Τον δέκατο ένατο αιώνα, η γλυπτική ως επαγγελματική επιλογή απαιτoύσε από την καλλιτέχνιδα ή τον καλλιτέχνη να «εισπνέει σκόνη και βρομιά, να ασχολείται με τις δύσκολες εργασίες μεταφοράς νερού και οικοδομικών υλικών, να βυθίζεται στον πηλό και να καθαρίζει τα πάντα στο τέλος της μέρας»[1]. Η Καμίλ Κλοντέλ εκδήλωσε ήδη από μικρή ηλικία την κλίση της προς αυτή τη δύσβατη οικονομικά και κοινωνικά, ιδιαίτερα για τις γυναίκες, επιλογή, μένοντας πιστή σε αυτή, μέχρι οι ψυχικές δυνάμεις της να την εγκαταλείψουν στα μέσα της βασανισμένης ζωής της. Η γλύπτρια κεντρίζει το επιστημονικό ενδιαφέρον από το 1980 μέχρι σήμερα ολοένα και περισσότερο, καθώς νέες αθέατες πτυχές της ανατρεπτικής προσωπικότητάς της και του βαρυσήμαντου έργου της έρχονται διαρκώς στην επιφάνεια. Το παρόν άρθρο ακολουθεί την τάση των τελευταίων αυτών δεκαετιών προς την ερευνητική απαγκίστρωση του έργου της από την επιβλητική παρουσία του ομότεχνου και ερωμένου της Oγκίστ Ροντέν, τοποθετώντας υπό το ερμηνευτικό μικροσκόπιο, συγκεκριμένα, το γλυπτό «Βαλς» [La Valse ή Les Valseurs), το οποίο κατασκευάζεται και τροποποιείται επανειλημμένα μεταξύ 1889 και 1905. Τα δύο μεθοδολογικά εργαλεία που τίθενται υπό λειτουργία είναι η θεωρία της φιλοσοφίας του χορού του Πολ Βαλερί και οι στοχασμοί του Ζορζ Μπατάιγ γύρω από τον ερωτισμό και την αναπόσπαστη συνάφειά του με τον θάνατο. Απώτερο σκοπό μου αποτελεί η αποκωδικοποίηση αυτού του ερωτικού χορού που δείχνει να αντικατοπτρίζει στο βάθος των μορφών την ψυχική εξάντληση της ίδιας της γλύπτριας, η οποία κλήθηκε από το πεπρωμένο της να αφεντεύει την «τέχνη του να ζεις πάνω από την άβυσσο».[2]
Σύμφωνα με τον Βαλερί, το ενέργημα το χορού δεν είναι παρά «μια νόηση που κατοικεί στην αισθητικότητα»,[3] καθώς, ως μέσο έκφρασης, δεν αποσκοπεί σε κάποιο αποτέλεσμα και πλάθει επί τόπου έναν ολόδικό του χωροχρόνο. Αυτός ο χορο-χρόνος δεν διαθέτει κανένα άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινή και πρακτική ζωή· από αυτή την παντελή απουσία σκοπιμότητας είναι που ο χορός, όπως όλες οι τέχνες, αντλεί τη «χρησιμότητα μέσα από το άχρηστο».[4] Οι χορευτές δεν μπορούν να διαφύγουν αυτής της μετέωρης χρονικότητας που φτιάχνεται στιγμιαία και που κρατά επ’ αόριστον, γινόμενοι ένα με τον φαντασιακό χώρο που τους τυλίγει σαν μια «σβούρα που ισορροπεί στην άκρη της και αντιδρά με ζωντάνια σε κάθε πρόσκρουση».[5] Οι κινήσεις και οι μεταβαλλόμενες θέσεις τους όχι μόνο μεταμορφώνουν τον χώρο και τον χρόνο, αλλά και μεταμορφώνονται από αυτούς, με τη διάρκεια να χάνει τα εσωτερικά της όρια και να ομοιάζει σε μια αδιάκοπη ονειροφαντασία. Ο Βαλερί ακούει ανεπαίσθητα «ένα είδος εσωτερικού μονολόγου»[6] να εκπηγάζει από το σώμα του χορευτή, ακόμη και όταν ακριβώς δίπλα του στέκει ένα άλλο σώμα εν χορώ. Ο ίδιος ο χορός, έτσι, υποστασιοποείται ως «μια γενική ποίηση της πράξης των ζωντανών όντων»,[7] η οποία διανοίγεται σαν το καταλληλότερο ερμηνευτικό εργαλείο προσέγγισης των δύο αινιγματικών μορφών που χορεύουν αιώνια ένα βαλς που παραπαίει, ακόμα και αν οι τρικλίζουσες κινήσεις τους αποκρυσταλλώνονται μέσω της ακίνητης σύστασης του μαρμάρου και του μπρούτζου.
Καθώς η περίπτωση του «Βαλς» αποτελεί ένα ερωτικό χορο-χρόνο, τα συμπεράσματα του Βαλερί δεν αρκούν για την αποκρυπτογράφηση της σωματικής στάσης και της έκφρασης των δύο μορφών που χορεύουν σε συγχρονία μεν, σε απόσταση δε, αφού τις χωρίζει «μια άβυσσος, μια διακοπή»,[8] που δεν είναι άλλη παρά ο ίλιγγος και η οδύνη του επερχόμενου θανάτου και, άρα, του χωρισμού. Για τον Μπατάιγ, δύο ερωμένα όντα περνούν βιαίως από την ασυνέχεια της φθαρτής ατομικότητάς τους στη θανατηφόρα αλληλουχία τους. Φτάνοντας όμως να βρίσκονται σε μια συνέχεια, αποδεσμευμένα από την κλειστή κατάσταση της αναδίπλωσης στον εαυτό τους, διακυβεύεται το ίδιο το Είναι τους, το οποίο ενδέχεται να διαλυθεί από την οριακή κατάσταση που βιώνουν η καρδιά και το σώμα. Αυτή η διακινδύνευση εμπεριέχει αναπόφευκτα μια θεμελιώδη «βασκανία του θανάτου»,[9] καθώς οι κλυδωνισμοί του πάθους διασαλεύουν και τελικά παραβιάζουν την απομόνωση εντός της οικείας και φύσει ετοιμοπαράδοτης ασυνεχούς ατομικότητας. Συνεπώς, για τον Μπατάιγ, «ο ερωτισμός διανοίγεται στον θάνατο [και] ο θάνατος διανοίγεται στην άρνηση της ατομικής διάρκειας».[10] Αντίστοιχα, ένα ερωτικό βαλς συνταυτίζεται με ένα χορό αφανισμού και παραφοράς, με τα σώματα να μετεωρίζονται σε ένα κατωφλιακό σημείο μεταξύ ζωής και θανάτου.