Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που ήρθε να μείνει μαζί μας. Τον έφερε ο άντρας μου όταν επέστρεψε από ένα ταξίδι.
Ήμασταν τότε τρία χρόνια παντρεμένοι, είχαμε δύο παιδιά και εγώ δεν ήμουν ευτυχισμένη. Ήμουν κάτι σαν έπιπλο για τον άντρα μου, που συνηθίζει κανείς να βλέπει μία συγκεκριμένη γωνιά χωρίς να του κάνει την παραμικρή εντύπωση. Ζούσαμε σε ένα μικρό χωριό, απομονωμένο και απομακρυσμένο από την πόλη. Ένα χωριό σχεδόν νεκρό ή στα πρόθυρα της εξαφάνισης.
Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την κραυγή τρόμου όταν τον είδα για πρώτη φορά. Ήταν σκοτεινός, απειλητικός. Είχε μεγάλα, κίτρινα μάτια, σχεδόν ολοστρόγγυλα, πάντα ανοιχτά, που έμοιαζαν να διεισδύουν στα αντικείμενα και στους ανθρώπους.
Η ήδη δυστυχισμένη ζωή μου έγινε κόλαση. Το ίδιο βράδυ της άφιξής τους παρακάλεσα τον άντρα μου να μην με καταδικάσει στο μαρτύριο της συντροφιάς του. Δεν μπορούσα να μην το κάνω, μου ενέπνεε δυσπιστία και τρόμο. «Είναι απολύτως άκακος», είπε ο άντρας μου, κοιτώντας με με εμφανή αδιαφορία. «Θα συνηθίσεις τη συντροφιά του, κι αν δεν το καταφέρεις…» Δεν υπήρχε τρόπος να τον πείσω να τον διώξει. Έμεινε στο σπίτι μας.
Δεν ήμουν η μόνη που υπέφερε από την παρουσία του. Όλοι στο σπίτι, τα παιδιά μου, η γυναίκα που με βοηθούσε με τις δουλειές του σπιτιού, ο γιος της, όλοι τον φοβόμασταν. Μόνο ο άντρας μου ευχαριστιόταν με την παρουσία του.
Από την πρώτη κιόλας μέρα ο άντρας μου του παραχώρησε το γωνιακό δωμάτιο. Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, αλλά ήταν σκοτεινό και είχε υγρασία, για αυτό και δεν το χρησιμοποιούσα ποτέ. Ωστόσο, εκείνος φαινόταν ευχαριστημένος με το δωμάτιο. Ικανοποιούσε τις ανάγκες του επειδή ήταν σκοτεινό. Κοιμόταν μέχρι το σούρουπο και ποτέ δεν έμαθα τι ώρα πήγαινε για ύπνο.
Έχασα την ελάχιστη ηρεμία που είχα στο σπίτι. Μέσα στην ημέρα, όλα κυλούσαν με φαινομενική ομαλότητα. Σηκωνόμουν πάντα πολύ νωρίς, έντυνα τα παιδιά που ήταν ήδη ξύπνια, τους έφτιαχνα πρωινό και τους κρατούσα παρέα όσω η Γουαδαλούπε τακτοποιούσε το σπίτι και έκανε τα ψώνια.
Το σπίτι ήταν πολύ μεγάλο, στο κέντρο βρισκόταν ο κήπος και γύρω του τα δωμάτια. Ανάμεσα στον κήπο και τα δωμάτια υπήρχαν διάδρομοι που τα προστάτευαν από τις συχνές βροχές και τον άνεμο. Ήταν δύσκολη η συντήρηση ενός τόσο μεγάλου σπιτιού και η φροντίδα του κήπου, που ήταν η πρωινή ενασχόλησή μου. Όμως αγαπούσα τον κήπο μου. Οι διάδρομοι ήταν καλυμμένοι με αναρριχώμενα φυτά που άνθιζαν σχεδόν όλο το χρόνο. Θυμάμαι πόσο μου άρεσε να κάθομαι τα απογεύματα σε έναν από αυτούς τους διαδρόμους για να ράψω τα ρούχα των παιδιών, και να μοσχοβολάει το αγιόκλημα και η μπουκαμβίλια.
Στον κήπο καλλιεργούσα χρυσάνθεμα, πανσέδες, βιολέτες, μπιγκόνιες και ηλιοτρόπια. Ενώ εγώ πότιζα τα φυτά, τα παιδιά έψαχναν σκουλήκια ανάμεσα στα φύλλα. Μερικές φορές περνούσαν ώρες, ήσυχα και προσεκτικά, προσπαθώντας να συλλέξουν το νερό που έσταζε από το παλιό λάστιχο.
Εγώ δεν μπορούσα να μην κοιτάζω, ανά διαστήματα, το γωνιακό δωμάτιο. Αν και κοιμόταν όλη μέρα, δεν του είχα εμπιστοσύνη. Κάποιες φορές, ενώ προετοίμαζα το φαγητό, έβλεπα ξαφνικά τη σκιά του να πέφτει πάνω στην ξυλόσομπα. Τον ένιωθα πίσω μου… Πετούσα ό,τι κρατούσα και έφευγα από την κουζίνα τρέχοντας και ουρλιάζοντας σαν τρελή. Εκείνος επέστρεφε στο δωμάτιό του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Νομίζω ότι αγνοούσε πλήρως τη Γουαδαλούπε, δεν την πλησίαζε ποτέ ούτε και την κυνηγούσε. Με εμένα και τα παιδιά όμως ήταν αλλιώς. Τα μισούσε και εμένα πάντοτε με κατασκόπευε.
Όταν έβγαινε από το δωμάτιό του ξεκινούσε ο χειρότερος εφιάλτης που θα μπορούσε να βιώσει κανείς. Καθόταν πάντοτε στη μικρή τραπεζαρία, μπροστά από το δωμάτιό μου. Εγώ πια δεν έβγαινα από εκεί. Καμιά φορά, νομίζοντας ότι ακόμα κοιμόταν, πήγαινα στην κουζίνα για να φτιάξω φαγητό για τα παιδιά, και ξαφνικά τον ανακάλυπτα σε κάποια σκοτεινή γωνία του διαδρόμου, κάτω από τα φυτά. «Εκεί είναι, Γουαδαλούπε!» φώναζα απελπισμένη.
Ούτε η Γουαδαλούπε ούτε εγώ λέγαμε ποτέ το όνομά του, θα ήταν σαν να έπαιρνε σάρκα και οστά εκείνο το σκοτεινό πλάσμα αν το κάναμε. Πάντοτε λέγαμε: να τος, βγήκε, κοιμάται, αυτός, αυτός αυτός…
Έτρωγε μόνο δύο γεύματα, ένα κατά το σούρουπο όταν ξυπνούσε και το άλλο, υποθέτω, τα ξημερώματα πριν πάει για ύπνο. Η Γουαδαλούπε του πήγαινε πάντα το δίσκο, είμαι απόλυτα σίγουρη ότι τον πετούσε μέσα στο δωμάτιο γιατί η καημένη ήταν τόσο τρομαγμένη όσο κι εγώ. Το μόνο που έτρωγε ήταν κρέας, τίποτα άλλο δεν ακουμπούσε.
Όταν πήγαιναν για ύπνο τα παιδιά, η Γουαδαλούπε μου έφερνε το δείπνο στο δωμάτιο. Δεν μπορούσα να τα αφήσω μόνα τους, γνωρίζοντας ότι ήταν ξύπνιος ή ότι σύντομα θα σηκωνόταν. Μόλις τελείωνε τις δουλειές της, η Γουαδαλούπε πήγαινε για ύπνο με το γιο της και εγώ έμενα μόνη μου να βλέπω τα παιδιά μου να κοιμούνται. Η πόρτα του δωματίου μου ήταν πάντα ανοιχτή, για αυτό δεν τολμούσα να κοιμηθώ, φοβούμενη ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να μπει μέσα και να μας επιτεθεί. Ήταν αδύνατον να την κλείσω· ο άντρας μου γυρνούσε πάντα αργά και ποιος ξέρει τι θα έβαζε ο νους του αν έβλεπε την πόρτα κλειστή… Πάντοτε καθυστερούσε πολύ. Είπε κάποτε ότι δήθεν είχε πολλή δουλειά. Εγώ πιστεύω ότι άλλα πράγματα τον κρατούσαν απασχολημένο…
Ένα βράδυ ήμουν ξύπνια μέχρι τις 2 το πρωί, και τον άκουγα απ’ έξω… Όταν ξύπνησα, τον είδα πλάι στο κρεβάτι μου, με κοίταζε με αυτό το σταθερό, διαπεραστικό του βλέμμα… Πήδηξα από το κρεβάτι και του πέταξα τη λάμπα πετρελαίου που άφηνα αναμμένη όλο το βράδυ. Το χωριό δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα και δεν θα άντεχα να είμαι στα σκοτάδια γνωρίζοντας ότι ανά πάσα στιγμή… Κατάφερε να ξεφύγει και βγήκε από το δωμάτιο. Η λάμπα έγινε κομμάτια στο δάπεδο και το πετρέλαιο πήρε γρήγορα φωτιά. Αν δεν είχε έρθει η Γουαδαλούπε όταν άκουσε τις κραυγές μου, θα είχε πάρει φωτιά ολόκληρο το σπίτι.
Ο άντρας μου δεν είχε χρόνο να με ακούσει ούτε και τον ενδιέφερε τι συνέβαινε στο σπίτι. Μιλούσαμε μόνο όσο ήταν αναγκαίο. Η στοργή και οι λέξεις είχαν από καιρό στερέψει μεταξύ μας.
Αρρωσταίνω κάθε φορά που το σκέφτομαι… Η Γουαδαλούπε είχε βγει για να κάνει τα ψώνια και είχε αφήσει το μικρό Μαρτίν σε ένα κασόνι όπου τον έβαζε να κοιμηθεί το μεσημέρι. Πήγα πολλές φορές να ελέγξω, κοιμόταν ήσυχα. Ήταν γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι. Χτένιζα τα παιδιά μου όταν άκουσα το κλάμα του μικρού σε συνδυασμό με παράξενες κραυγές. Όταν έφτασα στο δωμάτιο τον είδα να χτυπάει βάναυσα το παιδί. Ακόμα δεν ξέρω πώς κατάφερα να τραβήξω το μωρό και του ρίχτηκα με ένα ματσούκι που βρήκα κάπου, του επιτέθηκα με όλη την οργή που είχε συσσωρευτεί εδώ και τόσο καιρό. Δεν ξέρω αν του έκανα μεγάλο κακό, γιατί έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν επέστρεψε η Γουαδαλούπε από τις δουλειές, με βρήκε εμένα λιπόθυμη και το αγοράκι της γεμάτο μώλωπες και γρατζουνιές που αιμορραγούσαν. Ο πόνος και η οργή που ένιωσε ήταν απερίγραπτοι. Ευτυχώς το παιδί επέζησε και ανάρρωσε σύντομα.
Φοβήθηκα ότι θα έφευγε η Γουαδαλούπε και θα με άφηνε μόνη μου. Ο μόνος λόγος που δεν το έκανε είναι επειδή ήταν μία ευγενής και θαρραλέα γυναίκα που έτρεφε μεγάλη στοργή για εμένα και τα παιδιά. Αλλά εκείνη τη μέρα γεννήθηκε μέσα της ένα μίσος που ζητούσε εκδίκηση.
Όταν είπα στον άντρα μου τι συνέβη, απαίτησα να τον διώξει, λέγοντας ότι θα μπορούσε να σκοτώσει τα παιδιά μας όπως προσπάθησε να κάνει και με το μικρό Μαρτίν. «Κάθε μέρα γίνεσαι όλο και πιο υστερική, είναι πραγματικά οδυνηρό και θλιβερό να σε βλέπω έτσι… σου έχω εξηγήσει χίλιες φορές ότι είναι ένα ακίνδυνο πλάσμα» .
Σκέφτηκα τότε να το σκάσω από το σπίτι, από τον άντρα μου, από εκείνον… Όμως δεν είχα λεφτά και τα μέσα επικοινωνίας ήταν δύσκολα. Δεν είχα φίλους ή συγγενείς που θα μπορούσα να προστρέξω, ένιωθα μόνη, σαν ορφανή.
Τα παιδιά μου ήταν τρομοκρατημένα, δεν ήθελαν να παίζουν πια στον κήπο και δεν έφευγαν από το πλευρό μου. Όταν πήγαινε η Γουαδαλούπε στην αγορά, κλειδωνόμουν στο δωμάτιό μου μαζί τους.
— Δεν μπορεί να συνεχίσει αυτή η κατάσταση, είπα μια μέρα στη Γουαδαλούπε.
— Πρέπει να κάνουμε κάτι σύντομα, μου απάντησε.
— Τι μπορούμε όμως να κάνουμε εμείς οι δύο μόνες μας;
— Είμαστε όντως μόνες, αλλά έχουμε τέτοιο μίσος…
Τα μάτια της είχαν μία παράξενη λάμψη. Ένιωσα φόβο και χαρά.
Η ευκαιρία ήρθε εκεί που δεν το περιμέναμε. Ο άντρας μου πήγε στην πόλη για να διευθετήσει κάποιες δουλειές. Θα έλειπε γύρω στις είκοσι μέρες, μου είπε.
Δεν ξέρω αν το ήξερε ότι είχε φύγει ο άντρας μου, αλλά εκείνη τη μέρα ξύπνησε πιο νωρίς από ότι συνήθως και κάθισε μπροστά από το δωμάτιό μου. Η Γουαδαλούπε και ο γιος της κοιμήθηκαν στο δωμάτιό μου και για πρώτη φορά μπόρεσα να κλείσω την πόρτα.
Η Γουαδαλούπε κι εγώ σχεδιάζαμε όλο το βράδυ. Τα παιδιά κοιμόντουσαν ήσυχα. Πότε πότε τον ακούγαμε που ερχόταν μέχρι την πόρτα και τη χτυπούσε με μανία…
Την επόμενη μέρα δώσαμε πρωινό στα τρία παιδιά και τα κλείσαμε στο δωμάτιο για να είμαστε ήσυχες ότι δεν θα χαλούσαν τα σχέδιά μας. Είχαμε πολλά πράγματα να κάνουμε και βιαζόμασταν τόσο που δεν προλάβαμε ούτε να φάμε.
Η Γουαδαλούπε έκοψε κάμποσες σανίδες, μεγάλες και γερές, ενώ εγώ έψαχνα το σφυρί και τα καρφιά. Όταν ήταν όλα έτοιμα, φτάσαμε αθόρυβα στο γωνιακό δωμάτιο. Τα θυρόφυλλα ήταν μισάνοιχτα. Κρατώντας την αναπνοή μας, κατεβάσαμε τα μάνταλα και αρχίσαμε να καρφώνουμε τις σανίδες μέχρι να αμπαρώσουμε καλά την πόρτα. Όση ώρα δουλεύαμε, χοντρές σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν από τα μέτωπά μας. Δεν έβγαλε άχνα, θα κοιμόταν μάλλον βαθιά. Όταν τελειώσαμε, η Γουαδαλούπε κι εγώ αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν τρομακτικές. Έζησε πολλές μέρες χωρίς αέρα, χωρίς φως, χωρίς τροφή.. Στην αρχή χτυπούσε την πόρτα, ριχνόταν επάνω της, ούρλιαζε απελπισμένος, γρατζουνούσε… Ούτε η Γουαδαλούπε ούτε εγώ μπορούσαμε να κοιμηθούμε ούτε και να φάμε, οι κραυγές ήταν φρικτές…! Μερικές φορές πιστεύαμε ότι θα επέστρεφε ο άντρας μου πριν ακόμα πεθάνει. Αν τον έβρισκε έτσι… Αντιστάθηκε πολύ, έζησε κοντά στις δυο εβδομάδες νομίζω…
Μια μέρα δεν ακούστηκε κανένας άλλος θόρυβος. Ούτε και θρήνος… Περιμέναμε όμως άλλες δύο μέρες πριν ανοίξουμε την πόρτα.
Όταν επέστρεψε ο άντρας μου, τον υποδεχθήκαμε με την είδηση του ξαφνικού και ακατανόητου θανάτου του.