¤¦ H
στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση
που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό
κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα
συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός
να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου
μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της
σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
________ Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση «στον ορίζοντα» και η ομότιτλη πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Θέμου Σκανδάμη. ______
Ο κύριος διευθυντής
Προσπαθούσα να τον κοιτάζω κατά πρόσωπο, αλλά την προσοχή μου τραβούσαν άλλα στοιχεία: το χρυσό του ρόλεξ, έτσι όπως κλυδωνιζόταν γύρω από τον καρπό του, καθώς αυτός κουνούσε τα χέρια του μανιακά· τα αστραφτερά γκρι μαλλιά του· η αντανάκλαση στο καπό της μερσεντές του, η οποία αχνοφαινόταν από το παράθυρο πίσω του. «Όλοι εδώ μέσα κάνουμε πράγματα για τα οποία δεν πληρωνόμαστε, αλλά δεν γκρινιάζουμε· να, εγώ πριν λίγο άλλαξα τη φιάλη του ψύκτη», μου είπε. «Με είδες να διαμαρτύρομαι;».
Η συμπεριφορά μου εκείνες τις ημέρες ήταν κατά κοινή ομολογία «απαράδεκτη». Το επιβεβαίωσαν στον διευθυντή και κάποιοι συνάδελφοί μου που είχαν στενή σχέση μαζί του. Η αλήθεια είναι πως τα έβλεπα όλα μαύρα. Έφταιγαν όμως πολλά: ότι δεν είχα καμία επιθυμία να δουλεύω σαββατοκύριακα χωρίς αμοιβή, για παράδειγμα. Ο κύριος διευθυντής μού απαρίθμησε όλα τα στραβά μου με στόμφο: δεν έχω ομαδικό πνεύμα, δεν έχω εργασιακή ηθική, με αυτά τα μυαλά δεν θα στεριώσω πουθενά. Ήταν μάλιστα μεγάλη μου τιμή που ξέκλεβε λίγο χρόνο για να μου τα πει αυτά, καθώς ήταν Παρασκευή μεσημέρι και κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται ήδη στον δρόμο για το εξοχικό του.
Του ευχήθηκα καλή ξεκούραση. «Θα τη χρειαστείτε», του είπα, «όταν, τη Δευτέρα, θα ψάχνετε άλλον για τη θέση μου». Εκ των υστέρων, έμαθα ότι τελικά δεν πήγε στο εξοχικό του· του κατέστρεψα το σαββατοκύριακο· άλλο ένα στραβό χαρακτηριστικό μου.
Λίγο αργότερα, κατέβαινα την Κηφισίας. Δεν τα έβλεπα πια όλα μαύρα. Στον ορίζοντα, διέκρινα ροζ, κόκκινες και ιώδεις αποχρώσεις. Χαμογέλασα πλατιά.
Φάνηκε, την είδα! φώναξε. Τιναχτήκαμε αγουροξυπνημένοι από τις κουκέτες, κρεμαστήκαμε στα κάγκελα, στυλώσαμε τα μάτια στον ορίζοντα. Η φιγούρα του νησιού τρεμόπαιζε στο σύνορο θάλασσας και ουρανού. Θα μπορούσε να είναι η Ιθάκη. Μύρισα τα σχίνα της μακρινής αμμουδιάς, οι ελαιώνες δεν φαίνονταν από εδώ. Μια μέρα πλεύση ακόμη και φτάσαμε. Άντε να μαζέψεις το μυαλό σου τώρα, άντε να σφουγγαρίσεις, άντε να κοιμηθείς. Μια μέρα πλεύση. Ο ύπνος με ταξίδεψε στη νοσταλγία της. Ζυγώνει, την είδα! φώναξε αξημέρωτα. Πηδήσαμε από τις κουκέτες, κρεμαστήκαμε στα κάγκελα. Η μπογιατισμένη ζωγραφιά στον μαντρότοιχο είχε ξεφτίσει, οι δεσμοφύλακες πηγαινοέρχονταν μπροστά και μας την έκρυβαν. Θα μπορούσε να είναι η Ιθάκη. Άντε να σφουγγαρίσεις τώρα…
Ο αγώνας για την αναγνώριση των δικαιωμάτων των λούτρινων ξεκίνησε αργά όπως κάθε αγώνας. Αρκούδια και μονόκεροι και κάθε λογής λούτρινα ξεσηκώθηκαν απαιτώντας να μην τα πετάνε στους κάδους· και να αναγνωριστούν ως πρόσωπα. Αρχηγός ήταν ένα πουλί απτέρυξ, κοινώς κίβι, σουβενίρ αγορασμένο στο πωλητήριο του ζωολογικού κήπου της Σιγκαπούρης. «Ότι το σώμα μου δεν μπορεί να πετάξει δεν σημαίνει ότι η ψυχή μου δεν μπορεί να μιλήσει!», διακήρυξε το χαρισματικό απτέρυγο. Άσυλα για λούτρινα στήθηκαν σε όλες τις μεγαλουπόλεις. Προτεραιότητα δόθηκε σε λούτρινα που υπήρξαν μέρος νεανικών ερώτων που χάλασαν, ακολούθως σε όσα υπηρέτησαν ως μεταβατικά αντικείμενα παιδιών προτού καταλήξουν στα αζήτητα. Κατόπιν προστέθηκαν σουβενίρ και διαφημιστικά· ώστε δημιουργήθηκε μια νέα ταξική διαστρωμάτωση με κριτήριο τον πόνο που ‘χεις υποφέρει. Το ένα λούτρινο άκουγε το άλλο και ενδυναμώνονταν όλα μαζί σε σημείο να νιώσουν όντα υπεράνθρωπα και υπερφυσικά ακόμη. Σύντομα λησμόνησαν τι θα πει φόβος. Η αλλοτινή βία των ανθρώπων έμοιαζε μυθική. Ώσπου ο υπαρχηγός –ένα λιονταράκι που χρόνια στις εφορίες το έτριβαν σε οθόνες υπολογιστών και ποτέ δεν έπλυναν– είπε πως ο κόσμος θα ήταν καλύτερος χωρίς τους ανθρώπους. Το κίβι του έδωσε μια με την ατροφική πτερούγα: «Βρε, τι να την κάνεις την ελευθερία σου αν χαθείς μες στον ορίζοντά σου;» Το λιονταράκι δεν είδε τη φάπα νά ‘ρχεται. Τότε κατάλαβαν. Δεν μπορούσαν πια ν’ ανοιγοκλείσουν τα πλαστικά τους μάτια, τα οποία όλο και μεγάλωναν καθώς ο εαυτός τους αντηχούσε σ’ έναν θεοσκότεινο θάλαμο που ήταν ό,τι είχε απομείνει από τον κόσμο.
Η γιαγιά η Μαρούλα η Μικρασιάτισσα ήταν εκατό χρονών και βάλε. Τα πόδια της τη βαστούσαν περισσότερο απ’ τα μυαλά της. Έβλεπε δικό της έργο. Και τη μια με έλεγε Θοδωρή, το όνομα του συγχωρεμένου του άντρα της, και μου έκανε νάζια σαν παιδούλα, και την άλλη με κερνούσε καραμέλες και με μάλωνε σαν να ήμουν ο μικροπεθαμένος ο Θωμάς, ο αδερφός της μάνας μου, που πήγαινε μια φορά το μήνα και του άναβε κεράκι στον μικροσκοπικό του τάφο. Πέρα από τούτο όμως, ήταν γερή, έβγαινε τη βόλτα της μέχρι την παραλία κάθε απόγευμα –τριακόσια μέτρα, μη φανταστείς– κοιτούσε τη θάλασσα για ώρα πολλή και, με κάποιο τρόπο ανεξήγητο έβρισκε έπειτα πάντα το δρόμο για το σπίτι, ώστε ήταν στην ώρα της για το βραδινό βραστάρι και το σήριαλ.
Έτσι το βράδυ που δεν γύρισε, η μητέρα μου ανησύχησε, και με έστειλε να τη βρω. Μην την πήρε ο ύπνος στο παγκάκι ή μη σκόνταψε κι έπεσε πουθενά παιδί μου. Πλησιάζοντας στο σημείο που ήξερα πως πήγαινε τακτικά και αγνάντευε, είδα κόσμο μαζεμένο. Σχημάτιζαν έναν κύκλο πάνω στην άμμο και μουρμούριζαν χαμηλόφωνα και αμήχανα. Άνοιξα το βήμα μου ανήσυχος και έφτασα πιο κοντά. Μαζί με τα μουρμουρητά ξεχώρισα και την ψιλή φωνή της γιαγιάς να κλαψουρίζει. Έφτασα τρέχοντας στην περιφέρεια του κύκλου και παραμέρισα τα σώματα που έστεκαν εμπόδιο.
Ήταν πεσμένη πάνω από έναν άγνωστο άντρα, βρεγμένο, ακίνητο, ντυμένο με ένα πορτοκαλί γιλέκο, νεκρό. Τον αγκάλιαζε σφιχτά κι έκλαιγε.