Σκίνθαρος: ο Κύπριος ναυτικός στην «Αληθινή Ιστορία» του Λουκιανού

Η «Αληθινή ιστορία», αρχικά στις εκδ. Ύψιλον και κατόπιν στις εκδ. Αίολος, με μετάφραση και εικόνες του Δημήτρη Καλοκύρη. Όλες οι εικόνες μαζί σε ένα δίπτυχο πανό-βιβλίο (έκθεση στη Γκαλερί Ζήβας 2021)
Η «Αληθινή ιστορία», αρχικά στις εκδ. Ύψιλον και κατόπιν στις εκδ. Αίολος, με μετάφραση και εικόνες του Δημήτρη Καλοκύρη. Όλες οι εικόνες μαζί σε ένα δίπτυχο πανό-βιβλίο (έκθεση στη Γκαλερί Ζήβας 2021)

Διάβασα για πρώτη φορά την Αληθινή Ιστορία του Λουκιανού πριν από τέσσερις δεκαετίες από μια θαυμάσια έκδοση[1] με εξαιρετική εικονογράφηση και εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που ξεδιπλώνει τις ιστορίες του. Ο τίτλος του βιβλίου, βέβαια, είναι παραπλανητικός και ούτε καν μία από τις περιπέτειες που περιγράφει είναι αληθινή. Ο ίδιος το δηλώνει αυτό στον πρόλογό του και καλεί τους αναγνώστες του να μην πιστέψουν ούτε λέξη από αυτά που γράφει γιατί όλα είναι ψευτιές, που ο ίδιος ούτε είδε, ούτε άκουσε κι ούτε θα μπορούσαν να υπάρξουν. Ο στόχος του, όπως είπε, ήταν να σατιρίσει τους αρχαίους ποιητές, ιστορικούς και φιλοσόφους για τα απίθανα και μυθικά, που συναντούσε στα κείμενά τους και τα κατάφερε θαυμάσια χρησιμοποιώντας κι αυτός υπερβολές αλλά σε υπερθετικό βαθμό. Αυτά τα διαπιστώνουν, ανεξαιρέτως, όλοι οι μελετητές του συγκεκριμένου έργου τού Λουκιανού, αλλά, όπως θα δούμε παρά κάτω, υπάρχει κάτι που ανατρέπει αυτή τη θεώρηση∙ ο Λουκιανός έγραψε και κάτι σημαντικό, που είναι πέρα για πέρα αληθινό. Κι εδώ που τα λέμε υπάρχει συγγραφέας που να μην έχει εμβολιάσει το έργο του, έστω και σε μικρό βαθμό, με κάτι από την εμπειρία της ζωής του;

Οι περιπέτειες του αρχίζουν έξω από τις Ηράκλειες στήλες καθώς η περιέργειά του τον σπρώχνει όλο και πιο δυτικά μέσα στον ωκεανό. Σε λίγο όμως ξεκινούν οι μεγάλες δυσκολίες, που τον οδηγούν μέχρι τη σελήνη και τον ήλιο, συναντά, μαζί με τους πενήντα συντρόφους του, αλλόκοτα όντα, περιγράφει τοπία και γεγονότα, που δεν αντίκρισαν ποτέ μάτια ανθρώπου, παρακολουθεί ή συμμετέχει σε απίστευτες μάχες στο διάστημα, και τέλος προσθαλασσώνεται ξανά στον ωκεανό.
Κι εκεί που όλα έδειχναν γαλήνια, κι ο ενθουσιασμός τους ήταν πραγματικά απερίγραπτος, μετά από όσα είχαν τραβήξει, ξεκίνησαν μεγαλύτερες συμφορές. Ένα τερατώδες κολοσσιαίο κήτος τους ρούφηξε μαζί με το καράβι τους. Μέσα στο κήτος τώρα αρχίζει μια νέα περιπέτεια και οι περιγραφές τού Λουκιανού είναι πραγματικά απίστευτες, δεν μπορεί να τις συλλάβει ανθρώπινος νους. Μέσα στο κήτος υπάρχουν δάση, νησιά, λίμνες με ψάρια, πετούν πουλιά, ακούνε αλυκτίσματα σκυλιών, ξεσπούν πυρκαγιές, και τελικά ανακαλύπτουν και πολιτείες ανθρώπων, που αντιμάχονται μεταξύ τους.
Οι πρώτοι άνθρωποι που συνάντησαν εκεί ήταν ένας γέρος και ο γιός του. Ο γέρος συστήθηκε ως Φάσκελος και συμπλήρωσε ότι ήταν από την Κύπρο. Την πρώτη φορά που διάβασα την ιστορία του Λουκιανού, όπως είπα πιο πάνω, δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το όνομα Φάσκελος, που μάλλον πρέπει να παραπέμπει στη χαρακτηριστική κίνηση της ανοιχτής παλάμης, σκέφτηκα μόνο πως επρόκειτο για όνομα που σκαρφίστηκε ο πολύπλαγκτος νους του Λουκιανού. Αυτό το όνομα όμως, αποτελεί και την ανατροπή για την οποία μίλησα προηγουμένως. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, για να σας πω για ποιον λόγο ξεκίνησα να ξαναδιαβάζω την Αληθινή Ιστορία.

Πριν λίγες μέρες, ένας φίλος του φέισμπουκ, έκανε μια ανάρτηση με τίτλο «Ο Κύπριος ήρωας στην Αληθινή Ιστορία του Λουκιανού», παραπέμποντας στο ιστολόγιό[2] του και από εκεί με σύνδεσμο στην ψηφιακή μορφή[3] έργων του Λουκιανού. Θέλοντας να φρεσκάρω τη μνήμη μου, αφού έχουν περάσει τέσσερις δεκαετίες από την πρώτη μου ανάγνωση, άρχισα να διαβάζω το κείμενο στην οθόνη του υπολογιστή μου, και ξαφνικά φτάνοντας στην ιστορία του γέρο ναυτικού, άρχισαν να χτυπούν καμπανάκια και να αναβοσβήνουν λαμπάκια στο κεφάλι μου: μόλις είδα το όνομα του Κύπριου ναυτικού, διερωτήθηκα πώς και δεν το είχα προσέξει στην πρώτη μου ανάγνωση. Ανασύρω, λοιπόν, την παλιά έκδοση του Καλοκύρη από τη βιβλιοθήκη μου και διατρέχοντας γρήγορα γρήγορα και διαγωνίως τις σελίδες του βιβλίου φτάνω στον... Φάσκελο! Ο Σκίνθαρος, το πραγματικό όνομα του γέρου είχε μεταφραστεί στην παλιά έκδοση ως Φάσκελος, δηλαδή ο άνθρωπος που κάνει άσχημη χειρονομία, ο σκίνδαρος. Μου φαίνεται όμως, ότι το πιο σωστό είναι να προέρχεται από τη λέξη σκινθός[4], που σημαίνει βουτηχτής, αυτός που κάνει καταδύσεις, και αυτό φαίνεται να είναι πιο κοντά στον ναυτικό γέρο, άλλωστε στη συνέχεια και μέχρι το τέλος του βιβλίου δεν έχει κάνει ούτε μια άσχημη χειρονομία, απεναντίας ο Λουκιανός του αναθέτει να είναι ο καπετάνιος στο καράβι της διάσωσης. Ωστόσο δεν αλλάζει τίποτε στην ιστορία, όποια και να είναι η ρίζα της λέξης. Σημασία έχει ότι ο Σκίνθαρος ήταν ένας πραγματικός άνθρωπος και όχι στη φαντασία του Λουκιανού, και έζησε μετά από αυτή την περιπέτεια ξανά στην πατρίδα του –μάλιστα φιλοξένησε και τον Λουκιανό– και μετά από δεκαεφτά περίπου αιώνες έτυχε να είναι και η δική μου πατρίδα, και μάλιστα να γνωρίσω και μια «σφραγίδα» του, που άφησε στην περιοχή.

Πριν σας αποκαλύψω τι είναι αυτή η σφραγίδα, πρέπει να σας πω για ένα διήγημά[5] μου, όπου αναφέρομαι σε κάποιες δοξασίες που άκουγα από μικρός να λένε στο χωριό μου, αλλά θα αναφερθώ και σε πραγματικά γεγονότα. Ένας γέρος, λοιπόν, στο διήγημά μου, ενενηκοντούτης, όταν τον είχα συναντήσει το καλοκαίρι του 1971, μου διηγήθηκε ότι στο αρχαίο «λιμανάκι» μας, υπήρχε στον βυθό ένα καράβι. Έγραψα «λιμανάκι» σε εισαγωγικά γιατί δεν υπάρχει κάτι σήμερα που να δείχνει ότι ήταν λιμάνι. Είναι ένας μικρός άπατος κολπίσκος, με αρχαιότητες τριγύρω, και που καθορίζεται από δύο τεράστιους βράχους, που διατηρούν την αρχαία ονομασία τους: Λίγγερος και Άδμητος. Ακόμα, μια πινακίδα εκεί μας πληροφορεί ότι είναι επικίνδυνο το κολύμπι. Λίγγερος ήταν ένας από τους Κύπριους μηχανουργούς που βοήθησαν τον Μεγαλέξανδρο στη μάχη της Τύρου, και ο Άδμητος ήταν ο σπουδαίος και ατρόμητος στρατηγός του Αλέξανδρου, ο οποίος σκοτώθηκε στην πολιορκία και οι ονομασίες δόθηκαν προς τιμήν τους. Τρία από τα καράβια που επέστρεψαν από την Τύρο έκαναν σταθμό στο λιμανάκι μας, αλλά το ένα από αυτά δεν πρόλαβε να επιστρέψει στη βάση του στη Σαλαμίνα και τώρα βρίσκεται στον πάτο. Κάποιοι τολμηροί στις μέρες μας, που πλησίασαν κάπως με μάσκες, έλεγαν πως φαίνεται κάτι σαν πολιορκητική μηχανή. Τώρα γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Διότι το μεθεπόμενο καλοκαίρι, το 1973, όταν γύρισα από την Αθήνα στο χωριό για διακοπές –ήμουν φοιτητής τότε– κανόνισα με έναν φίλο[6] μου από την Αμμόχωστο, λάτρη των καταδύσεων, να κάνει μια διερεύνηση και να μάθω από πρώτο χέρι τι συνέβαινε στον βυθό ανάμεσα στους δύο βράχους. Δεν θα πολυλογήσω. Όταν αναδύθηκε, μου είπε πως πράγματι υπήρχε κάτι που φαινόταν να είναι ξύλο, και άδειασε μπροστά μου μια σακούλα με διάφορες πέτρες, που είχε αποκολλήσει από τον βυθό καλυμμένες με πράσινη γλοιώδη βλάστηση. Τίποτε το σπουδαίο. Όταν όμως πήγαμε στο χωριό και καθαρίσαμε τα ευρήματα, είδαμε ότι ήταν κομμάτια από σπασμένο αγγείο και σε ένα από αυτά γραμμένο ένα όνομα: Σκίνθαρος.


Σκίνθαρος: ο Κύπριος ναυτικός στην «Αληθινή Ιστορία» του Λουκιανού

Δεν το πίστευα. Σκίνθαρος. Αυτό ήταν το όνομα στο όστρακο, που θυμήθηκα όταν διάβασα το δεύτερο κείμενο της Αληθινής Ιστορίας και άρχισαν να χτυπούν τα καμπανάκια και να αναβοσβήνουν φωτάκια στο κεφάλι μου. Ευτυχώς, τότε είχα μια φωτογραφική μηχανή[7], φωτογράφισα το όστρακο και έτσι γλύτωσε, αφού λίγες μέρες μετά γύρισα στην Αθήνα και εμφάνισα[8] το φιλμ. Το ίδιο το όστρακο δεν υπάρχει πια γιατί οι Τούρκοι, που κατέλαβαν την περιοχή τον επόμενο χρόνο το πέταξαν μαζί με τόσα άλλα πράγματά μας, γιατί δεν είχαν καμιά αξία γι’ αυτούς.

Δεν φαντάζεστε τη χαρά μου, που διαπίστωνα ότι ο Κύπριος ναυτικός του Λουκιανού μάλλον ήταν ο δικός μας Σκίνθαρος. Δεν έχασα χρόνο, τηλεφώνησα στον φίλο μου τον δύτη για να τον πληροφορήσω για την εξέλιξη που είχε το εύρημα τού 1973. Χάρηκε κι αυτός, δεν γνώριζε για τον Λουκιανό, αλλά μου έδωσε μια πολύτιμη πληροφορία. «Ξέρεις», μου λέει, «εκείνο το καλοκαίρι, μετά που έφυγες εσύ, τον Σεπτέμβριο αν θυμάμαι καλά, μια ομάδα από ένα πανεπιστήμιο της Ολλανδίας[9], δεν θυμάμαι τώρα ποιο ήταν, έκανε μια υποβρύχια έρευνα εκεί ακριβώς που βούτηξα κι εγώ, αλλά δεν βρήκαν τίποτε το αξιόλογο. Είδαν κι αυτοί τα ξύλα του καραβιού, αλλά φαίνεται πως κάποιος σεισμός, που είχε γίνει στο περελθόν τα πιο πολλά τα έθαψε βαθιά κάτω από μεγάλους βράχους. Το μόνο που βρήκαν ήταν ένα αγγείο με πολλές λαβές αλλά ευτυχώς άθικτο. Τώρα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο στη Λευκωσία». Κόντεψα να λιποθυμήσω. «Μίλησες για αγγείο με πολλές λαβές;» ρώτησα με αγωνία. «Ναι, και ήταν παράλειψή μου που δεν σε ενημέρωσα. Άλλωστε εσύ ήσουν στην Αθήνα...», είπε. Δεν έδωσα συνέχεια στη συζήτηση. Επισκέφθηκα αμέσως το Αρχαιολογικό Μουσείο στη Λευκωσία και η διευθύντρια, με ευγένεια μου υπέδειξε το inventory book της υπηρεσίας, το οποίο έπρεπε να συμβουλευτώ ώστε να εντοπίσω τη σχετική εγγραφή και έτσι να μπορέσει να με οδηγήσει στο αγγείο, που τόσο ανυπομονούσα να δω. Δεν άργησα να την εντοπίσω γιατί γνώριζα ήδη τη χρονολογία, αλλά ένα σκίτσο του αγγείου που ήταν πρόχειρα σχεδιασμένο κάτω από την εγγραφή δεν άφηνε καμιά αμφιβολία ότι ήταν αυτό που αναζητούσα.


Σκίνθαρος: ο Κύπριος ναυτικός στην «Αληθινή Ιστορία» του Λουκιανού

Αντέγραψα τα στοιχεία[10] του inventory σε ένα χαρτάκι και το έδωσα στη διευθύντρια, η οποία με οδήγησε πάραυτα στα υπόγεια του Μουσείου, κατευθείαν μπροστά στον κρατήρα. Ήταν μεγάλη η συγκίνησή μου. Ίσως, ήταν «ο χάλκινος κρατήρας με τις εφτά λαβές», που αναφέρω στο ομώνυμο διήγημά[11] μου. Ώστε οι συγχωριανοί μου, που έψαχναν να βρουν έναν «κούζο» με εφτά λαβές δεν έλεγαν ψέματα. Η πραγματική ιστορία μεταφερόταν παραλλαγμένη από στόμα σε στόμα, αλλά έκρυβε μέσα της κάποιαν αλήθεια. Στεκόμουν εκστατικός μπροστά στον κρατήρα χωρίς να μιλώ, η διευθύντρια όμως, διέκοψε το νοερό ταξίδι μου στο παρελθόν. «Υπάρχει και κάτι άλλο σχετικά με το αντικείμενο αυτό, αν θέλεις μπορούμε να το δούμε», είπε κι εγώ απάντησα «και το ρωτάτε;». «Ωραία, θα πάμε στο τμήμα χειρογράφων», συνέχισε αυτή και μου εξήγησε καθώς προχωρούσαμε ότι ο κρατήρας όταν βρέθηκε ήταν κλειστός ερμητικά και οι τότε υπεύθυνοι του μουσείου τον παραβίασαν γιατί κάτι ακουγόταν στο εσωτερικό του όταν τον κουνούσαν. Αυτό το κάτι ήταν δύο κοντάκια, δηλαδή πάπυροι τυλιγμένοι σε κοντά ξύλινα κονταράκια, αλλά δυστυχώς, δεν είχαν λάβει τα κατάλληλα μέτρα και η γραφή μέσα σε λίγες μέρες είχε εξαφανιστεί. Ήταν κενοί πάπυροι πια.

Ευχαρίστησα τη διευθύντρια και γύρισα στο σπίτι μου με ανάμικτα συναισθήματα. Πήρα στο τηλέφωνο τον φίλο μου τον δύτη και του μίλησα για την επίσκεψή μου στο μουσείο. Όταν του ανέφερα για τους παπύρους είπε «ωχ! Θα έχουν καταστραφεί και οι φωτοτυπίες μου, πάνε τώρα πενήντα χρόνια, δεν νομίζω να έμεινε κάτι», και μου εξήγησε πως ως συνεργάτης, τότε, μπόρεσε να πάρει αντίγραφο των παπύρων. «Δώσε μου μερικές μέρες και κάτι θα βρω» συνέχισε. Τον ευχαρίστησα και κλείσαμε τη συνομιλία μας.

Πραγματικά σε τρεις μέρες ήρθε με ταξί από τη Λεμεσό ο φάκελος με τις φωτοτυπίες και έπιασα αμέσως δουλειά. Με έτρωγε η περιέργεια να μάθω τι έγραφε στους παπύρους. Μετά όμως, από μισόν αιώνα τα αντίγραφα του φίλου μου είχαν σχεδόν την ίδια τύχη με τους παπύρους του μουσείου, διαπίστωσα όμως ότι τα αντίγραφα στο μέρους που είναι προς το τέλος κάθε κοντακίου ήταν σε καλύτερη κατάσταση, μπορούσε κάποιος να διαβάσει κάποιες φράσεις. Πολύ σύντομα διαπίστωσα πως επρόκειτο για την Αληθινή Ιστορία του Λουκιανού γιατί είχα πρόσφατη την ανάγνωση του αρχαίου κειμένου και μάλιστα τα δύο χωρία αντιπροσώπευαν τα δύο μέρη του βιβλίου. Άρχισα να αντιπαραβάλλω το αρχαίο κείμενο που βρήκα στο διαδίκτυο με τις φωτοτυπίες μου. Το πρώτο μέρος –όσο τουλάχιστον μπόρεσα να συμπεράνω από μερικές λέξεις που διαβάζονταν– ήταν ακριβώς το ίδιο, στο δεύτερο όμως, στο τέλος του παπύρου, υπήρχε ένα μικρό άγνωστο κείμενο. Προφανώς ο Λουκιανός πρόσθεσε μια περιπέτεια που συνέβη μετά που το κύμα τούς πέταξε τσακισμένους στην άλλη στεριά.

Θα προσπαθήσω να σας πω την ιστορία που ανέγνωσα, όσο καλύτερα μπορώ, γιατί όπως είπα πιο πάνω το αντίγραφο που έχω δεν είναι και της καλύτερης ποιότητας. Γράφει, λοιπόν, ο Λουκιανός:

...Υποσχέθηκα να σας διηγηθώ το πώς πέρασα στην άλλη στεριά, και η υπόσχεση αυτή είναι η μόνη αλήθεια που κατάφερα μέχρι τώρα να εκστομίσω, μόνο που πολύ σύντομα καταλάβαμε πως η άλλη στεριά δεν ήταν άλλη ήπειρος παρά η δική μας. Προχωρήσαμε λίγο προς το εσωτερικό για διερεύνηση και παρατηρήσαμε ότι υπήρχαν πολλές ελιές, αλλά και η υπόλοιπη βλάστηση που βλέπαμε τριγύρω μάς ήταν οικεία. Ξεκινήσαμε να κινούμαστε προς τον νότο, γιατί είχαμε προσανατολιστεί πια και φτάσαμε σε ένα πολύ μεγάλο ποτάμι.[12] Εκεί κοντά βρήκαμε ένα [εγκαταλελημένο;] καράβι, ποιος ξέρει ποιος το άφησε εκεί [...] κι ύστερα φτάσαμε στις Ηράκλειες στήλες, από εκεί που είχαν ξεκινήσει οι περιπέτειές μας στον ωκεανό. Ο γέρο Σκίνθαρος, ο καπετάνιος του καραβιού, κυβερνούσε το καράβι πια στα ήσυχα νερά της Μεσογείου αλλά ξεκίνησαν τα μουρμουρητά από τους συντρόφους μου γιατί κάθε φορά που ησύχαζαν τα πράγματα μετά από λίγο ξεκινούσε μια πιο δύσκολη περιπέτεια. Κάποιοι ήθελαν να εγκαταλείψουν το καράβι το συντομότερο δυνατόν, και πράγματι μόλις φάνηκε από μακριά η Σικελία άρχισαν να τραγουδούν από χαρά ανυπόμονοι για την αποβίβασή τους. Μόλις δέσαμε, δεκαπέντε από αυτούς μας αποχαιρέτισαν. Κάναμε μερικές προμήθειες για το ταξίδι, ανταλλάζοντας ασκούς γεμάτους με κρασί που βρήκαμε στο καράβι και ξεκινήσαμε. Πριν ακόμα απομακρυνθούμε από τη Σικελία, μια άλλη ομάδα ήθελαν να τους πάμε στην Νεάπολη. Δεν είχαμε άλλη επιλογή, στρίψαμε αριστερά και περάσαμε τα στενά μεταξύ Σικελίας και Ιταλίας και φτάσαμε στην Ν[εά]πο[λ]η. Εκεί αποβιβάστηκαν άλλοι εικοσιτρείς, έτσι που μείναμε στο καράβι μαζί με τον Σκίνθαρο και τον γιο του μόνο δέκα. Γυρίσαμε από τον ίδιο δρόμο και πλέαμε πια ανατολικά ώσπου φτάσαμε κοντά στην Πορ[;]ρίδα[13] όπου μας τάραξε μια τρομερή θαλασσοταραχή κι ούτε γνωρίζαμε προς τα πού πηγαίναμε γιατί μας τύλιξε βαθύ σκοτάδι. Τα χαράματα γαλήνεψε η θάλασσα αλλά όταν οι [...] [έμαθαν] ότι ο Σκίνθαρος θα μας πήγαινε στην Κύπρο, δεν ήθελαν να μας ακολουθήσουν. Στα [... φάνηκε] η Κρ[ήτ]η, αφήσαμε και τους υπόλοιπους εφτά εκεί και σαλπάραμε για την Κύπρο, την πατρίδα του γέρο Σκίνθαρου.

Στο σημείο αυτό υπήρχαν αρκετές γραμμές που δεν μπόρεσα να διαβάσω, η συνέχεια όμως, ήταν το καθαρότερο μέρος του παπύρου.


...και ο Σκίνθαρος μού έδειξε δύο βράχους στην ακτή λέγοντάς μου ότι εκεί θα δέσουμε, πράγμα που έγινε σε λίγο. Επιτέλους σε λίγο θα πατούσα σε στέρεο έδαφος. Η χαρά μου ήταν μεγάλη γιατί είχα κουραστεί κι εγώ πολύ με όλες εκείνες τις περιπέτειες που περάσαμε. Υπήρχε λίγη κίνηση στο μικρό λιμανάκι, υπήρχαν μερικά κτίσματα πιο πίσω αλλά η μικρή πόλη του Σκίνθαρου, η Οζαλίς,[14] όπως μου την είπε, ήταν τρία περίπου στάδια στα ενδότερα, σε ένα υψίπεδο με εξαιρετική θέα.


Σε μια βραχώδη περιοχή μού έδειξε έναν λαξευτό «τάφο»
Σε μια βραχώδη περιοχή μού έδειξε έναν λαξευτό «τάφο»


Εκεί, στο σπίτι του Σκίνθαρου, κοιμήθηκα τον ύπνο του δικαίου για δύο μέρες, χωρίς να το κουνήσω από το στρώμα. Την τρίτη μέρα όμως, ο Σκίνθαρος θέλησε να με ξεναγήσει στην περιοχή. Προχωρήσαμε βορειότερα και σε μια βραχώδη περιοχή[15] μού έδειξε έναν λαξευτό «τάφο». Η είσοδος του ήταν σχεδόν καλυμμένη από τα κλαδιά ένος πελώριου σκοίνου. Παραμερίσαμε τα κλαδιά και κατεβήκαμε τα τρία μόνο σκαλάκια του. Τίποτε το ιδιαίτερο. Ένας χώρος λαξεμένος σε βράχο πέντε έως εφτά περίπου πόδια επί εφτά με δέκα. Γιατί με έφερες σε τούτο εδώ το μέρος, ρώτησα τον Σκίνθαρο. Ποιο είναι το ενδιαφέρον. Αυτός χαμογέλασε, και αφού προχώρησε μερικά βήματα, μου έδειξε με το κεφάλι και τη ματιά του κάτι: στον απέναντι τοίχο, χαμηλά στο πέτρινο πάτωμα, υπήρχαν δύο βαθιά αχνάρια ως να τα είχε δημιουργήσει ανθρώπινο πάτημα. Τον κοίταξα με απορία κι αυτός μου είπε: «πάτησε τα πόδια σου σε εκείνα τα δύο αχνάρια αλλά να μη φοβηθείς ό,τι και να συμβεί». Χωρίς χρονοτριβή πάτησα στα δύο αχνάρια αλλά την ίδια στιγμή βρέθηκα στο πιο βαθύ σκοτάδι που γνώρισα στη ζωή μου και ένα απότομο τράβηγμα προς τα πίσω, που με έκανε να πέσω στο πάτωμα. «Δεν θα σε άφηνα να πέσεις στο κενό», είπε ο Σκίνθαρος. Σηκώθηκα και τον κοίταξα με απορία αλλά και φόβο. «Κανένας μέχρι τώρα δεν τόλμησε να μπει σ’ αυτά τα τάρταρα», είπε πάλι ο γέρος και συνέχισε: «μετά από όσα είδαν τα μάτια μας όταν μας κατάπιε το κήτος, δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι χειρότερο να πάθουμε. Ας δοκιμάσουμε, λοιπόν, να εξερευνήσουμε κι αυτό τον κόσμο». Είμαστε κι οι δυο τόσο περίεργοι τύποι, που η ζωή μας δεν θα είχε καμιά αξία αν δεν το κάναμε. Συμφώνησα μαζί του και καταστρώσαμε το σχέδιο. Θα πήγαινε αυτός πρώτος και θα καθοδηγούσε και μένα ανάλογα με ό,τι παρουσιαζόταν. Μαζί μας είχαμε μόνο τα μικρά μαχαιράκια μας.
Πάτησε πρώτος στ’ αχνάρια του βράχου και αμέσως εξαφανίστηκε από το οπτικό μου πεδίο. Φώναξα αλλά δεν πήρα καμιά απάντηση. Τότε προχώρησα, πάτησα κι εγώ στ’ αχνάρια και μπήκα ξανά στο βαθύ σκοτάδι. «Κλείσε τα μάτια σου», άκουσα τη φωνή του Σκίνθαρου». Τα έκλεισα και τότε τον είδα να κάθεται σε ένα σκαλάκι μιας πέτρινης σκάλας που χανόταν σε ομίχλη στο βάθος. «Ακολούθησέ με προσεχτικά με κλειστά τα μάτια για να βλέπεις», είπε ξανά ο Σκίνθαρος. Ακουγόταν μια εξαίσια μουσική. Όταν άνοιγα τα μάτια μου βυθιζόμουν στο σκοτάδι, όταν τα έκλεινα έβλεπα το μαύρο χάος. «Θα κατέβουμε προσεχτικά τα σκαλιά να δούμε πού θα μας βγάλουν», είπε ο γέρος. Προχωρήσαμε λίγο και πρόσεξα ότι τα σκαλοπάτια γίνονταν ολοένα και πιο στενά. Κατεβαίναμε πια καθιστοί στα σκαλάκια. Άθελά μου άγγιξα απότομα τον τοίχο που υπήρχε στα δεξιά μας και έπεσε μια μεγάλη πέτρα. Δεν ακούστηκε όμως κανένας ήχος, πράγμα που εσήμαινε ότι το χάος δίπλα μας ήταν απροσμέτρητο. Ο Σκίνθαρος γύρισε το σώμα του για να με δει αλλά έχασε την ισορροπία του και έπεφτε στο κενό. Πριν πέσει όμως, άπλωσε το χέρι κι εγώ θέλοντας να τον συγκρατήσω του άρπαξα το χέρι με αποτέλεσμα να με παρασύρει κι εμένα στο άγνωστο χάος. Από ένστικτο έκλεισα τα μάτια αλλά είτε κλειστά τα είχα πια είτε ανοιχτά το ίδιο ήταν: μαύρο κατάμαυρο σκοτάδι. Είχαμε πέσει σε μια μαύρη τρύπα στο πουθενά. Πέφταμε με μεγάλη ταχύτητα στα τάρταρα για ώρες πολλές, αλλά προσέξαμε ότι η ταχύτητα που πέφταμε γινόταν όλο και πιο μικρή γιατί το σκοτάδι γινόταν όλο και πιο πηκτό. Όταν πεινούσαμε, το πιάναμε με τα χέρια μας και το τρώγαμε γιατί ήταν πολύ γλυκό. Το ταξίδι αυτό κράτησε εφτά μέρες και εφτά νύχτες. Τώρα θα μου πείτε πώς το γνωρίζεις αυτό. Το γνωρίζω γιατί ενώ κοιμόμαστε ξαφνικά εμφανιζόταν ένας πετεινός τόσο ψηλός όσο ένα στάδιο και μιλώντας ελληνικά, μάς ξυπνούσε κι ύστερα εξαφανιζόταν. Τα φτερά της ουράς του ήταν πολύχρωμα και φώτιζαν τον χώρο όπως ο δικός μας ήλιος.

Αυτό το μέρος του χειρογράφου, που μόλις διαβάσατε, μάλλον είναι το πιο καθαρογραμμένο, αλλά με δυσκόλεψαν λίγο κάποιες λέξεις. Λυπούμαι αν δεν το έχω μεταφέρει ικανοποιητικά. Προσπάθησα όμως να δώσω την ουσία όπως εγώ την έχω αντιληφθεί. Παραθέτω πιο κάτω το πρωτότυπο κείμενο τού μέρους αυτού.

[ Τούτου πεσουμένου βοηθῆσαι ἔδραμον ὥστε, ἀδυναμοῦντος μου τοῦτον κρατῆσαι, συνεκυλίσθημεν ἀμφότεροι ἐς βάραθρον. Ἐκάμμυσα, ἀλλ’ ἑώρων τουταυτὸ ὃ προὔβλεπον τῶν ὀφθαλμῶν ὁρώντων∙ πεπτώκαμεν ἐς βάραθρον, σταδίων ἐκκαίδεκα, ἐν ᾧ οὐ τόπος. Γνόφος γὰρ βαθὺς ἐπεφέρετο, ζόφος πεπυκνωμένος. Ἡ οὖν ἡμῶν πτῶσις, καίπερ ἐν ἀρχῇ γιγνομένη ταχύστως, ἤρξατο βραδυνομένη, ἐπεὶ τὸ σκότος ἐπυκνοῦτο πάνυ. Τοῦ χρόνου προϊόντος ἐπεινάσαμεν, τῆς νυκτὸς δὲ ὁ ζόφος ἦν τῆς πείνης χορτασμός, γεύσει προσομοιούμενος ἄρτῳ ἀμαυρῷ ὀπτιθέντι ἄρτι. Ἡ εἰς βαράθρου κάθοδος ἦν νυκτῶν καὶ ἡμερῶν ἑπτά. Ἐν πυκινῷ καὶ ἀδιοράτῳ γνόφῳ ὄντες τοῦ χρόνου ἤσθημεν ἀλέκτορος ἀρωγῇ, ὅς ἐλάλει ἀττικιστί, Δημοσθένῃ ὁμοιοτρόπως. Ὕπνῳ γὰρ παραδεδομένοι, ἀλέκτωρ μέγας ἄχρι σταδίου ὢν, τῷ τούτου ἤθει χρώμενος, ἐλάλει τὴν τῆς πρωίας ἔλευσιν, καὶ ἡμῖν, μόγις καὶ κατ' ὀλίγον, ἐπεφαίνετο τοῖς τούτου πτέρυξι χρώματα ἐκπέμπουσι φωσφόρως, ὥσπερ ἥλιος ].

Το κάθε φτερό φώτιζε με το δικό του χρώμα. Αργότερα μάθαμε, επίσης, ότι η ημέρα εκεί διαρκούσε όσο εφτά χρόνια δικά μας και άλλα τόσα η νύχτα, έτσι τα εφτά πρωινά που μας ξυπνούσε ο πετεινός ισοδυναμούσαν με ενενήντα οκτώ χρόνια δικά μας. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό που έκανα βρήκα ότι ο Σκίνθαρος, που ήταν εικοσιεπτά χρονών όταν είχε αρχίσει το ταξίδι του στον ωκεανό, εικοσιεπτά χρόνια που έζησε στην κοιλιά του κήτους και ενενήντα οκτώ εδώ, έπρεπε να ήταν εκατόν πενήντα δύο χρονών, και έπρεπε να είχε πεθάνει. Και όμως, τώρα είχε όψη τριαντάχρονου. Εγώ που ήμουν νεότερος του έπρεπε να δείχνω δεκαεφτάρης. Εδώ δεν κυλούσε ο χρόνος. Μάλλον κυλούσε αντίστροφα. Τι ευτυχία. Δεν θέλαμε να φύγουμε γιατί συνέβηκε και το εξής: μια μέρα ακούστηκε εκείνη η μεθυστική μουσική που δεν μάθαμε από πού προερχόταν. Εμείς ταξιδεύαμε ανάλαφρα χωρίς προσπάθεια, καθισμένοι στο κενό, μα ξαφνικά ένιωσα μια ερωτική επιθυμία τόσο έντονη που... έκλεισα τα μάτια και τότε τις είδα. Ήταν καλλίγραμμες γυμνές γυναίκες που τραγουδούσαν και χόρευαν, κι ήταν τόσο επιθυμητές με τα τορνευτά σώματά τους, που με τρέλαιναν πραγματικά. Αντί για χέρια είχαν λευκές φτερούγες, κι έτσι όπως πετούσαν τις κουνούσαν με τόση τέχνη και χάρη, που το σώμα τους λικνιζόταν πολύ ερωτικά. Και τι βλέπω ακόμα: ο Σκίνθαρος σφικταγκαλιασμένος να στριφογυρίζει στο κενό με μια απ’ αυτές τις γυναίκες και να κάνουν έρωτα. Οι άλλες πετούσαν τριγύρω με τις άκρες των φτερούγων τους να αγγίζουν ελαφρά το γυμνό σώμα του Σκίνθαρου για να τον ερεθίζουν. Εκείνη τη στιγμή με πλησίασε μια άλλη από την παρέα τους και μου συστήθηκε στα ελληνικά ως Ίυγξ[16] και δείχνοντας τις άλλες μου είπε ότι είναι αδελφές της. Γυμνή κι αυτή, έτσι που δεν άντεξα. Βυζάκωσα πάνω της σαν μεθυσμένος, μπήκα μέσα της δυνατά κι αυτή ξεφώνησε από ηδονή, όπως κι εγώ φυσικά, και τα ερωτικά μας ξεφωνήματα σμίγονταν με τη θεσπέσια ουράνια μουσική. Όταν φάνηκε ότι ευχαριστήθηκε πολύ, έδωσε τη θέση της σε μια αδελφή της, που αυτή ανυπόμονη μου έκλεισε το στόμα με το δικό της, και η διερευνητική γλώσσα της έχυνε μέλι και νέκταρ στο δικό μου. Τον ίδιο ακριβώς χυμό απολάμβανα να ρουφώ όταν έβαζα στο στόμα μου τις ζεστές, χυμώδεις και ροδοκόκκινες ρώγες των βυζιών της, που δεν τις χόρταινα, κι όσο απομυζούσα τόσο πιο πολύ ανέβαινε η ερωτική μου επιθυμία, και η ερωτική κορύφωσή μου διαρκούσε εφτά ολόκληρες ώρες και όχι μερικά δευτερόλεπτα όπως στον δικό μας κόσμο. Το να λαγγεύω και να σπαγιάζουμαι για ώρες πολλές επαναλήφθηκε με όλες τις πανέμορφες νύμφες μέχρι που ικανοποιήθηκαν όλες διπλά και από τους δυο μας, κι ούτε που νιώθαμε εξουθενωμένοι ούτε καν μικρή κούραση. Από πού αντλούσαμε τόση δύναμη είναι κάτι που δεν θα μάθουμε ποτέ. Ίσως εκείνο το πηχτό σκοτάδι, που έμοιαζε σαν το μαλακό και μαύρο ψωμί, που μόλις βγαίνει από τον φούρνο, να είχε κάποιες υπερφυσικές ιδιότητες. Όταν απεχώρησαν η μεθυστική μουσική ακουγόταν για πολλές ώρες ακόμα.
Όταν σιγά σιγά ηρεμήσαμε, εμφανίστηκε ο πετεινός με την πολύχρωμη ουρά και μας είπε, πάλι στα ελληνικά: «φτάσατε στο τέλος του ταξιδιού σας, και πρέπει να σας δείξω τον δρόμο της επιστροφής». Και με μια επιδέξια κίνηση μάς ανέβασε στην πλάτη του. Πετούσε με τόσο μεγάλη ταχύτητα, που δεν ξεχωρίζαμε από ποια μέρη περνούσαμε. Σε κάποια στιγμή όμως, βρεθήκαμε προσγειωμένοι και ζαλισμένοι επάνω στα κλαδιά του τεράστιου σκοίνου έξω από τον λαξευτό «τάφο». Ξεκινήσαμε για το σπίτι του Σκίνθαρου, αλλά δυσκολευτήκαμε γιατί όλα ήταν αλλαγμένα. Μόνο οι δύο βράχοι ήταν στη θέση τους, ούτε σπίτι υπήρ[χε] ούτε [η] π[όλη] τ[...]

Εδώ τελειώνει το χειρόγραφο του Λουκιανού, κάπως απότομα, αλλά εγώ νιώθω μεγάλη χαρά γιατί φέρνω στο φως ένα μικρό τμήμα του χειρογράφου του, με μια καταπληκτική ιστορία, που ο ίδιος δεν θέλησε, τελικά, να της δώσει το φως. Πιστεύω το έκανε αυτό, επειδή ήταν πραγματικά μια αληθινή ιστορία, που την έζησε και δεν ταίριαζε με όλες εκείνες τις ψευτιές που είχε σκαρφιστεί και έγραψε για να σατιρίσει τον Όμηρο και τους άλλους. Δεν βρήκα πόσο καιρό έμεινε στην Οζαλίδα, ανακάλυψα όμως, πως αυτή ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του Σκίνθαρου και είμαι πολύ περήφανος για τον σπουδαίο συμπολίτη μου. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να αναγνώσω ούτε τον τίτλο αυτού του έργου του Λουκιανού διότι, όπως είπα, η αρχή του χειρογράφου έχει καταστραφεί εντελώς.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: