Με την τελευταία συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου, Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος, μια προσωπική, συναισθηματική, υπαρξιακή Οδύσσεια και μια παράλληλη Οδύσσεια της γραφής, ολοκληρώνονται, διαγράφουν έναν κύκλο, ενώ ταυτόχρονα νέοι φυγόκεντροι στοχασμοί, αποθησαυρισμένες εμπειρίες και αγωνίες εξακτινώνονται, διαστέλλοντας την περίμετρο του κύκλου, ανοίγοντας νέα σημασιακά πεδία. Νέοι ξενιτεμοί γίνονται αφετηρίες για νέες Οδύσσειες, νέους νόστους, νέες Ιθάκες. Η ίδια η ζωή άλλωστε διέπεται από τη γεωμετρία μιας αέναης κυκλικής κίνησης. Το σχήμα των εφαπτόμενων κύκλων θα μπορούσε να αποδώσει εύγλωττα τη σχέση που συνέχει την καινούρια συλλογή με τις προηγούμενες, αλλά και την ανανέωση του ποιητικού στοχασμού που παρατηρείται σε αυτήν.
Ο μύθος του Οδυσσέα παραμένει σταθερά στον πυρήνα αυτών των κύκλων, ενώ νέα πρόσωπα, όπως αυτό του Ελπήνορα, του Τηλέμαχου έρχονται στο προσκήνιο για να συμβολοποιήσουν τις νέες διαστάσεις που παίρνει η ποιητική περιπλάνηση. Ο μύθος, κατά την άποψη του T.S. Eliot, είναι ένας τρόπος «να ελέγξει κανείς, να δομήσει και να αποδώσει μορφή και αξία στο τεράστιο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας που είναι η ζωή και η πραγματικότητα». Αποτελεί με άλλα λόγια, μια συλλογική, οικουμενική γλώσσα, η οποία, εξασφαλίζοντας την κοινή μνήμη και τη συλλογική εμπειρία οριοθετεί έναν κοινό τόπο πάνω στον οποίον συναντιούνται, συνεννοούνται, επικοινωνούν οι άνθρωποι. Σαν μια γέφυρα ενοποιεί πνευματικά και χρονικά τα διαφορετικά επίπεδα του ακροατηρίου και καθιστά δυνατό τον διαχρονικό διάλογο.
Δύο διακριτές ενότητες συνέχουν τη συλλογή με κεντρικό θεματικό άξονα τη νοσταλγία για τους απόντες αγαπημένους, αλλά και τους παρόντες, τη μοναξιά, τη μνήμη, τον χρόνο, την αναζήτηση του εαυτού. Θέματα που εκκινούν από τον ιδιωτικό χώρο της προσωπικής εμπειρίας αλλά με τη βοήθεια του μύθου και των προσώπων-συμβόλων παίρνουν συλλογικότερες διαστάσεις κι εκφράζουν κοινά ανθρώπινα πάθη κι αγωνίες.
Οι αρχετυπικές φιγούρες του Οδυσσέα και της Πηνελόπης κεντρικές στην ανθρωπογεωγραφία κι αυτής της συλλογής, συνηθισμένοι, όμως, καθημερινοί, εξανθρωπισμένοι. Απογυμνωμένοι από το ηρωικό τους βάθος, παίρνουν ανθρώπινες διαστάσεις και μετουσιώνονται, σε σύγχρονους ήρωες με πάθη κοινά, αναγνωρίσιμα.
Ο νόστος του Οδυσσέα εν μέρει εκπληρωμένος, αφού έχει επιστρέψει στην οικογενειακή εστία και απολαμβάνει τη θαλπωρή της συζυγικής κλίνης, που απλόχερα τού προσφέρει η Πηνελόπη. Οι ηλικιωμένες σχέσεις, όσο κι αν έχουν τραυματιστεί, προσφέρουν ασφάλεια, θαλπωρή δοκιμασμένη. Ο ένας ανακουφίζει τους φόβους του άλλου με τρυφερότητα. Ωστόσο οι εφιάλτες παραμένουν ενεργοί ...
… Κάποια βράδια όμως ο ύπνος του ταραζόταν από φριχτούς εφιάλτες.
Γέμιζαν τα σεντόνια αίμα, μυρωδιά σαπισμένης σάρκας.
Μουγκάνιζε ο ίδιος σαν βόδι που το σφάζουν
κι άλλοτε σφάδαζε με αφρούς στο στόμα.
Η Πηνελόπη τότε έβγαζε το λευκό νυχτικό της
και τον σκέπαζε….
Η μυρωδιά του απαλού γυμνού κορμιού της
τον μεταμόρφωνε σε υπάκουο Ελπήνορα
… Τότε την έπαιρνε αγκαλιά και σμίγανε.
Όμως αυτή είχε εμμονές. Το πρωί έτρεχε έντρομη στον καθρέφτη
να δει ποιανής μορφή έφερνε η όψη της.
Κι εκείνο το σημάδι του χρόνου
που άνοιγε κόκκινο στο αριστερό στήθος της
(ΜΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ)
Η φθορά του χρόνου και της καθημερινότητας, η χρόνια …«απουσία» της παρουσίας, η αποξένωση, η εσωτερική ξενότητα, που παραμένει άβατο ακόμη και για τους ισόβιους συντρόφους, ο απροσπέλαστα μοναχικός, εν κατακλείδι, πυρήνας της ανθρώπινης ύπαρξης δεν επιτρέπουν τον νόστο να ολοκληρωθεί. Πάντα παραμένει «Αμφίθυμη η πολυσημία της Ιθάκης», όπως δηλώνει ο τίτλος της πρώτης ενότητας.
Κι η Πηνελόπη συνεχίζει να υφαίνει. Κάθε βράδυ: «Σαν νύχτωνε ανέβαινε στην ξύλινη αποβάθρα της και καλούσε γλάρους στίχους να τη συνδράμουν». Το υφαντό της, η ποίηση, απαντοχή, ένας μικρός νόστος, που δεν της αντιστέκεται, όπως οι άλλοι… οι παλιοί και οι νέοι νόστοι.
Παλιοί νόστοι, αμετάκλητα ακυρωμένοι, των παντοτινά χαμένων, αγαπημένων συγγενικών ή φιλικών προσώπων, επανέρχονται συχνά στον ύπνο» της:
«Φτιάχνουμε πράγματα μαζί αλλά φεύγουν πάντα πριν τελειώσουμε», αφήνοντας πάντα εκκρεμή την οριστική συνάντηση.
Τυραννικά παρών κι ο μεγάλος νόστος, ο κοσμογονικός, η απαρέγκλιτη συνθήκη ζωής και κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων, ο θάνατος. Στωικά φαίνεται να αποδέχεται η ποιήτρια την νομοτέλειά του:
…Ας χασομεράει ο θάνατος,
ας διασκεδάζει σαρκαστικά κοιτώντας
Λάχεση και Άτροπο να διαπληκτίζονται
για την παραμονή στην ύλη ή το πέρασμα στο άυλο
Η Πηνελόπη σε αυτήν τη συλλογή «προσδοκά επί ματαίω» έναν άλλο νόστο. Με αμφίθυμη διάθεση προσδοκά τον αμφίβολο νόστο του αγαπημένου γιου, του Τηλέμαχου, που ταξίδεψε μακριά, κόβοντας τον ομφάλιο λώρο κι αφήνοντας στη θέση του πόνο αθεράπευτο:
Για αυτόν πονώ το πιο πολύ, παρά για το Δυσσέα
Και τρέμω κι όλο νοιάζουμαι μήπως κακό μου πάθει,
Στα πέλαγα που βρίσκεται, στις ξενιτιές που τρέχει (Οδύσσεια δ΄, στ. 830-832)
Αυτός ο νέος μισεμός μεταμορφώνει την Πηνελόπη. Αυτή γίνεται τώρα Οδυσσέας. Αυτή είναι τώρα που «Τρέχει στ’ αεροδρόμια να προλάβει τις πτήσεις. Σκοντάφτει στις προπορευόμενες βαλίτσες. Στις κυλιόμενες σκάλες …τέλος απογειώνεται μέσα σε ένα σύννεφο κολόνιας duty free..». Η απουσία του Τηλέμαχου, του μονάκριβου γιου, ένα μεγάλο δυσαναπλήρωτο κενό. Μόνο οι αναδρομές ανακουφίζουν προσωρινά κι οι στοργικά συντηρημένες αναμνήσεις:
Ήταν όμορφα τα καλοκαίρια.
Γινόμουν ακροθαλασσιά, δροσερό αεράκι, μαγικό τοπίο, τρυφερός
βράχος, βότσαλα, πεταλίδες, ψαράκια που σας γαργαλούσαν τις
πατούσες, όλα, ό,τι θέλατε, γινόμουν για να χαίρεστε.
…
Ύστερα δυσκόλεψαν τα πράγματα.
Διαπίστωσες πως κουβαλούσα στις αποσκευές μου τον ομφάλιο λώρο.
Κρυφά τον πέταξες – καιρός ήταν, είχε αρχίσει να μουχλιάζει…
(ΗΤΑΝ ΟΜΟΡΦΑ ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ)
Μα «θέλουν προσοχή οι αναδρομές», μονολογεί το ποιητικό υποκείμενο, αφού υπενθυμίζουν τόσο οδυνηρά κι επαναληπτικά την παρουσία της απουσίας:
Κάποιες φορές
κατεβαίνοντας την Αριστοτέλους –
φταίει ο ήλιος
ή το σούρουπο
αναλόγως –
νομίζω πως σε βλέπω
ίδια κοψιά ίδιο μπόι
χαμογελώ και πλησιάζω,
διαπιστώνω το αυτονόητο.
Πόσο να ακυρωθούν οι συντεταγμένες.
Μικρές ξυραφιές στο πρόσωπο
οι επίμονες κλήσεις βάιμπερ…
(ΣΑΝ ΜΙΑ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ)
Η αμφιθυμία, η εσωτερική περιδίνηση, οι παλινδρομήσεις ανάμεσα στο τώρα και στο χθες, ανάμεσα στην πατρίδα και στη μητριά ξενιτιά, το χαρακτηριστικό της δεύτερης ενότητας. Αμφιθυμία ανάμεσα στην προσδοκία της παροδικής συνάντησης και στην επίμονη μονιμότητα της απουσίας, ανάμεσα στη χαρά του ταξιδιού και στην επίγνωση της συντομίας του. Παλινδρομήσεις ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, πουθενά ικανοποίηση. Πουθενά αίσθημα «ανήκειν». Μόνο πτήσεις κι αιωρήσεις. Και «η προσαρμογή» να παραμένει «άστεγη»:
Πιάνω γνωριμία με τους απόκληρους της Φάλκον
Απόκληρη κι εγώ μιας προσαρμοστικότητας
Θα ταξιδεύω πάντα με έκτακτο δελτίο θυέλλης
Ούτε μπρος ούτε πίσω…
Η απουσία και η στέρηση του απόντα παραμένουν τυραννικά ζωντανές. Σε ανηλεή Ενεστώτα διαρκείας… «Το ποίημα», άλλωστε, «δεν γράφεται με παρελθόντα πόνο». Η μοναξιά και η υπαρξιακή αγωνία διαστέλλονται από τις συνθήκες φόβου, από την επίγνωση της ευαλωτότητάς μας που διαμόρφωσαν η πανδημία, ο εγκλεισμός και οι ποικίλες απαγορεύσεις. Η απόγνωση διογκώνεται, καταλαμβάνει πληθωρικά όλο το κενό που αφήνει πίσω της η εκκωφαντικά σιωπηλή, η τυραννικά επίμονη απουσία. Γίνεται θρήνος, οιμωγή: «Κι αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρει»;
Η ζωή, όμως, σοφά κρύβει μέσα της σύντομα, έστω, φωτεινά διαστήματα. Έτσι, στα ποιήματα των σελίδων 37-39 κάνει την εμφάνισή του ένα μικρό κορίτσι. Ένα παιδί. Το ποιητικό υποκείμενο το περιθάλπει με στοργή μητρική. Του λέει «στρογγυλεμένα παραμύθια» με δράκους και πριγκίπισσες, μα ξέρει καλά πως δεν υπάρχουν ουτοπίες. Πυκνή ομίχλη και βροχή ο κόσμος:
Γυρεύεις λέξεις.
Δεν ξέρω να σου δώσω.
Εσύ αρθρώνεις ήλιους και ντροπαλά χαμομήλια
γαλάζιες καμπανούλες, ρόδινες καλημέρες.
Πρέπει να μάθεις λέξεις της ομίχλης και της βροχής.
Κι εσύ ονειρεύεσαι να είσαι γοργόνα
(ΕΣΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΣΑΙ)
Το μικρό κορίτσι είναι ο καινούργιος σπόρος, η νέα γενιά. Μικρές ρωγμές ελπίδας απαλύνουν τις εκφράσεις πόνου και αφαιρούν «με χειρουργικό τσιμπιδάκι τις ξερές μεμβράνες από το πρόσωπο» του ποιητικού υποκειμένου. Αισιοδοξία. Συνέχεια. Ξαναζωή:
Έχω μια ραγισματιά,
Είπε η πορσελάνινη τσαγιέρα,
βαθαίνει με τον καιρό,
μην κοιτάτε που δεν φαίνεται,
κι άλλες αθέατες μικρές ρωγμές,
ό,τι δεν φαίνεται έχει μεγάλη πιθανότητα να υπάρχει
Όμως αυτή με τα μικρά της χέρια
Φυτεύει στη ραγισμένη τσαγιέρα βολβούς
Βγάζουν βλαστούς
Ίσως μια μέρα στερεώσει μέσα μου λουλούδια
Να λάμψω πάλι με μιαν άλλη ομορφιά
(ΒΛΑΣΤΟΙ)
Τρυφερή ελεγεία, χαμηλόφωνη κι όχι κραυγαλέα, η νέα συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου, διάστικτη, ωστόσο, από ρεαλισμό. Ψαύει τραύματα, θωπεύει πληγές, νοσταλγεί, αλλά δεν απαισιοδοξεί, δεν απελπίζει. Διατηρεί μέσα της γενναίες ποσότητες πίστης στη σοφή κυκλική γεωμετρία της ζωής.
Η γλώσσα της συλλογής τολμηρή και ειλικρινής. Δεν απαξιώνει, δεν κομπάζει. Ελεύθερη από στερεότυπα αποτυπώνει τη γνησιότητα του συναισθήματος. Λέξεις ξένες, ειδικό λεξιλόγιο από το χώρο της τεχνολογίας παρεισφρέουν για να αποδώσουν τις νέες συνθήκες της ζωής και της κατακερματισμένης επικοινωνίας στην εποχή μας. Άλλοτε η γλώσσα αιωρείται κι ερωτοτροπεί με λυρικά σχήματα, ζωγραφίζοντας με ειδυλλιακές εικόνες το παρελθόν, άλλοτε πορεύεται πεζή για να σηκώσει το παρόν, το καθημερινό ανθρώπινο άχθος, τη συλλογική μοίρα, τη σκληρή πραγματικότητα.
Η νοσταλγία για την έλλειψη των αγαπημένων προσώπων δίνουν στη συλλογή τη μορφή μιας αγωνιώδους απόπειρας συνομιλίας. Που μένει πάντα εκκρεμής. Οι επίμονες απευθύνσεις σε β’ ενικό, με τις οποίες η ποιήτρια προσπαθεί να επικοινωνήσει με το απόν εσύ μένουν χωρίς απόκριση. Το εσύ λείπει.
Η συστροφή στο α΄ ενικό προβάλλει αναγκαία κι αναπόφευκτη. Ο εαυτός, ο τελευταίος νόστος. Το ευλογημένο καταφύγιο. Στο τέλος, η Πηνελόπη πληγωμένη αλλά ώριμη, μεστή και πλούσια από την εμπειρία της ζωής φαίνεται να κατανοεί «οι Ιθάκες τι σημαίνουν»:
δεν γυρεύω πλέον την φυγή
είναι καιρός να αναμετρηθώ με το δικό μου βάθος»
(ΔΙΑΦΥΓΗ-ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ)
Ίσως η εσωτερική Ιθάκη, η αναζήτηση και η γνώση του εαυτού, η αποδοχή, η συγχώρεση, η αγάπη και η συμφιλίωσή μας μαζί του ικανοποιήσουν, τελικά, τον διακαώς ποθούμενο αλλά διαρκώς διαφεύγοντα νόστο.