Ο Διονύσιος Σολωμός βρίσκεται στο θαυμάσιο γραφείο του, μια μικρή σοφίτα με θέα στην ατέλειωτη θάλασσα.
Όσο ο Διονύσιος Σολωμός προσπαθεί να γράψει, αντιλαμβάνεται ότι του επιτίθενται πάμπολλα κουνούπια που τον διαταράσσουν, τον διακόπτουν και καταστρέφουν την έμπνευσή του. Κάθε φορά που προσπαθεί να τα εξοντώσει, όμως, τα κουνούπια εξαφανίζονται, και εκείνος ξαναπιάνει τη γραφή, μόνο για να επιστρέψουν ξανά την επόμενη στιγμή.
Με κάθε προσπάθεια να γράψει, οι ενοχλητικοί επισκέπτες εμφανίζονταν, κεντούσαν ένα απαράδεκτο υφαντό από ζζζ γύρω απ’ το κεφάλι του και τον αποσπούσαν από τις σκέψεις του.
—— ≈ ——
Ο Διονύσιος άρχισε να περιφέρεται στο δωμάτιο, αναζητώντας κάποιον τρόπο να απαλλαγεί από τους ενοχλητικούς επισκέπτες του. Άνοιξε το παράθυρο ευελπιστώντας πως θα απομακρύνει τα κουνούπια, αλλά αυτά συνέχισαν να τον προσεγγίζουν.
Η αγωνία του Διονυσίου έφθασε σε κορύφωση και τελικά, αποφάσισε να αφήσει την ποίηση στην άκρη και να παρασυρθεί σε μια άγρια μάχη κατά των αόρατων εχθρών του. Έπιασε ένα κομμάτι χαρτί, το μοίρασε σε τμήματα και το άρχισε μερομεριά να χτυπά τον αέρα γύρω του. Φώναξε δυνατά: «Παλεύω με τα κουνούπια! Έξω από εμένα, παράσιτα.»
Ο Διονύσιος αγωνιζόταν, στριφογυρίζοντας και χτυπώντας στον αέρα, όταν η πόρτα του γραφείου ξαφνικά ανοίχτηκε. Ο υπηρέτης μπήκε στο δωμάτιο και τον βρήκε σε αυτήν την παράξενη κατάσταση. Με κατανόηση και αγάπη, πλησίασε τον Διονύσιο και τον πείραξε απαλά στον ώμο.
«Κόντε τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε.
«Κουνούπια! Μου επιτίθενται κουνούπια!», ανταποκρίθηκε ο Διονύσιος αναστατωμένος.
Ο υπηρέτης κοίταξε γύρω του και με χαμόγελο είπε: «Δεν υπάρχει κανένα κουνούπι εδώ. Αυτά είναι μόνο φαντασία σου.»
—— ≈ ——
Υπήρχε μια φορά ένας Διονύσιος Σολωμός, ένας ευγενής ποιητής από το νησί της Ζάκυνθος. Ήταν άνθρωπος με παθιασμένη ψυχή, ο οποίος αγαπούσε τη γλώσσα και τις λέξεις. Ένα βράδυ, ενώ καθόταν μόνος στο γραφείο του, προσπαθώντας να συνθέσει μια νέα ποίηση, αντίκρισε μια παράξενη παραίσθηση.
Το δωμάτιο γέμισε απότομα με τον ήχο του βουητού των κουνουπιών. Τον περικύκλωναν αγριεμένα, απειλώντας τον με τα μικρά τους κέντρα.
Σκιές πεταλούσαν στον τοίχο, και το φως του κεριού περνούσε από μια γυάλινη φανταστική διαμόρφωση.
Παρά την τρομακτική του εμπειρία, ο Διονύσιος έσπευσε να πιάσει τον μολυσμένο αέρα και να τον αποτρέψει από την απαλλαγή έμπνευσης. Έκανε απεγνωσμένες κινήσεις με το χέρι του, επιχειρώντας να απωθήσει τα ανυπόφορα έντομα.
Όμως, όσο περισσότερο απελευθερωνόταν από ένα κουνούπι, άλλα δέκα εμφανίζονταν αμέσως για να πάρουν τη θέση του. Ήταν μια άνιση μάχη που ο Διονύσιος δεν μπορούσε να κερδίσει. Παραίσθηση ή πραγματικότητα; Δεν μπορούσε να το καταλάβει.
Τα κουνούπια, είτε υπαρκτά είτε μυαλική παράκαμψη, αποτελούσαν εμπόδιο στη δημιουργική του διαδικασία.
Ο ποιητής κατέρρευσε στην καρέκλα του, απογοητευμένος και κουρασμένος. Αντί να εκτελείται από την έμπνευση, τον εκτέλεσαν τα κουνούπια.
Ωστόσο, μετά από αρκετή ώρα, τα κουνούπια εξαφανίστηκαν όπως είχαν εμφανιστεί, αφήνοντας πίσω τους έναν εξαντλημένο Διονύσιο. Αν και είχε βυθιστεί στην απελπισία, η εσωτερική του φλόγα παρέμεινε αναμμένη.
Ο Διονύσιος Σολωμός εσήκωσε το κεφάλι και κοίταξε γύρω του. Είδε τις γραμμές της ποίησης να χορεύουν μπροστά στα μάτια του, έτοιμες να ξεπεράσουν τις προκλήσεις των κουνουπιών. Ήταν αποφασισμένος να μην επιτρέψει σε καμία παραίσθηση να κατακτήσει την ψυχή του.
Με σθένος και αποφασιστικότητα, ο Διονύσιος ξεκίνησε να γράφει. Οι λέξεις άρχισαν να ρέουν από το φτερό του, σχηματίζοντας στίχους γεμάτους πάθος και ομορφιά. Από τη στιγμή εκείνη, τα κουνούπια δεν μπορούσαν πλέον να τον αποσπάσουν από το έργο του. Ήταν ανίκητος.
Και κανένα κουνούπι δεν μπορούσε πλέον να απομακρύνει την έμπνευση από το Διονύσιο Σολωμό.
—— ≈ ——
Κάποτε, σε μια απομονωμένη γωνιά της Ζάκυνθου, ζούσε ένας άνδρας με μεγάλα όνειρα και μια ακόρεστη πάλη μέσα του. Ονομαζόταν Διονύσιος Σολωμός, ένας ποιητής και φιλόσοφος με την ευαισθησία ενός καλλιτέχνη και τη δύναμη ενός ηρωικού πολεμιστή.
Ο Διονύσιος, γνωστός για το επικό έργο του, το «Ομηρικόν», προσπαθούσε να γράψει ένα νέο ποίημα που θα εξέφραζε την αγάπη για την πατρίδα του, την Ελλάδα. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή δεν ήταν εύκολη για τον ποιητή, καθώς αντιμετώπιζε μια παραίσθηση που τον προβλημάτιζε βαθιά.
Κάθε φορά που ο Διονύσιος καθόταν να γράψει, είχε την αίσθηση ότι του επιτίθενται κουνούπια. Τα μικρά αυτά έντομα αναζητούσαν το αίμα του, καταπίνοντας την έμπνευσή του και δυσκολεύοντας την έκφρασή του. Ο Διονύσιος πάλευε με τα κουνούπια, αλλά η αντίστασή του ήταν ασήμαντη έναντι της αναίμακτης αναγκαιότητας να τελειοποιήσει το έργο του.
Κάθε βράδυ, ο Διονύσιος έκανε την ανελέητη προσπάθειά του. Εξαπολύοντας τις λέξεις του στο χαρτί, προσπαθούσε να απομακρύνει τις αναποδιές που τον παρέκρουαν.
Όμως, τα κουνούπια τον κατακλύζανε, καλύπτοντας τη σελίδα με τη σκιά τους. Ο Διονύσιος αισθανόταν ότι οι λέξεις του ήταν παγιδευμένες σε μια ατέλειωτη μάχη με τα ενοχλητικά αυτά έντομα.
Η παραίσθηση αυτή πλήττει καθημερινά την ψυχή του Διονύσιου, αποξενώνοντάς τον από την ελευθερία της δημιουργίας. Όμως, αντί να εγκαταλείψει την προσπάθειά του, επέλεξε να αντιμετωπίσει αυτόν τον δαίμονα. Ο Διονύσιος αποφάσισε να γράφει με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, σφυρίζοντας ελεύθερα τις λέξεις του και αναπληρώνοντας με τη φωνή του τον θόρυβο των κουνουπιών.
—— ≈ ——
Ο Διονύσιος Σολωμός βρισκόταν μόνος στο δωμάτιό του στη Ζάκυνθο. Το φεγγάρι έλαμπε φωτεινά στον ουρανό, ενώ η νύχτα σιγά-σιγά μεταμορφωνόταν σε μια αίθουσα πνευματικής εξύψωσης.
Όσο ο Σολωμός κοίταζε από το παράθυρο, είδε μια ανατριχιαστική όραση. Εκατοντάδες κουνούπια πετούσαν γύρω του, ορμώντας προς το παράθυρο με ακατάπαυστη επίμονη προθυμία.
Αρχικά, αισθάνθηκε έναν παράξενο τρόμο, αλλά μετά από λίγο συνειδητοποίησε ότι αυτά τα κουνούπια ήταν φέροντα εναίσθηση και είχαν κάτι να του μεταφέρουν.
Τα κουνούπια προσγειώθηκαν σιγά-σιγά στο δωμάτιο, περιτριγυρίζοντας τον Σολωμό. Τα ένιωθε να τον δαγκώνουν, αλλά αντί για αίμα, από το σώμα του άρχισε να εξέρχεται μια παχιά, μαύρη ουσία.
Η ουσία αυτή εξέπεμπε μια μυστηριακή λάμψη και αρχικά προσλάμβανε τη μορφή γραμμάτων, λέξεων και στίχων. Σαν να απελευθερωνόταν η ποίηση από τον ίδιο τον Σολωμό.
Τα κουνούπια, πλέον σε έκσταση, απελευθερώθηκαν από τον Σολωμό και ανέλαβαν να φέρουν αυτήν την παχιά, μαύρη ουσία προς τον ουρανό. Τα κουνούπια σχημάτισαν μια εντυπωσιακή συμπορεία, με τα μικρά τους σώματα να αποτελούν τους κρίκους ενός μεγάλου αλυσίδωτου κεραίου. Ο Σολωμός παρακολουθούσε με θαυμασμό καθώς τα κουνούπια, σε μια εξωπραγματική χορογραφία, ανέβαιναν προς τα πάνω.
Καθώς τα κουνούπια ανέβαιναν ακόμα ψηλότερα, η παχιά, μαύρη ουσία έφτασε στην κορυφή. Εκεί, εκρήγνυνται οι μορφές και οι λέξεις, συνδυάζοντας τον Σολωμό με τον κόσμο της ποίησης και της φαντασίας. Μια έκρηξη φωτός και χρωμάτων ανασηκώνει τον Σολωμό σε έναν εντελώς νέο κόσμο.
Το φαινόμενο αυτό διήρκεσε για λίγα λεπτά. Όταν η ουσία εξαντλήθηκε, τα κουνούπια αποχωρίστηκαν από το δωμάτιο όπως είχαν έρθει.
—— ≈ ——
Τα κουνούπια γύρω βουίζουν, αναφέρονται στην ποιητική περιγραφή του Διονύσιου Σολωμού στο έπος "Ο Ήλιος των θαλασσών". Συγκεκριμένα, ο Σολωμός γράφει:
—— ≈ ——
Σκηνή: Στο δωμάτιο του Διονυσίου Σολωμού, ο Ποιητής κάθεται στο γραφείο του, προσπαθώντας να καταγράψει νέα έμπνευση για το έπος του. Αρχίζουνε καταιγιστικοί ήχοι κουνουπιών.
Κώνωψ: (με ιρονία) Συγνώμη, κύριε Σολωμέ. Ελπίζετε ότι είμαστε οι κομιστές Υψηλής έμπνευσης, αλλά στην πραγματικότητα είμαστε ενοχλητικά κουνούπια.
Διονύσιος Σολωμός: (με έκπληξη) Τι; Αλήθεια είναι αυτό;
Κώνωψ: Λυπάμαι, αλλά εμείς απλά προσπαθούμε να βρούμε αίμα για φαγητό.
Ο Διονύσιος Σολωμός μένει αποσβολωμένος για λίγο, καθώς συνειδητοποιεί την παράδοξη αυτή αλήθεια.
Η σκηνή καταλήγει με τον Διονύσιο Σολωμό να παρακολουθεί τα κουνούπια να φεύγουν από το παράθυρο, καθώς αυτός ξεκινά να αναζητά νέες πηγές έμπνευσης για το έργο του.
≈
Σκηνή: Στο δωμάτιο του Διονυσίου Σολωμού, ένας αφόρητος θόρυβος από την επίθεση κουνουπιών τον ταλαιπωρεί. Ο Διονύσιος Σολωμός κάθεται στο γραφείο του, προσπαθώντας να εμπνευστεί για τη συνέχεια του έργου του.
Διονύσιος Σολωμός: (χτυπώντας το γραφείο με θυμό) Πως μπορώ να εμπνευστώ με αυτούς τους ενοχλητικούς α-κομιστές που με περιτριγυρίζουν; Αχ, αιώνιες μήτρες της απραξίας, και γώ θεωρούσα ότι μου φέρνετε έμπνευση!
(Ξαφνικά, μια φωνή από το παράθυρο τον διακόπτει.)
Φωνή: Παρ' τον αέρα, Ποιητή μου, κοίτα εδώ.
(Ο Διονύσιος Σολωμός γυρίζει το κεφάλι του προς το παράθυρο και βλέπει έναν άνθρωπο ενδεδυμένο με ολόσωμη στολή εργασίας να κρατά μια ευμεγέθη βαλίτσα εποχής.)
Διονύσιος Σολωμός: Τι διάολο είν’ αυτό;
Άνθρωπος σε σκαλωσιά: Αυτός είναι ο νέος μου εξοπλισμός εναντίον των κουνουπιών. Ένα εξελιγμένο φάρμακο για τα κουνούπια-σκοτούρες.
—— ≈ ——
Μια χρονολογία που θα μείνει χαραγμένη στην ιστορία, το 1825, αντάλλαξε τα φώτα της για να αποκαλύψει την ενδοσκόπηση ενός κόσμου κατακλυσμένου από παράλογες πεποιθήσεις και οικονομικές ανωμαλίες. Στον χώρο της Ζακύνθου, η περιβόητη υπόθεση Στράνη αποτελούσε το επίκεντρο της προσοχής και της ανησυχίας της κοινωνίας.
Τον Δεκέμβριο του 1825, ο Λουδοβίκος Στράνης, ένας παράξενος και σύντομα περιπλανώμενο αντικείμενο αποδοκιμασίας, αποφάσισε να εκτελέσει την τολμηρή πράξη να προσβάλει τον αγαπημένο ποιητή της εποχής, και αδελφικό φίλο του, τον Διονύσιο Σολωμό.
Ο Στράνης παρουσίασε τον Σολωμό ως ένα παράλογο ον που είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα και έπινε από το κύπελλο της τρέλας.
Αυτή η ασυνήθιστη προσβολή στον ποιητή είχε ως αποτέλεσμα την εξαγρίωση της λογοκριτικής τάξης και την ένταση της κοινωνικής αντίθεσης.
Στα παρασκήνια της προσβολής, υπήρχε μια διαφορά απόψεων σχετικά με την οικονομική αφερεγγυότητα του Σολωμού. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Σολωμός είχε αγοράσει τεράστιες ποσότητες αντικουνουπικού, ένα προϊόν που θεωρούνταν περιττό και σχεδόν άχρηστο από την κοινωνία.
Περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, η εύρεση ενός πακέτου αθησαύριστων επιστολών, γνωστό ως "Αρχείο 26", έριξε φως στο μυστήριο. Οι επιστολές αποκάλυπταν πως ο Σολωμός είχε δανειστεί μεγάλα ποσά από διάφορους ανθρώπους για να καλύψει τις δαπάνες της αγοράς του αντικουνουπικού.
—— ≈ ——
Ο Σολωμός εμφάνιζε συχνά σημάδια περίεργης συμπεριφοράς και παραισθήσεων. Πίστευε ότι έβλεπε πράγματα που άλλοι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν, και αυτό τον οδήγησε σε έναν συγκρουστικό διάλογο με τον αγαπημένο του φίλο, τον Λουδοβίκο Στράνη.
Ο Στράνης ήταν ένα ανθρώπινο στήριγμα για τον Σολωμό. Είχαν μοιραστεί αμέτρητες ώρες συζητήσεων, φιλοσοφικών αναζητήσεων και ποιητικής έμπνευσης. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου, οι περίεργες συμπεριφορές του Σολωμού άρχισαν να απομακρύνουν τον Στράνη από αυτόν.
Ο Σολωμός αρνούνταν να αποδεχθεί την παρουσία των παραισθήσεών του. Αυτό προκάλεσε αμηχανία και αποστροφή στον Στράνη, ο οποίος δεν μπορούσε να κατανοήσει τις αλλαγές στην προσωπικότητα του φίλου του.
Η αιτία της τσακωμούλας μεταξύ των δύο φίλων ήταν η αδυναμία του Σολωμού να αναγνωρίσει την αλήθεια για τις παραισθήσεις του. Ο Στράνης, με αγάπη και ανησυχία, προσπάθησε να του ανοίξει τα μάτια και να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Ωστόσο, ο Σολωμός αντέδρασε με θυμό και αγανάκτηση, αισθανόμενος προσβεβλημένος από τις παρατηρήσεις του φίλου του.
Η σχέση τους υπέστη μια βαθιά ρήξη μετά από αυτήν την αντιπαράθεση. Ο Σολωμός, βυθισμένος στην αγωνία και τις εσωτερικές του συγκρούσεις, απομακρύνθηκε από τον Στράνη και την υπόλοιπη κοινότητα των φίλων του.
—— ≈ ——