Δεκέμβρης, παγωνιά, γυρνώντας σπίτι απ τις τράπεζες. ΈΝΦΙΑ, ΔΕΗ, το μηνιάτικο της αυτασφάλισης, τα κοινόχρηστα, βάλε και το τζόκερ 3 ευρώ – ντροπή μου για το τζόκερ αλλά τους αυτοσαρκασμούς δεν τους αντέχω αυτή τη στιγμή, ας μείνουν πίσω μου στον αέρα σαν συννεφάκι από σκνίπες – λάθος το «σκνίπες», δεν ταιριάζει με χειμώνα. Διασχίζοντας την αλάνα πίσω απ’ το παλιό δημοτικό σχολείο μου, βρίσκω μια στενή σανιδούλα, κάπου σαράντα εκατοστά μήκος. Την αναποδογυρίζω με το παπούτσι και απ’ την άλλη μεριά είναι κυρτή. Ενδιαφέρον. Η κυρτότητα δηλαδή. Παίρνω το ξύλο μαζί μου. Είναι υγρό. Θα πλυθεί, θα στεγνώσει. Κάτι θα το κάνω. Θα κάνω. Είμαι 62, κοντεύω 63. Γενικά, κοντεύω. Α, να σε κείνο το σημείο που κάνει μια κούρμπα, πριν από σχεδόν μισό αιώνα ήταν που παίζοντας ποδόσφαιρο, σκόνταψα κι έπεσε πάνω μου καθώς έτρεχε κι αυτός, ο Χρήστος, ο αλήτης της τάξης με τον οποίο είχαμε ανταγωνισμό γιατί αν και καλός μαθητής εγώ, ήξερα να χορεύω σέικ ενώ αυτό θα έπρεπε να είναι αποκλειστικό του κομμάτι. Δεν ξέρω αν η μνήμη μου κράτησε αυτή την πρόσκρουση των σωμάτων λόγω οσμής. Θυμάμαι δηλαδή την ανάσα του. Απροσδόκητα ευχάριστη προκειμένου για αλήτη, αυτό σκέφτηκα τότε. Α ναι, κι ο Μάγιοβιτς, πού τον θυμήθηκα τώρα, ένα παιδί που πέθανε ένα δυο χρόνια πριν από κείνη την ανάσα του Χρήστου. Ψιθυριζόταν, με δέος για την ηλικία μας, πως ήταν αγαπητικός του — γιατί να μην πω «ψιθυριζόταν πως είναι»; το παρελθόν, όπως και το μέλλον, άραγε υπάρχει πάντα σαν μια κλειστή απειροκορδέλα; Όλα «είναι» κι ανάλογα τη θέση μας λέμε ήταν, είναι, θα είναι; Τον Μάγιοβιτς τον συνδέω πάντα με καλοκαίρια, με ζέστη, με τροπικά φυτά στον κήπο του σπιτιού του. Τότε τον ένιωθα σαν ξάδελφο του Χάκλμπερι Φιν. Ξανθός με αδρά χαρακτηριστικά λιγάκι μογγολικά και μαλλιά πράσα, κάπως μακριά για τα σχολικά ήθη της εποχής. Ελαφρά χαζούλης, πράος, μιλούσε αργά, συρτά, με χρώμα σα να ’ναι κρυωμένος, με κάτι από υστέρηση στην ανάπτυξη –κάτι δεν πήγαινε καλά, αυτό θα οδήγησε στο θάνατό του. Τον θυμάμαι να στέκει στο πεζοδρόμιο αμέτοχος στα δρώμενα– ξυλίκι, μπίκο, καυγάδες ― έτσι ατάραχος. Κάποιες φορές μαζεύαμε μαζί μεταλλικά καπάκια από αναψυκτικά στην χωμάτινη αυλή του καφενείου — βγάζαμε το φελλό, τον περνάγαμε μέσα απ’ το μπλουζάκι μας και στο ίδιο σημείο απ’ την έξω μεριά, βάζαμε ξανά το μεταλλικό και τα πιέζαμε να ξανακολλήσουν. Έμενε το καπάκι πάνω σου σαν διακοσμητικό. Προσπερνώ τώρα μια πικροδάφνη, απ’ τα πιο δηλητηριώδη φυτά, άραγε έχω μαϊντανό να κάνω ντιπ ; Όταν πέθανε ο Μάγιοβιτς, ο Χρήστος ο αλήτης φώναζε δίπλα στο φοίνικα του σπιτιού «Κερατά θεέ, παίρνεις τους νέους κι αφήνεις τα χούφταλα!». Τα χορτάρια κάτω έχουν μια τρομερή φρεσκάδα, τρομερή που με αναστατώνει, το βήμα μου τα τρέχει, τα εναλλάσσει, σκέφτομαι «με βια μετράω τη γη» ύστερα σκέφτομαι τον Whitehead για τον οποίο μου μίλησε τις προάλλες ο Τάκης, πρέπει να διαβάσω όλο το άρθρο για το Process and reality. Άραγε τι αξίζει να διαβάζει κανείς όταν κοντεύει; θέλω να πω, εφόσον έχει ήδη καλύψει πάνω κάτω το πεδίο της γνώσης. Από τη θύραθεν μέχρι τα πολύ βασικά της νευροεπιστήμης και της αστροφυσικής κ.λπ. Σαχλαμάρες, το αξιολογικό είναι πολύ σχετικό. Μήπως, τι είναι πιο χρήσιμο; Πιο απολαυστικό μάλλον. Η Κάλλας, είχα διαβάσει, στα χρόνια της απόσυρσης, κλεισμένη στη σουίτα της έβλεπε μανιωδώς γουέστερν. Αλήθεια ή όχι, το καταλαβαίνω. Άραγε το ξύλο το ’χει κατουρήσει κανένας σκύλος; Να πλύνω καλά τα χέρια μου. Περπατώ. Περνώ τώρα απ’ την πολυκατοικία που σκέπασε το καφενείο με την αλάνα που έλεγα πριν. Α, εκεί δίπλα στο σπίτι του Μάγιοβιτς ύστερα από λίγα χρόνια θυμάμαι και μια κηδεία. Κάποιος στρατιώτης, που αυτοκτόνησε. Μια μάνα που σπάραζε και τις γριές που μοιρολογούσαν, η στρατονομία παρούσα. Άραγε αυτή η συκιά πλάι στο εγκαταλειμμένο είναι εκείνη η παλιά; Πόσο ζούνε οι συκιές; Μικροί νομίζαμε ότι φωλιάζει εκεί ένας διάβολος. Εκεί στο πεζούλι της εξώπορτας σχολώντας είχε κάτσει ένα μεσημέρι η Γιαννούλα μετά τα φοβερά χαστούκια που είχε φάει από το δάσκαλο. Έτρωγε το πιο πολύ ξύλο γιατί ήταν η πιο φτωχιά, από την πιο ασήμαντη οικογένεια. Ήταν ήρεμη, δεν έκλαιγε κι εγώ σκεφτόμουν πως ήξερε κάτι για τη ζωή που εμείς δεν φανταζόμασταν. Πάντως τα διακεκριμένα δέντρα, τα μεγάλα κι αιωνόβια, όχι οι συκιές, κάτι πλατάνια στις πλατείες στα χωριά ας πούμε, θα έπρεπε να έχουν ονόματα όπως τα βουνά, τα ποτάμια κ.λπ. να λέμε ο Χερβάορας ή ο κυρ Σφέντονας. Να τώρα, σ’ αυτό το παρκάκι με τα πεύκα ένα βράδυ φιληθήκαμε στην εφηβεία με την Μαρίνα τη στιγμή που πέρασε γαλατάδικο της χούντας, πως είμαστε τάχα ζευγαράκι, μη μας υποψιαστούν. Είχαμε συνάντηση αντιστασιακής ομάδας μαζί με έναν τρίτο που περιμέναμε. Στον πάτο του παπουτσιού το παράνομο φυλλάδιο. Η Μαρίνα, δυο χρόνια μεγαλύτερη, τα είχε με τον άλλο. Εγώ, ερωτευμένος μαζί της. Είχα μπει στην ομάδα για χάρη της. Αργότερα παντρεμένη με τον άλλο, εξελίχθηκε σε πολύ καπάτσα, επιτυχημένη οικονομικά πασόκα. Μ’ άρεσε κάτι το αγουροξυπνημένο που είχε στη φωνή και στην έκφραση. Όλες αυτές οι σκέψεις… γιατί πρέπει να τελειώσει μια τέτοια πρόταση; Όλες αυτές οι σκέψεις, έτσι σκέτο…. Δεκέμβρης 2016, παγωνιά, γυρνώντας σπίτι απ ’τις τράπεζες. Καλά, θα δούμε.