Άλτα, έλαβα χθες το βιβλίο σου, Πολύ λίγο, πολύ αργά. Είναι συγκλονιστικό. Απρόσμενο, εξαιρετικό, αποστομωτικό. Μου κοβόταν η αναπνοή σε πολλά σημεία. Θα είχα πολλά να σου πω και θα είχαμε πολλά να κουβεντιάσουμε, αλλά, νομίζω, καλύτερα να τα αφήσουμε για αργότερα ή για μία άλλη φορά.
Ας πω μόνο, τώρα, εν θερμώ, ότι, ενώ είναι ποιήματα απροσδόκητης έντασης, καθαρότητας και εγγύτητας, το υλικό του βιβλίου σου, δεν φορτώνεται στον αναγνώστη, δεν έχει την αίσθηση του παράταιρα προσωπικού ή την ενόχληση του πολύ κοντινού. Πόσο δε μάλλον του έξυπνου. Δηλαδή του αποστασιοποιημένου, του ψύχραιμου, του τάχα αντικειμενικού. Αντίθετα, ο τρόμος και ο τρόπος του μοιάζει ώρες ώρες αρχαϊκός, απρόσωπος, απάνθρωπος, υπερβολικός. Ίσως γι' αυτό, ή με αυτόν τον τρόπο, καταφέρνει και δεν γίνεται δραματικό, ούτε μελό βεβαίως. Ακουμπάει δε κάτι σε έναν πυρήνα άφωνου, απρόσιτου, ανομολόγητου, απόλυτα κακού, σχεδόν διαστροφικού. Kαι με μία χαρακτηριστική ηρεμία καταφέρνει να φτάσει – με φυσικότητα, σχεδόν με απλότητα − σε εμάς, στο καθημερινό. Καταφέρνει να φτάσει στο φως της γλώσσας. Καμένη σάρκα, αυτές είναι οι λέξεις του, αλλά τις μεταδίδει, όπως το τρέμουλο η συγκίνηση.
Καμένη σάρκα, αυτό είναι οι λέξεις.
Όλα τα ποιήματα έχουν καταφέρει να κατακτήσουν την ίδια πυκνότητα, ένταση, ισχνότητα, ένδεια, απελπισία. Έτσι μου φαίνεται, τουλάχιστον, σήμερα.
Στον τελευταίο στίχο του ποιήματος της «Αναστάσεως του Κυρίου» (σελ. 81, 82), μία μικρή χαραμάδα, μία ελάχιστη μετατόπιση του στίχου προς τα αριστερά είναι από πρόθεση ή από θαύμα; Εκείνο το ελάχιστο κενό, εκείνο το χάσμα εκεί χαμογελά ή μήπως άναυδο απορεί; Μπροστά σε τι; Σαν λάθος ή σαν σφραγισμένη σαρκοφάγος στην οποία μόλις φάνηκε αμυδρά η πρώτη ρωγμή. Όντως. Μακάρι.
(ΟΦΗΛΙΑ)
Κάποιες μέρες σε γαμάν από το πρωί
Με το που ξυπνάς και σκέφτεσαι
Θα πάω
Θα πάω στο ποτάμι να μαζέψω λουλούδια
και θα παριστάνω ότι όλα ίσως είναι καλά και ότι όλα
ίσως γίνουν καλά
γιατί παριστάνω
Και πας στο ποτάμι
Και σ’ αυτή την εκδοχή, σε μια ακόμα εκδοχή
όπως σε όλες τις άλλες εκδοχές
και πριν και μετά
πνίγεσαι
Τελικά όμως δεν μοιάζει η θέση του βιβλίου κυνική. Όχι. Διότι είναι, νομίζω, ένα βιβλίο που ψάχνει την θέση του. Επιλέγει να μιλήσει την δική του γλώσσα, να ζήσει, να βρει έναν δρόμο, να εκραγεί. Δεν εννοώ ότι είναι αισιόδοξο. Λέω ότι, ακριβώς γι’ αυτό, επειδή δεν είναι, είναι απελπισμένο. Δηλαδή έτοιμο. Οπότε, βρίσκοντας τις καίριες λέξεις, πράττει. Αυτό, εμένα, με συγκινεί μάλλον περισσότερο απ’ όλα. Το ότι ψάχνει να βρει έναν τρόπο να τα καταφέρει, δηλαδή να μιλήσει. Να πει κάτι, να αποτύχει, να προσπαθήσει, για ακόμη μία φορά, ναι, να σηκωθεί…
Για αυτό και οι αγαπημένοι μου στίχοι από το βιβλίο σου, είναι οι ακροτελεύτιοι από το ποίημα «Κουβέντες καρκίνων»:
Θα βρούμε μια καινούργια γλώσσα
Μια καινούργια αρχή
λίγο πριν τα τέλη μας
Άλτα, σ’ ευχαριστώ,
Δημήτρης