Σκάλα για τους ουρανούς

Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο. Άντε τώρα να εξηγώ πάλι στη στριμμένη γιατί άργησα. Το σιντί το πήρα; Θα με κράξει κι ο άλλος με το κόλλημα που έχει, λες και θα του το φάω το προπολεμικό. Άκου Led Zeppelin, μικρό παιδί. Και να επιμένει κιόλας, πρέπει σώνει και καλά να μ’ αρέσουν. Δεν τους ακούω σωστά, λέει. Άκου ρε δεν τους ακούω σωστά! Α εδώ το ‘χω, ωραία. Τι είναι αυτό; Ασθενοφόρο; Σιγά ρε φίλε, το ‘φαγες το πεζοδρόμιο, πώς σου ξέφυγα εγώ; Άντε και μας ζάλισες με τη σειρήνα. Φτου, άντε και φτάσαμε, άντε και θα φτάσουν οι παλμοί στους πεντακόσιους πάλι, θα μείνω στον τόπο και θα γράψουν στον τάφο μου πως είμαι αγύμναστη, ρεζίλι των σκυλιών θα γίνω. Άντε, καλή μου, που θες κι αργοπορίες στη δουλειά και δε μπορείς να τρέξεις δυο τετράγωνα. Έλα, εντάξει, το ‘χουμε. Πω, ρε φίλε, με περιμένει απ’ έξω η σιχαμένη, τώρα τη βάψαμε. Μπα όχι, απ’ την άλλη κοιτάει, πάλι για κουτσομπολιό στήθηκε ρε. Γίνεται κανένας καβγάς; Γιατί μαζεύτηκαν όλοι αυτοί εκεί πέρα; Μπα, ησυχία έχει. Όπα, μην τρέχεις τώρα, κάνε την άνετη. Κάτσε μπας και χωθώ στο μαγαζί και σώσω κάνα πεντάλεπτο. Οχ, τι νερά είναι αυτά, θα γλιστρήσεις π’ ανάθεμά σε, πρόσεχε, τι νερά είναι αυτά πρωινιάτικα; Αμάν, με πήρε χαμπάρι.

«Καλημέρα, σόρι, άργησα ρε γαμώτο, άργησε το λεωφορείο. Τι έγινε, τι έπαθες;» Τι βλέμμα είναι αυτό, τι έγινε, δε θέλω καν να σου ρίξω μπουνιά σήμερα, με τρομάζεις, πού είναι ο Πέτρος; Α να τος, τι φούρια είναι αυτή, ίδιος ο Θανασάκης ο Βέγγος με τη σκούπα παραμάσχαλα, καλά εντάξει, όχι και ίδιος, πάταγε δουλειά ο Βέγγος, τούτος εδώ άχρηστος είναι του κερατά, μόνο με τις μουσικές τη βρίσκει, κατά τ’ άλλα βαριέται που ζει κι άμα του πεις να βγει έξω να σκουπίσει, αρχίζει τις γκρίνιες, για δες τον τώρα με τι μανία τρίβει το πεζοδρόμιο.

«Καλημέρα!» Σου μιλάω, ρε! Τίποτα, κοσμάρα πάλι. Στάσου, αστυνομία έχει ρε. Αμ γι’ αυτό ήταν το ασθενοφόρο! Αλλά ποιος ήταν μέσα, τι έγινε; Τι έγινε ρε γαμώτο, «Λένα, σου μιλάω!»

«Κάποιος έπεσε απ’ την κολόνα. Πολλά μέτρα ύψος. Έκανε συντήρηση στα φωτάκια. Ή κάποιο κάηκε και ανέβηκε να το αλλάξει, δεν κατάλαβα.»

Ούτε κι εγώ. Ποια φωτάκια;

«Τα χριστουγεννιάτικα βέβαια, δε βλέπεις; Απ’ το δήμο ήταν ο άνθρωπος. Έχασε την ισορροπία του κι έπεσε. Όχι, δεν ήταν δεμένος. Έχεις δει εσύ ποτέ κανέναν δεμένο; Ο Πέτρος τον είδε, ήταν μπροστά. Εγώ βγήκα μετά και τον είδα πεσμένο κάτω μες στα αίματα. Βγήκαμε όλοι απ’ τα μαγαζιά και ρίχναμε κουβάδες με νερά μόλις τον σήκωσαν. Ξεπλύθηκαν όλα ευτυχώς! Είναι να το κάνεις αμέσως, δεν τα αφήνουν αυτά, γιατί μετά θέλει γερό τρίψιμο. Θυμάσαι τότε που είχε διακοπή χριστουγεννιάτικα; Παραμονή ήταν, τέτοιες μέρες πάλι. Πιο αργά βέβαια, γιατί είχε έρθει ένας τεχνικός, με το κουστούμι, κατευθείαν από ρεβεγιόν ήταν. Πόσο αστείο, τι γέλιο κάναμε! Ε, τώρα δεν είναι αστείο. Μάλλον έσκασε με το κεφάλι και δεν πρέπει να ‘μεινε κόκαλο για κόκαλο άσπαστο. Πέτρο, έλα να μας τα πεις εσύ καλύτερα. Πέτρο, ε! Έχει πάθει αυτός, δεν επικοινωνεί εδώ και ώρα. Εσύ πού ήσουνα, γιατί άργησες; Πάλι τα ίδια άρχισες, μωρέ; Άντε να τον συνεφέρεις λίγο, έχουμε και απογραφή, σας θέλω συγκεντρωμένους, ε.»

Μην το συζητάς, Λένα μου, από συγκέντρωση άλλο τίποτα -εντάξει συνήλθα, θέλω πάλι να της ρίξω μπουνιά- είναι δυνατόν να μην είμαστε συγκεντρωμένοι; Ήρθες πάλι στα κανονικά σου, μωρή σιχαμένη —θα στο ανοίξω το κεφάλι, δε θα μου τη γλιτώσεις, εγώ στα νιάτα μου πέταγα πέτρες στους μπάτσους— πάμε πάλι να ασχοληθούμε με βλακείες, να φορέσουμε ψεύτικα χαμόγελα, —αχ πώς σου πάει αυτό, τέλειο, τέλειο!— να απογράψουμε και να τακτοποιήσουμε, να ελέγξουμε τις τιμές και τα ταμπελάκια και τις οδηγίες πλυσίματος —πώς το διπλώνεις έτσι, χαλάς το γιακά—, άι παράτα μας, ενώ θα ‘πρεπε όλη μέρα να τη βγάλουμε έξω, στο πεζοδρόμιο, με το βλέμμα καρφωμένο στα νερά, στις κόκκινες λιμνούλες που σφηνώσανε ανάμεσα στις πλάκες, αυτά δεν ξεβγάλθηκαν ακόμα, χα! Κι αν πρέπει σώνει και καλά να κοιτάξουμε αλλού, άντε να σηκώσουμε τα μάτια για λίγο και μέχρι τα φώτα πάνω, στην κολόνα. Δε θα σου κάνω τη χάρη, θα αφήσω τα πράγματά μου πίσω και θα πάω έξω.

Να κι η σκάλα, ακόμα στην κολόνα ακουμπάει. Πο ρε ύψος. Α ρε Πετράν κατακαημένε τι σε περίμενε σήμερα, τώρα θα ‘ρθω να σου σκάσω μια αγκαλιά, σφιχτή σφιχτή, μην τρομάζεις ρε, δε με είχες δει; Μη φοβάσαι, θα σε κρατήσω σφιχτά μέχρι να πάψει το τρέμουλο, ρε συ ξεπάγιασες, «έλα να πάμε μέσα, θα σου κάνω έναν καφέ να συνέλθεις, τι θα κάνεις σήμερα; Θα πας στη μάνα σου για φαΐ; Οι δυο σας; 'Ντάξει, μη σκας, θα το γιορτάσουμε οι δυο μας τώρα, εδώ, θα ανοίξουμε και το καλάθι της εταιρείας που ήρθε χθες για τη Λένα, μη σε νοιάζει ρε, θα σου στάξω και μια γουλιά ουισκάκι, θα το γλεντήσουμε κι άστηνε να χτυπιέται, έλα, πάμε μαζί. Καλημέρα σας, ναι, τι θέλετε κύριε; Ναι, πάμε μέσα να σας δείξω να διαλέξετε, τα κασκόλ είναι σε προσφορά, πολύ ωραίο ναι, τέλειο, τέλειο.» Μη με αγριοκοιτάς εμένα, μωρή, θα σου τα κατεβάσω τα μούτρα, εγώ πέταγα πέτρες στους μπάτσους, δε θα κωλώσω σε σένα, εικοσιεφτά πενήντα, ευχαριστώ πολύ, καλές γιορτές με υγεία.

Εγώ; Καλά είμαι, με πήρε ο ύπνος πάλι. Λες στ’ αλήθεια να περνάει ολόκληρη η ζωή μπροστά στα μάτια μας; Ε; Όχι, όχι, αποκλείεται, απλά αλλάζεις κατάσταση, τη μια είσαι ξύπνιος και την άλλη όχι, εδώ κάτω πέφτεις και δεν έχεις συναίσθηση της διαδρομής, ξέρεις μόνο ότι ήσουν πάνω κι ύστερα κάτι έγινε κι έπεσες κάτω, το ενδιάμεσο δεν υπάρχει, δεν προλαβαίνει. Τι λες; Μίλα μωρέ, πες μου μια κουβέντα και δε θα σε ξαναβάλω να σκουπίσεις, στο λόγο μου, ποτέ, μόνο στα ράφια θα σε ανεβοκατεβάζω γιατί εγώ ζαλίζομαι, το ξέρεις. Τι; Άστηνε να μας κοιτάει ρε, μη σε νοιάζει, λέγε, τι; Τα τραπέζια, ναι. Ποια τραπέζια;» Άνοιξε το στόμα σου πουλάκι μου και ρίξε κανέναν υπότιτλο να καταλάβουμε κι εμείς, άντε.

«Τα τραπέζια των γιορτών. Αυτά τα τραπέζια που κάποιος λείπει κι όλοι βουβαίνονται ξαφνικά. Αυτά τα γαμημένα τα τραπέζια. Αυτά σκέφτηκα πρώτα και πάγωσα ολόκληρος. Οι άλλοι έτρεξαν κατευθείαν κοντά του, εγώ δε μπορούσα να το κουνήσω ρούπι. Σκέφτεσαι πως τώρα κάπου αλλού κάποιος δικός του ανασαίνει αδιάφορα και τα παιδιά του ίσως βαριούνται στο σχολείο; Μπορεί να μην είχε και κανέναν, δεν ξέρω, Χριστούγεννα είναι ρε γαμώτο.»

Ρε Πετράν, μη σκας ρε, θυμάσαι που σου έλεγα ότι δε μου άρεσε το «Stairway to heaven» και μου έλεγες «μαλάκα δε γίνεται, μάλλον δεν το ακούς όσο δυνατά πρέπει»; Ε, λοιπόν το έβαλα στο τέρμα και πάλι δε μου άρεσε, τι έχεις να πεις τώρα; Θα έρθω εγώ στη μάνα σου, ρε, θα φάμε οι τρεις μας, μη σκας, ρε Πετράν, μη σκας σου λέω, θα είμαστε μαζί σήμερα, θα κάνουμε ό,τι γουστάρεις, μόνο για τους Led μη μου επιμείνεις πάλι, δε θέλω να τους ξανακούσω όσο ζω.

Σκάλα για τους ουρανούς
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: