Χάρτινοι Ήρωες: Μπλεκ ή «Απάνω τους, ορέ Έλληνες»

Χάρτινοι Ήρωες: Μπλεκ ή «Απάνω τους, ορέ  Έλληνες»

«Ο προς την θάλασσαν πύργος, είναι εξαίρετον δείγμα Ιταλικής φρουριακής τέχνης. Έχει το φρούριον εμβαδόν 24 στρεμμάτων, ήτοι όσον και το Παλαμήδι. Η άμυνα διεξήγετο εις δύο τομείς, τα οχυρώματα των επάλξεων άνω και από κάτω από εν σύστημα δωματίων με πολεμίστρας. Είναι το πλέον ενδιαφέρον από μερικάς απόψεις όλων των Ελληνικών...»

...Κάστρων, συμπλήρωνα ποντάροντας περισσότερο στην τύχη, θολωμένος από τα παράξενα κι ακαταλαβίστικα που διάβαζα. Η ευτραφής κυρία μας αποφασισμένη ν’ ατιμάσει το Σαββατοκύριακο που ερχόταν στρουμπουλό-στρουμπουλό όλο χάρη κατά πάνω μας, έδωσε την τελευταία και χαριστική προσταγή: «Θα διαβάσετε και θα γράψετε για ένα μνημείο της πόλης και τη Δευτέρα, πρώτα ο Θεός, θα φέρετε την εργασία σας». «Πρώτα ο Θεός και πρώτα ο Θεός», είχαμε βρει το διάολο μας μ’ αυτή τη δασκάλα, που κάθε τρεις και λίγο όλο κάτι θυμόταν για να στραγγίσει, όση ώρα υπέθετε ότι θα μας έμενε ελεύθερη από τις αυτονόητες υποχρεώσεις του υπόλοιπου διαβάσματος. Τώρα που είχαμε και την 25η Μαρτίου ακόμα χειρότερα για μας. Έκλεινε τη βδομάδα η κυρία «Πρώτα ο Θεός» φροντίζοντας να πνίξει κάθε πιθανότητα αλητείας στην περιφέρεια της τεμπελιάς, της σχόλης και της αγίας οκνηρίας.
«Πήγε δώδεκα η ώρα, δεν θα κοιμηθείς; ψιθύρισε η μάνα μου στον χώρο. Γύρισα και την είδα να στέκεται πίσω μου· φωτιζόταν από το μικρό πορτατίφ του στεκόταν στο μικρό τραπεζάκι. Είχε στο πρόσωπο τη συγκρατημένη αυστηρότητα της Αγίας Αικατερίνης λίγο πριν τον βασανισμό της, που ξεφλουδιζόταν σε ωχρή γλυκύτητα όπως την αποτύπωσε κάποιος αγιογράφος ένα ξημέρωμα.
«Τώρα σε λίγο, γαμώτη μου, δεν τα καταλαβαίνω αυτά που γράφει, ρε μαμά».
«Άστα τώρα κοιμήσου, αύριο θα είναι εδώ τα παιδιά, θα βάλουμε κάποιον να στα εξηγήσει».
«Ναι αλλά πρέπει να τα γράψω κιόλας, η χοντρέλα τα θέλει και γραμμένα», είπα, αναθαρρυμένος από τη λύση που είχε βρεθεί.
«Ε, θα σου λέει κάποιο παιδί κι εσύ θα γράφεις. Άντε κοιμήσου τώρα». Είπε, πλησίασε κι άρχισε κατά πως το συνήθιζε, όταν ήταν να κοιμηθώ, να παραχώνει τις κουβέρτες γύρω μου και σταματούσε μόνο όταν έβλεπε ότι με είχε σχεδόν μουμιοποιήσει και δεν υπήρχε περίπτωση να τρυπώσει το κρύο από κάποια ανοιχτή εσοχή.
«Να κλείσω το φως;», είπε και κινήθηκε προς το τραπεζάκι.
«Ας το θα το κλείσω εγώ σε λίγο», της απάντησα βιαστικά και γύρισα στο χοντρόδετο βιβλίο.
Με καληνύχτισε, φορτώθηκε τις έγνοιες της και κινήθηκε να βγει. Η σκιά της, μικρό πεινασμένο σκυλάκι έτρεξε πίσω της ντυμένη το σκότος του δωματίου, της συνοικίας και του σύμπαντος. Νόμιζα πως η μάνα μου ποτέ δεν είχε προβλήματα και στεναχώριες, λες και τα φόρτωνε στο αντιφέγγισμά της, λες και ήταν κακό και μιαρό να τα δει κανείς στο πρόσωπο της, τα στρίμωχνε στο είδωλο της. Το βράδυ δεν ήξερα καθώς έγερνε και δεν μπορούσε να γεννηθεί ούτε είδωλο ούτε σκιά, μήπως οι έγνοιες τρύπωναν μέσα της και της έτρωγαν τα σωθικά. Η σκιά της μεγάλωσε λίγο πριν την πόρτα και γλίστρησαν σαν λάμια και οσία μαζί από το μικρό δωματιάκι. Πίσω της άφηνε λιβάνι από σιγουριά, θυμάρι από ζεστασιά και κίτρο από πίστη, όλα αυτά τα στάλαζε η νύχτα αργά – αργά και τα φτιάχνε μέχρι την αυγή ελπίδα και ζωή.
Αφού ο φύλακας άγγελός έβγαλε το βάρος της ευθύνης από πάνω μου, ανέσυρα κι εγώ τον Μπλεκ κάτω από τα σκεπάσματα και είπα να κάνω κάνα μισάωρο συντροφιά με τον αγαπημένο μου επαναστάτη με το γούνινο καπέλο, τα μυώδη μπράτσα του και το φωτοστέφανο του αγνού και αμόλυντου πατριώτη. Πάντως δεν απέσυρα και τον τόμο από πάνω μου, τον κράτησα να κρύβει τον Μπλεκ και τα ανδραγαθήματά του και να μην αποκαλυφθεί η μικρή παρασπονδία μου.





Αφού διάβασα ένα μικρό επεισόδιο Μπλεκ και παρέα κατατροπώσαμε ένα λόχο Άγγλων κατακτητών, επέστρεψα λίγο στο καθήκον του κάστρου, μήπως και διά της επιφοιτήσεως καταλάβαινα κάτι περισσότερο από τα αλαμπουρνέζικα της εγκυκλοπαίδειας.

«Οι Τούρκοι, ενώ έβλεπον επικειμένην την Επανάστασιν, ελάχιστα εφρόντισαν διά την Ακρόπολιν. Πάντως ο δειλός Μουσταφά βέης των Πατρών δι' αγγαρείας των Ελλήνων ανύψωσε τα τείχη της επί τη εμφανίσει προ του λιμένος στολίσκου, ο οποίος απλώς μετέφερε το χαρέμι του Βελή πασά κατά Μάρτιον 1821. Προ της πύλης υπήρχεν ωραία και πολυχρόνιος πλάτανος, με κρήνην πολύκρουνον. Ήτο ο τόπος της συνήθους συναντήσεως των Οθωμανών και υπήρχεν εκεί καφενείον».

Βαρύς αχός ακουγόταν. Ο τόπος είχε γεμίσει καπνό, σκόνη και μαυρίλα. Αγαρηνοί, Τούρκοι και μαυριδεροί Αιγύπτιοι με αλαλαγμούς ορμούσαν στην τσιμεντένια ανηφόρα του κάστρου για να το καταλάβουν.
Μια ομάδα, για τις ανάγκες του εγχειρήματος, παρέκαμψε κι ένα παρκαρισμένο ξεβαμμένο μπλε φορτηγάκι, φορτωμένο με πάγο, που ήταν εκεί για να επιτύχει κάποιο χτύπημα στη βόρεια πλευρά του κάστρου.
Μέσα Έλληνες, από την άκρη του χρόνου μέχρι τα βάθη της άγνοιάς μου, γενναία αγωνιζόντουσαν να κρατήσουν το φρούριο.
Μπλεγμένοι σε αναπάντεχη εθνική, ιστορική και αφαιρετική ομοψυχία πολεμούσαν πλάι- πλάι ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, οι τριακόσιοι του Λεωνίδα, ο συνταγματάρχης Βαρτάνης, ο Παπαφλέσσας στο πρόσωπο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ κι εγώ σε ρόλο κάτι μεταξύ Ζορό, Ταρζάν και βέβαια Μπλεκ -- πώς θα μπορούσε να λείπει ο αγνός επαναστάτης μου;
Η Ελληνική γλώσσα είναι μία και αδιαίρετη σαν την Αγία Τριάδα, το διαπίστωνα παντού γύρω μου, από τις φωνές και τις κραυγές των συμπολεμιστών μου στα δεξιά, «Απάνω του ορέ Έλληνες» από τις ιαχές των άλλων στ’ αριστερά μου «αέρα», και από την ευγενική διαπίστωση ενός σπαθοφόρου στη μέση της αλάνας: «Νενικήκαμεν».
Στραπατσάδα από ιστορία που είχα καταπιεί αμάσητη, από τις παραγωγές του Τζέιμς Πάρις, από δημοτικά τραγούδια και σκηνές από τον τηλεοπτικό «Άγνωστο πόλεμο», που εξυμνούσαν την ανδρεία των Ελλήνων σε όλη τη λαμπρότητά της και ακόμα λίγο.
Η μάχη ήταν άνιση παρά την μεροληπτική στάση του ονειροπόλου δημιουργού της και την τεχνολογική ανωτερότητα των αμυνομένων. Γιατί μπορεί οι τριακόσιοι να πολεμούσαν με τόξα, αλλά κροτάλιζαν εδώ και κει πολυβόλα που τιμήθηκαν στον ένδοξο πόλεμο του ‘’ΟΧΙ’’ και κάμποσοι όλμοι από το έπος του «κομμουνιστοσυμμοριτοπόλεμου». Χάριν κάποιας ανεξήγητης τηλεθεάσεως η μάχη έπρεπε να είναι αμφίρροπη.
Μέχρι που κι εγώ, ο ανίκητος ήρωας όλων μαζί των ηρωικών κόμικς της δεκαετίας, τραυματίστηκα και αισθανόμουν τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπό μου και το στήθος μου το ένιωθα βαρύ.
«Παιδάκι μου, τι στο δαίμονα το 'θελες να διαβάζεις μες τη νύχτα, αυτό είναι τέρας δεν είναι βιβλίο».
Άκουσα τη μάνα μου να μονολογεί και πήρε τον τόμο τού «Ελευθερουδάκη» από το στήθος μου. Ξαλάφρωσα και γύρισα πλευρό για ν’ αποφύγω τις παρατηρήσεις, τράβηξα τα βαριά σκεπάσματα με τη μικρή ελπίδα μήπως και κατάφερνα να συνεχίσω το όνειρο για να νικήσουμε επιτέλους στη μάχη. Εξάλλου κανείς δε θα μ’ εμπόδιζε να ενισχύσω των Ελλήνων την ανδρεία με μερικά τανκς και δεν το 'χα σε τίποτα να ‘ριχνα στη μάχη και λίγα F 86, που τα είχα δει να πετούν στην τελευταία παρέλαση πάνω από την πόλη. Μαζί απέσυρα διακριτικά και το τεύχος του Μπλεκ και το τρύπωσα κάτω από το μαξιλάρι μου. Ο Καθηγητής Μυστήριος, ο Ρόντι και ο ομώνυμος ήρωας, θα έδιναν, για καιρό, σε κάθε γρίφο, σε κάθε δύσκολη στιγμή μου, σε κάθε αμφίρροπη μάχη μου, λαχταριστές, ετοιμοπαράδοτες λύσεις, τις οποίες ακόμα θυμάμαι με γλυκόπικρη νοσταλγία και ηλεκτρισμένη λαχτάρα.
Μπήκα στο δωμάτιο που μύριζε κυριακάτικη τσίκνα, λαχανιασμένη επιβίωση και αιώνια καρτερία. Η μάνα μου πηγαινοερχόταν στην κουζίνα, ανακατεύοντας το φαγητό, φροντίζοντας τον πατέρα μου, τακτοποιώντας το μέλλον. Τα αδέρφια μου κοιμόντουσαν ακόμα και ο πατέρας μου πλάι στο λαχανί ραδιοφωνάκι άκουγε το τελευταίο δελτίο ειδήσεων του ραδιοφωνικού σταθμού της «Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου».

Ανάμεσα στα παράσιτα του ραδιοφώνου άκουσα τις λέξεις «Επί τη επετείω», «θα ακολουθήσει ρίψεις φωτοβολίδων, εις την Ακρόπολιν της πόλεως των Πατρών». Δεν ήξερα αν είχα καταλάβει καλά και κοίταζα καθ’ όλη την διάρκεια του σήματος τέλους των ειδήσεων τον πατέρα μου. Εκείνος νωχελικά γύρισε και με κοίταξε μάλλον αποφασισμένος και σίγουρος για την απάντησή μου.
«Θα πάμε, θα ρίξουν πυροτεχνήματα για την 25η Μαρτίου;»
«Αμέ», απάντησα, υπολογίζοντας ότι είχα καταλάβει καλά κι ας μην είχα ακούσει ποιας ακριβώς «επετείω».
Πέρασα το πρωινό με τον αδελφό μου να μου μεταφράζει το δυσνόητο κείμενο της εγκυκλοπαίδειας για το κάστρο. Συναντήθηκα με τις λαμπρές στιγμές του φρουρίου, με χρόνους μακρινούς, με ιππότες και πολέμους τρομερούς. Συναντήθηκα και με ήρωες της Επανάστασης, είναι αλήθεια όχι πρώτης γραμμής, αλλά πάντως ήρωες, έτσι που το 'χα σίγουρο ότι δεν χρειάζονταν τανκς και F 86 για να κατατροπωθούν οι άπιστοι. Καθώς ο αδελφός μου διάβαζε το κείμενο και μετά το εξηγούσε, εξοικειώθηκα λίγο και με καταλάμβανε η εθνική έπαρσις πριν τη μετάφραση. «Διακρίθησαν ως τολμηρότεροι εις την πολιορκίαν οι Παναγιώτης Καρατζάς και Σταμάτης Κουμανιώτης. Τολμηροί οι Έλληνες έστησαν κατά του φρουρίου εξ κανόνια μετακομισθέντα εκ των εν τω λιμένι Ιονίων πλοίων. Από του ναού Παντοκράτορος αφηρείτο η εκ χαλκού στέγη προς παρασκευήν φυσιγγίων. Και υπόνομον επέτυχον οι Έλληνες να σκάψουν υπό τα τείχη, επροδώθησαν όμως υπό του Γκρην».
Άιντε πάλι εφιάλτες, Γούσηδες και λοιποί, αυτό το έθνος έχει πήξει στους ήρωες και τους προδότες, δέκα νοματαίους κανονικούς, της προκοπής, δε θα βρεις όσο και αν ψάξεις.
Είχε πάει να νυχτώσει όταν γεμάτος από εθνική έπαρση, εικόνες ηρωικές ανυψωμένες ακόμα περισσότερο από το προδοτικό άγος, ανέβαινα με τον πατέρα μου από διαβολική σύμπτωση ή επειδή δεν οδηγούσε άλλος δρόμος στις υπώρειες του κάστρου, την Καρατζά. Φούσκωνα σαν φρεσκοχρισμένο πρωτοπαλίκαρο του καπετάνιου και δεν καταδέχτηκα ούτε στιγμή να με κρατήσει ο πατέρας μου από το χέρι.

Μέσα στο τσουχτερό κρύο του Μαρτίου οι ήρωες χόρευαν ανάμεσα στις γιρλάντες της Γερμανού και μαζί
πεταγόταν στις γωνιές, γύρω από το Ρωμαϊκό Ωδείο, μια ακατάσχετη, χαντρομούτσινη υπερηφάνεια με γλώσσα σαν πετραχήλι και βλέμμα οχιάς.
Περάσαμε την Αγ. Γεωργίου και κατηφορίσαμε μέχρι που είδαμε φωταγωγημένη την Νοτιοδυτική πλευρά του κάστρου και τον πύργο του να δεσπόζει Άι Γιώργης σε λευκό άτι.
Βρήκαμε μια γωνιά ανάμεσα στο πλήθος δίπλα στα κλειστά μαγαζιά ανεβήκαμε στο πεζούλι και στυλώσαμε το βλέμμα ψηλά.
«Εδώ καλά είναι», είπε ο πατέρας μου.
«Θα βλέπω;», τον κοίταξα ανήσυχος.
«Μη σε νοιάζει, ρε χαζοπούλι, όταν γεμίσει κόσμο, θα σε πάρω αγκαλιά και θα 'σαι σένιος».
Η αγκαλιά δεν τιμούσε και τόσο την εθνεγερμένη ψυχική μου κατάσταση, αλλά θα ‘δινα τόπο στην οργή μόνο και μόνο να μη χάσω το λαμπρό θέαμα, το οποίο φανταζόμουν ότι δεν θα απείχε και πολύ από μια αληθινή μάχη και μάλιστα νυχτερινή.
Έβλεπα κιόλας πάνω στις πολεμίστρες σύσσωμο το Μποτσαραίικο, μερικούς Τζαβελαίους και την αχνή εικόνα του Άι Γιώργη του Καραϊσκάκη, να ετοιμάζουν τα τόπια. Σκιές από ιστορικές μορφές και ανιστόρητες γνώσεις, χοροπηδούσαν στις ντάπιες κραδαίνοντας τα γιαταγάνια όλων των ανεκπλήρωτων εθνικών επιταγών στους αιώνες.
Οι προβολείς που φώτιζαν τους πέτρινους όγκους του φρουρίου έσβησαν, ένα παρατεταμένο επιφώνημα απλώθηκε συγχρονισμένο με το σκοτάδι. Για λίγο έπεσε σιωπή κι αν δεν είχα δει τον κύριο μπροστά μου, λίγο πιο πριν στο περίπτερο, θα νόμιζα πως ήταν αυτοπροσώπως ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος.
Το σκοτάδι με ενόχλησε λίγο και κόλλησα, τάχα μου ασυναίσθητα, στο πλάι του πατέρα μου.
Μια ομοβροντία βεγγαλικών τάραξε τον τόπο, φώτισε εντυπωσιακά τον ουρανό και βύθισε στο φόβο την παραπαίουσα πια εθνεγερμένη ψυχή μου. Ξεδιάντροπα κόλλησα για τα καλά στον πατέρα μου, πήρα το χέρι του κιόλας και το πέρασα στον ώμο μου.
Οι φοβεροί κρότοι ξεφλούδιζαν μια-μια τις ηρωικές μου φαντασιώσεις και τις πετούσαν σερπαντίνες πάνω από τα κεφάλια του πλήθους, έτσι για να γίνεται το ρεζιλίκι μου ορατό απ’ όλους τους θεατές άντρες και γυναίκες, κοινούς και ηρωικούς θνητούς.
Είχα αποστρέψει το βλέμμα και κολλημένος πάνω στον πατέρα μου βούλωνα τ’ αυτιά μου να μην ακούω τους τρομερούς κρότους. Οι συνεχείς θόρυβοι δεν ήταν τόσο τρομακτικοί όσο αυτοί που ξαφνικά ακολουθούσαν μια μικρή παύση.

«Φοβάσαι τους κρότους;», άκουσα τον πατέρα μου στ’ αφτί.
«Είναι απότομα, μωρέ», ψέλλισα και χώθηκα καλύτερα ανάμεσα στο πανωφόρι του.
Ήθελα να τελειώσει όσο δυνατόν πιο γρήγορα αυτό το μαρτύριο. Οι κρότοι είχαν παρασύρει το μαύρο μανδύα του Ζορό, τον σκούφο του Μπλεκ μέχρι και το λιτό ένδυμα του Ταρζάν είχε γίνει σουρωτήρι από τα φλεγόμενα πυροτεχνήματα. Ολοτσίτσιδος από ηρωισμούς και πατριωτισμούς, τυλιγμένος στο πανωφόρι του πατέρα μου, ήθελα να αναβάλω την μάχη μου για κάποια άλλη στιγμή, να την δώσω με καλύτερες προϋποθέσεις και βέβαια με λιγότερο κρότο.
Κάποια στιγμή επιτέλους κόπασε ο θόρυβος και το πλήθος μουρμουρίζοντας άρχισε να σκορπίζεται στα δρομάκια.
Τα διάφορα επαινετικά και τις περιγραφές που άκουγα για το θέαμα, χωρίς να τις συμμερίζομαι, τις συγκρατούσα να τις ιστορήσω στην αδερφή μου και στους συμμαθητές μου.
Ανεβήκαμε πίσω την ανηφόρα και μπήκαμε στην πλατεία της Αγίου Γεωργίου. Την διασχίσαμε διαγώνια και περάσαμε μπροστά από το μνημείο των πολεμιστών του ΄21.
«Σ΄ αυτό το σημείο», μου είπε ο πατέρας μου, «ευλογήθηκαν τα όπλα των αγωνιστών στις 25 Μαρτίου του 1821».
Άφησα ένα βαθύ αναστεναγμό, δέηση στους επαναστάτες και μαζί στεφάνι στις ηρωικές φαντασιώσεις ενός ολόκληρου εικοσιτετραώρου.
Μόλις μπήκαμε στο σπίτι δεν είχα όρεξη ούτε για φαγητό.
«Δεν θα φας τίποτα;», μου ψιθύρισε η μάνα μου καθώς με μουμιοποιούσε πάλι ανάμεσα στα σκεπάσματα.
«Αφού σου λέω δεν πεινάω;», είπα ανόρεχτα, εκείνη γλυκά και μαλακά, γλίστρησε σα χάδι πάνω μου και βγήκε από την κάμαρη.
Ανέσυρα τον Μπλεκ κάτω από το μαξιλάρι μου. Εδώ είμαστε σκέφτηκα, με τους χάρτινους ήρωές μου, χωρίς κρότους, χωρίς εκρήξεις, χωρίς τίποτα που να ταράζει την ηρεμία μου και την ηρωική μου διάθεση. Ο Ρόντι, ο καθηγητής Μυστήριος και ο ανίκητος Μπλεκ θα πάρουν από μέσα μου όλους τους φόβους και την αναστάτωση και θα με ταξιδέψουν σε κόσμους ηρωικούς, αναίμακτα, ήσυχα, νανουριστικά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: