Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950, της Αγγέλας Καστρινάκη είναι μια σπουδαία μελέτη με πλήθος πρωτότυπες ιδέες και άρα είναι απόλυτα λογικό το ότι πήρε το κρατικό βραβείο δοκιμίου του 2005, στην τότε μορφή του ως Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, εκδ. Πόλις. Είναι ένα πληρέστατο, επινοητικό ιστορικό και φιλολογικό δοκίμιο για την ελληνική λογοτεχνία στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, της Kατοχής και του ελληνικού Eμφυλίου.
Η μελέτη χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο ασχολείται με την ελληνική λογοτεχνία στην Kατοχή. Τις εκδηλώσεις και την παραγωγή της λογοτεχνίας μετά την ήττα από τους Γερμανούς, την εποχή της αδράνειας και της πνευματικής φυγής, κατόπιν την περίοδο της ανάκαμψης και της Aντίστασης, στο τέλος της Kατοχής και κατά την Aπελευθέρωση. Το δεύτερο μέρος πραγματεύεται τη λογοτεχνική παραγωγή, το λογοτεχνικό έργο κατά τον Eμφύλιο πόλεμο, τη λογοτεχνία του Eμφυλίου πολέμου, κυρίως αριστερή, τις διαμάχες των βασικών λογοτεχνικών ρευμάτων, αριστερό εναντίον φιλελεύθερου, με τους εκπροσώπους τους σε διαφωνία και σύγκρουση, την μεταπολεμική λογοτεχνική παραγωγή, το χάσμα και το μίσος που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις δύο πλευρές, τις προσπάθειες ορισμένων να απεμπλακούν από αυτό και τις δημιουργίες των γυναικών λογοτεχνών όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια.
Η φιλόλογος, συγγραφέας, λογοτέχνις, δοκιμιογράφος και καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αγγέλα Καστρινάκη έχει γράψει και αναλύσει σε αυτό το βιβλίο, με μυαλό φωτεινό, όλο ευρυμάθεια και ευαισθησίες, πολλούς συγγραφείς και πολλά βιβλία τους, καθώς και τη θέση τους στη λογοτεχνία της εποχής και της κάθε περιόδου. Μας ταξιδεύει από τον Βενέζη και τον Πέτρο Χάρη, στον Τερζάκη της Πριγκηπέσας Ιζαμπώ και από τον Θεοτοκά, τον Καραγάτση, τον Σικελιανό, τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Τάσο Αθανασιάδη στον Ελύτη, από τον Σεφέρη στον Κοσμά Πολίτη, από τον Εγγονόπουλο στον Ρίτσο, και τέλος στις γυναίκες συγγραφείς από την Μ. Αξιώτη ώς την Μ. Μητροπούλου.
Το βιβλίο είναι ανεκτίμητο πρώτα απ' όλα για τις πανέξυπνες συνδέσεις κάθε τροπής της λογοτεχνικής παραγωγής με τις στροφές της ιστορικής, κοινωνικής πραγματικότητας.
Το μεγάλο προσόν του γραψίματος της Α. Καστρινάκη στα δοκίμια είναι η απλότητα και η λειτουργικότητα, η αμεσότητα της γραφής, του καταληπτού συγγραφικού ύφους και της συγγραφικής τεχνικής. Αναπτύσσει απλά, εύληπτα και με σαφήνεια, τις σκέψεις της και καθιστά την ανάγνωση των δοκιμίων της άνετη με την καλή έννοια, απολαυστική, κατανοητή κι αφομοιώσιμη από τον αναγνώστη.
Το βιβλίο Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, φανερώνει την πολύ μεγάλη έρευνα που έχει κάνει η συγγραφέας για να το συνθέσει. Τα καλογραμμένα και ελκυστικά κεφάλαια χαίρεσαι να τα διαβάζεις και δεν μπορείς να σταματήσεις, γιατί εκεί που λες να σταματήσεις ξεπροβάλει μια νέα ελκυστική ιδέα ή κρίση ή ένα περιστατικό, μια νέα ιστορία, οπότε σου χρειάζεται, από ασυγκράτητο ενδιαφέρον και περιέργεια, να διαβάσεις κι αυτές και να πας παρακάτω.
Διαβάζουμε το εδάφιο «...Η καθεστηκυία τάξη λοιπόν. Πιο ρητά ο Παπατζώνης, πιο έμμεσα ο Θεοτοκάς, υποστηρίζουν το κράτος και την τάξη, τη “νομιμότητα” εναντίον της “επανάστασης”: αυτά, μέσα στο 1942. Ως βασικό αγαθό προβάλλεται η ειρήνη και η ύπαρξη κράτους...». Με τον Θεοτοκά τα είχε βάλει, ως ένα βαθμό, μάλλον άδικα, στο ωραίο βιβλίο της Η λογοτεχνία, μια σκανταλιά, μια διαφυγή ελευθερίας, γράφοντας «Εξανίσταμαι με τη στρατηγική πειθούς στην Αργώ του Θεοτοκά, γιατί διαφωνώ με τις ιδέες, με το αντικομμουνιστικό πάθος του συγγραφέα». Μα εάν ο κριτικός ή ο φιλόλογος αλλάξει με την πάροδο του χρόνου ιδεολογικοπολιτικές απόψεις, τι γίνεται; Ή εάν περάσει χρόνος και οι επικρατούσες πολιτικές αντιλήψεις στο δημόσιο λόγο, στην κοινή γνώμη και στους διανοούμενους διαφοροποιηθούν και αλλάξουν; Η μέθοδος πειθούς που καταγγείλαμε μάλλον ως αβάσιμη ιδεολογικά, θα βρεθεί τώρα σωστή; Οι ιδεολογικοπολιτικές ιδέες του Θεοτοκά θεωρώ πως άντεξαν αρκετά στον χρόνο. Νομίζω πως δεν μπορούμε να υποτιμούμε τη σκέψη του Θεοτοκά, γιατί σήμερα αποδεικνύεται πως ως φιλελεύθερος, κοσμοπολίτης δημοκράτης είχε πέσει περισσότερο κοντά στην αλήθεια από τους Έλληνες μαρξιστές συγγραφείς.
Πολύ ενδιαφέροντα είναι και τα παρακάτω, μιας και ο Καραγάτσης ως «ηδονιστής», «ευδαιμονιστής» και «αμοραλιστής» –βλ. Το 10, Γιούγκερμαν, κ.ά.– μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, όπως για παρόμοιο λόγο μας ενδιαφέρει και αγαπάμε τον Ζορμπά· στον αντίποδα της ηδονιστικής κοσμοθεώρησης του Ζορμπά, έχει ιδιαίτερη αξία κι ενδιαφέρον η βουδιστική προσέγγιση της Ασκητικής, την οποία ίσως παραβλέπει λίγο στην ανάλυσή της για τον Καζαντζάκη, τονίζοντας κυρίως την επιρροή του από τον γνωστικισμό και τον μανιχαϊσμό. Η Καστρινάκη γράφει για τον Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου,– και φαίνεται πως το θέμα όπως το χειρίζεται ο Καραγάτσης παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον: «Θετική αξία –όχι χωρίς ταλαντεύσεις βέβαια– προσδίδεται στον “αμοραλισμό”, που θέτει σε υψηλότερη θέση την ευδαιμονία και την ανάγκη της επιβίωσης από την πατρίδα και τη θυσία. Όλα αυτά επενδύονται με κάποιο αριστερό πνεύμα καταγγελίας των κοτζαμπάσηδων, κατά πρώτο λόγο όμως αποβλέπουν στη δικαίωση ενός προσώπου που ως ύψιστη αξία θεωρεί την απόλαυση της ζωής. Το γεγονός ότι εξωμότης υπήρξε όντως ένας πρόγονος του Καραγάτση καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι η απόπειρα της δικαίωσής του επιχειρείται μέσα στο πρώτο διάστημα της Κατοχής». Για τον Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου ξαναγράφει στο άρθρο της «Ένας “αμοράλ” μέσα στην Κατοχή»”, Νέα Εστία, τχ. 1729.
Επίσης, παρεμπιπτόντως, παραβλέπει περιέργως (και κάπως μαζοχιστικά από ψυχολογική κι ιδεολογική άποψη, αναφέρομαι δηλαδή στη φροϊδική άποψη για τον «γυναικείο μαζοχισμό») το βιαιότατο, φαλλοκρατικό αιματοκύλισμα των πολλών διακορεύσεων στο Λεμονοδάσος, καθώς και την ανηδονική, μαζοχιστική, πεισιθάνατη, αντιηδονιστική «θυσία» τού έρωτα και της ερωτικής ευτυχίας στο Λεμονοδάσος, παρατηρώντας μόνο κάποιον σχετικό υποβιβασμό και περιορισμό της γυναίκας, θυσία που εγώ βλέπω να έχει καθοριστικό, επιζήμιο ρόλο μέσω της πουριτανικής εμμονής της Βίργκως στην παρθενία.
Μας έκαναν μεγάλη εντύπωση τα όσα γράφει η Α. Καστρινάκη για τις τοποθετήσεις και τις ιδέες των λογοτεχνών την εποχή του τελειώματος της Κατοχής και της Απελευθέρωσης, ο τεράστιος ουτοπισμός και η ιδεολογικοπολιτική αφέλεια των οραμάτων τους, βασισμένη στην έλλειψη πληροφοριών για το τι γινόταν στην ΕΣΣΔ, στην κομμουνιστική παραπληροφόρηση και στην αγνόηση των δεδομένων πληροφοριών για τις δίκες της Μόσχας και το καθεστώς του σταλινικού κομμουνισμού (βλ. τα ιστορικά βιβλία για τον εμφύλιο του Μαραντζίδη και του Καλύβα). Στο κάτω κάτω οι καλλιτέχνες, διανοούμενοι και συγγραφείς όφειλαν να τις ξέρουν ή να μην κάνουν πως ξέχασαν τις πληροφορίες, ιδιαίτερα οι συγγραφείς της φιλελεύθερης και αστικοδημοκρατικής πολιτικής κατεύθυνσης, που κι αυτοί παρασύρθηκαν από το λαϊκό ρεύμα, αγνοώντας ή ξεχνώντας πως το ΕΑΜ και η ΕΠΟΝ καθοδηγούντο από την ηγεσία του ΚΚΕ, που με τη σειρά της καθοδηγείτο από το ΚΚΣΕ... Το εντυπωσιακότερο βέβαια είναι τα μεγαλεπήβολα λαϊκά οράματα και ποιητικά όνειρα των αστών, φιλελεύθερων και δεξιών λογοτεχνών, που παρασυρμένοι από το δυνατό λαϊκό ρεύμα, επιθυμούν κι αυτοί να ενώσουν την καλλιτεχνική φωνή τους με τη φωνή του καθοδηγούμενου μέσω της αριστερής προπαγάνδας, λαού, να ενταχτούν ως ασθενικά, μεμονωμένα ποταμάκια και ρυάκια στον ορμητικό, μεγάλο ποταμό του λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος…
Όμως ορισμένοι ποιητές διατηρούν τη διαύγειά τους, επισημαίνει η Καστρινάκη: «Κι ακόμα ξέρω πως για τις σπονδές και για το τάμα / του νέου Ναού που ονειρευτήκαμε για Σένα, Ελλάδα, / μέρες και νύχτες, τόσα αδέρφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους, / όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!» (Σικελιανός, Πνευματικό εμβατήριο, Μάιος 1945).
«Αίμα που έβαψε τα πεζοδρόμια / που τύφλωσε τα μάτια που γέμισε στυφό το στόμα. Πάθος της άρνησης / λύσσα του γκρεμισμού – ποιος θα χτίσει καλύτερα από μας;» (Πατρίκιος, Επιστροφή στην ποίηση, 1948-51).
Ας δούμε το Οι αδερφοφάδες, του Καζαντζάκη με θέμα τον εμφύλιο σπαραγμό, η πρώτη γραφή του ξεκινά στην Αντίμπ το 1949. Ο Καζαντζάκης το δουλεύει ξανά το 1954 και το μυθιστόρημα εκδίδεται το 1963. Στο πεζογράφημά του ο Καζαντζάκης διαχωρίζει τη γνώμη και τη στάση του από όσους κομμουνιστές επέμεναν να δώσουν μέχρι τελικής πτώσεως την αδερφοκτόνο μάχη. Ο παπα-Γιάνναρος που επιδιώκει τη συμφιλίωση των χωριανών των δύο παρατάξεων για να γιορτάσουν μαζί την Ανάσταση, πυροβολείται από τους κόκκινους που απεύχονται τη συμφιλίωση... (Επικρίνουμε το ορθόδοξο, φιλοσοβιετικό κι άκαμπτο ΚΚΕ, βασισμένοι βέβαια σε διαβάσματα και πληροφορίες που δεν διέθεταν άμεσα οι Έλληνες της Κατοχής. Μα δεν αρκεί να βλέπεις και να ακούς πάντοτε με μεγάλη προσοχή το τι γίνεται δίπλα και παραδίπλα σου;) Το μόνο προβληματάκι που βρίσκουμε στη σπουδαία μελέτη της Καστρινάκη είναι, θα λέγαμε, η πολύ συγκρατημένη και υποβόσκουσα, διακριτική συμπάθειά της υπέρ της Αριστεράς.
Η Kαστρινάκη γράφει για την πρώτη μεταπολεμική παραγωγή πως «σε ένα μεγάλο μέρος της επιθυμεί να αποτυπώσει τις εμπειρίες του πολέμου και της Κατοχής. Η ιστορία λογίζεται σημαντικότερη από τη μυθοπλασία. Τα γεγονότα είναι τόσο συνταρακτικά, ώστε δεν χρειάζονται και δεν τους αρμόζει η λογοτεχνική επεξεργασία», πιστεύουν οι λογοτέχνες μας.
Στην αμέσως μεταπολεμική εποχή, μετά την απελευθέρωση, ο Παπανούτσος γράφει, σωστά, για το θέμα της στράτευσης της τέχνης και της αναγκαίας ισορροπίας αισθητικής επεξεργασίας και σύνδεσης με την κοινωνία των έργων: «Ούτε απόλυτα αυτόνομη μπορεί και πρέπει να είναι η Τέχνη, γιατί η ομορφιά δεν είναι αποκλειστικά ζήτημα μορφής. Ούτε πάλι ετερόνομη εντελώς και υποταγμένη σε διάφορες εξωτερικές σκοπιμότητες, γιατί μόνο το περιεχόμενο δεν κάνει το άξιο του ονόματός του έργο της Τέχνης.»
Ο Τερζάκης προειδοποιεί, ενόψει του επερχόμενου εμφυλίου, για την τάση καπηλείας των ιδανικών και τις αυξανόμενες, εκρηκτικές κι οξυνόμενες συγκρούσεις: «Και νά η στιγμή να διακηρύξω εδώ κάτι που αποτελεί πια για μένα οδυνηρή πεποίθηση. [...] Όλη αυτή η ευωχία γύρω μας, η κορυβαντίαση με το κοινό σύνθημα της “Λευτεριάς”, πανδαιμόνιο από ξεφωνητά, επινίκια, αντεγκλήσεις, προκλήσεις, τα πάθη, οι θριαμβικές ιαχές, τα τριξίματα δοντιών, οι υστερικές διαχύσεις, επιχειρούν να συγκαλύψουν με παιδαριώδη αδεξιότητα μία και πικρότατη αλήθεια: πως μπαίνουμε σε καινούριο Μεσαίωνα.»
Η Καστρινάκη γράφει με διαύγεια για τις απόψεις του Τερζάκη και του Ελύτη, εκείνη την εποχή: «Γνώρισμα του καινούριου μεσαίωνα είναι ο φανατισμός, και πνευματικά προϊόντα του εκείνα που, αντί να μεταπλάθουν το όραμα του κόσμου, “περιορίζονται να το ξερνούν”. Δεν συγκρατεί την οργή του ο Τερζάκης· είδαμε άλλωστε την έμμεση στάση του στα Δεκεμβριανά, όπως εκφράστηκε στην Πριγκηπέσα Ιζαμπώ. Ο Ελύτης επίσης βάλλει κατά των αριστερών, ανοίγοντας ταυτόχρονα μέτωπο και με την άκρα Δεξιά. Γράφει: [Η εποχή μας] “αναγκάζει όλους αυτούς να κρύψουνε το πραγματικό περιεχόμενο των προθέσεών τους και να ντυθούν (επιστρατεύοντας για ένα τέτοιο σκοπό τα πιο καταχθόνια τεχνάσματα και τις πιο διαβολικές ερμηνείες), τα συνθήματα που ίσα ίσα διαισθάνονται ότι μπορεί να είναι και τα περισσότερο αρεστά στις μεγάλες μάζες του συνόλου. Οι αρχές της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης αρχίζουν τότε να μπαινοβγαίνουν με τη μεγαλύτερη ευκολία από το ένα στο άλλο στρατόπεδο, και ν’ αναγράφονται με τη μεγαλύτερη αυθάδεια, συνάμα, στις πιο μαύρες και τις πιο κόκκινες σημαίες. Μια μέρα, ένα κόμμα με στρατιωτική οργάνωση και πειθαρχία αναλαμβάνει να υποκαταστήσει το κράτος. Κάτι περισσότερο: αναλαμβάνει να ταυτίσει το Κράτος με την Αλήθεια. Από κει και πέρα όλες οι εκδηλώσεις της ζωής πρέπει να χωρέσουν μέσα σ’ αυτή την Αλήθεια. Κι η Τέχνη, το άλλο τούτο ζιζάνιο που δεν συμβιβάζεται με τίποτε και δεν κάνει διόλου καλή παρέα με την απάτη, πρέπει κι αυτό ή να φιμωθεί = Λογοκρισία, ή να υποκύψει = τέχνη της σκοπιμότητας”.
Για τον Σεφέρη η Καστρινάκη γράφει με οξυδέρκεια: «Προσεκτικός με τους αντιπάλους αλλά με έναν υπόγεια αιχμηρό λόγο θα παρουσιαστεί ο Σεφέρης, που έχοντας πλέον επιστρέψει από τη Μέση Ανατολή, παρεμβαίνει στα ελληνικά πράγματα. “Τι πρέπει να κάνει ο πνευματικός εργάτης απέναντι στους θρησκευτικούς φανατισμούς”, είναι η ερώτηση όπως τη θέτει – οπότε αν με τους θρησκευτικούς φανατισμούς χτυπάει την Αριστερά, με τον “εργάτη” την προσεγγίζει. Σε όλο το κείμενο του Σεφέρη υπάρχει ένα υπόστρωμα αριστερού λόγου (οι “αγώνες”, “ο λαός μας”, έργα που “διδάσκουν” ή “οδηγούν”), με το οποίο υπερασπίζεται σθεναρά την αυτονομία της τέχνης. Καταλαβαίνουμε πως ο Σεφέρης απευθύνεται στην Αριστερά και επιθυμεί να την ανατρέψει με τα δικά της όπλα.» Και η Καστρινάκη συνεχίζει αναφορικά με την αντίληψη και τη στάση του Σεφέρη: «Ο Σεφέρης επιχειρεί αυτή τη στιγμή να θέσει τους στρατευμένους, δηλαδή τους αριστερούς, εκτός καλλιτεχνικού πεδίου: “δεν είναι λογικό να ρωτούμε αν η Τέχνη πρέπει να είναι αυτόνομη –η αυτονομία της Τέχνης είναι αξίωμα– αλλά αν πρέπει ο καλλιτέχνης, στην τυραννισμένη και κομματισμένη εποχή μας, ν’ αποφασίσει πως η Τέχνη είναι δευτερεύουσα υπόθεση και να την εξαρτήσει από τα κριτήρια και την επιτυχία μιας πολιτικής σκοπιμότητας”. Αυτούς που πήραν συνειδητά μια τέτοια απόφαση ο Σεφέρης δηλώνει πως τους σέβεται, ουσιαστικά όμως τους τοποθετεί έξω από την κατηγορία των καλλιτεχνών. Όπως είπαμε όμως και όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω, στην Αριστερά το ζητούμενο είναι επίσης η ποιότητα, και ουδέποτε βρέθηκε κανείς να την τοποθετήσει σε δεύτερη μοίρα. Ο Σεφέρης λοιπόν ουσιαστικά αποβλέπει να “ξεσκεπάσει” αυτή την ανειλικρίνεια.»
Η στάση του Ρίτσου μετά την απελευθέρωση, αναφορικά με τη «στράτευση» της τέχνης και τους «ιδεολογικούς» ή όχι στόχους της (επιλέγουμε την τέχνη για την τέχνη, την αυτονομία της τέχνης, ή την τέχνη για τον λαό και την πολιτικοποιημένη τέχνη;) περιγράφεται στη μελέτη της Καστρινάκη με ενάργεια, ως εξής: «Με μια εμφατική δήλωση υπέρ της ποιότητας ξεκινά και ο Ρίτσος την τοποθέτησή του: ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ειλικρινής, αλλά αυτή η ειλικρίνεια κρίνεται στο επίπεδο της τέχνης, όχι “απλά και μόνο της ηθικής”. Γιατί μπορεί κάποιος να τα ’χει και με το παραπάνω όλα τούτα τα προσόντα [ειλικρίνεια, αλήθεια] και να ’ναι μ’ όλα αυτά ασυχώρετα κακός ποιητής. Όπως βλέπουμε στις μέρες μας ένα σωρό καλές προθέσεις, ευγενικές λαχτάρες, βαθιά αισθήματα κι αψηλές ιδέες ν’ αντιστοιχούν τις πιο πολλές φορές σ’ άλλα τόσα κακά ποιήματα, κακά διηγήματα, κακά θεατρικά έργα. Ο αριστερός ποιητής λοιπόν δίνει την πιο αυστηρή απάντηση σε όσους θεωρούν ότι στην παράταξή του δεν ασχολούνται με την ποιότητα. Μπορούμε ίσως να φανταστούμε ότι ο Ρίτσος σηκώνει το γάντι που έριξε ο Σεφέρης δυο μήνες νωρίτερα. Μετά όμως από αυτές τις δηλώσεις, που είναι τόσο κοντά στην έννοια της αυτονομίας της τέχνης, ο Ρίτσος διολισθαίνει σε μια πλήρη ταύτιση της ποιότητας με την κοινωνική τοποθέτηση του συγγραφέα, θέτοντας διλήμματα με τρόπο τρομοκρατικά διχαστικό: “το ΝΑΙ ή τ’ ΟΧΙ”, «το φως και το σκοτάδι”. Η θέση τού καλλιτέχνη καθίσταται αυτονόητη: πρέπει να απευθυνθεί τώρα στην “ανοιχτή ψυχή του λαού”, βγαίνοντας από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του· μπροστά στον λαό θα κριθεί η ποιότητά του. Η πρόθεση του Ρίτσου είναι ολοφάνερη: η συμπίεση του “κέντρου”, η προσέλκυσή του προς το μέρος της Αριστεράς.»
Η Καστρινάκη προσθέτει γενικεύοντας και βγάζοντας συμπεράσματα με διεισδυτικότητα: «Ας συνοψίσουμε ωστόσο τις διαφορές ανάμεσα στις παρατάξεις: Η Αριστερά αρθρώνει έναν διπολικό λόγο, αισθητισμός ή στράτευση, αποκλείοντας μια τρίτη δυνατότητα, εκεί όπου οι φιλελεύθεροι προσπαθούν ακριβώς να ορίσουν τον χώρο αυτής της εναλλακτικής στάσης που περιλαμβάνει την “ευθύνη” αλλά όχι και την “υπηρεσία”. Η Αριστερά επιμένει στην παιδευτική λειτουργία, ενώ οι φιλελεύθεροι συνήθως την αρνούνται. Οι φιλελεύθεροι τονίζουν ως αυτονόητη τη σχέση του ποιητή με την εποχή του – κάτι που απαλλάσσει βέβαια τον καλλιτέχνη από τη συνειδητή σχέση μαζί της. Οι αριστεροί αντίθετα πιστεύουν στην επιλογή και στη συνειδητή σχέση. Στη θέση της “εποχής” μάλιστα, έννοιας πολύ αόριστης, αυτοί προτιμούν την έννοια της “κοινωνίας”, του “λαού” ή της κοινωνικής τάξης. Οι αριστεροί είναι βέβαια πιο κανονιστικοί και πιο σίγουροι για το πώς θα διαμορφωθεί το μέλλον της Τέχνης. Οι φιλελεύθεροι από τη μεριά τους θεωρούν πως χρειάζεται πίστωση χρόνου. Το θέμα αυτό, του χρόνου, είναι βέβαια κομβικό: οι αριστεροί οφείλουν να συμβαδίζουν με την επικαιρότητα –όχι μόνο να συμβαδίζουν αλλά και να προβάλλουν ρητά τη σχέση τους μαζί της–, οπότε ο χρόνος πιέζει και η καλλιτεχνική επεξεργασία γίνεται μια πολυτέλεια.»
Βρίσκουμε, ακόμη, πολύ ενδιαφέρουσα την καταγραφή των αντιδράσεων των Ελλήνων αριστερών συγγραφέων και κριτικών στο γαλλόφωνο λογοτεχνικό ρεύμα τού υπαρξισμού, αντιδράσεις και απόψεις κατά το μάλλον ή ήττον σχηματικές, αν όχι δογματικές μαρξιστικές, πλην του πεζογράφου Σωτήρη Πατατζή.
Ωραία είναι και τα κομμάτια για το ταξίδι και την επιστροφή, διανθισμένα με τοποθετήσεις συγγραφέων και σχετικά με τα θέματα, ποιήματα, καθώς και οι παρατηρήσεις της για το θέμα της επιστροφής μέσα στην ήττα, για τους αριστερούς, την ήττα τους και την ενοχή. Η συγγραφέας μας δίνει τις δεύτερες σκέψεις, τον αναστοχασμό των αριστερών που μετά την ήττα του Eμφυλίου ξανασκέφτονται ό,τι το τραγικό συνέβη και τη δυνατότητα της φυγής (κυρίως στη φύση), το αδιέξοδο, την αποτυχία και την απόγνωση (Αναγνωστάκης, Κατσαρός, Βρετάκος, Αλεξάνδρου, Κοτζιούλας, κ.ά.).
Στο προτελευταίο κεφάλαιο, «Το τέλος», παρουσιάζεται από την Καστρινάκη το χάσμα που δημιουργείται ανάμεσα στους συγγραφείς αφού ο Εμφύλιος πόλεμος τελείωσε. Γράφει πολύ εύστοχα: «Το χάσμα. Το τέλος του Εμφυλίου παρουσιάζει, όπως είπαμε, δύο αντίθετες ροπές: από τη μία οι εντάσεις μεγαλώνουν ανάμεσα στους στρατευμένους και των δύο παρατάξεων, από την άλλη η διαμάχη περιορίζεται σε στενότερο χώρο. Ένα μεγάλο μέρος της κοινότητας των λογίων ζει πλέον μια ζωή που δεν την επηρεάζει ο εμφύλιος. Ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου, της Κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων η κοινωνία δρούσε και έπασχε με τρόπο λίγο πολύ ενιαίο, τώρα διασπάται. Ένα χάσμα χωρίζει τους στρατευμένους (κυριολεκτικά και μεταφορικά) από όσους αναπνέουν πλέον τον αέρα της ανοικοδόμησης.»
Kαι στο τέλος του προτελευταίου κεφαλαίου, «Επίλογοι και διαθήκες», συμπληρώνει: «Έτσι λοιπόν, η δεκαετία τελειώνει με τη σιωπή πολλών από τους σημαντικότερους μεσοπολεμικούς συγγραφείς. Ταυτόχρονα σταματούν την έκδοσή τους και διάφορα περιοδικά. Η Ποιητική Τέχνη, οι Νέοι Ρυθμοί και κυρίως, βέβαια, τα Ελεύθερα Γράμματα. Το περιοδικό που εξέφραζε την Αριστερά αντιμετώπιζε προβλήματα κυκλοφορίας και συνεργασιών τα τελευταία χρόνια, λόγω του φόβου και των διώξεων· επιζούσε, λέγεται, μέσω μυστικής χρηματοδότησης. Μετά την αποπομπή του Βρεττάκου, οι συνεργάτες λιγόστεψαν κι άλλο. Με διευθυντή τον Στρατή Δούκα το περιοδικό βγάζει μέσα στο 1950 δύο τεύχη, με μεταφράσεις άγνωστων έργων από άγνωστους μεταφραστές και έπειτα κλείνει. Μέσα σε αυτό το κλίμα κάποιοι ποιητές της νέας γενιάς τείνουν να γράφουν “επιλόγους” ή να κάνουν τις “διαθήκες” τους. Στον γνωστό “Επίλογό” του ο Μανόλης Αναγνωστάκης προαναγγέλλει τον θάνατο των “μελλούμενων” ποιητών, στους τελευταίους όμως στίχους αφήνει μια ελπίδα αναγέννησης μέσω της λήθης.»
Το συνολικό, τελευταίο κεφάλαιο «Επίμετρο. Γυναίκες συγγραφείς 1940-1950. To ταξίδι της ελευθερίας», αποτελεί έναν περίφημο θησαυρό γνώσεων, εσωτερικού συναισθήματος και ανασκαφών στη λογοτεχνία. Μαθαίνουμε εκεί για τις πολύ καλές γυναίκες συγγραφείς, την Αξιώτη, την Γαλάτεια Καζαντζάκη, την Αλεξίου, την Σταύρου, την Κρανάκη, τη Μητροπούλου, την Λυμπεράκη κ.ά.
Μας άρεσε, ακόμη, από κοσμοθεωρητική άποψη, το χωρίο της Λυμπεράκη στα Δέντρα της, που παρατίθεται: «Γιατί η ελευθερία δεν έχει να κάνει ούτε με την περιπλάνηση ούτε με τους άρρηκτους δεσμούς. Έρχεται από μέσα σου. Κι οι ρίζες της, χωρίς να το θέλεις, πιάνουν βαθιά στη γη. Κι όσο πασχίζουν ν’ απλωθούν, τόσο βαθύτερα χώνονται». Είναι μια ολοκληρωμένη σύλληψη.
Μας έθελξαν πολύ οι στίχοι της Βακαλό «Ταξιδέψαμε τις ίδιες θάλασσες / Και δεν είχαμε άλλη τροφή /Από μας / Στο δρόμο φάγαμε τη σάρκα μας / Ξοδέψαμε τα παιδιά μας στις αγορές /.../ Θεέ μου όλα τα παιδιά / Θέλαν να γίνουν ναυτικοί / Κρεμασμένοι του φεγγαριού / Μιλήστε τους για τη νεκρή μοναξιά / Στα κατάρτια /.../ Όλα τα καράβια κι όλα τα δέντρα / Έχουν σκοινιά / Δαχτυλίδια μαβιά / Στο λαιμό μας».
Ξεχωρίζει επίσης το κείμενο της Κρανάκη που ανθολογείται: «Κι ολόκληρο το σπίτι [έπρεπε] να μοιάζει με καράβι. Ποιος από μας δεν ονειρεύτηκε ν’ αρχίσει σιγά σιγά το γνώριμο δωμάτιο ν’ αρμενίζει, ποιος από μας δεν είδε το εδώ σαν μια γκρίζα πέτρα; Φταίγανε, βέβαια, γι’ αυτό τα συστήματα αερισμού. Οπωσδήποτε όλες οι ως τα τώρα στρατιές των πνιγμένων ήταν καιρός να καταργηθούν. Οι ένοικοι της οικοδομής –απροσδιόριστοι τον αριθμό, το σπίτι κατ’ αρχήν απευθυνόταν σ’ όλο τον κόσμο– έπρεπε να νιώθουν ταξιδιώτες, αν το ’θελαν. Τούτο ονομάσαμε ελευθερία». Πρόκειται για το ξεπέρασμα των προοδευτικών ψευδαισθήσεων και αποτέλεσμα αυτογνωσίας και γνώσης της ζωής. Δεν θα το χαρακτηρίζαμε μηδενιστικό μα μάλλον ξεπέρασμα της εξιδανικευμένης φενάκης. Και τα τρία εδάφια διακρίνονται για την επάρκεια και ευστοχία της κοσμοθεώρησής τους.
Το τελευταίο έργο της Αγγέλας Καστρινάκη, Μίλα, Πηνελόπη!, είναι η φιλολογική φεμινιστική μελέτη που εκδόθηκε πρόσφατα, το 2023, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, μια εμβριθής, μεγάλη και στοχαστική περιδιάβαση στους τρεις τελευταίους αιώνες σχετικά με το πώς εμφανίζεται το διαχρονικό πρόσωπο της Πηνελόπης –που την έχει απασχολήσει για πολλά χρόνια, σε αρκετά έργα της– και τα συγγενικά της πρόσωπα στον λογοτεχνικό και δοκιμιακό λόγο εκείνων των εποχών.