α.
Η καθαρεύουσα εκ της οικίας εξελθούσα, τις ερυθρές περικνημίδες της αφήνει ακάλυπτες.
Μια στιγμή με την Πολυξένη του Εγγονόπουλου
Ταράσσεσαι η Πολυξένη και η νυξ ωχριά
στην τρίαινα σφαδάζει υποκάτω —του ανδρός
την προεξοχή—
ωσάν ψαράκι σε αρχαία εποχή.
Πιο εδώ, η φάλαινα φυσά ως τα βάθη
έναν πίδακα που θα τον ζήλευαν κοράσια
μια κατωφέρεια λέξεων και κλυδωνισμών
— στην ανωφέρεια των
σπασμών.
Ω Πολυξένη (ή Πολύμνια ή παλατάκι των
πόθων του καθενός).
Η Πολυξένη δεν έγινε περισσότερο ξένη.
Μες στον ασπάλακα του στήθους της γλυφό νερό
θροΐζει. Με χαλινάρι σταματά τα πλοία
ποδοπατά καβούρια δίχως τύψη
— έχουν εκλείψει τα φουγάρα, μα η ίδια
σαν καπνός φεύγει στα ύψη.
β.
Υπερωκεάνειο
Στα βάθη, σε αφρισμένους ουρανούς
ένα σημάδι σαν φτυσιά του χρόνου.
Η νύχτα έπεφτε· εντούτοις, πρόλαβα
είδα, το
— υπερωκεάνειο θα το πω,
κι ας ήταν καράβι της γραμμής
απλό—
Εμείς, απ’ την ξηρά
(ναυαγοσώστες των μοιραίων ερώτων)
ψάχναμε μάτια μες τα ψάρια.
Αχ, είπα, μην είναι αυτό
το υπερωκεάνειο του Εμπειρίκου
και πλέουν κατά δω τα εκλεκτά δελφίνια;
Χαίρε και χαίρε και υπέρ ωκεανών και τεθνεώτων
λιμένων, μην πούμε.
Ας ψαύσωμεν μόνον την χείρα των
ονείρων, που ενώνει θάλασσες και ναύτες.
γ.
Σχόλιο για το ποίημα του Σταύρου Βαβούρη
«Στον αστερισμό των εγκλίσεων του ρήματος Έρχομαι»
Όταν ο εραστής δεν έρχεται, συνήθως καταφτάνει
ένα ποίημα. Εγώ θα το έγραφα κάπως έτσι:
Επί της αβύσσου κλίνω. Με όλα τα σκοτάδια της
σου φωνάζω, έλα.
(Η προστακτική είναι πάντα απαιτητική).
Έγινες ο μήνας Δεκέμβριος – από πάγο, από χιόνι, από
τη λέξη ψυχρό.
Έλα – τόσα λάμδα μαζεμένα πού αλλού θα βρεις;
Οι αρχαίες εγκλίσεις ως σημεία των ερώτων
είναι γένους ιερού.
Είμι - ήα - ήλθον. Βοηθός η γλώσσα τώρα περιγράφει
μια υπόθεση εν κινήσει που άφησες μισή.
Επιτέλους, συμμορφώσου με τη γραμματική.
Το ελήλυθα (έχω έρθει) τι παρηγορητικόν!
(Θα είχε ψιχαλίσει σε όλες τις πληγές μου, σε έργα
βαρέων βαρών πυγμάχων και πυγμαχιών.)
Μ’ έπνιξε η νύχτα με τα μαλλιά της τα πλοκάμια της.
Σ’ αυτό το κάδρο πλέον μένω να σε τελετουργώ
να σε κυκλοδιώκω να σε μεθοπυροβολώ
ή
σαν οπώρα σάπια, περασμένα μεσάνυχτα
στην κάλαθο να σε πετώ.
___________
Σημ. Το ποίημα για τον Σταύρο Βαβούρη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό περιοδικό Διάστιχο. Είναι όμως αναπόσπαστο μέρος αυτής της ενότητας.