Ο Ιησούς κοιμάται. Η ήσυχη ανάσα του ρυθμίζει τον αργό σταθερό παλμό των εγχόρδων. Είναι ο αταλάντευτος σφυγμός της ήσυχης συνείδησης, πλήρωμα απεραντοσύνης μιας άχρονης και άτρομης αλήθειας— το άπιαστο όνειρο της ολιγόπιστης αμφιβολίας του θνητού. Αυτόν, μια στιγμή στρατηγικής αφηρημάδας, απόσυρσης ή δοκιμαστικού κενού της θεϊκής προστασίας, μια στιγμή μοναξιάς, στη διάρκεια του πολυτάραχου ταξιδιού στο κατάστρωμα της κιβωτού της ζωής αρκεί για να τον κατασπαράξει ο τρόμος της απόλυτης αδυναμίας του να κυριαρχήσει στον σάλο της εξαρθρωμένης αρμονίας που είναι αυτή η ίδια ακριβώς η προς στιγμήν αποκοιμισμένη θεϊκή συνείδηση. Μέσα στον παραδομένο στις βουλές του Βελίαλ-Σατανά ανάστατο κόσμο, στα κύματα της Τιβεριάδας που πυργώνονται μπροστά του, η ολότρεμη πρόσφυγη ψυχή του ντυμένη την πιο ενδόμυχη φωνητική έκφραση, αυτήν της άλτο, μονολογεί κι αναρωτιέται ρητορικά, περισσότερο, πεταλουδίζει ανήσυχα συντροφιά με το παραπονεμένο κελάρυσμα δυο ξύλινων φλάουτων και μια κουστωδία περίσκεπτων εγχόρδων: «Ο Ιησούς κοιμάται. Υπάρχει τώρα ελπίδα; Τί με περιμένει;» Ο ύπνος χέρι πιασμένος με το θάνατο, μια καταβύθιση σε άγνωστη άβυσσο, και ο Μπαχ σε αυτό το πρώτο επεισόδιο της Καντάτας BWV 81 (Jesus schläft, was soll ich
hoffen?) βυθοκορεί με τη βυθοκόρο του χαμηλού σι ύφεση στο πρόσφορο φωνηεντικό, επικλητικό «ε» του schläft-κοιμάται δυο φορές κρατημένο χωρίς ανάσα για δέκα ολόκληρα μέτρα, με οδηγία για κρεσέντο διαμαρτυρίας (για τη διάρκεια του ύπνου;) στο ξέπνοο τέλος, 13 ή και 15 δευτερόλεπτα, ανάλογα με την αναπνευστική αντοχή του έντρομου δύτη· και στο άχανο «ο» του offen-ανοιχτός άλλα 11 δεύτερα ενατένισης του θανατερού χάους. Λες και το «ε» και το «ο» ακούγονται για πρώτη φορά με αναγεννημένο είδος έκθετης ποιητικής δύναμης που εκεί εμφιλοχωρούσε αποζητώντας μουσική έκπτυξη.
Το μινύρισμα χειμαζόμενου άλτο, η φειδωλή μεταφορική του γλώσσα, δειλό χτύπημα στις πύλες του ύπνου, δεν αρκούν για να ξυπνήσουν τον Ιησού. Αφεύκτως, και για λόγους μουσικής οικονομίας, η σκυτάλη της διαμαρτυρίας περνάει, στη δεύτερη και τρίτη σκηνή της Καντάτας, στην αρρενωπή, σθεναρή συνηγορία του τενόρου. Αυτός επιστρατεύει ένα δίπτυχο ρητορικής πειθούς—την εύλογη, πεζή επιχειρηματολογία ενός τεχνικά άψογου αφηγηματικού ρετσιτατίβο και τον απροσμάχητο θυμικό αντίκτυπο μιας από τις γλαφυρότερες παραστατικές μουσικές εκφράσεις τρικυμισμένης θάλασσας του μπαρόκ, θάλασσας νατουραλιστικής πελάγους μεταφορικού. Κάποτε τα καταιγιστικά τριακοστά δεύτερα πρέπει να κοπάσουν, και μαζί τους ο πολύφωνος σάλος και οι άνεμοι, και το επιγραμματικό θαλασσινό δραμάτιο να τελειωθεί. Στο τέταρτο επεισόδιο, ξυπνάει-εισακούει επιτέλους ο Ιησούς. Η μπάσα, σταθεροποιητική και ανορθωτική του φρονήματος παρουσία του πρώτα απευθύνει ένα σχεδόν επιτιμητικό ερώτημα στον ολιγόπιστο χριστιανό που τρόμαξε ως μη όφειλε και αμέσως μετά μια ηγεμονική αποστροφή στη θάλασσα, τους πύργους των κυμάτων και την αφηνιασμένη θύελλα: η παρουσία του μπάσου κυματοθραύστη που ακινητοποιεί με τον Λόγο το φοβερό αντιμάμαλο μιας κουστωδίας οργάνων, προσφέρει άλλη μια ευκαιρία απαράμιλλης μουσικής έκφρασης και την μοναδική έξοδο-διέξοδο από την γενική ταραχή στοιχείων και πνευμάτων. Δεν είναι άλλη από την ενδυνάμωση της ανεπιφύλακτης πίστης στον ένα και μοναδικό σωτήρα και πατρικό προστάτη στον οικείο θεολογικό ουρανό του Μπαχ, τον τας επάρσεις της πολυφλοίσβου συντρίβοντα εν εαυτώ, τον την αγριότητα του πόντου αναχαιτίζοντα τον και λειοκύμονα ταύτην απεργαζόμενον,
τον και τρικυμιοθραύστη, τον ειρηνάρχην, εκφρασμένη συλλογικά εν χορώ από το ανακουφισμένο πλήρωμα σε ένα απερικόσμητο, αρχαϊκά κόσμιο κοινοτικό κοράλ.
Πραγματολογικά
Η Καντάτα «Jesus
schläft, was
soll
ich
hoffen» BWV 81, εκτελέστηκε πρώτη φορά στη Λιψία, στις 30 Ιανουαρίου 1724. Η μουσική της διανομή απαιτεί τρεις φωνητικούς σολίστες (άλτο, τενόρο, μπάσο), χορωδία για το τετράφωνο χορωδιακό μέρος και ορχήστρα από 2 φλάουτα με ράμφος, 2 όμποε ντ’ αμόρε, δυο βιολιά, βιόλα και κοντίνουο. Ο Μπαχ παίρνει αφορμή από το χωρίο του Ευαγγέλιου κατά Ματθαίον (8.26), ίσως και από το αντίστοιχο του κατά Μάρκον (4.35-41), όπου περιγράφεται το επεισόδιο του ύπνου του Ιησού την ώρα της τρικυμίας στην Τιβεριάδα, το ξύπνημά του από τους πανικόβλητους μαθητές και το ως δια μαγείας γαλήνεμα των κυμάτων και μόνο με τον Λόγο, την προστακτική προς τα στοιχεία της φύσης απεύθυνση του Ιησού. (Λειτουργικής σημασίας για την μαγική επιτέλεση της μελοποιίας του Μπαχ, οι συριστικοί και έκκροτοι συμφωνικοί φθόγγοι του γερμανικού κειμένου: schw – vrstmm – strm, ήχοι «που μοιάζουν με ηχώ του νοήματος». Βλέπε και στο ελληνικό κείμενο της περικοπής τα «σ – π – π -φ – μ» : «Σιώπα, πεφίμωσο».)
Το «λιμπρέτο» τού in nuce inclusum dramma per musica, της πυκνής κρυπτο-οπερατικής σκηνής που είναι εν τέλει η Καντάτα BWV 81 (ας σημειωθεί πως ο Μπαχ είχε δεσμευτεί με συμβατική υποχρέωση απέναντι στον εργοδότη του, το δημοτικό συμβούλιο της Λιψίας, να μη συνθέτει opernhaftig, οπερατική εκκλησιαστική μουσική) οργανώνεται γύρω από ένα ψήγμα βιβλικού λόγου στο Αριόζο του μπάσου (αρ. 4, «Τί δειλοί ἐστέ, ὀλιγόπιστοι;»), με ομόθεμη ανώνυμη κατηχητική εκκλησιαστική ποίηση του συρμού (αρ. 1,2,3, 5 και 6) και ένα ποίημα του ποιητή και νομικού Γιόχαν Φρανκ στο τελικό Κοράλ. Αλλά όπως το διατυπώνει οριστικά ο θαυμαστός Βλαντιμίρ Ζανκελεβίτς στο πολύ περισσότερο μουσικοποιητικό παρά φιλοσοφικό του διαλογικό αυτοβιογράφημα «Κάπου στο ανολοκλήρωτο»( στην ονειρική υποβολή της ελληνόφωνης απόδοσής του από την Λίζυ Τσιριμώκου, εκδ. Πόλις, 2021, σ. 267): «εξακολουθεί [ενν. η ποίηση] να φέρει το βάρος λέξεων τετριμμένων μέχρι σημείου κοινοτοπίας και συρρικνωμένων από τον διδακτισμό· αυτές οι λέξεις δεν μπορούν λοιπόν να ανταγωνιστούν την αιώνια νιότη των ήχων.»
Το κείμενο της Καντάτας BWV 81
1
Άρια: Άλτο
Ο Ιησούς κοιμάται, ποια για μένα ελπίδα; του θάνατου τα μαύρα βάθη εχλώμιασα ως είδα.
2
Ρετσιτατίβο: Τενόρος
Κύριε! Τί σ’ έχει τόσο από μένα απομακρύνει; Τώρα που η χρεία μου για σε τόσο μεγάλη εγίνει; κι όλα με θάνατο απειλούν τη δόλια μου ζωή; Το βλέμμα σου που πάντα άγρυπνο κοιτάει, η δυστυχία μου δεν το πονάει; Μ’ ένα άστρο έδειξες άλλοτε το δρόμο το σωστό σε άντρες προσήλυτους σοφούς, Αχ δώσε το φως του βλέμματός σου με σιγουριά να μ’ οδηγήσει μακριά απ’ τον κίνδυνο σε δρόμους γαληνούς.
3
Άρια: Τενόρος
Τα κύματα, κάστρα αφροθόλωτα στα σκότεινα του Βελιάλ νερά χυμούν με οργή διπλή. Τον χριστιανό η θύελλα των θλίψεων σαν κύμα θε’ να τον σηκώσει μα η ορμή της λαίλαπας της πίστης του τη δύναμη ζητάει να μαραζώσει.
4
Αριόζο: Μπάσος
Τί δειλοί εστέ, ολιγόπιστοι;
5
Άρια: Μπάσος
Σιώπα, πεφίμωσο!
Πάψτε, σωπάστε θάλασσα κι αέρας, αρκετά! τη δύναμή σας χαλινάρι ας ορίζει, το εκλεκτό το τέκνο μου κακοτυχιά και συμφορά να μη γνωρίζει
6
Ρετσιτατίβο: Άλτο
Με πλημμυρίζει η χαρά, μίλησε ο Ιησούς μου και όλα τα κακά—της δυστυχίας η νύχτα της τρικυμίας η καταφορά—έλαβαν τέλος και όλα είναι καλά.
7
Κοράλ
Ασπίδα η προστασία σου απ’ όλα τα κακά, κρατάει εχθρούς και Σατανά μακριά. Μανιάζουν και λυσσούν μα να με βλάψουν δεν μπορούν. Κι αν τώρα της αμαρτίας όλεθρος αστράφτει και βροντά ο Ιησούς μου είναι εδώ να με φυλά.
Η Καντάτα στο διαδίκτυο
Πάμπολλες οι ηχογραφήσεις. Εδώ μια επιλογή:
2000. Τζον Έλιοτ Γκάρντινερ. Χορωδία Μοντεβέρντι, The English Baroque Soloists. Ουίλιαμ Τάουερς (άλτο), Πολ Άγκνιου (τενόρος), Πίτερ Χάρβεϊ (μπάσος).
2017. Σούνσκε Σάτο, βιολί και διεύθυνση. Netherlands Bach Society, Μάργιον Στριχκ (σοπράνο), Ρόμπιν Μπλέιζ (άλτο), Ντάνιελ Γιόχανσεν (τενόρος), Στέφαν Μακλέιν (μπάσος).
2008. Ρούντολφ Λουτς. Χορωδία και Ορχήστρα του Ιδρύματος Μπαχ. Ροσβίτα Μίλερ (άλτο), Μπέρνχαρντ Μπέρχτολντ (τενόρος), Βολφ Ματίας Φρίντριχ (μπάσος).