Μια παράλληλη Οδύσσεια της γραφής

Μια παράλληλη Οδύσσεια της γραφής

Κούλα Αδαλόγλου, «Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος», Μελάνι 2023


Με την τε­λευ­ταία συλ­λο­γή της Κού­λας Αδα­λό­γλου, Ο δρό­μος της επι­στρο­φής εί­ναι από­κρη­μνος, μια προ­σω­πι­κή, συ­ναι­σθη­μα­τι­κή, υπαρ­ξια­κή Οδύσ­σεια και μια πα­ράλ­λη­λη Οδύσ­σεια της γρα­φής, ολο­κλη­ρώ­νο­νται, δια­γρά­φουν έναν κύ­κλο, ενώ ταυ­τό­χρο­να νέ­οι φυ­γό­κε­ντροι στο­χα­σμοί, απο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νες εμπει­ρί­ες και αγω­νί­ες εξα­κτι­νώ­νο­νται, δια­στέλ­λο­ντας την πε­ρί­με­τρο του κύ­κλου, ανοί­γο­ντας νέα ση­μα­σια­κά πε­δία. Νέ­οι ξε­νι­τε­μοί γί­νο­νται αφε­τη­ρί­ες για νέ­ες Οδύσ­σειες, νέ­ους νό­στους, νέ­ες Ιθά­κες. Η ίδια η ζωή άλ­λω­στε διέ­πε­ται από τη γε­ω­με­τρία μιας αέ­ναης κυ­κλι­κής κί­νη­σης. Το σχή­μα των εφα­πτό­με­νων κύ­κλων θα μπο­ρού­σε να απο­δώ­σει εύ­γλωτ­τα τη σχέ­ση που συ­νέ­χει την και­νού­ρια συλ­λο­γή με τις προη­γού­με­νες, αλ­λά και την ανα­νέ­ω­ση του ποι­η­τι­κού στο­χα­σμού που πα­ρα­τη­ρεί­ται σε αυ­τήν.

Ο μύ­θος του Οδυσ­σέα πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρά στον πυ­ρή­να αυ­τών των κύ­κλων, ενώ νέα πρό­σω­πα, όπως αυ­τό του Ελ­πή­νο­ρα, του Τη­λέ­μα­χου έρ­χο­νται στο προ­σκή­νιο για να συμ­βο­λο­ποι­ή­σουν τις νέ­ες δια­στά­σεις που παίρ­νει η ποι­η­τι­κή πε­ρι­πλά­νη­ση. Ο μύ­θος, κα­τά την άπο­ψη του T.S. Eliot, εί­ναι ένας τρό­πος «να ελέγ­ξει κα­νείς, να δο­μή­σει και να απο­δώ­σει μορ­φή και αξία στο τε­ρά­στιο πα­νό­ρα­μα μα­ταιό­τη­τας και αναρ­χί­ας που εί­ναι η ζωή και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα». Απο­τε­λεί με άλ­λα λό­για, μια συλ­λο­γι­κή, οι­κου­με­νι­κή γλώσ­σα, η οποία, εξα­σφα­λί­ζο­ντας την κοι­νή μνή­μη και τη συλ­λο­γι­κή εμπει­ρία οριο­θε­τεί έναν κοι­νό τό­πο πά­νω στον οποί­ον συ­να­ντιού­νται, συ­νεν­νο­ού­νται, επι­κοι­νω­νούν οι άν­θρω­ποι. Σαν μια γέ­φυ­ρα ενο­ποιεί πνευ­μα­τι­κά και χρο­νι­κά τα δια­φο­ρε­τι­κά επί­πε­δα του ακρο­α­τη­ρί­ου και κα­θι­στά δυ­να­τό τον δια­χρο­νι­κό διά­λο­γο.

Δύο δια­κρι­τές ενό­τη­τες συ­νέ­χουν τη συλ­λο­γή με κε­ντρι­κό θε­μα­τι­κό άξο­να τη νο­σταλ­γία για τους από­ντες αγα­πη­μέ­νους, αλ­λά και τους πα­ρό­ντες, τη μο­να­ξιά, τη μνή­μη, τον χρό­νο, την ανα­ζή­τη­ση του εαυ­τού. Θέ­μα­τα που εκ­κι­νούν από τον ιδιω­τι­κό χώ­ρο της προ­σω­πι­κής εμπει­ρί­ας αλ­λά με τη βο­ή­θεια του μύ­θου και των προ­σώ­πων-συμ­βό­λων παίρ­νουν συλ­λο­γι­κό­τε­ρες δια­στά­σεις κι εκ­φρά­ζουν κοι­νά αν­θρώ­πι­να πά­θη κι αγω­νί­ες.

Οι αρ­χε­τυ­πι­κές φι­γού­ρες του Οδυσ­σέα και της Πη­νε­λό­πης κε­ντρι­κές στην αν­θρω­πο­γε­ω­γρα­φία κι αυ­τής της συλ­λο­γής, συ­νη­θι­σμέ­νοι, όμως, κα­θη­με­ρι­νοί, εξαν­θρω­πι­σμέ­νοι. Απο­γυ­μνω­μέ­νοι από το ηρω­ι­κό τους βά­θος, παίρ­νουν αν­θρώ­πι­νες δια­στά­σεις και με­του­σιώ­νο­νται, σε σύγ­χρο­νους ήρω­ες με πά­θη κοι­νά, ανα­γνω­ρί­σι­μα.

Ο νό­στος του Οδυσ­σέα εν μέ­ρει εκ­πλη­ρω­μέ­νος, αφού έχει επι­στρέ­ψει στην οι­κο­γε­νεια­κή εστία και απο­λαμ­βά­νει τη θαλ­πω­ρή της συ­ζυ­γι­κής κλί­νης, που απλό­χε­ρα τού προ­σφέ­ρει η Πη­νε­λό­πη. Οι ηλι­κιω­μέ­νες σχέ­σεις, όσο κι αν έχουν τραυ­μα­τι­στεί, προ­σφέ­ρουν ασφά­λεια, θαλ­πω­ρή δο­κι­μα­σμέ­νη. Ο ένας ανα­κου­φί­ζει τους φό­βους του άλ­λου με τρυ­φε­ρό­τη­τα. Ωστό­σο οι εφιάλ­τες πα­ρα­μέ­νουν ενερ­γοί ...

… Κά­ποια βρά­δια όμως ο ύπνος του τα­ρα­ζό­ταν από φρι­χτούς εφιάλ­τες.
Γέ­μι­ζαν τα σε­ντό­νια αί­μα, μυ­ρω­διά σα­πι­σμέ­νης σάρ­κας.
Μου­γκά­νι­ζε ο ίδιος σαν βό­δι που το σφά­ζουν
κι άλ­λο­τε σφά­δα­ζε με αφρούς στο στό­μα.
Η Πη­νε­λό­πη τό­τε έβγα­ζε το λευ­κό νυ­χτι­κό της
και τον σκέ­πα­ζε….
Η μυ­ρω­διά του απα­λού γυ­μνού κορ­μιού της
τον με­τα­μόρ­φω­νε σε υπά­κουο Ελ­πή­νο­ρα

… Τό­τε την έπαιρ­νε αγκα­λιά και σμί­γα­νε.
Όμως αυ­τή εί­χε εμ­μο­νές. Το πρωί έτρε­χε έντρο­μη στον κα­θρέ­φτη
να δει ποια­νής μορ­φή έφερ­νε η όψη της.
Κι εκεί­νο το ση­μά­δι του χρό­νου
που άνοι­γε κόκ­κι­νο στο αρι­στε­ρό στή­θος της

(ΜΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ)

Η φθο­ρά του χρό­νου και της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, η χρό­νια …«απου­σία» της πα­ρου­σί­ας, η απο­ξέ­νω­ση, η εσω­τε­ρι­κή ξε­νό­τη­τα, που πα­ρα­μέ­νει άβα­το ακό­μη και για τους ισό­βιους συ­ντρό­φους, ο απρο­σπέ­λα­στα μο­να­χι­κός, εν κα­τα­κλεί­δι, πυ­ρή­νας της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης δεν επι­τρέ­πουν τον νό­στο να ολο­κλη­ρω­θεί. Πά­ντα πα­ρα­μέ­νει «Αμ­φί­θυ­μη η πο­λυ­ση­μία της Ιθά­κης», όπως δη­λώ­νει ο τί­τλος της πρώ­της ενό­τη­τας.

Κι η Πη­νε­λό­πη συ­νε­χί­ζει να υφαί­νει. Κά­θε βρά­δυ: «Σαν νύ­χτω­νε ανέ­βαι­νε στην ξύ­λι­νη απο­βά­θρα της και κα­λού­σε γλά­ρους στί­χους να τη συν­δρά­μουν». Το υφα­ντό της, η ποί­η­ση, απα­ντο­χή, ένας μι­κρός νό­στος, που δεν της αντι­στέ­κε­ται, όπως οι άλ­λοι… οι πα­λιοί και οι νέ­οι νό­στοι.

Πα­λιοί νό­στοι, αμε­τά­κλη­τα ακυ­ρω­μέ­νοι, των πα­ντο­τι­νά χα­μέ­νων, αγα­πη­μέ­νων συγ­γε­νι­κών ή φι­λι­κών προ­σώ­πων, επα­νέρ­χο­νται συ­χνά στον ύπνο» της:

«Φτιά­χνου­με πράγ­μα­τα μα­ζί αλ­λά φεύ­γουν πά­ντα πριν τε­λειώ­σου­με», αφή­νο­ντας πά­ντα εκ­κρε­μή την ορι­στι­κή συ­νά­ντη­ση.

Τυ­ραν­νι­κά πα­ρών κι ο με­γά­λος νό­στος, ο κο­σμο­γο­νι­κός, η απα­ρέ­γκλι­τη συν­θή­κη ζω­ής και κοι­νή μοί­ρα όλων των αν­θρώ­πων, ο θά­να­τος. Στω­ι­κά φαί­νε­ται να απο­δέ­χε­ται η ποι­ή­τρια την νο­μο­τέ­λειά του:

Ας χα­σο­με­ρά­ει ο θά­να­τος,
ας δια­σκε­δά­ζει σαρ­κα­στι­κά κοι­τώ­ντας
Λά­χε­ση και Άτρο­πο να δια­πλη­κτί­ζο­νται
για την πα­ρα­μο­νή στην ύλη ή το πέ­ρα­σμα στο άυ­λο

Η Πη­νε­λό­πη σε αυ­τήν τη συλ­λο­γή «προσ­δο­κά επί μα­ταίω» έναν άλ­λο νό­στο. Με αμ­φί­θυ­μη διά­θε­ση προσ­δο­κά τον αμ­φί­βο­λο νό­στο του αγα­πη­μέ­νου γιου, του Τη­λέ­μα­χου, που τα­ξί­δε­ψε μα­κριά, κό­βο­ντας τον ομ­φά­λιο λώ­ρο κι αφή­νο­ντας στη θέ­ση του πό­νο αθε­ρά­πευ­το:

Για αυ­τόν πο­νώ το πιο πο­λύ, πα­ρά για το Δυσ­σέα
Και τρέ­μω κι όλο νοιά­ζου­μαι μή­πως κα­κό μου πά­θει,
Στα πέ­λα­γα που βρί­σκε­ται, στις ξε­νι­τιές που τρέ­χει (Οδύσ­σεια δ΄, στ. 830-832)

Αυ­τός ο νέ­ος μι­σε­μός με­τα­μορ­φώ­νει την Πη­νε­λό­πη. Αυ­τή γί­νε­ται τώ­ρα Οδυσ­σέ­ας. Αυ­τή εί­ναι τώ­ρα που «Τρέ­χει στ’ αε­ρο­δρό­μια να προ­λά­βει τις πτή­σεις. Σκο­ντά­φτει στις προ­πο­ρευό­με­νες βα­λί­τσες. Στις κυ­λιό­με­νες σκά­λες …τέ­λος απο­γειώ­νε­ται μέ­σα σε ένα σύν­νε­φο κο­λό­νιας duty free..». Η απου­σία του Τη­λέ­μα­χου, του μο­νά­κρι­βου γιου, ένα με­γά­λο δυ­σα­να­πλή­ρω­το κε­νό. Μό­νο οι ανα­δρο­μές ανα­κου­φί­ζουν προ­σω­ρι­νά κι οι στορ­γι­κά συ­ντη­ρη­μέ­νες ανα­μνή­σεις:

Ήταν όμορ­φα τα κα­λο­καί­ρια.
Γι­νό­μουν ακρο­θα­λασ­σιά, δρο­σε­ρό αε­ρά­κι, μα­γι­κό το­πίο, τρυ­φε­ρός
βρά­χος, βό­τσα­λα, πε­τα­λί­δες, ψα­ρά­κια που σας γαρ­γα­λού­σαν τις
πα­τού­σες, όλα, ό,τι θέ­λα­τε, γι­νό­μουν για να χαί­ρε­στε.

Ύστε­ρα δυ­σκό­λε­ψαν τα πράγ­μα­τα.
Δια­πί­στω­σες πως κου­βα­λού­σα στις απο­σκευ­ές μου τον ομ­φά­λιο λώ­ρο.
Κρυ­φά τον πέ­τα­ξες – και­ρός ήταν, εί­χε αρ­χί­σει να μου­χλιά­ζει…

(ΗΤΑΝ ΟΜΟΡΦΑ ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ)

Μα «θέ­λουν προ­σο­χή οι ανα­δρο­μές», μο­νο­λο­γεί το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο, αφού υπεν­θυ­μί­ζουν τό­σο οδυ­νη­ρά κι επα­να­λη­πτι­κά την πα­ρου­σία της απου­σί­ας:

Κά­ποιες φο­ρές
κα­τε­βαί­νο­ντας την Αρι­στο­τέ­λους –
φταί­ει ο ήλιος
ή το σού­ρου­πο
ανα­λό­γως –
νο­μί­ζω πως σε βλέ­πω
ίδια κο­ψιά ίδιο μπόι
χα­μο­γε­λώ και πλη­σιά­ζω,
δια­πι­στώ­νω το αυ­το­νό­η­το.
Πό­σο να ακυ­ρω­θούν οι συ­ντε­ταγ­μέ­νες.
Μι­κρές ξυ­ρα­φιές στο πρό­σω­πο
οι επί­μο­νες κλή­σεις βάι­μπερ…

(ΣΑΝ ΜΙΑ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ)

Η αμ­φι­θυ­μία, η εσω­τε­ρι­κή πε­ρι­δί­νη­ση, οι πα­λιν­δρο­μή­σεις ανά­με­σα στο τώ­ρα και στο χθες, ανά­με­σα στην πα­τρί­δα και στη μη­τριά ξε­νι­τιά, το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της δεύ­τε­ρης ενό­τη­τας. Αμ­φι­θυ­μία ανά­με­σα στην προσ­δο­κία της πα­ρο­δι­κής συ­νά­ντη­σης και στην επί­μο­νη μο­νι­μό­τη­τα της απου­σί­ας, ανά­με­σα στη χα­ρά του τα­ξι­διού και στην επί­γνω­ση της συ­ντο­μί­ας του. Πα­λιν­δρο­μή­σεις ανά­με­σα στο εδώ και στο εκεί, που­θε­νά ικα­νο­ποί­η­ση. Που­θε­νά αί­σθη­μα «ανή­κειν». Μό­νο πτή­σεις κι αιω­ρή­σεις. Και «η προ­σαρ­μο­γή» να πα­ρα­μέ­νει «άστε­γη»:

Πιά­νω γνω­ρι­μία με τους από­κλη­ρους της Φάλ­κον
Από­κλη­ρη κι εγώ μιας προ­σαρ­μο­στι­κό­τη­τας
Θα τα­ξι­δεύω πά­ντα με έκτα­κτο δελ­τίο θυ­έλ­λης
Ού­τε μπρος ού­τε πί­σω…

Η απου­σία και η στέ­ρη­ση του από­ντα πα­ρα­μέ­νουν τυ­ραν­νι­κά ζω­ντα­νές. Σε ανη­λεή Ενε­στώ­τα διαρ­κεί­ας… «Το ποί­η­μα», άλ­λω­στε, «δεν γρά­φε­ται με πα­ρελ­θό­ντα πό­νο». Η μο­να­ξιά και η υπαρ­ξια­κή αγω­νία δια­στέλ­λο­νται από τις συν­θή­κες φό­βου, από την επί­γνω­ση της ευα­λω­τό­τη­τάς μας που δια­μόρ­φω­σαν η παν­δη­μία, ο εγκλει­σμός και οι ποι­κί­λες απα­γο­ρεύ­σεις. Η από­γνω­ση διο­γκώ­νε­ται, κα­τα­λαμ­βά­νει πλη­θω­ρι­κά όλο το κε­νό που αφή­νει πί­σω της η εκ­κω­φα­ντι­κά σιω­πη­λή, η τυ­ραν­νι­κά επί­μο­νη απου­σία. Γί­νε­ται θρή­νος, οι­μω­γή: «Κι αν τύ­χει πί­κρα γη χα­ρά ποιος πά­ει να μου τη φέ­ρει»;

Η ζωή, όμως, σο­φά κρύ­βει μέ­σα της σύ­ντο­μα, έστω, φω­τει­νά δια­στή­μα­τα. Έτσι, στα ποι­ή­μα­τα των σε­λί­δων 37-39 κά­νει την εμ­φά­νι­σή του ένα μι­κρό κο­ρί­τσι. Ένα παι­δί. Το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο το πε­ρι­θάλ­πει με στορ­γή μη­τρι­κή. Του λέ­ει «στρογ­γυ­λε­μέ­να πα­ρα­μύ­θια» με δρά­κους και πρι­γκί­πισ­σες, μα ξέ­ρει κα­λά πως δεν υπάρ­χουν ου­το­πί­ες. Πυ­κνή ομί­χλη και βρο­χή ο κό­σμος:

Γυ­ρεύ­εις λέ­ξεις.
Δεν ξέ­ρω να σου δώ­σω.
Εσύ αρ­θρώ­νεις ήλιους και ντρο­πα­λά χα­μο­μή­λια
γα­λά­ζιες κα­μπα­νού­λες, ρό­δι­νες κα­λη­μέ­ρες.
Πρέ­πει να μά­θεις λέ­ξεις της ομί­χλης και της βρο­χής.
Κι εσύ ονει­ρεύ­ε­σαι να εί­σαι γορ­γό­να

(ΕΣΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΣΑΙ)

Το μι­κρό κο­ρί­τσι εί­ναι ο και­νούρ­γιος σπό­ρος, η νέα γε­νιά. Μι­κρές ρωγ­μές ελ­πί­δας απα­λύ­νουν τις εκ­φρά­σεις πό­νου και αφαι­ρούν «με χει­ρουρ­γι­κό τσι­μπι­δά­κι τις ξε­ρές μεμ­βρά­νες από το πρό­σω­πο» του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου. Αι­σιο­δο­ξία. Συ­νέ­χεια. Ξα­να­ζωή:

Έχω μια ρα­γι­σμα­τιά,
Εί­πε η πορ­σε­λά­νι­νη τσα­γιέ­ρα,
βα­θαί­νει με τον και­ρό,
μην κοι­τά­τε που δεν φαί­νε­ται,
κι άλ­λες αθέ­α­τες μι­κρές ρωγ­μές,
ό,τι δεν φαί­νε­ται έχει με­γά­λη πι­θα­νό­τη­τα να υπάρ­χει

Όμως αυ­τή με τα μι­κρά της χέ­ρια
Φυ­τεύ­ει στη ρα­γι­σμέ­νη τσα­γιέ­ρα βολ­βούς
Βγά­ζουν βλα­στούς
Ίσως μια μέ­ρα στε­ρε­ώ­σει μέ­σα μου λου­λού­δια
Να λάμ­ψω πά­λι με μιαν άλ­λη ομορ­φιά

(ΒΛΑΣΤΟΙ)

Τρυ­φε­ρή ελε­γεία, χα­μη­λό­φω­νη κι όχι κραυ­γα­λέα, η νέα συλ­λο­γή της Κού­λας Αδα­λό­γλου, διά­στι­κτη, ωστό­σο, από ρε­α­λι­σμό. Ψαύ­ει τραύ­μα­τα, θω­πεύ­ει πλη­γές, νο­σταλ­γεί, αλ­λά δεν απαι­σιο­δο­ξεί, δεν απελ­πί­ζει. Δια­τη­ρεί μέ­σα της γεν­ναί­ες πο­σό­τη­τες πί­στης στη σο­φή κυ­κλι­κή γε­ω­με­τρία της ζω­ής.

Η γλώσ­σα της συλ­λο­γής τολ­μη­ρή και ει­λι­κρι­νής. Δεν απα­ξιώ­νει, δεν κο­μπά­ζει. Ελεύ­θε­ρη από στε­ρε­ό­τυ­πα απο­τυ­πώ­νει τη γνη­σιό­τη­τα του συ­ναι­σθή­μα­τος. Λέ­ξεις ξέ­νες, ει­δι­κό λε­ξι­λό­γιο από το χώ­ρο της τε­χνο­λο­γί­ας πα­ρει­σφρέ­ουν για να απο­δώ­σουν τις νέ­ες συν­θή­κες της ζω­ής και της κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νης επι­κοι­νω­νί­ας στην επο­χή μας. Άλ­λο­τε η γλώσ­σα αιω­ρεί­ται κι ερω­το­τρο­πεί με λυ­ρι­κά σχή­μα­τα, ζω­γρα­φί­ζο­ντας με ει­δυλ­λια­κές ει­κό­νες το πα­ρελ­θόν, άλ­λο­τε πο­ρεύ­ε­ται πε­ζή για να ση­κώ­σει το πα­ρόν, το κα­θη­με­ρι­νό αν­θρώ­πι­νο άχθος, τη συλ­λο­γι­κή μοί­ρα, τη σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Η νο­σταλ­γία για την έλ­λει­ψη των αγα­πη­μέ­νων προ­σώ­πων δί­νουν στη συλ­λο­γή τη μορ­φή μιας αγω­νιώ­δους από­πει­ρας συ­νο­μι­λί­ας. Που μέ­νει πά­ντα εκ­κρε­μής. Οι επί­μο­νες απευ­θύν­σεις σε β’ ενι­κό, με τις οποί­ες η ποι­ή­τρια προ­σπα­θεί να επι­κοι­νω­νή­σει με το απόν εσύ μέ­νουν χω­ρίς από­κρι­ση. Το εσύ λεί­πει.

Η συ­στρο­φή στο α΄ ενι­κό προ­βάλ­λει ανα­γκαία κι ανα­πό­φευ­κτη. Ο εαυ­τός, ο τε­λευ­ταί­ος νό­στος. Το ευ­λο­γη­μέ­νο κα­τα­φύ­γιο. Στο τέ­λος, η Πη­νε­λό­πη πλη­γω­μέ­νη αλ­λά ώρι­μη, με­στή και πλού­σια από την εμπει­ρία της ζω­ής φαί­νε­ται να κα­τα­νο­εί «οι Ιθά­κες τι ση­μαί­νουν»:

δεν γυ­ρεύω πλέ­ον την φυ­γή
εί­ναι και­ρός να ανα­με­τρη­θώ με το δι­κό μου βά­θος»

(ΔΙΑΦΥΓΗ-ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ)

Ίσως η εσω­τε­ρι­κή Ιθά­κη, η ανα­ζή­τη­ση και η γνώ­ση του εαυ­τού, η απο­δο­χή, η συγ­χώ­ρε­ση, η αγά­πη και η συμ­φι­λί­ω­σή μας μα­ζί του ικα­νο­ποι­ή­σουν, τε­λι­κά, τον δια­κα­ώς πο­θού­με­νο αλ­λά διαρ­κώς δια­φεύ­γο­ντα νό­στο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: