Αχρωμία

Η Σί­λα Χέ­τι (Sheila Heti) γεν­νή­θη­κε στο Το­ρό­ντο το 1976). Έχει γρά­ψει θε­α­τρι­κά έρ­γα, δι­η­γή­μα­τα και μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Βι­βλία της κυ­κλο­φο­ρούν με­τα­φρα­σμέ­να σε 24 γλώσ­σες. Συ­νερ­γά­ζε­ται με πε­ριο­δι­κά, όπως το London Review of Books και οι New York Times. Tο βι­βλίο της Pure Colour τι­μή­θη­κε το 2022 με το βρα­βείο Governor General’s Award for English-language fiction.



Πηγή: «Τhe Guardian»
Πηγή: «Τhe Guardian»



Ο κό­σμος όλος μπο­ρού­σε να ’χε μεί­νει γκρί­ζος, όπως ήταν κά­πο­τε, σ’ εκεί­νες τις πα­λιές ται­νί­ες. Όμως μια μέ­ρα ήρ­θαν τα χρώ­μα­τα, κά­που ανά­με­σα στο τό­τε και το τώ­ρα. Μάλ­λον ήταν οι πό­λε­μοι. Με­τά τους πο­λέ­μους, οι άν­θρω­ποι εί­παν, Χρεια­ζό­μα­στε κά­τι που να μας φτιά­χνει το κέ­φι. Κά­ποιος πρό­τει­νε, Χρώ­μα­τα; Όλοι συμ­φώ­νη­σαν ότι τα χρώ­μα­τα ήταν απα­ραί­τη­τα, θα έβγα­ζαν τον κό­σμο απ’ την από­γνω­ση του θα­νά­του, κι όλες εκεί­νες τις σω­ρούς από κό­κα­λα. Κι έτσι έφε­ραν χρώ­μα­τα. Τα κου­βά­λη­σαν με φορ­τη­γά και ο κα­θέ­νας πή­ρε το με­ρί­διό του. Κά­θε άτο­μο στον πλα­νή­τη εί­χε την ευ­θύ­νη να βά­λει χρώ­μα­τα εκεί που έπρε­πε. Κά­ποια πράγ­μα­τα απο­φα­σί­στη­καν εκ των προ­τέ­ρων· το γρα­σί­δι, ας πού­με, θα ήταν πρά­σι­νο, και θα ’τρω­γες κλή­ση αν το δι­κό σου το ’κα­νες κόκ­κι­νο ή μπλε. Όμως για άλ­λα πράγ­μα­τα εί­χες το ελεύ­θε­ρο ν’ απο­φα­σί­σεις, ας πού­με το χρώ­μα της μπλού­ζας σου. Για τις με­γά­λες απο­φά­σεις υπήρ­χε μια επι­τρο­πή, κι ήταν απα­ραί­τη­τη, μα το ίδιο απα­ραί­τη­τοι ήταν κι όλοι εκεί­νοι οι τα­πει­νοί άν­θρω­ποι που έκα­ναν τη δου­λειά τους. Ο κό­σμος ανά­σα­νε ξα­λα­φρω­μέ­νος: όλα τώ­ρα ήταν πο­λύ πιο όμορ­φα! Και για αρ­κε­τές μέ­ρες, οι πό­λε­μοι στα­μά­τη­σαν, κι όλοι απο­λάμ­βα­ναν τα χρώ­μα­τα, όμως οι άν­θρω­ποι δεν αρ­γούν να προ­σαρ­μο­στούν στο κα­λό και το όμορ­φο, κι οι πό­λε­μοι άρ­χι­σαν ξα­νά, και η επι­τρο­πή δια­λύ­θη­κε.

Πριν από κά­μπο­σο και­ρό, εί­χα πά­ρει μέ­ρος σ’ αυ­τή την επι­τρο­πή – όχι την αρ­χι­κή, μα μια άλ­λη επι­τρο­πή, ανα­μνη­στι­κή, που την έφτια­ξαν οι κό­ρες των αρ­χι­κών με­λών. Μα­ζευό­μα­σταν και κρα­τού­σα­με ση­μειώ­σεις για όσα εί­χαν πραγ­μα­τι­κά συμ­βεί σ’ εκεί­νες τις συ­ζη­τή­σεις, ώστε να ενη­με­ρώ­σου­με τον κό­σμο. Ρω­τού­σα­με τους πα­τε­ρά­δες μας, Πώς ήταν να εί­σαι στην επι­τρο­πή; Τι γι­νό­ταν στις συ­να­ντή­σεις; Όμως κά­ποιοι τα εί­χαν ξε­χά­σει, κι άλ­λοι ήταν θυ­μω­μέ­νοι με ορι­σμέ­να μέ­λη της επι­τρο­πής, χω­ρίς να λέ­νε για­τί. Μα­ζέ­ψα­με ελά­χι­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες και τις φυ­λά­ξα­με για τον κό­σμο, για τις επό­με­νες γε­νιές. Κι ύστε­ρα δια­λυ­θή­κα­με κι εμείς. Εί­πα­με στους εαυ­τούς μας, Ας απο­λαύ­σου­με τα χρώ­μα­τα. Τι ση­μα­σία έχει πώς ήρ­θαν εδώ; Κι έτσι κι έγι­νε. Γί­να­με σαν όλους τους υπό­λοι­πους, τέρ­μα οι αρ­χειο­φύ­λα­κες του πα­ρελ­θό­ντος, ήμα­σταν ξα­νά απλοί άν­θρω­ποι, προ­χω­ρού­σα­με μες στα χρώ­μα­τα του πα­ρό­ντος πα­ρι­στά­νο­ντας τους ανή­ξε­ρους.

Κι ύστε­ρα, μια μέ­ρα, η Αμά­ντα σκέ­φτη­κε να μι­λή­σου­με μ’ όλους εκεί­νους που εί­χαν συμ­με­τά­σχει στη δια­σπο­ρά του χρώ­μα­τος στη γη, με τους απλούς αν­θρώ­πους, εκεί­νους που εί­χαν δου­λέ­ψει για όλο αυ­τό. Οι υπό­λοι­πες κό­ρες εί­χαν κου­ρα­στεί, μα εγώ ήθε­λα να το κά­νου­με, επει­δή τη συ­μπα­θού­σα και μου φά­νη­κε κα­λή ιδέα. Τη ρώ­τη­σα αν συμ­φω­νού­σε να φέ­ρω την κά­με­ρά μου, κι εί­πε ναι, θα γυ­ρί­ζα­με ντο­κι­μα­ντέρ. Πή­γα­με σε μια μι­κρή πό­λη και στη­θή­κα­με στην πλα­τεία και πλη­σιά­ζα­με τον κό­σμο που έκα­νε τα Κυ­ρια­κά­τι­κα ψώ­νια του και ρω­τού­σα­με πώς ήταν τό­τε που άρ­χι­σαν να υπάρ­χουν χρώ­μα­τα, και μή­πως εί­χαν πά­ρει κι εκεί­νοι μέ­ρος στο χρω­μά­τι­σμα του κό­σμου; Ρω­τού­σα­με τους με­γα­λύ­τε­ρους μό­νο. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι δεν ήθε­λαν να μας μι­λή­σουν, όμως μια ηλι­κιω­μέ­νη κυ­ρία το έκα­νε. Μας προ­σκά­λε­σε στο δια­μέ­ρι­σμά της, για τσάι.

Το δια­μέ­ρι­σμα ήταν γε­μά­το χρώ­μα­τα, όπως ο υπό­λοι­πος κό­σμος, εκτός από μια γω­νιά που ‘χε μεί­νει γκρί­ζα. Ήταν η δι­κή της μυ­στι­κή γω­νιά δί­χως χρώ­μα – ίσως το μο­να­δι­κό μέ­ρος σ’ ολό­κλη­ρο τον κό­σμο! Τι ανα­στά­τω­ση θα προ­κα­λού­νταν αν γι­νό­ταν γνω­στό ότι υπήρ­χε μία γω­νιά χω­ρίς χρώ­μα· όμως εί­πε ότι εδώ και πε­νή­ντα, εξή­ντα, εβδο­μή­ντα χρό­νια, δεν εί­χε αφή­σει κα­νέ­ναν να μπει. Προ­τι­μού­σε να χά­νει συ­ζύ­γους και φί­λους, για να κρα­τά μια γω­νιά του κό­σμου αχρω­μά­τι­στη.

Ήταν ξε­κά­θα­ρο πως η ύπαρ­ξη αυ­τής της γω­νιάς την ξε­κού­ρα­ζε, σαν ένα γκρί­ζο πο­ντι­κά­κι που κρα­τάς για πα­ρέα. Αχ, μας εί­πε, κα­θώς μι­λού­σε στην κά­με­ρα, απο­φεύ­γο­ντας κά­θε οπτι­κή επα­φή, την ώρα που τα δά­χτυ­λά της έπαι­ζαν με το φλι­τζά­νι πά­νω στο πορ­σε­λά­νι­νο πια­τά­κι, αυ­τό ήταν τό­τε το μο­να­δι­κό θέ­μα συ­ζή­τη­σης – τι χρώ­μα θα κά­νεις αυ­τό; Τι χρώ­μα θα κά­νεις το άλ­λο; Δεν εί­ναι όλα πιο όμορ­φα τώ­ρα; Πώς ζού­σα­με με τό­ση αχρω­μία; Για­τί άρ­γη­σε ο κό­σμος; Δεν εί­ναι ωραίο που συ­νερ­γα­ζό­μα­στε;

Το πρό­σω­πό της ξί­νι­ζε ελα­φρώς κα­θώς πα­ρί­στα­νε εκεί­νους τους αν­θρώ­πους απ’ τα πα­λιά, πολ­λοί από τους οποί­ους, εί­πε, δεν ζού­σαν πια. Για κά­ποιο και­ρό, την εί­χε πιά­σει κι εκεί­νη αυ­τή η μα­νία, και χρω­μά­τι­ζε ό,τι έβλε­πε, ακό­μα και πράγ­μα­τα που δεν ήταν στη δι­καιο­δο­σία της, όπως ο φρά­χτης τού γεί­το­να.

Όμως μια μέ­ρα επέ­στρε­ψε στο δια­μέ­ρι­σμά της, σ’ εκεί­νη τη γω­νιά που δεν εί­χε γε­μί­σει ακό­μα. Εί­χε άλ­λα πράγ­μα­τα να χρω­μα­τί­σει, και το ‘χε απλώς ανα­βά­λει. Εί­μαι κου­ρα­σμέ­νη, σκέ­φτη­κε, θα το κά­νω αύ­ριο. Αυ­τό μας το ‘πε με το βλέμ­μα κα­τε­βα­σμέ­νο. Και τι συ­νέ­βη; Ε λοι­πόν, το αύ­ριο ξα­νά­γι­νε αύ­ριο, όπως συμ­βαί­νει για πολ­λούς από εμάς. Συ­νέ­χι­ζε να υπάρ­χει στη λί­στα με τις εκ­κρε­μό­τη­τες, σαν κά­τι υπο­θέ­σεις που μέ­νουν έτσι για μή­νες, μέ­χρι που δεν τις πα­ρα­τη­ρείς καν. Και οι μή­νες έγι­ναν χρό­νια, και για κά­ποιο μυ­στή­ριο λό­γο δεν το έκα­νε πο­τέ. Τι εί­ναι αυ­τό το πράγ­μα μ’ όλα εκεί­να που δεν σβή­νο­νται πο­τέ απ’ τη λί­στα; Μή­πως στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν θέ­λου­με να τα κά­νου­με; Ή μή­πως δεν χρειά­ζε­ται καν να τα κά­νου­με; Τα βά­ζου­με εκεί για­τί νο­μί­ζου­με ότι έτσι θα ‘πρε­πε. Για­τί δεν τα βγά­ζου­με να τε­λειώ­νου­με; Μέ­χρι που το ’βγα­λε τε­λι­κά απ’ τη λί­στα, κι ού­τε που εί­χε μεί­νει πια αρ­κε­τό χρώ­μα στον κό­σμο για να χρω­μα­τι­στεί η γω­νιά.

Συ­νέ­χι­σε να μέ­νει σ’ αυ­τό το δια­μέ­ρι­σμα – πολ­λοί φί­λοι τής πρό­τει­ναν να φύ­γει, αφού έρ­χο­νταν κι έμε­ναν στο κτί­ριό της με­τα­νά­στες, και οι φί­λοι της έλε­γαν πως δεν εί­χε πια κα­μία δου­λειά εκεί. Δεν ήταν φαν των με­τα­να­στών, μα δεν την ένοια­ζε και πο­λύ, δεν ήταν κα­κοί γεί­το­νες, και για έναν πε­ρί­ερ­γο λό­γο εκεί­νη η μου­ντή γω­νί­τσα εί­χε κά­τι το κα­θη­συ­χα­στι­κό. Κοί­τα­ζε τη γω­νιά κά­θε μέ­ρα, πί­νο­ντας το τσάι της. Όχι, δεν προ­σκα­λού­σε κα­νέ­ναν, και ναι, οι αξια­γά­πη­τοι με­τα­νά­στες γεί­το­νές της την περ­νού­σαν για σνομπ, όμως τι θα γι­νό­ταν αν κά­ποιος ανα­κά­λυ­πτε το μυ­στι­κό, και μι­λού­σε στους άλ­λους; Δεν μπο­ρού­σε να πά­ρει τέ­τοιο ρί­σκο. Κι έτσι δεν το έκα­νε. Στο τέ­λος ση­κώ­θη­κε να μας ξε­προ­βο­δί­σει, κι ήταν πο­λύ πο­λύ θλιμ­μέ­νη. Μας πα­ρα­κά­λε­σε να μην παί­ξου­με το ντο­κι­μα­ντέρ, ού­τε να γρά­ψου­με κά­τι γι’ αυ­τό, μέ­χρι να πε­θά­νει. Ήθε­λε να ζή­σει μ’ αυ­τή τη γω­νιά έτσι, μέ­χρι τον θά­να­τό της, να μην την πά­ρουν από κει, να μην τη φυ­λα­κί­σουν, να μην έρ­θει κα­νείς από κα­μιά επι­τρο­πή και βά­λει χρώ­μα· και συμ­φω­νή­σα­με, για­τί τη λυ­πη­θή­κα­με και τη συ­μπα­θή­σα­με.

Λοι­πόν τε­λι­κά πέ­θα­νε πέ­ρυ­σι, και τη βδο­μά­δα που μας έρ­χε­ται βγαί­νει το ντο­κι­μα­ντέρ μας, αλ­λά δεν εί­μα­στε χα­ρού­με­νες. Κυ­ρί­ως με­τα­νιώ­νου­με που πε­ρι­μέ­να­με αυ­τή την επέ­τειο, την επέ­τειο ενός χρό­νου απ’ τον θά­να­τό της, με τη λα­χτά­ρα που νιώ­θει όποιος ανυ­πο­μο­νεί να δεί­ξει στον κό­σμο το έρ­γο του. Εί­μα­στε πε­ρή­φα­νες για την ται­νιού­λα που φτιά­ξα­με, και για την ιστο­ρία που βρή­κα­με, όχι όμως για το γε­γο­νός ότι έπρε­πε να πε­θά­νει προ­τού την ανοί­ξου­με στον κό­σμο. Κα­λύ­τε­ρα να ζού­σε, και να ζού­σε με τη γω­νιά της, απ’ το να εί­μα­στε σε θέ­ση να προ­βά­λου­με την ται­νία μας. Για­τί υπάρ­χει πά­ντα τό­ση θλί­ψη όταν συμ­βαί­νει κά­τι κα­λό, λες κι ισορ­ρο­πεί το κα­λό με το κα­κό; Δεν μπο­ρού­σε να πει, Δείξ­τε την ται­νία σας στον κό­σμο! και να νιώ­σει ασφα­λής ότι κα­νείς δεν νοιά­ζε­ται πια για μια αχρω­μά­τι­στη γω­νί­τσα; Όχι, ίσως όμως να ήξε­ρε κά­τι που εμείς δεν ξέ­ρα­με, κά­τι που ‘χει να κά­νει με τα χρώ­μα­τα, και την αχρω­μία, και τις γω­νιές, με το τι επι­τρέ­πε­ται να κά­νεις ιδιω­τι­κά, στο μι­κρό σου δια­μέ­ρι­σμα, και τι όχι.

Πηγή: Sheila Heti, ‘Grayness’ in The New Yorker: Flash Fiction, 2020.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: