Αχ, η κυρία Μαρούλα

Αχ, η κυρία Μαρούλα



Η κυ­ρία Μα­ρού­λα Προ­βή εί­χε τον τί­τλο «Μις Πε­ντά­μορ­φη», τον εί­χε για χρό­νια, ήταν η ωραιό­τε­ρη του νη­σιού, πό­λης και χω­ριών, για χρό­νια. Ερ­χό­ταν επί­σκε­ψη στο σπί­τι της θεί­ας μου, της με­γα­λύ­τε­ρης αδερ­φής της μη­τέ­ρας, κα­θό­ταν σε μια φαρ­δειά πο­λυ­θρό­να στο σα­λό­νι, σή­κω­νε το φου­στά­νι πά­νω από τα γό­να­τά της, άπλω­νε τα πό­δια της, άνοι­γε τα χέ­ρια της, τσι­τω­μέ­νο το στή­θος της, υγρά πά­ντα τα χεί­λη της, η φω­νή της ανέ­μι­ζε τα κα­στα­νό­ξαν­θα μαλ­λιά της. Οι πο­λυ­θρό­νες του σα­λο­νιού της θεί­ας μου εί­χαν κι­τρι­νω­πά κα­λύμ­μα­τα. Όταν απο­χω­ρού­σαν οι απο­γευ­μα­τι­νές επι­σκέ­ψεις, η θεία μου τί­να­ζε το κά­λυμ­μα στην πο­λυ­θρό­να όπου εί­χε κα­θί­σει η κυ­ρία Μα­ρού­λα: ήταν τσα­λα­κω­μέ­νο, βγαλ­μέ­νο σχε­δόν από τη θέ­ση του, μύ­ρι­ζε άρω­μα άγριο, κά­τι σαν σκό­νη που εί­χε πέ­σει από τους τοί­χους στο κά­λυμ­μα της πο­λυ­θρό­νας και με το τί­ναγ­μα του κι­τρι­νω­πού υφά­σμα­τος δυ­σκό­λευε την ανά­σα.

Ήταν αξιο­πε­ρί­ερ­γο να βλέ­πεις την κυ­ρία Μα­ρού­λα συ­νο­δευό­με­νη από τον σύ­ζυ­γό της, τον κύ­ριο Προ­βή, κο­ρυ­φαίο μέ­λος του Δι­κη­γο­ρι­κού Συλ­λό­γου της πό­λης, εξέ­χον μέ­λος της Ορ­γα­νω­τι­κής Επι­τρο­πής του Θε­ά­τρου, έρ­γου του Τσί­λερ, όπου εί­χε το θε­ω­ρείο του. Οι θε­α­τές της πλα­τεί­ας ύψω­ναν το κε­φά­λι για να χαι­ρε­τή­σουν τον κύ­ριο Προ­βή στο θε­ω­ρείο του, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως για να θαυ­μά­σουν την κυ­ρία Μα­ρού­λα, που έσκυ­βε προς την πλα­τεία και κά­λυ­πτε το βα­θύ ντε­κολ­τέ της με φαρ­δύ σά­λι. Ήταν αξιο­πε­ρί­ερ­γο να βλέ­πεις τον κύ­ριο Προ­βή δί­πλα στην κυ­ρία Μα­ρού­λα, με τα χρυ­σά μα­το­γυά­λια του, το πε­ρι­ποι­η­μέ­νο μου­στά­κι του, την άψο­γη χω­ρί­στρα στα πε­ρα­σμέ­να με μπρι­για­ντί­νη μαλ­λιά του, με τα χέ­ρια δε­μέ­να πί­σω, σκυ­φτός κά­πως, λές και πέ­ραν των εθυ­νών του στην Ορ­γα­νω­τι­κή Επι­τρο­πή του Θε­ά­τρου, έρ­γου του Τσί­λερ, κου­βα­λού­σε στους ώμους του την ωραιό­τη­τα της κυ­ρί­ας Μα­ρού­λας ως τρό­παιο θριάμ­βου.

Κά­θε από­γευ­μα κα­λο­και­ρί­ας, ο κύ­ριος Προ­βής συ­νό­δευε την κυ­ρία Μα­ρού­λα στον πε­ρί­πα­το, από την κε­ντρι­κή πλα­τεία ως την άκρη του μώ­λου, όπου το ζα­χα­ρο­πλα­στείο του Νέ­γκα, πα­σί­γνω­στο για τις σο­κο­λα­τί­νες του. Ο κύ­ριος Προ­βής πα­ράγ­γελ­νε οπωσ­δή­πο­τε σο­κο­λα­τί­να για την κυ­ρία Μα­ρού­λα και αμυ­γδα­λω­τό για τον εαυ­τό του, υπο­βρύ­χιο όταν ο και­ρός εί­χε κα­λο­και­ρέ­ψει ανε­πι­στρε­πτί. Και οι θα­μώ­νες στο ζα­χα­ρο­πλα­στείο του Νέ­γκα, οι κυ­ρά­τσες της αγο­ράς, οι τα­βερ­νό­βιοι, βε­βαί­ω­ναν πως η κυ­ρία Μα­ρού­λα κε­ρά­τω­νε τον κύ­ριο Προ­βή, μια γυ­ναί­κα τέ­τοιας ωραιό­της δεν ήταν δυ­να­τό να ζού­σε ει­ρη­νι­κά και μα­κράν της ηδο­νής της σαρ­κός με ένα εξέ­χον μέ­λος της Ορ­γα­νω­τι­κής Επι­τρο­πής του Θε­ά­τρου, έρ­γου του Τσί­λερ, το παλ­κο­σέ­νι­κο της κυ­ρί­ας Μα­ρού­λας εί­χε ανά­γκη άλ­λων πα­ρα­στά­σε­ων και η αυ­λαία ήταν τρα­βηγ­μέ­νη και το σκη­νι­κό στη θέ­ση του. Όταν λοι­πόν ο κύ­ριος Προ­βής απε­βί­ω­σε κα­τά τη διάρ­κεια πα­θια­σμέ­νης αγό­ρευ­σης στο Δι­κα­στι­κό Μέ­γα­ρο κα­τά την εκ­δί­κα­ση πε­ρι­πτώ­σε­ως μοι­χεί­ας κα­τά συρ­ρο­ήν, η ια­τρι­κή γνω­μά­τευ­ση, όπως έγι­νε γνω­στή στο κοι­νό, ήταν πως ο θά­να­τος εί­χε επέλ­θει ακα­ριαί­ως οφει­λό­με­νος εις εξά­ντλη­σιν λό­γω υπερ­βα­λού­σης συ­νευ­ρε­τι­κής δρά­σε­ως κα­τά συρ­ρο­ήν και υπό εξό­χως εντό­νου προ­ε­τοι­μα­σί­ας υπο­στη­ρι­ζο­μέ­νης ποι­κιλ­λο­τρό­πως εκ της γε­νε­τη­σί­ου ορ­μής. Κα­τά τη νε­κρώ­σι­μο ακο­λου­θία, η κυ­ρία Μα­ρού­λα έκλαι­γε πι­κρώς, ο πάλ­λευ­κος στη­θό­δε­σμός της δια­κρι­νό­ταν υπό το ρι­χτό μαύ­ρο φου­στά­νι της, όταν έσκυ­ψε να δώ­σει τον τε­λευ­ταί­ον ασπα­σμόν εις τον απω­λε­σθέ­ντα, ο οποί­ος, λέ­νε, ερί­γη­σεν, απα­θής ωστό­σο κα­τά το επι­κή­δειον εγκώ­μιον του Προ­έ­δρου της Ορ­γα­νω­τι­κής Επι­τρο­πής του θε­ά­τρου, έρ­γου του Τσί­λερ.

Δε­κα­τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, φτά­νο­ντας από την πρω­τεύ­ου­σα στο νη­σί του παπ­πού για δια­κο­πές, η κυ­ρία Μα­ρού­λα ζή­τη­σε από τη θεία μου να πε­ρά­σω με­ρι­κές μέ­ρες στο σπί­τι της στην εξο­χή, όπου το κα­λο­καί­ρι εί­χε δρο­σιά και πα­νέ­μορ­φη θέα στο πέ­λα­γος από την πλα­γιά του λό­φου όπου εί­χε χτι­στεί. Εξάλ­λου, ανέ­με­νε την άφι­ξη μιας ανη­ψιάς της και ήταν βέ­βαιη πως θα εί­χα κα­λή πα­ρέα, εί­χε μι­λή­σει στην ανη­ψιά της για εμέ­να και εκεί­νη αγω­νιού­σε να με γνω­ρί­σει, η Τα­τιά­να, κα­λέ, η συμ­μα­θή­τριά μου. Στη βι­βλιο­θή­κη του συ­χω­ρε­μέ­νου συ­ζύ­γου της εί­χε η κυ­ρία Μα­ρού­λα τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα του Κνουτ Χάμ­σουν, που η θεία μου την εί­χε πλη­ρο­φο­ρή­σει ότι ήμουν θαυ­μα­στής αυ­τού του πε­ρί­φη­μου Νορ­βη­γού συγ­γρα­φέα.

Δεν εί­ναι αλή­θεια πως έμει­να μέ­ρες στο εξο­χι­κό της κυ­ρί­ας Μα­ρού­λας, ού­τε εί­ναι αλή­θεια πως η ανη­ψιά της εμ­φα­νί­στη­κε. Η ανα­πα­ρά­στα­ση δεί­χνει την κυ­ρία Μα­ρού­λα να δια­τη­ρεί μι­σά­νοι­χτο το ημι­διά­φα­νο πο­δή­ρες νυ­χτι­κό της, να σκύ­βει στο αυ­τί μου και να με ρω­τά­ει εξο­μο­λο­γη­τι­κώς αν το μυ­θι­στό­ρη­μα του Πι­τι­γκρί­λι Ένο­χοι έρω­τες που με εί­χε συμ­βου­λέ­ψει να δια­βά­σω ήταν εν­δια­φέ­ρον ή αν προ­τι­μού­σα κά­ποιο βι­βλίο της Αν­να­μα­ρί­ας Σε­λίν­κο, το Αύ­ριο όλα θα εί­ναι κα­λύ­τε­ρα για πα­ρά­δειγ­μα, από τη βι­βλιο­θή­κη του συ­χω­ρε­μέ­νου συ­ζύ­γου της, αν εί­χα κου­ρα­στεί να δια­βά­ζω και αν ήθε­λα να κα­θί­σω δί­πλα της στον κα­να­πέ για να κου­βε­ντιά­σου­με, αν ήθε­λα να γδυ­θώ λί­γο, επει­δή έκα­νε τό­ση ζέ­στη από πρω­ί­ας μέ­χρι βα­θεί­ας νυ­κτός. Η ανα­πα­ρά­στα­ση δεν μπο­ρεί να μη λά­βει υπό­ψη της πως η κυ­ρία Μα­ρού­λα ήταν όμορ­φη και η ομορ­φιά της δεν άντε­χε την κα­ται­γί­δα της σάρ­κας και ο κα­να­πές ήταν φαρ­δύς, ας κα­θό­μουν κα­λύ­τε­ρα στα πό­δια της, ας γύ­ρι­ζα προς το μέ­ρος της, ας έβα­ζα τα πό­δια μου πά­νω από τα πό­δια της, ας κου­νιό­μουν λί­γο για να έρ­θουν τα πό­δια μου πά­νω από τα πό­δια της, ας κου­νιό­μουν λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο τώ­ρα που τα πό­δια της εί­χαν ανοί­ξει, εκεί­νη θα κου­νιό­ταν κά­πως για να με βοη­θή­σει να κου­νη­θώ όπως κου­νιό­μα­στε στις κού­νιες, μια πά­νω, μια κά­τω, όλο πιο πά­νω, όλο πιο κά­τω, ο κα­να­πές ήταν πα­λιός, δεν άντε­χε το κού­νη­μα, έπρε­πε να κου­νιό­μα­στε σι­γά και όχι με τό­ση δύ­να­μη, ο κα­να­πές δεν άντε­ξε, το πά­τω­μα όμως άντε­ξε και ο κα­να­πές πε­τά­χτη­κε στην άκρη του δω­μα­τί­ου, το πά­τω­μα έμει­νε στη θέ­ση του, άντε­χε το κού­νη­μα, αν και κιν­δύ­νευε να γκρε­μι­στεί από τό­σο κού­νη­μα κά­θε λί­γο και λι­γά­κι, ας ακου­γό­ταν ο από­η­χος από το ρο­λόι στο κω­δω­νο­στά­σιο του Αγί­ου Μάρ­κου να ση­μαί­νει τον εσπε­ρι­νό, δεν υπήρ­χε φαϊ, δεν υπήρ­χε χρό­νος για μα­γεί­ρε­μα, κο­ντεύ­α­με να πε­θά­νου­με από την πεί­να, πα­ρό­λο που τρώ­γα­με εκεί­νο που τρώ­γα­με και δεν μας χόρ­ται­νε και τε­λειω­μό δεν εί­χε η απώ­λεια της παρ­θε­νί­ας μου ενό­σω ανέ­μι­ζε το ημι­διά­φα­νο πο­δή­ρες νυ­χτι­κό της κυ­ρί­ας Μα­ρού­λας.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: