Διάβασα για πρώτη φορά την Αληθινή Ιστορία του Λουκιανού πριν από τέσσερις δεκαετίες από μια θαυμάσια έκδοση[1] με εξαιρετική εικονογράφηση και εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που ξεδιπλώνει τις ιστορίες του. Ο τίτλος του βιβλίου, βέβαια, είναι παραπλανητικός και ούτε καν μία από τις περιπέτειες που περιγράφει είναι αληθινή. Ο ίδιος το δηλώνει αυτό στον πρόλογό του και καλεί τους αναγνώστες του να μην πιστέψουν ούτε λέξη από αυτά που γράφει γιατί όλα είναι ψευτιές, που ο ίδιος ούτε είδε, ούτε άκουσε κι ούτε θα μπορούσαν να υπάρξουν. Ο στόχος του, όπως είπε, ήταν να σατιρίσει τους αρχαίους ποιητές, ιστορικούς και φιλοσόφους για τα απίθανα και μυθικά, που συναντούσε στα κείμενά τους και τα κατάφερε θαυμάσια χρησιμοποιώντας κι αυτός υπερβολές αλλά σε υπερθετικό βαθμό. Αυτά τα διαπιστώνουν, ανεξαιρέτως, όλοι οι μελετητές του συγκεκριμένου έργου τού Λουκιανού, αλλά, όπως θα δούμε παρά κάτω, υπάρχει κάτι που ανατρέπει αυτή τη θεώρηση∙ ο Λουκιανός έγραψε και κάτι σημαντικό, που είναι πέρα για πέρα αληθινό. Κι εδώ που τα λέμε υπάρχει συγγραφέας που να μην έχει εμβολιάσει το έργο του, έστω και σε μικρό βαθμό, με κάτι από την εμπειρία της ζωής του;
Οι περιπέτειες του αρχίζουν έξω από τις Ηράκλειες στήλες καθώς η περιέργειά του τον σπρώχνει όλο και πιο δυτικά μέσα στον ωκεανό. Σε λίγο όμως ξεκινούν οι μεγάλες δυσκολίες, που τον οδηγούν μέχρι τη σελήνη και τον ήλιο, συναντά, μαζί με τους πενήντα συντρόφους του, αλλόκοτα όντα, περιγράφει τοπία και γεγονότα, που δεν αντίκρισαν ποτέ μάτια ανθρώπου, παρακολουθεί ή συμμετέχει σε απίστευτες μάχες στο διάστημα, και τέλος προσθαλασσώνεται ξανά στον ωκεανό.
Κι εκεί που όλα έδειχναν γαλήνια, κι ο ενθουσιασμός τους ήταν πραγματικά απερίγραπτος, μετά από όσα είχαν τραβήξει, ξεκίνησαν μεγαλύτερες συμφορές. Ένα τερατώδες κολοσσιαίο κήτος τους ρούφηξε μαζί με το καράβι τους. Μέσα στο κήτος τώρα αρχίζει μια νέα περιπέτεια και οι περιγραφές τού Λουκιανού είναι πραγματικά απίστευτες, δεν μπορεί να τις συλλάβει ανθρώπινος νους. Μέσα στο κήτος υπάρχουν δάση, νησιά, λίμνες με ψάρια, πετούν πουλιά, ακούνε αλυκτίσματα σκυλιών, ξεσπούν πυρκαγιές, και τελικά ανακαλύπτουν και πολιτείες ανθρώπων, που αντιμάχονται μεταξύ τους.
Οι πρώτοι άνθρωποι που συνάντησαν εκεί ήταν ένας γέρος και ο γιός του. Ο γέρος συστήθηκε ως Φάσκελος και συμπλήρωσε ότι ήταν από την Κύπρο. Την πρώτη φορά που διάβασα την ιστορία του Λουκιανού, όπως είπα πιο πάνω, δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το όνομα Φάσκελος, που μάλλον πρέπει να παραπέμπει στη χαρακτηριστική κίνηση της ανοιχτής παλάμης, σκέφτηκα μόνο πως επρόκειτο για όνομα που σκαρφίστηκε ο πολύπλαγκτος νους του Λουκιανού. Αυτό το όνομα όμως, αποτελεί και την ανατροπή για την οποία μίλησα προηγουμένως. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, για να σας πω για ποιον λόγο ξεκίνησα να ξαναδιαβάζω την Αληθινή Ιστορία.
Πριν λίγες μέρες, ένας φίλος του φέισμπουκ, έκανε μια ανάρτηση με τίτλο «Ο Κύπριος ήρωας στην Αληθινή Ιστορία του Λουκιανού», παραπέμποντας στο ιστολόγιό[2] του και από εκεί με σύνδεσμο στην ψηφιακή μορφή[3] έργων του Λουκιανού. Θέλοντας να φρεσκάρω τη μνήμη μου, αφού έχουν περάσει τέσσερις δεκαετίες από την πρώτη μου ανάγνωση, άρχισα να διαβάζω το κείμενο στην οθόνη του υπολογιστή μου, και ξαφνικά φτάνοντας στην ιστορία του γέρο ναυτικού, άρχισαν να χτυπούν καμπανάκια και να αναβοσβήνουν λαμπάκια στο κεφάλι μου: μόλις είδα το όνομα του Κύπριου ναυτικού, διερωτήθηκα πώς και δεν το είχα προσέξει στην πρώτη μου ανάγνωση. Ανασύρω, λοιπόν, την παλιά έκδοση του Καλοκύρη από τη βιβλιοθήκη μου και διατρέχοντας γρήγορα γρήγορα και διαγωνίως τις σελίδες του βιβλίου φτάνω στον... Φάσκελο! Ο Σκίνθαρος, το πραγματικό όνομα του γέρου είχε μεταφραστεί στην παλιά έκδοση ως Φάσκελος, δηλαδή ο άνθρωπος που κάνει άσχημη χειρονομία, ο σκίνδαρος. Μου φαίνεται όμως, ότι το πιο σωστό είναι να προέρχεται από τη λέξη σκινθός[4], που σημαίνει βουτηχτής, αυτός που κάνει καταδύσεις, και αυτό φαίνεται να είναι πιο κοντά στον ναυτικό γέρο, άλλωστε στη συνέχεια και μέχρι το τέλος του βιβλίου δεν έχει κάνει ούτε μια άσχημη χειρονομία, απεναντίας ο Λουκιανός του αναθέτει να είναι ο καπετάνιος στο καράβι της διάσωσης. Ωστόσο δεν αλλάζει τίποτε στην ιστορία, όποια και να είναι η ρίζα της λέξης. Σημασία έχει ότι ο Σκίνθαρος ήταν ένας πραγματικός άνθρωπος και όχι στη φαντασία του Λουκιανού, και έζησε μετά από αυτή την περιπέτεια ξανά στην πατρίδα του –μάλιστα φιλοξένησε και τον Λουκιανό– και μετά από δεκαεφτά περίπου αιώνες έτυχε να είναι και η δική μου πατρίδα, και μάλιστα να γνωρίσω και μια «σφραγίδα» του, που άφησε στην περιοχή.
Πριν σας αποκαλύψω τι είναι αυτή η σφραγίδα, πρέπει να σας πω για ένα διήγημά[5] μου, όπου αναφέρομαι σε κάποιες δοξασίες που άκουγα από μικρός να λένε στο χωριό μου, αλλά θα αναφερθώ και σε πραγματικά γεγονότα. Ένας γέρος, λοιπόν, στο διήγημά μου, ενενηκοντούτης, όταν τον είχα συναντήσει το καλοκαίρι του 1971, μου διηγήθηκε ότι στο αρχαίο «λιμανάκι» μας, υπήρχε στον βυθό ένα καράβι. Έγραψα «λιμανάκι» σε εισαγωγικά γιατί δεν υπάρχει κάτι σήμερα που να δείχνει ότι ήταν λιμάνι. Είναι ένας μικρός άπατος κολπίσκος, με αρχαιότητες τριγύρω, και που καθορίζεται από δύο τεράστιους βράχους, που διατηρούν την αρχαία ονομασία τους: Λίγγερος και Άδμητος. Ακόμα, μια πινακίδα εκεί μας πληροφορεί ότι είναι επικίνδυνο το κολύμπι. Λίγγερος ήταν ένας από τους Κύπριους μηχανουργούς που βοήθησαν τον Μεγαλέξανδρο στη μάχη της Τύρου, και ο Άδμητος ήταν ο σπουδαίος και ατρόμητος στρατηγός του Αλέξανδρου, ο οποίος σκοτώθηκε στην πολιορκία και οι ονομασίες δόθηκαν προς τιμήν τους. Τρία από τα καράβια που επέστρεψαν από την Τύρο έκαναν σταθμό στο λιμανάκι μας, αλλά το ένα από αυτά δεν πρόλαβε να επιστρέψει στη βάση του στη Σαλαμίνα και τώρα βρίσκεται στον πάτο. Κάποιοι τολμηροί στις μέρες μας, που πλησίασαν κάπως με μάσκες, έλεγαν πως φαίνεται κάτι σαν πολιορκητική μηχανή. Τώρα γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Διότι το μεθεπόμενο καλοκαίρι, το 1973, όταν γύρισα από την Αθήνα στο χωριό για διακοπές –ήμουν φοιτητής τότε– κανόνισα με έναν φίλο[6] μου από την Αμμόχωστο, λάτρη των καταδύσεων, να κάνει μια διερεύνηση και να μάθω από πρώτο χέρι τι συνέβαινε στον βυθό ανάμεσα στους δύο βράχους. Δεν θα πολυλογήσω. Όταν αναδύθηκε, μου είπε πως πράγματι υπήρχε κάτι που φαινόταν να είναι ξύλο, και άδειασε μπροστά μου μια σακούλα με διάφορες πέτρες, που είχε αποκολλήσει από τον βυθό καλυμμένες με πράσινη γλοιώδη βλάστηση. Τίποτε το σπουδαίο. Όταν όμως πήγαμε στο χωριό και καθαρίσαμε τα ευρήματα, είδαμε ότι ήταν κομμάτια από σπασμένο αγγείο και σε ένα από αυτά γραμμένο ένα όνομα: Σκίνθαρος.