––– Α –––
Ίγκιτουρ.: Διαψεύδω εκ προοιμίου όσα πρόκειται να σου πω. Και μη μου πεις ότι προδίδω τον ρόλο που υποδύομαι.
Με πίεσε να παραδοθώ η ανημπόρια, παρότι της αντέτεινα ψιχία και του επιτηδεύματός μου το υστέρημα- λίγα πράγματα. Και μ’ άρπαξε από το πλέγμα το ηλιακό, ξηλώνοντας μ’ ένα μουσούδι οξύτατο κλωστές γραμμάτων. Ξέφτισα, τόσο πολύ ελαφρύς προτού να καρφωθώ οριστικά σε μια σελίδα. Είμαι ο εκπρόσωπος των γενεών που έρχονται. Σώμα πλεγματικό. Σύνδρομο ακίνητο πίσω από το παράθυρο της rue de Rome. Οικογενειακός αστερισμός κανείς. Η αναλήθεια, όρος ζωής. Καμία διάκριση των ουσιών. Τα ούρα μου ισάξια με γάλα. Σώμα ατελές. Καθώς παράσιτα στα μακριά μου γένια.
(Παράθεμα από τον Μαλαρμέ)
Έζησα πάντοτε με την ψυχή μου προσηλωμένη στο ρολόι. Φυσικά έκανα τα πάντα ώστε η ώρα που σήμανε το ρολόι να παραμείνει παρούσα στο δωμάτιο, και να γίνει για μένα η τροφή και η ζωή μου -πύκνωσα τις κουρτίνες, και καθώς ήμουν αναγκασμένος για να μην αμφιβάλλω για τον εαυτό μου να κάθομαι απέναντι σ’ αυτόν τον καθρέφτη, μάζεψα σχολαστικά τα απειροελάχιστα μόρια του χρόνου μέσα σε υφάσματα ολοένα πιο πυκνά.
Δεν ήξερα να πω. Δεν κρίθηκα ικανοποιητικά. Δεν με συνερίζονται. Δεν πίστεψα σε τίποτα, παρότι η γλώσσα μου ήξερε να το πει ψηφιακά. Είσαι ο μιμητής του Διός. Εγώ, η γυναίκα του μίμου. Άφησα πίσω μου κληρονομιά; Αυταπατώμαι. Νόμιζα πως μπορώ να ξαναζήσω τη ζωή της ανθρωπότητας κεντώντας της ένα γκομπλέμ. Πως είναι στο χέρι μου. Αστεία πράγματα. Τώρα ο καθρέφτης βούλεται για μένα. Με δεμένα μάτια, σαν τη Θέμιδα στο βάθος των κρυστάλλων. Παλαιότερα δεν κοιταζόμουν, τον απέφευγα αλλά πως να αποφύγω πλέον τον μόνο συνομιλητή; Θα είμαι το ανθρωπάκι του καθρέφτη. Έτσι θα με θυμούνται. Αναστατωμένο, με μαγκωμένο πρόσωπο. Συσπάσεις -ρυτίδες μάλλον- σα τις χαράδρες της σελήνης. Όχι θλιμμένο, όπως η σάρκα μου. Έμφροντι! Όψη με χροιά αργίλου. Πήλινη μάσκα αρχαϊκού βασιλιά
(Παράθεμα από τον Μαλαρμέ)
Εν συντομία, σε μια πράξη όπου διακυβεύεται το τυχαίο, πάντοτε το τυχαίο το ίδιο, πραγματώνει την ίδια του την Ιδέα, επαληθεύοντας ή διαψεύδοντας τον εαυτό του. Κρατιέμαι σαν ιερή αράχνη από τα νοήματα της σκέψης μου.
Το Κεράτιο είναι το Κέρατο του μονόκερου -το μόνο κέρατο.
Αυτός είναι ο γρίφος μου προς όλους.
Ζω του λοιπού με βιαστικές αναφορές. Αγαπήθηκα. Με άγγιξαν. Διείσδυσα στην ύπαρξη πολλών. Του Βαλερί! Εγκατέλειψα και εγκαταλείφθηκα. Δέχθηκα νομίσματα όπως οι ρωμαϊκές φοντάνες. Ήταν τα τυχερά μου. Πέρασε κάποιος και τα μάζεψε όταν είχαν αποσυρθεί τα νερά.
Τι είχε μείνει; Οι αντιθέσεις συναιρέθηκαν. Το σώμα έγινε πνεύμα. Τώρα που έμαθα —και επειδή έμαθα— μπορώ να επιστρέψω στην ηλικία της Ελευσίνας, με όχημα αναπηρικό· στα χέρια, φρένο. Στα δόντια το μολύβι. Έχω κηδέψει το μονάκριβό μου γιο.
Αλλά έχασα την εμπιστοσύνη μου στη γλώσσα. Με γυναικεία ψευδώνυμα γράφω στης μόδας τα περιοδικά.
Να ‘μαι λοιπόν ο El be non της Βίβλου. To be or not to be του Άμλετ. Την ίδια ερώτηση έθεσα κι εγώ: να ή να μην;
Ξέροντας ποιος σχεδιάζει αυτήν την στιγμή να με σκοτώσει και πως η κόλαση ανέβηκε ως εδώ μασκαρεμένη. Χρήσιμη τρέλα, είπα
(Ο Προμηθέας ανακούρκουδα κρατάει το φλόγιστρο μιας οξυγονοκόλλησης στραμμένο προς ένα τσουρουφλισμένο μουνί, κολλημένο)
Προμηθέας: Θέλω να κολλήσω με τη φωτιά το μουνί της μάνας μου. Να μην έχω ξαναβγεί. Σύστημα περιστρεφόμενων θυρών, η γέννηση και ο θάνατός μου. Στη γλώσσα μου, τίποτα δεν υπάρχει που θα μπορούσα να το πω αλλιώς.
Πλησίασε. Άγγιξε με. Φτιάχνω τη μοίρα σας. Πλάι στο Σατανά του παρελθόντος σου, βλέπω να σκιρτάει μέσα σου ο Σατανάς του μέλλοντός σου.
Ίγκιτουρ: Τα γράμματα;
(Παύση)
Προμηθέας: Και σκέφτηκες μια Ελευσίνα χωρίς απάτες; Ένα γυμνό μυστήριο χωρίς θεούς; Και χωρίς τους παροξυσμούς της ψευδαίσθησης;
Άκου λοιπόν. Δεν γεννήθηκα από δικό μου αμάρτημα. Όμως εκείνη η γέννηση, αντί να με βάλει στο δρόμο για τον Άδη, με έκανε αθάνατο. Ξέρεις τι είναι, αντί να πας προς το Μηδέν, να μην πεθαίνεις;
Οπότε τους θνητούς όφειλα να σκεφτώ, αφήνοντας στον αδερφό μου την ώρα του Ανθρώπου. Δεν είχε να του δώσει παρά νύχια εύθραυστα για να αντιμετωπίσει τα θηρία. Εγώ θα του έδινα κρυφά φωτιά. Θα έφτιαχνε εργαλεία. Θα έφτιαχνε, το πιο φοβερό: τα γράμματα.
Κι όταν ο Δίας θέλησε να πνίξει σε κατακλυσμό το σόι σου, παρήγγειλα στον Δευκαλίωνα να φτιάξει κιβωτό για να τους σώσει, σαν τα κουτάκια του τσαγιού που κρύβεις τα γραφτά σου. Έτσι και σώθηκες. Και ήρθες ως εδώ. Πάντοτε, σε κάθε εποχή με νέες δυνάμεις συνυπάρχει η εξουσία. Στην εποχή μου, οι θεοί με τους ιερείς. Σε εσάς με την αγορά του κεφαλαίου. Το σύστημα υπήρξε πάντοτε διπολικό. Ο ΠΟΥ είναι φερέφωνο των αγορών. Τότε, ήταν ο Όλυμπος φερέφωνο παπάδων.
Η μάνα μου, έφηβη, κάποτε στις τουαλέτες γυναικών, σ’ έναν τοίχο, πάνω από τα μηχανήματα που πούλαγαν σερβιέτες και ταμπόν είδε ζωγραφισμένα τα γεννητικά όργανα του Διός και χυδαιολογίες γραμμένες από εγγράμματους του συναφιού σου.
(Παύση)
Ένα πρόσωπο βουβό, η Βία, μ’ έσπρωξε στην άκρια της Γης. Ήμουν ο αντάρτης των θεών.
Ένας αετός κάθε πρωί μου τρώει το συκώτι.
Ο Δίας ήθελε ολωσδιόλου να εξοντώσει τους θνητούς. Σ’ αυτό δε βρέθηκε κανείς να του αντιμιλήσει. Ήμουνα ο φύλακας της μαντικής, με χθόνιους θεούς συνδεδεμένος. Πράκτορας. Πίσω από τον θρόνο της Πυθίας μιλάω εγώ, όχι ο Απόλλων. Αντιλαμβάνεσαι· προβίβασα τον χρησμό σε σκέψη. Γι’ αυτό με ονομάζουν και Δοτήρ. Μη στέκεσαι λοιπόν μπροστά μου, Stabat Mater.
Έλα κοντά λοιπόν. Και δεν δαγκώνω. Δεν έχω ενοχές. Εξού και τα έκτακτα διατάγματα εις βάρος μου.
Ίγκιτουρ: Κι εγώ μπροστά στη Βεατρίκη στάθηκα.
Προμηθέας: Σημείωσε ότι κρατάει στα χέρια της ένα άρρωστο γατί.
(Παύση)
Έρχεται η στιγμή που όσοι σε παρακολουθούν δε σε διακρίνουν πια. Χώνεσαι σε μια φούστα που σε κρύβει. Πλάγιασες με έναν άφυλο. Μόνον αυτό σε αποσπά. Ανακατεύεσαι μετά με όσους ακολουθούν το ξόδι εκτός πόλεως. Πλένουν ακόμη οι γυναίκες στα κεφαλόβρυσα. Στις μάντρες, οι βαλβολίνες απ’ τα παρατημένα αυτοκίνητα μαυρίζουν τη γη.
(Παύση)
Με έδεσε ο Ήφαιστος με την καρδιά σφιγμένη, κάρφωσε το συκώτι μου εδώ. Το Κράτος τον συμβούλεψε να μη με οικτίρει και τίποτα αυτός δεν είχε να του πει χτυπώντας με τη βαριά το βράχο. Καρφώνοντας τα χέρια μου σαν του Χριστού. Ύστερα με ζώνες δένει τις μασχάλες. Τα σκέλια κρικελώνει γιατί έκλεψα το σπέρμα της φωτιάς, να ‘χεις εσύ της λάμπας σου το ωραίο δώρο. Καλύτερα στον Τάρταρο να είχα βυθιστεί για να σε συναντώ στα σκοτεινά σου.
Ίγκιτουρ: Κι αν είχε δίκιο ο Θεός;
Προμηθέας: Όποιος έχει το πόδι έξω απ’ τα δεινά, εύκολα δίνει συμβουλές (στ. 265).
Αλλά και ο Θεός, πεπρωμένο είναι κι αυτός. Θα γίνει σύντομα καπνός. Η στάχτη της φωτιάς θα μείνει. Αλλά ξέρε το: άλλο η εξουσία και άλλο η υποταγή. Ας κυβερνά λοιπόν ο Δίας τον λίγο που του απόμεινε καιρό. Κι εγώ, Τι να φοβούμαι που δεν έχω θάνατο; (στ. 935)
Ίγκιτουρ: Εγώ είμαι ολότελα θνητός. Πέθανα ήδη. Ακούω από το εσωτερικό μου αφτί αλλά επειδή είναι τόσο κοντά μου ο Θεός, πρέπει σα να ‘τανε μακριά να κάνω. Ουδέποτε υπήρξα αφελής.
Τα πράγματα υπάρχουν και δεν χρειάστηκε να τα δρομολογήσω. Μου αρκεί που συνέλαβα τις σχέσεις τους.
Μηδένισα εξάλλου το κοντέρ. Νοίκιασα αμάξι. Άνοιξα τα παράθυρα. Τη ζώνη έλυσα. Από το καθρεφτάκι έβλεπα τις νταλίκες. Πάρκαρα κάπου εδώ. Και να ‘μαι. Γι’ αυτό είμαι εδώ, αλλάζοντας στο λατινικό αλφάβητο του ονόματός μου το U της ELEUSINAS, με V: ELEVSIS. Άρα υποκλίνομαι με θαυμασμό στο εύρημα. Η διαφορά δύο γραμμάτων είναι η χρονίζουσα, ανάμεσά μας, αναβολή.
(Παύση)
Το πέρασμα ενός Φαύνου το απομεσήμερο, είναι κάτι που δε θα έπρεπε να φοβάμαι. Μου έδειξε με μεγαλοπρεπή κίνηση την καρδιά μου. Ξεθηλύκωσε ύστερα την καρδιά μου. Τώρα ζω χωρίς καρδιά. Τι ήταν αυτό που μου πήρε;
Άκου τι έγινε λοιπόν. Ένα βράδυ, κοντά στη θάλασσα, μου χαμογέλασαν τ’ άστρα. Εμφανίστηκε τότε αυτός με ένα ρουχαλάκι στο χρώμα του θειαφιού. Πέρασε μέσα μου σαν μακρόσχημο σύννεφο, αφήνοντας αύρα από δροσιά, σταγονίδια που συσσωρεύονται. Υποδύθηκε εναλλάξ τον Δία και τη Δανάη. Άνοιξαν τα χέρια μου στη χρυσή βροχή. Αναρίγησα, μούσκεμα από έναν μετεωρολογικό οργασμό. Στους φθόγγους του νερού που ενώνονταν με τη λάσπη μπερδεύτηκαν οι στίχοι μου αλλά μιας γλώσσας ακατάληπτης που μ’ έκανε να απορώ. Ποιος μιλούσε μέσα μου;
Προμηθέας: Ίσως η αποκάλυψη αυτή να μη σου είχε μάθει κάτι που να μη γνώριζες ήδη απ’ τα Λεξικά παρ’ ότι, αυτό που μόλις ονόμασες στίχους δεν επιβεβαιώνεται.
Ίγκιτουρ: Τον κάλεσα. Αλλά ποιόν απ’ τους δύο; Τον Φαύνο ή τον Θεό; Τώρα είναι σαν να πιάνω τα κρόσσια του ρούχου του — ουρανομήκης τρέσες νερού, κάθετες ως ένα χώμα που διψά. Τι λέω; Τείχη νερού που έπρεπε να τα τρυπήσω, όπως τις Άλπεις ο νυχτερινός συρμός, για να κατέβω εδώ, στο Νότο της γλώσσας. Τώρα είμαι μπροστά σου με τον αντίχειρα στο στόμα σα μωρό παιδί και το ουράνιο τόξο κεντημένο στη σαλιάρα. Και δεν εκπλήσσομαι που όλα στήνονται απ’ την αρχή.
Προμηθέας: Άκουσες τότε το όνομα του μεγάλου Πανός. Στη πεδιάδα αναρίγησαν οι ελιές. Μια τριήρης απ’ τα παράλια του αορίστου, σε πλησίασε κι ένας γυναικωτός άντρας με βούκρανο στην πλώρη τρόμαζε τους ναυτίλους. «Θέλεις να δεις κάτι το νέο;», σε ρώτησε ο Διόνυσος.
Ίγκιτουρ: «Κατοικεί Θεός εδώ;», είχα την αφέλεια να του πω. Με υποδέχτηκαν ιερείς. Σείστηκαν τα σείστρα. Αυλητρίδες αγαλλίασαν και χορευτές έσυραν επιθαλάμιο χορό. Πέλματα λεπτά, αχίλλειοι τένοντες, ταχύτατες κινήσεις. Γνώριμα όλα.
Προμηθέας: Πόσο όμως κρατάει ένας γάμος; Είδες σώματα που κόβαν μάρμαρο στα λατομεία. Τροχαλίες και μοχλούς. Έχτιζαν μια πολιτεία, την Αθήνα.
Ίγκιτουρ: Δεν θα ήμουν ξένος εκεί; Ξάφνου μια νυχτερινή ώθηση άρχισε να μ’ εκτοπίζει. Έπρεπε να επιστρέψω στον αιώνα μου.
Προμηθέας: Λάθος τακτικής.
Ίγκιτουρ: «Με τον χρόνο παίζουν τα παιδιά», μου είπε ο Θεός. «Αλλά εσύ είσαι ψευτοπαίδι».
Με εγκατέλειψε και δημιούργησα πάλι τον κόσμο: τύψεις, ικεσίες, υπερβολές. Είχα επιστρέψει στη δικαιοδοσία του καθρέφτη. Αυτή τη φορά, διέσχισα το λεπτό φύλλο του ψευδάργυρου. Έπεσα σα σταγόνα υδράργυρου στο πάτωμα. Παραμένω ρευστός και ακίνητος ως τώρα.
Θερμόμετρο που έσπασε. Το δηλητήριο πρόσφορο για την πατροκτονία.
Προμηθέας: Με απειλείς;
Ίγκιτουρ: Σου θέτω ερωτήματα γιατί κατάλαβα πως η ιστορία μου αρχίζει με τους Έλληνες. Με τις δικές τους λέξεις: ήπαρ, ύβρις, βία, τύραννος, Θεός.
Λοιπόν, τι είναι Θεός, τι μη Θεός και τι το ανάμεσό τους;
Προμηθέας: Είμαι Εγώ που πρόταξε το «προ» από το «μήτις».