Αφιερωμένο στον David Graeber (1961-2020) που περάσαμε μαζί εκείνο το καλοκαίρι
Ζήσαν πολλοί
ανθρακωρύχοι, αφέντες και αφεντάδες
δούλες και υπηρέτριες
αγρότες
στις 4 τα ξημερώματα
ο θερισμός και οι δεσμίδες καπνού
όμορφες φτωχές εικοσάχρονες
σφιχτά κόκαλα
σπόροι κάνναβης
οι άντρες κάπνιζαν και οι γυναίκες πιπίλιζαν τα φύλλα.
Tα δυνατά κορίτσια
αποκεφάλιζαν τις πάπιες,
η σούπα έτοιμη για όλη την οικογένεια,
κρασί με ζάχαρη και μοσχοκάρυδο
ψωμί με λάβδανο και
η στοργή της σκιάς των δέντρων
χαρίζει τη σκέψη της εξέγερσης στους νεότερους.
Ο χρόνος του κόσμου πέρασε.
Το μέλλον των ανθρώπων υπήρξε.
Ο νόμος σαν γλώσσα που
δεν κοιτάζει ποτέ τʼ αστέρια
«μην εκπλήσσεστε, η ζωή και ο αιώνας
σαν οικογενειακοί φίλοι
(που) εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον».
Θυμάμαι την αυλή της γιαγιάς μου και
το φάντασμα του παππού μου
να μουρμουρίζει:
«το Κομμουνιστικό Κόμμα μας πρόδωσε».
Οι φτωχοί και οι κομμουνιστές τρώγανε
το καρπούζι για φαγητό,
για να χορτάσουν.
Ο ένας, ο εαυτός
ο ψυχισμός της θάλασσας και
η υποκρισία
παράσιτα: τα χέρια.
Η προίκα,
τα ασυνήθιστα σεντόνια από τα παζάρια των τσιγγάνων,
ένα φτωχό σπίτι
επαρχιώτες αντάρτες,
τότε.
Ο πόλεμος συμβουλεύει τα αγριογούρουνα,
ο κρίσιμος ήχος της ακίνητης θάλασσας,
στην άκρη της Ευρώπης η βοήθεια βαφτίστηκε ελεημοσύνη.
Δεν υπάρχει εκείνη η κατάλληλη στιγμή
όπου
τα βάσανα θα λυτρωθούν.
Η σάρκα έτοιμη
το αίμα καταδικασμένο να υπομένει τον θάνατο.
Κύριε, η ποίηση διαφθείρει την πίστη μου.
Οι δυνάμεις των ισχυρών νικήσαν.
Θα σταματήσουμε να βλέπουμε νυχτερίδες μέσα στην πόλη.
Θα σταματήσει η άναρχη φύση να μας χαϊδεύει τα πόδια.
Το μόνο που έμεινε είναι ένας ουρανός
δίχως σώματα,
ο γαλαξίας δεν αγκαλιάζει πια τη γη
ο φημισμένος Ωρίωνας δεν ανέτειλε
τα τελευταία 10 χρόνια.
Το μόνο που έχει πια η πόλη
είναι μια παλιά αμμουδιά
και ουρανοξύστες δίπλα στις τελευταίες
βάρκες της Μεσοποταμίας.
Καληνύχτα, όμορφε άντρα
εδώ τα περιστέρια τρώνε τις καμινάδες
της βιομηχανικής ζώνης
Καληνύχτα Αγάπη, εδώ οι ψυχές λησμονούν
το ναρκωμένο αιθέρα.
Τα εργοστάσια έμειναν άδεια,
σταδιακά κατακτήθηκαν από την πέτρα.
Το εφήμερο και οι αιώνες.
Ο ήλιος πλέκει τις πλεξούδες
μιας ξεχασμένης παρθένας
στην κοιλάδα.
Νίκησαν άλλοι
Αυτά τα παράθυρα στέκουν ακόμα
εκεί
κάτω από τα κεραμίδια.
Υπάρχουν ακόμα οι σαύρες,
σε κάποιες επαρχιακές πόλεις
κάνουν θόρυβο κάτω από τις σακούλες σκουπιδιών
και στα θεμέλια από σκοτεινές εκκλησίες.
Δεν μου άρεσαν ποτέ τα καινούργια σπίτια
μου αρέσουν οι σοφίτες, το βουβό φως
της διανόησης του κόσμου,
η περιουσία ενός αυτοσχέδιου κήπου
ένας βάλτος
μια παρέα από αγοροκόριτσα
και δυο μεγάλα φίδια
να προστατεύουν το δεντρόσπιτο
Είχαμε πάντα μια καραμπίνα στο σπίτι μας
Τα πιτσιρίκια θάβουν ένα σπουργίτι
Οι ήσυχες κηδείες και
τα λεπτά δάχτυλα της τριανταφυλλιάς
αυτά μου αρέσουν
Η πόλη χρειάζεται φροντίδα
εμείς και ο σκοπός μας
θα θεραπεύσουμε
το τέλος.
Μερικές φορές αυτή η υγρασία μου αρέσει
οι αλάνες με τη λεβάντα και το λεμονόχορτο
αυτά μου αρέσουν
Ο πειρασμός της μαγείας
απέναντι στο θρήνο του κόσμου
Αυτό το απόγευμα πρέπει να συγκινηθούν
τα ελάφια και οι λύκοι
οι τρυποκάρυδοι και οι τίγρεις
να κατακτήσουν τις πλατείες
να χτίσουν ένα οχυρό
να μιλήσουν για τους τάφους γυναικών –
αυτές οι γυναίκες που πλένουν
τις σκεπές των σπιτιών τους
με μια διάπλατη σιωπή
αυτές και το κενό διάστημα –
οι γυναίκες που αγγίζουν τις στάχτες
των αποτεφρωμένων μαξιλαριών τους
υπνωτισμένες,
χαμογελάνε μόνο στο ξημέρωμα του Αυγούστου
παίζουν τα Ελευσίνια Μυστήρια στο
λευκό τραπέζι της κουζίνας τους,
τυλίγονται με σιδερωμένα υφάσματα
μέσα στις φθαρμένες ντουλάπες και κλαίνε αθόρυβα
δίχως να ακουστεί ούτε ένα δάκρυ
Πρέπει να σώσουμε την πόλη,
τον έρωτα των ζευγαριών,
πρέπει να σώσουμε την πολυγαμία
Εδώ, κάποτε δούλευε ο πατέρας μου
Μου αρέσει να πηγαίνω βόλτα στις γειτονιές
που υπερασπιζόμουν κάποτε τη μικρή μου αδερφή,
στους δρόμους που έκανα ποδήλατο και
στις αυλές που διαβάζαμε τους Μυστικούς Εφτά.
Να ανοίγω τα μάτια μου
να κοιτάζω με λεπτομέρεια όλες εκείνες τις στιγμές,
το παιχνίδι, τριγύρω πολλές γάτες
και οι σημαίες της Ειρήνης
καρφωμένες σε τουρκουάζ φυλλώματα.
Τα βαμμένα φρούτα και οι ανήλικες μαινάδες
Το διαμέρισμα που έμενα
δίπλα σε μια εκκλησία
άθεη –τότε–
δέκα χρονών και άθεη
Γιʼ αυτό λένε:
τα παλιά τα σπίτια έχουν φαντάσματα
οι μνήμες κατοικούν μέσα στα κουφάρια,
μπετόν και λάσπη
παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Βλέπω το παλιό δημαρχείο
φθαρμένο σαν από στάχτη
και θυμάμαι
την ταλαιπώρια της μάνας μου
και εκείνα τα πρωινά
που ερχόταν με τη θεία μου
για να της βγάλει το επίδομα αναπηρίας
και δεν της το δώσανε ποτέ.
Α, ρε μάνα έχεις δουλέψει πολύ
πολλές ώρες, πολλά παιδιά
οι εκλογές και το βιβλιοπωλείο
και στο χωράφι δίπλα
ηλιοκαμένα πρόσωπα,
σκληρά χέρια, ένα στόμα που προσεύχεται τη νύχτα
κρυφά.
Ο θυμός και η μιζέρια καταγής,
τα βουνά και τα παιδιά χορεύουν
–μακριά από το οίκτο–
κάτω από το ζευγάρωμα των αστερισμών.
Καταλαβαίνω το πρωινό ξύπνημα, τον παιδίατρο,
τις αργίες και το δώρο των Χριστουγέννων,
την ασφάλεια υγείας και τα εργατικά ατυχήματα,
αυτοί που δεν μπορούν να πιστέψουν πως
η ζωή είναι ένα μυστήριο και
το κλάμα της ερωτευμένης Αλεξάνδρας
Δεν χρειάζεται να κλέβουμε με αγωνία το δέρμα των ζώων
για να θρέψουμε τις μέρες μας
καλύτερα
να σπείρουμε το χωράφι
κριθάρι και ρύζι
αλλά
μόνο,
όταν αυτό θα είναι
μια κοινή απόφαση- μέχρι τότε
η πίσσα ακόμα θα βρωμάει μέσα στα σπλάχνα μας.
Είναι και η καριέρα και
το απελπισμένο βλέμμα στον καθρέφτη
και η δημοσιότητα και η επιτυχία
Η ποίηση είναι σαν δώρο
για όλους τους άλλους που δεν γράφουν
Η ηρεμία του κάμπου
ξύπνησε τους γονείς μου
και τους προγόνους μου
Ελπίζουν πως θα αποκτήσουν
το ευρετήριο της ελπίδας
Αλήθεια
Βρέθηκα
Γονατισμένη
Δίνοντας
Ελιές και Ζωή
στον Ήλιο
Θεός και Θάλασσα
Ιδρωμένα
Κορίτσια
Λένε το Μέλλον
η Νεότητα
Ξάφνου η Ομορφιά της
Πεταλούδας και ο Ποταμός
στη Ραχοκοκαλιά σου
Στοργικά με Τρυφερότητα
Ύψιλον στον Ύψιστο
Φέρνω Χελιδόνια στην αγκαλιά μου
Ψωμί και Ωμέγα.
Αυτό που ήθελα να γράψω ήταν για
την εγκαταλελειμμένη πατρίδα των παιδικών μου χρόνων