Η νύχτα εκείνη – στα τέλη του Μάη του 1911 – είχε σίγουρα όλα της τα μάγια. Η ζέστη είχε πυρώσει ολημερίς το κλεινόν άστυ της Αθήνας και, καθώς σουρούπωνε, ευώδιαζε ο κήπος του Ζαππείου. Ο ποιητής ένιωσε και πάλι τη λαχτάρα να βρεθεί κοντά στη θάλασσα, να μυρίσει το άρωμά της, να νιώσει βαθιά την ευωδιά της και την προσμονή του επερχόμενου θέρους.
Σκέφτηκε πως δεν είχε παρά να πάρει το τραμ και να κατευθυνθεί προς την παραλία. Το τραμ, στις δόξες του τότε, είχε το τέρμα του στο Σύνταγμα και από εκεί κατηφόριζε προς τα Φάληρα, διασχίζοντας ένα αραιοχτισμένο βαλτοτόπι, σε μια περιοχή με απρόσκοπτη τότε θέα, η οποία και ονομάστηκε «Καλλιθέα». Τα Φάληρα απείχαν περί τα επτά χιλιόμετρα από την Αθήνα. Όταν το τραμ έφτανε στη θάλασσα, στις σημερινές Τζιτζιφιές, διακλαδίζονταν σε δυο παρακλάδια.
Το αριστερό οδηγούσε στο Παλαιό Φάληρο, περιοχή κατοικημένη από την αρχαιότητα, καθώς περιελάμβανε το αρχαίο λιμάνι του Φαλήρου. Καθώς η παραλία του ήταν βραχώδης δεν ενέπνεε τους επίδοξους κολυμβητές και έτσι είχαν αναπτυχθεί μόνο λίγες, αλλά εξαίσιες, βίλες και ξενοδοχεία κατά μήκος του παραλιακού δρόμου, προορισμένες για όσους δεν αγαπούσαν την πολυκοσμία, αλλά την ηρεμία και την απομόνωση.
Το δεξί παρακλάδι της γραμμής του τραμ οδηγούσε στο Νέο Φάληρο, το κοσμικό προάστιο των Αθηνών, που δημιουργήθηκε μαζί με την ανάπτυξη της σιδηροδρομικής γραμμής του ηλεκτρικού, αλλά και της γραμμής του τραμ στη δεκαετία του 1880. Στο τέρμα του ηλεκτρικού και του τραμ, το πελώριο ξενοδοχείο «Ακταίον», με την ορχήστρα που έπαιζε στο ανοιχτό κιόσκι της Ταραντέλας μπροστά του, δέσποζε πια στον όρμο του Φαλήρου και ήταν το αγαπημένο μέρος της νεολαίας και της κοσμικής Αθήνας. Η παραλία του είχε λεπτή, χρυσή άμμο και ήταν ιδανική για κολύμπι. Εκεί έκαναν τα μπάνια τους την ημέρα κι εκεί χόρευαν τα βράδια οι νέοι, αλλά και οι μεγαλύτερης ηλικίας κοσμικοί κύριοι και κυρίες.
Μα ο ποιητής δεν αγαπούσε το πολύβουο και κοσμικό Νέο Φάληρο. Προτιμούσε τη μοναξιά, την ησυχία και την αρχοντική όψη του Παλαιού Φαλήρου. Εξάλλου είχε ήδη περάσει τα 50 – ήταν γεννημένος στα 1860 – κι επιπλέον πριν ένα χρόνο είχε εκλεγεί βουλευτής. Εάν εμφανιζόταν στο κοσμικό Νέο Φάληρο σίγουρα θα τον αναγνώριζαν και θα έπρεπε να υποστεί τις αφόρητες, κοινότοπες συζητήσεις των ανδρών που παραθέριζαν στο προάστιο και τις ακόμα πιο αφόρητες φλυαρίες των συζύγων τους. Υπήρχε, βέβαια, ένας σχηματισμένος ποιητικός κύκλος γύρω από το σπίτι του Σουρή, το οποίο και είχε αποκτήσει στα 1892. Το σπίτι του είχε μετατραπεί σε φιλολογικό σαλόνι και η γειτονιά του είχε αποκτήσει μάλιστα το προσωνύμιο «Σουρέικα». Ο Παλαμάς, ο Δροσίνης, ο Μαλακάσης, αλλά και ο νεότερός τους Ζαχαρίας Παπαντωνίου, και άλλοι, ήταν μόνιμοι θαμώνες στα Σουρέικα.
Ο δικός μας ποιητής, όμως, ήταν από αλλού φερμένος και είχε άλλη ιδιοσυγκρασία. Φύσαγε μέσα του ένας αέρας από τα επτάνησα, ένας αέρας κυρίως ιταλικός αλλά και σπανιόλικος μαζί. Ήταν ξανθός και γαλανομάτης, ψηλός και κάπως ευτραφής και όλη η παιδεία του ήταν αλλιώτικη. Αντί για τα μεγάλα αφηγηματικά ποιήματα εκείνος προτιμούσε τα σύντομα, μόλις δεκατετράστιχα, σονέτα, ένα ποιητικό είδος καλλιεργημένο στην Ιταλία. Εξάλλου, όταν γεννήθηκε, τα επτάνησα δεν είχαν ακόμα ενωθεί με την Ελλάδα και το παράξενο όνομά του –Λορέντζο– το χρωστούσε στον Ισπανό παππού του, που ήταν ο πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα. Ο Λορέντζος Μαβίλης, όπως ήταν το ελληνοποιημένο του όνομα, είχε φύγει στα είκοσί του από το νησί για να σπουδάσει στο Μόναχο. Εκεί, μαζί με τη φιλοσοφία και τη φιλολογία, τις οποίες και μελέτησε επί 14 χρόνια, αγάπησε τις μπιραρίες του Μονάχου και τις όμορφες σερβιτόρες τους – τις κελνερίνες, όπως τις προφωνούσε στα ποιήματά του, εξελληνίζοντας με τη σειρά του τις γερμανικές λέξεις που άκουγε.
Το Παλαιό Φάληρο στα 1911 διέθετε λίγες βίλες, κυρίως εύπορων αστών και πεντέξι ξενοδοχεία κατά μήκος της ακτογραμμής. Από τους πρώτους που απέκτησαν βίλα στην περιοχή ήταν ο Κάρολος Φιξ, που κατείχε τότε το ζυθοποιείο της οικογενείας Φιξ στην αρχή της λεωφόρου Φαλήρου, μετέπειτα Συγγρού (σήμερα η περιοχή φέρει και το όνομά του στον ομώνυμο σταθμό του μετρό). Μάλιστα, την ίδια χρονιά χτίστηκε η Βίλα Λύσσανδρος (γνωστή και ως Βίλα Σκάσση), εκτάσεως 750 τ.μ., που στέκει μέχρι σήμερα στην οδό Ήβης Αθανασιάδου 24 στο Παλαιό Φάληρο. Ο Σκάσσης ήταν κουνιάδος του Φιξ. Στη βίλα έμεινε αργότερα και ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Ο ποιητής μας, όταν αντίκριζε τις βίλες του Παλαιού Φαλήρου αισθανόταν ένα οικείο αίσθημα, μια ζεστασιά που του θύμιζε τα πρώτα του νιάτα, όταν σπούδαζε στο Μόναχο. Αυτό το συναίσθημα το προκαλούσε εν μέρει και η αρχιτεκτονική των κτιρίων, με τους χαρακτηριστικούς κωνικούς τρούλους που διέθεταν αρκετά κτήρια και που δύσκολα συναντούσε κανείς σε άλλες περιοχές τότε. Εκτός από τα ξενοδοχεία και τις βίλες, υπήρχαν δύο βασικά κτίσματα πάνω στην παραλία, τα οποία και έδιναν τον τόνο στην περιοχή. Το ένα ήταν ένα κτήριο του 1885, το οποίο και διασώζεται μέχρι σήμερα και αποτελεί το τοπόσημο του Παλαιού Φαλήρου. Πρόκειται για ένα λευκό στρογγυλό κτίριο, που σήμερα ονομάζεται «Φλοίσβος». Τότε ήταν γνωστό με την επωνυμία «Luna Park Πλάτων» και λειτουργούσε ως ζυθεστιατόριο.
Λίγα μέτρα πιο από το σημείο όπου βρισκόταν το Luna Park «Πλάτων» και πλησιέστερα στο δρόμο που ερχόταν από την Αθήνα, βρισκόταν το τερματικό σημείο του τραμ. Σε αυτό το σημείο αρχικά είχε χτιστεί μια οικία, για λογαριασμό της οικογενείας Χαλκοκονδύλη, γύρω στα 1875-1885. Κατόπιν, αγοράστηκε από την οικογένεια Πάλλη. Μετατράπηκε σε ζυθεστιατόριο με την επωνυμία Bar από τον Ηλία Αντωνόπουλο, στα 1902-1903. Ο Ηλίας Αντωνόπουλος πρωτύτερα ενοικίαζε τον χώρο του ζυθοπωλείου του Μετς από τον Κάρολο Φιξ, την μπίρα του οποίου και πρόσφερε στα μαγαζιά του.
Το Bar λειτούργησε ως τις αρχές του 1930 και στη συνέχεια κατεδαφίστηκε και έχει ξεχαστεί από τις μνήμες των σημερινών Φαληριωτών. Το Bar όμως, όπως διασώζεται σε παλιές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες, με τον χαρακτηριστικό του κωνικό τρούλο, φαίνεται πως έδωσε το έναυσμα για να δημιουργηθούν και άλλα κτήρια με τον ίδιο τρούλο, δίνοντας στο Φαληρικό προάστιο μιαν όψη που θύμιζε τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι τέτοιοι τρούλοι φτιάχνονταν στην Γερμανία κυρίως για να προστατεύουν τις στέγες από το χιόνι, ένα φυσικό φαινόμενο που σπανιότατα έβλεπαν οι κάτοικοι του παραθαλάσσιου προαστίου.
Το Bar, ως τερματικός σταθμός του τραμ, απέκτησε σύντομα τους δικούς του θαμώνες. Εκείνους που είχαν ψυχοσύνθεση όμοια με εκείνη του ποιητή μας. Που επιθυμούσε τα γλέντια και τους χορούς σε ένα μέρος πολύ πιο ήσυχο από το κοσμικό Νέο Φάληρο, σε ένα περιβάλλον πολυτελές, που του θύμιζε το Μόναχο. Εξάλλου, η πολυτέλεια του Παλαιού Φαλήρου δεν πέρασε απαρατήρητη και από έναν άλλον ποιητή μας, τον Ρώμο Φιλύρα, που την ίδια περίπου εποχή έκανε και αυτός λόγο για κελνερίνες που σέρβιραν πλούσιους αστούς και κατονόμαζε τους τότε Φαληριώτες ως: «μια τάξις άλλη», «αφροκρεμία» και «τρισεκλεκτούς».
Τα καλοκαίρια το Bar, ακολουθώντας τη μόδα της εποχής, έφερνε ορχήστρες να παίζουν μουσική (κυρίως τσιγγάνικες ορχήστρες με βιολιά) σε μια εξέδρα που είχε στηθεί και έφτανε ως μέσα στη θάλασσα. Καμία φορά, όταν μαζεύονταν παρέες νέων της εποχής δεν έλειπαν και οι καυγάδες, παρόλο που δεν είχαν την έκταση και τη σφοδρότητα των αντίστοιχων καυγάδων του Νέου Φαλήρου. Η εφημερίδα Σκριπ, η ίδια που χαιρέτισε την έναρξη της λειτουργίας του Bar στα 1903, δεν δίστασε να αφιερώσει, έξι χρόνια αργότερα, ένα εκτεταμένο άρθρο της σε αυτούς τους καυγάδες. Συγκεκριμένα περιέγραφε κάποια «αιματηρά συμπλοκήν» που συνέβη στα τέλη Ιουλίου του 1909 και μάλιστα σε μεταμεσονύχτια ώρα, «περί τη 1 και μισή νυχτερινή», στο Bar.