Αριθμητική / Οι εραστές της κ. Μπι



Αριθ­μη­τι­κή

Μία μο­νά­δα που πί­νει το πο­τό της μό­νη
αν και
πολ­λα­πλα­σιά­ζε­ται όταν χαί­ρε­ται
διαι­ρεί­ται όταν δι­χά­ζε­ται
αφαι­ρεί­ται όταν γρά­φει
ή προ­στί­θε­ται όταν κοι­τιέ­ται στον κα­θρέ­φτη
έχει πά­ντα άθροι­σμα το ένα.
Μία μο­νά­δα που τρώ­ει σε εστια­τό­ριο με μία άλ­λη
η σιω­πή μι­σο­ψη­μέ­νη
τα πι­ρού­νια να χώ­νο­νται στη μα­λα­κή σάρ­κα
και πο­λύ αί­μα στις πε­τσέ­τες
μία συν μία ίσον δύο αθροί­ζου­με,
εί­ναι όμως σω­στά τα μα­θη­μα­τι­κά;
Για πα­ρά­δειγ­μα έξι μο­νά­δες στο τρα­πέ­ζι
που η κά­θε μία μο­νο­λο­γεί
γρά­φει ή πλη­κτρο­λο­γεί
ενώ το κά­θε κρέ­ας σπαρ­τα­ρά­ει μες στο πιά­το του
έχουν ως άθροι­σμα το έξι;
Ή ένα επί έξι πά­λι απελ­πι­στι­κά ένα πα­ρα­μέ­νει;
Και το σχή­μα;
Όχι βέ­βαια κύ­κλος, πο­λύ­ε­δρο, τρα­πέ­ζιο
ή έστω ένα ανι­σο­σκε­λές τρί­γω­νο, στρα­βό και σκα­λη­νό
που ωστό­σο κά­πως πάλ­λε­ται,
αλ­λά τα αδέ­ξια αρι­στε­ρά πό­δια ενός δια­βή­τη
που κά­νει σπα­γκά­το εκα­τόν ογδό­ντα μοί­ρες
δύο γραμ­μές πα­ράλ­λη­λες χα­ρά­ζουν.
Γι αυ­τό κι εκεί­νο το τυ­φλό μοι­ρο­γνω­μό­νιο
κυ­λά­ει στον γα­λα­ξία
με το όνο­μα Γη
ή όπως αλ­λιώς το απο­κα­λούν στο σύ­μπαν
Πλα­νή­τη της Μο­νά­δας.



Αριθμητική / Οι εραστές της κ. Μπι



Oι ερα­στές της κυ­ρί­ας Μπι

Τους απο­κα­λού­σε τρυ­φε­ρά σα­λι­γκα­ρά­κια
που πά­ντα την κα­θυ­στε­ρού­σαν,
άλ­λο­θι για ν’ αρ­γεί στα ρα­ντε­βού.
Άλ­λοι ήταν τό­σο ψη­λοί που με τρυ­πά­νι
άνοι­γαν μία τρύ­πα στο τα­βά­νι
και το κε­φά­λι τους ξε­πρό­βα­λε στη στέ­γη,
για ν’ ανα­πνέ­ουν όπως έλε­γαν ελεύ­θε­ρα,
άλ­λοι εί­χαν το σχή­μα της τσα­γιέ­ρας,
(τυ­χαί­ες συ­νευ­ρέ­σεις σε τεϊ­ο­πο­τείο)
σέρ­βι­ραν πο­λύ νω­ρίς και πά­ντα άκαι­ρα
καυ­τό τσάι που ζε­μά­τι­ζε την γλώσ­σα,
άλ­λοι ιπ­πείς πο­τα­μί­σιων κρο­κο­δεί­λων
έστη­ναν στοι­χή­μα­τα στη σκυ­τα­λο­δρο­μία του βάλ­του
πό­ντα­ραν όμως στις λά­θος φο­λί­δες
κι έχυ­ναν ψεύ­τι­κα δά­κρυα με­τά,
κά­ποιοι ήταν τό­σο γέ­ροι
που το δέρ­μα τους σχι­ζό­ταν σαν χαρ­τί
και από κά­τω πρό­βα­λαν οι φλέ­βες
που μέ­σα τους κυ­λού­σε ροζ το αί­μα,
άλ­λοι ήταν απλώς οι άλ­λοι.
Όμως τώ­ρα
η κυ­ρία Μπι βά­φει τα χεί­λη κα­τα­κόκ­κι­να.
Κοι­τά­ει απ’ το πα­ρά­θυ­ρο.
Πε­ρι­μέ­νει μ’ ανυ­πο­μο­νη­σία.
Αυ­τόν τον τε­λευ­ταίο.
Μπο­ρεί να εί­ναι από το Να­ντά­κετ ή από τη Μάν­τσα
Να έρ­θει κα­βά­λα σε φά­λαι­να ή σε άλο­γο
Να έρ­θει νω­ρίς, να έρ­θει αρ­γά,
Να έρ­θει πά­ντως, έστω και αν πο­τέ δεν έρ­θει.
Για­τί η κυ­ρία Μπι ξέ­ρει κα­λά.
Αυ­τός θα δια­φέ­ρει.
Δεν θα την πλη­σιά­σει για να πά­ρει.
Δεν θα την πλη­σιά­σει για να δώ­σει.
Θα της προ­σφέ­ρει ιπ­πο­τι­κά το μπρά­τσο,
θα την τυ­λί­ξει με μαν­δύα,
θα της προ­σφέ­ρει αρ­σε­νι­κό.
Άφθαρ­τος θα μεί­νει ο έρω­τας τους
αφού θα ερω­τευ­τούν το ίδιο τους το τέ­λος.
Κι ύστε­ρα θα χα­θούν μα­ζί μες την ομί­χλη
Ή μες στο χιό­νι
Ή μες στην αφρι­σμέ­νη θά­λασ­σα.
Για­τί πά­ντα ο κα­λύ­τε­ρος ερα­στής
φο­ρά μαύ­ρα λου­στρί­νια
μαύ­ρο κα­πέ­λο
κι έχει κρυμ­μέ­νο ένα δρε­πά­νι στον χαρ­το­φύ­λα­κα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: