___________
Γιατί εγώ είμαι ένας παραστρατημένος δάσκαλος. Γιατί
αγαπώ τα παιδικά μου χρόνια και κυκλοφορώ γύρω σ’ αυτά.
Ανέκδοτο αυτόγραφο σημείωμα (Αρχείο Τέλλου Άγρα, ΕΛΙΑ / ΜΙΕΤ)
Όταν, στα δεκαεννιά μου, άφηνα τις σπουδές μου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο για να μεταπηδήσω στην κατά Auerbach «πτωχή» και «εξόριστη» επιστήμη της φιλολογίας, παρακινημένος από την ασαφή –αν μη τι άλλο– και εν πολλοίς απαράσκευη τότε πρόθεσή μου να γράψω ποιήματα, δεν είχα, βέβαια, υπόψη μου την περίφημη «ντροπιαστική εξομολόγηση» του John Keats, σύμφωνα με την οποία, όπως μας έχει διαφωτίσει ο Giorgio Agamben, «η ποιητική εμπειρία είναι η ντροπιαστική εμπειρία μίας αποϋποκειμενοποίησης, μιας ολοκληρωτικής και χωρίς μέτρο αδυναμίας ευθύνης, που εμπλέκει κάθε πρακτική της ομιλίας και τοποθετεί τον αυτοαποκαλούμενο ποιητή σε μία κατηγορία ακόμη πιο χαμηλή από εκείνη ενός παιδιού». Ακόμη πιο χαμηλή και από εκείνη ενός ανέργου, θα πρόσθετα εγώ, καθώς η απόφανση «εγώ είμαι ποιητής», στην Ελλάδα τουλάχιστον, δεν είναι απόφανση –πόσω δε μάλλον επάγγελμα–, αλλά αντίφαση και εισιτήριο διαρκείας για την ανεργία. Έπρεπε κάπως να βιοποριστώ και η φιλολογική επιστήμη έμοιαζε να είναι κάτι παρεμφερές, κάτι που δεν θα με αποσπούσε ολοκληρωτικά από τα λογοτεχνικά μου διαβάσματα. Τουναντίον, ίσως και να τα ενίσχυε, σκέφτηκε εκείνο το δεκαεννιάχρονο ποιητικό εγώ, που είχε απότομα προσγειωθεί από τη μικρή επαρχία στην απρόσωπη και αφιλόξενη αστική χλωρίδα και πανίδα της πρωτεύουσας.
Η ντροπή του επαρχιώτη ήρθε, αναπόφευκτα θα έλεγε κανείς, να προστεθεί σε εκείνη του ποιητή. Συνεπώς, η προσφυγή στις λογοτεχνικές σπουδές υπήρξε, κατά κάποιον τρόπο, μία έξοδος –με τη λυτρωτική, καθαρτική σχεδόν, ένταση που φέρει η βιβλική γενεαλογία του όρου– προς τον διαλογικό και ενίοτε συγκρουσιακό χώρο της συνάντησης των δύο πόλων που, ώς τα τώρα, διαμόρφωσαν τη σύντομη πνευματική μου πορεία. Τέχνη και επιστήμη, ποίηση και λογοτεχνικές σπουδές, έκτοτε συναρμόζονται, με αμοιβαία συγκατάβαση, σε μία ασταθή σύνθεση, που ενίοτε παραπέμπει ειρωνικά στην «παράξενη υπόθεση» του δόκτορος Τζέκιλ και του κύριου Χάιντ. Από τη μία, η ποίηση, με τη δίχως κανένα μέτρο «αδυναμία ευθύνης», αλλά και την εγγενή ελευθεροφροσύνη της, θυμίζει παιδικό παραστράτημα –για να θυμηθούμε τον εξαίσια χαμηλό τόνο της ταπεινοφροσύνης του Τέλλου Άγρα: ελευθεριάζει, ξεστρατίζει, βεβηλώνει, σκαρφίζεται, πρωτοτυπεί. Από την άλλη, η φιλολογική επιστήμη, ως αυστηρός λόγος περί μεθόδου, συνετίζει, συσχετίζει, κανονικοποιεί, ιστορικοποιεί. Αλλά κυρίως απενοχοποιεί.
Απενοχοποιεί εκείνη τη ντροπή που φέρει η απόφανση «εγώ είμαι ποιητής» σε μία κοινωνία βάρβαρα νεοφιλελεύθερη και τεχνοκρατική, φιλύποπτη και άκρως εχθρική απέναντι σε κάθε σκίρτημα της «εξόριστης» ανθρωπιστικής παιδείας. Η ανασκευασμένη απόφανση «είμαι φιλόλογος και ποιητής», η οποία, με τον –συμπλεκτικό κατά την ουσία– σύνδεσμο «και», ηχεί λιγότερο παράδοξη και σίγουρα πιο προσγειωμένη ως προς την πραγματική θέση και το κύρος που κατέχουν σήμερα η ποίηση και οι ανθρωπιστικές σπουδές εν γένει, σχετικοποιεί εν μέρει τη ντροπή του ποιητικού υποκειμένου. «Ένα εγώ χωρίς εγγυήσεις», που καθιστά τον εαυτό «πεδίο των ίδιων του των πειραματισμών». Έτσι αποκαλούσε η Ingeborg Bachmann τους ποιητές σε μία από τις φρανκφουρτιανές διαλέξεις της. Η φιλολογική επιστήμη, λοιπόν, εκτός από συστηματική μελέτη της διαχρονίας της ποίησης, και πέρα από ένα –αμφίβολο κι αυτό βέβαια– επαγγελματικό εχέγγυο, αποτέλεσε για μένα μία «εγγύηση», ώστε να υπάρξω απενοχοποιημένα ως ποιητής, ενώ, παράλληλα, μου παρείχε εκείνο το κριτικό, αναστοχαστικό, «ενήλικο» βλέμμα πάνω στον πειραματικό εαυτό και στο σύμφυτα παιδικό και διαχρονικά «ανήλικο» πείραμα της ποίησης.
Παναγιώτης Αρβανίτης