ρήξη της μεταπολεμικής γενιάς με τη γενιά του ’30 και την κριτική μέσα από το “ψευδορεαλιστικό” πρίσμα της Φανταστικής περιπέτειας του Αλέξανδρου Κοτζιά», στο Κ.Α. Δημάδης (επιμ.), Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσμο (1204-2014): οικονομία, κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία: Ε΄ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών Θεσσαλονίκη, 2-5 Οκτωβρίου 2014: πρακτικά = Continuities, discontinuities, ruptures in the Greek World (1204-2014): economy, society, history, literature: 5th European Congress of Modern Greek Studies of the European Society of Modern Greek Studies: proceedings, τόμ. 3, σελ. 453-469.
Λίλλη, Αυγή (2016): Η θεωρία του κριτικού ως ποιητική του πεζογράφου και αντίστροφα: Το κριτικό και μυθιστοριογραφικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά [Διδακτορική διατριβή], ΕΚΠΑ, Αθήνα.
Μουλλάς, Πάνος (1991): «Ο κριτικός λόγος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς», περ. Εντευκτήριο, τχ. 14, Μάρτιος 1991, σελ. 46-49 [επανεκδ. στο Η δέκατη μούσα. Μελέτες για την κριτική, εκδ. Σοκόλη, σελ. 173-180].
Μουλλάς, Πάνος (1994): «Το μάτι του κριτικού», στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, εκδ. Κέδρος, σελ. 249-254 [επανεκδ. στο Η δέκατη μούσα. Μελέτες για την κριτική, εκδ. Σοκόλη, σελ. 181-189].
Παπαθεοδώρου, Γιάννης (2015): «Από τη λογοτεχνική κριτική στην πολιτισμική παρέμβαση», dimartblog.com [https://dimartblog.com/2015/09/21/alexandros-kotzias-5/].
Ρώτα, Μαρία (2004): «Σημείωμα της επιμελήτριας», στο Κοτζιάς, Αλέξανδρος, Αληθομανές χαλκείον. Η ποιητική ενός πεζογράφου. Δοκίμια, φιλολ. επιμ. Μ. Ρώτα, εκδ. Κέδρος 2004, σελ. 177-215.
Σαχίνης, Απόστολος (1965): Νέοι πεζογράφοι, Είκοσι χρόνια νεοελληνικής πεζογραφίας. 1945-1965, εκδ. Εστία
Συνέχεια (περ.) (1973): «Η νεοελληνική πραγματικότηα και η πεζογραφία μας» [συζήτηση των Αλέξανδρου Αργυρίου, Αλέξανδρου Κοτζιά, Σπύρου Πλασκοβίτη και Στρατή Τσίρκα], τχ. 4, Ιούνιος 1973, σελ. 172-179.
Χατζηβασιλείου, Βαγγέλης (2002): «Αλέξανδρος Κοτζιάς. Το αίτημα για μια πολιτικά και καλλιτεχνικά στρατευμένη λογοτεχνία», στο Μ. Φάις (επιμ.), Η γραφή και ο καθρέφτης. Λογοτεχνία και κριτική, εκδ. Πόλις, σελ. 255-263.
Χουρμούζιος, Αιμίλιος (1964): «Λογοκακοτεχνία», εφ. Η Καθημερινή, 1.4.1965, «Εποχή αμορφίας», εφ. Η Καθημερινή, 15.4.1965 και «Η “αισθητική” της βωμολοχίας», εφ. Η Καθημερινή, 28.4.1965.