Τον Αύγουστο φοβάμαι
Έρημη’ πόλη
Λείπουν’ οι γιατροί
Πέρα στις εξοχές παντρεύουν
Την αγέννητη την αδερφή μου
Εγώ έχω σχεδόν γεράσει
Μα πρέπει να σηκωθώ
Και να χορέψω στη χαρά της
Και έχω πιει κι αυτοί χειροκροτούν
Και όλο με προτρέπουν και
Κλαίω από μέσα μου
Για τα εγκλήματα που
Φόρτωσα τον εαυτό μου
Ο σκηνοθέτης στην πολυθρόνα του Πατέρα
Καμαρώνει την κατάντια μου
Ξέρει πως τη σκηνή του Τέλους
Τρεκλίζοντας θα παίξω όπως πρέπει
Τρομαγμένα θα σκορπίσουν τα πουλιά
Στον κάμπο πίσω απ’ την αχλή
Προβάλλουν χωροφύλακες
Με ένταλμα και χειροπέδες.