Π Ο Λ Υ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
[ ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ]
Κάρεν Βαν Ντάικ, Αλλωνών / Lifted, (μτφρ. Ελένης Μπούρου), Άγρα 2022
Π Ο Λ Υ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
[ ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ]
Κάρεν Βαν Ντάικ, Αλλωνών / Lifted, (μτφρ. Ελένης Μπούρου), Άγρα 2022
Στα τέλη Μαΐου του 2018 έλαβα ένα μέιλ από την Κάρεν Βαν Ντάικ, την οποία γνώριζα ήδη από όταν μάζευε υλικό για την ανθολογία της Μέτρα λιτότητας. Εκείνη με γνώριζε τόσο από τα ποιήματά μου όσο και από την επιμελητική και μεταφραστική δουλειά μου στο εξαμηνιαίο περιοδικό ποίησης Τεφλόν. «Έχω μια ποιητική συλλογή που σκέφτηκα ότι ίσως θα σε ενδιέφερε να μεταφράσεις. Ένα κομμάτι της. Ή μερικά ποιήματα. Σκέφτηκα ότι θα σου ταιριάζουν.»
Η εν λόγω συλλογή, με γενικό τίτλο Αλλωνών, είχε τις εξής τέσσερις υποενότητες: «Οικογενειακό φωτογραφικό άλμπουμ», «Εμπιστευτικό», «Άταφοι νεκροί» και «Αλλωνών» – σημειώνω αυτή τη λεπτομέρεια γιατί στους τίτλους αυτούς αχνοφαίνεται ήδη η πρόθεση της Κάρεν να αυτοβιογραφηθεί. Η ενότητα που την ενδιέφερε να μεταφραστεί στα ελληνικά ήταν η τελευταία, με τις πρόζες που είχε ξεσηκώσει από έργα αλλωνών μετατρέποντάς τες σε ποιήματα. Στο πρώτο άκουσμα αυτής της ιδέας σκέφτηκα «κάτι σαν άσκηση εργαστηρίου δημιουργικής γραφής» ή ένα παιχνίδι με ουλιπιανούς κανόνες –μη συλλαμβάνοντας ακόμα τα πολλαπλά επίπεδα του εγχειρήματος. Μετά την πρώτη ανάγνωση της συλλογής, ενθουσιάστηκα με το εύρος των απανθισμένων αποσπασμάτων, ένα «εξαιρετικό υλικό για να παίξω μεταφραστικά», όπως χαρακτηριστικά έγραψα στην Κάρεν, η οποία επικύρωσε: «πολύ χαίρομαι που λειτουργεί για σένα και ως άσκηση μετάφρασης, έτσι πρέπει».
Αποφασίσαμε, λοιπόν, με την Κάρεν, κατά πρώτον, να μη χρησιμοποιήσουμε ήδη υπάρχουσες ελληνικές μεταφράσεις έργων από τα οποία είχε πάρει αποσπάσματα –όπως αυτά του Ευγενίδη, της Γουλφ, του Κόνραντ, του Μπένγιαμιν, του Κάρολ, του Μαζάουερ, του Τζέιμς, του Παμούκ, της Γουόρτον, της Κασκ. Κατά δεύτερον, να μεταφράσω από τα αγγλικά πίσω στα ελληνικά ακόμα και αποσπάσματα όπως αυτά της Λυμπεράκη, του Βαλτινού, της Ζήκα, των οποίων η πρωτότυπη γλώσσα ήταν τα ελληνικά. Παρόλο που η συλλογή της Κάρεν είναι ένα έργο το οποίο συγκροτείται από «ψηφία και ψηφίδες» άλλων έργων, όσον αφορά τη μετάφρασή της στα ελληνικά αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε μια ενιαία γραμμή. Η οποία με έθετε ενώπιον μιας μεγάλης πρόκλησης που πολύ εύστοχα περιγράφεται στο επίμετρο της συλλογής: «Πώς να αναδείξουμε το διαφορετικό ύφος των αγγλικών τόσο των συγγραφέων όσο και των μεταφραστών και των μεταφραστριών από διαφορετικές περιόδους και τόπους, έτσι ώστε η συλλογή να λειτουργεί ως καταγραφή μιας σειράς αναγνωσμάτων, ως κάποιου είδους ανθολογία, επιτρέποντας ταυτόχρονα να φανερωθεί η φωνή ενός κοριτσιού που γίνεται γυναίκα και συγγραφέας;»
Γιατί το βιβλίο αυτό αποτελεί μια συλλογή ποιημάτων που, μεταξύ άλλων, αφηγούνται μια ιστορία, αλλά με τρόπο μη γραμμικό. «Μ’ αρέσει το σπάσιμο της γραμμικότητας» ξεκινούσε ένα από τα πρώτα δικά μου ποιήματα που μετέφρασε στα αγγλικά η Κάρεν. Τι πιο ταιριαστό, λοιπόν, από το να μεταφράσω μια κατακερματισμένη ποιητική αυτοβιογραφία δομημένη από ψηφίδες άλλων έργων. Καθώς η Κάρεν αφαιρούσε και πρόσθετε αποσπάσματα, καθώς άλλαζε τη σειρά τους, καθώς συζητούσαμε πάνω στο έργο, μου φανερωνόταν όλο και πιο ξεκάθαρα τι επιχειρούσε να αρχιτεκτονήσει. Και σε αυτό το παιχνίδι της αναδημιουργίας, κατά τον μετασχηματισμό της πρόζας σε στίχο, κατά την αποκοπή ενός αποσπάσματος από το συγκείμενό του και την ένταξή του σε έναν νέο ορίζοντα συνειρμικών πιθανοτήτων, θεωρώ πως είχα ένα μεγάλο προνόμιο. Ενώ στα αγγλικά αποσπάσματα που είχε χρησιμοποιήσει η ποιήτρια δεν μπορούσαν να προστεθούν ή να αφαιρεθούν λέξεις πέραν του τίτλου, καταπώς προέβλεπε ο δέκατος και τελευταίος από τους κανόνες του παιχνιδιού το οποίο επινόησε, εγώ κατά τη μετάφραση, παράγοντας δηλαδή νέο κείμενο, σαφώς και είχα περισσότερη ελευθερία να «κλέψω». Όχι με την έννοια πως πρόσθεσα λέξεις που δεν υπάρχουν στο πρωτότυπο ή αφαίρεσα άλλες, αλλά επιλέγοντας σε σημεία να μεταφράσω πιο ελεύθερα ή, αν είχα να διαλέξω μεταξύ διαφόρων συνωνύμων, επιλέγοντας κάποιο που προσέδιδε επιπλέον σημαινόμενα ή αναφορές, όπως για παράδειγμα στον στίχο «let’s keep mysteries a mystery» από το «Πρώτη γραμμή», τον οποίο απέδωσα «άσε τα κρυφά κρυμμένα» αντί για το κατά λέξη «ας κρατήσουμε τα μυστήρια μυστήριο». Το «Άσε τα κρυφά κρυμμένα» είναι τίτλος τραγουδιού και του ομώνυμου δίσκου της Αρλέτας, μιας αγαπημένης τραγουδοποιού που πέθανε πρόσφατα. Αυτή η μεταφραστική επιλογή κλείνει το μάτι στα άτομα που αγαπάνε τα τραγούδια της Αρλέτας αλλά, επίσης, μπολιάζει το απόσπασμα της Αντνάν, που η Κάρεν μετέτρεψε σε ποίημα για την ποιητική, με ένα κομμάτι της δικής μου ιστορίας: έχω επιμεληθεί μεταφράσεις των ποιημάτων της Αντνάν στα ελληνικά, μένω στην ίδια γειτονιά με την Αρλέτα και τόσο η Αντνάν όσο η Αρλέτα κι εγώ έχουμε αγαπήσει γυναίκες. Έτσι, ας πούμε, ενώ εγώ δεν έπαιζα το παιχνίδι που είχε σκαρφιστεί η συγγραφέας του βιβλίου με τους ίδιους όρους, δεν είχα ξεσηκώσει (lifted) δηλαδή και επαναχρησιμοποιήσει κάποιο απόσπασμα, μεταφέροντας τα νοήματα από γλώσσα σε γλώσσα, είχα περιστασιακά την ευκαιρία να ανυψώσω (lift) και να αναδείξω κάποια σημαινόμενα έναντι άλλων. Ήμασταν δηλαδή, τόσο η Κάρεν όσο και εγώ, homo ludens, η καθεμιά με τον τρόπο της.
Αυτή η ανοιχτότητα που προέκυπτε μέσα στα νέα συγκείμενα σε συνδυασμό με το γεγονός πως αγγλικές λέξεις οι οποίες χρησιμοποιούνται για γενικές αναφορές σε άτομα όπως one, oneself, someone, somebody, people και στην αγγλική γλώσσα είναι ουδέτερες/δεν είναι δηλωτικές κάποιου φύλου, ενώ οι αντίστοιχες μεταφράσεις τους στα ελληνικά μπορούν να έχουν αρσενική, θηλυκή ή ουδέτερη κατάληξη, με έφερε αντιμέτωπη με μια πρόκληση. Μια πρόκληση που μια φεμινίστρια μεταφράστρια προς τα ελληνικά αντιμετωπίζει συχνά: στις γενικές αναφορές σε ανθρώπους χρησιμοποιείται το αρσενικό γένος, με αποτέλεσμα το θηλυκό και τα μη δυαδικά άτομα να γίνονται ορατά μόνο όταν γίνονται αναφορές σε πληθυσμούς που αποτελούνται αποκλειστικά από αυτά. Είναι ένα πρόβλημα που έχω κατά κόρον αντιμετωπίσει στο μεταφραστικό μου έργο. Θα αναφέρω χαρακτηριστικά εδώ πως μέχρι και σήμερα στα κριτικά-ακαδημαϊκά κείμενα για την ποίηση χρησιμοποιείται μόνο το αρσενικό ουσιαστικό «ποιητής», ακόμα και από γυναίκες, και έτσι αποκρύπτεται η συνεισφορά των γυναικών ποιητριών. Μια ακραία φεμινιστική λύση σε αυτό το φαινόμενο είναι η αντιστροφή του: να γίνονται, δηλαδή, όλες οι γενικές αναφορές στο θηλυκό. Ωστόσο η συλλογή της Κάρεν δεν είναι ένα αμιγώς φεμινιστικό βιβλίο και δεν θα του ταίριαζε κάτι τέτοιο. Από την άλλη, επειδή εγώ θεωρώ την Κάρεν φεμινίστρια, και επειδή το βιβλίο λέει κάποιες ιστορίες για τη ζωή της, σκέφτηκα πως ίσως σε κάποια σημεία θα μπορούσαμε εκεί που ο άντρας συγγραφέας στο «Υπεραισιόδοξο/Too hopeful» λέει, για παράδειγμα, «leave messages for one another» να μεταφράζαμε «όσο αφήνουμε μηνύματα ο ένας στην άλλη». Ή εκεί που ο Ίστχοουπ στο «Λυρικό εγώ» λέει «when I am talking about myself» σκεφτόμουν πως θα ταίριαζε να γίνει, όταν η Κάρεν το δανείζεται για να πει, μεταξύ άλλων, την ιστορία της, «όταν μιλάω για την εαυτή μου».
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, έναν πολύ ενδιαφέροντα διάλογο με την Κάρεν, η οποία με επανέφερε στην «τάξη». Στην ερώτησή μου σχετικά με το «Υπεραισιόδοξο/Too hopeful»: «γιατί ένας άντρας να στέλνει μηνύματα στο κινητό μόνο σε άντρες;» δηλαδή γιατί στα ελληνικά να μεταφράσουμε μόνο με αρσενικές αντωνυμίες, η Κάρεν μού εξήγησε, μέσω μέιλ, πως «ο συγγραφέας (Λι) στην ίδια τη γραφή του δεν σκέφτεται το θηλυκό φύλο. The book is about masculinity. Στα καινούρια συμφραζόμενα το απόσπασμα έχει μια πιο φεμινιστική χροιά αλλά όχι σε σχέση με τη γλώσσα. Ή τουλάχιστον όχι καθοριστικά. Είμαι και άντρας και γυναίκα σε αυτά τα ποιήματα. I want the different subject positions. I play with them. […] Αν θέλουμε να σκεφτούμε το φύλο σαν σημείο στίξης, δηλαδή κάτι που αλλάζει όταν το βγάζουμε από το πεζό και το χρησιμοποιούμε για τη δική μας ατζέντα θα έπρεπε να επινοήσουμε έναν νέο κανόνα». Με λίγα λόγια, μου επεσήμανε πως ήταν σημαντικό να παίξουμε και να αναδημιουργήσουμε, χωρίς ωστόσο το τελικό μετάφρασμα να είναι κάτι που δεν θα μπορούσε να είχε γράψει ο ίδιος ο συγγραφέας (για παράδειγμα ένας άντρας συγγραφέας δεν θα μπορούσε να είχε γράψει στο βιβλίο του «η εαυτή μου»). Δηλαδή μπορούσα μεν να κλέψω σε σημεία αλλά σε καμία περίπτωση όλο το φουρνάρικο. Έτσι, υπάρχουν εντέλει κάποιες γενικές αναφορές σε παρατακτικά σχήματα όπως αυτό στο «Επισκεπτήριο» όπου συναντάμε και τα δύο φύλα («Κάποια σήκωνε […] Άλλος άνοιγε»), μιας και οι συγγενείς των κρατουμένων λογικά ήταν και άντρες και γυναίκες.
Αυτό που θέλω να καταδείξω παραπάνω είναι πως αποκόπτοντας τα χωρία των διαφόρων έργων από το αρχικό τους συγκείμενο και τοποθετώντας τα μέσα σε ένα άλλο, ήταν εύκολο να παρασυρθώ από τις φεμινιστικές μου θέσεις ή την κάπως μονόδρομη ερμηνεία της συλλογής ως εναλλακτικής αφήγησης περί του βίου της συγγραφέως. Ωστόσο γρήγορα συνειδητοποίησα πως αυτό που προείχε ήταν τα ποιήματα της συλλογής να είναι ανοιχτά σε ερμηνείες, να μπορούν να αποτελέσουν έμπνευση, τροφή για σκέψη πάνω στη γραφή, τη μετάφραση, το κοινωνικό φύλο, τις σχέσεις, την ανθρώπινη ύπαρξη εν γένει, και, γιατί όχι, ψηφία και ψηφίδες των ιστοριών του αναγνωστικού κοινού. «A sort of everybody’s autobiography rather than an autobiography of the other (as in Gertrude Stein's Alice B. Toclas). A taking back what they took from us», όπως μου έγραψε κατά την πολύτιμη ηλεκτρονική αλληλογραφία μας η Κάρεν.
Ένα χρόνο πριν, όταν ολοκλήρωσα τη συλλογή από ποιήματα φτιαγμένα από πρόζες αλλωνών, ακολουθώντας ουλιπιανούς κανόνες για το τι μπορούσα και τι δεν μπορούσα να αλλάξω, πήγα να βοηθήσω τη μητέρα μου να μαζέψει το σπίτι που μεγάλωσα στο Πρίνστον του Νιού Τζέρσι –λίγο πριν μετακομίσει σε μια κοινότητα ηλικιωμένων Κουάκερων εκεί κοντά. Ήταν η τελευταία μου επίσκεψη στο παιδικό μου σπίτι της οδού Κουίνστον. Ως συνήθως, δίπλα στο κρεβάτι η μητέρα μου είχε τοποθετήσει ένα βάζο με λουλούδια από τον κήπο μας και κάποια αποκόμματα και βιβλία που πίστευε πως θα με ενδιέφεραν. Ένα από τα αποκόμματα μού τράβηξε την προσοχή: μια σελίδα από Το φεγγάρι και μια πεντάρα του Σόμερσετ Μομ. Στο περιθώριο είχε γράψει το όνομά μου με ένα θαυμαστικό δίπλα («Κάρεν!») και είχε υπογραμμίσει τα εξής: «Τους είναι ξένο το μέρος που γεννήθηκαν, ξένα και τα κατάφυτα δρομάκια που γνώρισαν παιδιά. […] Μπορεί να περάσουν ολόκληρη τη ζωή τους άγνωστοι μεταξύ γνωστών, απόμακροι απέναντι στους μόνους τόπους που πραγματικά γνώρισαν», συνέχιζε το απόσπασμα. Ξένα, μάλιστα, σκέφτηκα. Πάντα αισθανόμουν παράταιρη, εκτός τόπου. Αναρωτήθηκα πόσο καιρό πριν το είχε σημειώσει. Αναρωτήθηκα αν αυτό που έβλεπε σ’ εμένα συνδέεται με το πώς εγώ αντιλαμβανόμουν την εαυτή μου στα δεκαέξι, όταν έφυγα από το Πρίνστον για να πάω στην Ελλάδα. Ακόμα και το όνομά μου, το Κάρεν, αισθανόμουν πως δεν μου ταίριαζε. Μου είχε δοθεί, καταπώς έλεγαν οι γονείς μου, γιατί το όνομα Κάθριν, που ήθελαν αρχικά να μου δώσουν, το είχε πάρει η ξαδέλφη μου. Μόνο όταν ήρθα στην Ελλάδα κατάφερα να το πάρω πίσω, την ημέρα που η δασκάλα μου, η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, με συμπεριέλαβε στον εορτασμό της ονομαστικής της γιορτής στην Κάλυμνο το 1977. «Κάρεν… από το Κατερίνα δεν βγαίνει;»
Πριν πέσω για ύπνο ξεκίνησα να κάνω κάτι που κάνω εδώ και χρόνια κάθε φορά που βρίσκω, σε ένα μυθιστόρημα ή σε κάποιο κριτικό κείμενο που διαβάζω, ένα απόσπασμα που με εκφράζει: ξεκίνησα να το σπάω σε στίχους και στροφές. Ακολούθησα τους κανόνες που έχω θέσει και θα διαβάσετε στην αρχή του βιβλίου: καμία πρόσθεση ή αφαίρεση λέξεων, μόνο στίξης. Διάλεξα τίτλο και το μετέτρεψα στο παρακάτω ποίημα:
Επιτέλους εδώ
Έχω την εντύπωση πως κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται
μακριά από εκεί που θα ’πρεπε.
Βρίσκονται κατά τύχη σε συγκεκριμένα μέρη
αλλά πάντοτε λαχταρούν
έναν τόπο που δεν γνωρίζουν.
Τους είναι ξένο το μέρος που γεννήθηκαν
ξένα και τα κατάφυτα δρομάκια που γνώρισαν παιδιά
οι πολυσύχναστοι δρόμοι που άλλοτε έπαιζαν
δεν είναι πια παρά ένα μέρος από το οποίο διέρχονται περιστασιακά.
Μπορεί να περάσουν ολόκληρη τη ζωή τους άγνωστοι μεταξύ γνωστών
απόμακροι απέναντι στους μόνους τόπους που πραγματικά γνώρισαν.
Ίσως η αίσθηση αυτή του ανοίκειου στέλνει τους ανθρώπους
να αναζητήσουν κάτι μόνιμο
με το οποίο να μπορούν να συνδεθούν. Ίσως
κάποιος βαθιά ριζωμένος αταβισμός σπρώχνει τους περιπλανώμενους πίσω
σε τόπους
που οι πρόγονοί τους εγκατέλειψαν στις θολές απαρχές της ιστορίας.
Μερικές φορές ανακαλύπτουμε έναν τόπο όπου μυστηριωδώς
αισθανόμαστε πως ανήκουμε. Είναι το σπίτι που αναζητούσαμε και πάμε και
στεριώνουμε
σε τόπους που δεν έχουμε ξαναδεί
ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε
σαν να τους ξέρουμε απ’ όταν γεννηθήκαμε.
Εδώ επιτέλους θ’ αναπαυθούμε.
Πρόσθεσα το όνομα του συγγραφέα και τον τίτλο του βιβλίου στο κάτω μέρος της σελίδας όπως κάνω με όλα τα βασισμένα σε πρόζες αλλωνών ποιήματά μου. Θέλω το αναγνωστικό κοινό να γνωρίζει πως πρόκειται για ένα από κοινού εγχείρημα, για μια δευτερογενή πρακτική, καταπώς την ονομάζει ο Ρολάν Μπαρτ –όπως η κριτική, η μετάφραση, ή η επιμέλεια μιας έκθεσης, σε αντιπαραβολή με πρωτογενείς πρακτικές όπως η δημιουργική γραφή. Πήρα το απόσπασμα και του έδωσα νέα ζωή εντός ενός νέου πλαισίου, δεν το δημιούργησα εκ του μηδενός. Δεν πίστευα πως αυτό το νέο ποίημα ανήκε απαραίτητα στη συλλογή που είχα μόλις τελειώσει. Ήταν περισσότερο ενός είδους σχόλιο πάνω στην όλη προσπάθειά μου, την κινούμενη άμμο της δημιουργίας μιας ιστορίας από αυτά που ο Τσανγκ-ρέι Λι αποκαλεί στο πρώτο ποίημα της συλλογής «αξιολύπητα ψηφία και ψηφίδες […] που αναπόφευκτα φαντάζουν εκτός πλαισίου». Το απόσπασμα αυτό, και πιο συγκεκριμένα το σχόλιο της μητέρας μου δίπλα του, επισφράγισε το όνομα της πρωταγωνίστριας της συλλογής –όνομα το οποίο συναντάται και στο απόσπασμα της Ελίζαμπεθ Μπόουεν από Το σπίτι στο Παρίσι στο τελευταίο ποίημα της συλλογής μου με τίτλο «Μοναξιά». Αυτό που είχε σημασία ήταν πως αυτή η Κάρεν δεν ήταν μόνο της μητέρας μου, της Μπόουεν ή δική μου, αλλά ένα υποκείμενο του οποίου τη θέση μπορούσε να πάρει οποιοδήποτε άτομο διάβαζε τη συλλογή, όπως ο Άμλετ της Σάρας Σούλμαν σε ένα άλλο από τα ποιήματα, το «Λαίδη Άμλετ», που θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε άτομο, άνδρας ή γυναίκα.
Το νέο «κλεμμένο» ποίημα ανήκε, φυσικά, πρωτίστως στη μητέρα μου. Εκείνη το διάβασε και θεώρησε πως εξηγούσε τους λόγους που η μεγαλύτερη κόρη της έμοιαζε συχνά τόσο ξένη. Εκείνη το φωτοτύπησε και μου επέστησε την προσοχή σε αυτό. Αν είχε ένα σημειωματάριο όπου έγραφε διάφορα ρητά και φράσεις τα οποία έβρισκε ενδιαφέροντα, μάλλον θα το αντέγραφε εκεί. Αλλά τώρα το έκανα δικό μου. Το μετέτρεψα σε ένα δεύτερο επίλογο της ποιητικής μου συλλογής, προκειμένου να εξηγήσω, αν θέλετε, γιατί δημοσιεύω τα ποιήματά μου πρώτα στα ελληνικά. Οι λέξεις του Μομ με βοήθησαν να αντιμετωπίσω στα ίσα την περίεργα έντονη σχέση που έχω με την Ελλάδα από μικρή ηλικία. Μέχρι εκείνη την τελευταία επίσκεψη στο σπίτι που μεγάλωσα δεν είχα ποτέ καλοσκεφτεί τι αντίκτυπο είχε το γεγονός πως υιοθέτησα μια άλλη κουλτούρα και γλώσσα σε άτομα όπως η μητέρα μου, ή οι αδελφές μου, οι οποίες ήταν περισσότερο συνδεδεμένες με τον τόπο που γεννήθηκαν. Προφανώς αυτό που με έκανε να νιώθω σαν στο σπίτι μου εδώ, με εσάς, ήταν αυτό που με έκανε να μοιάζω ξένη εκεί, σε εκείνους. Και τότε τι ίσχυε για τους τρεις γιους μου που ζούσαν μεταξύ διαφορετικών κόσμων, μια χρονιά εδώ, μια χρονιά εκεί; Ή για τον σύντροφό μου, ο οποίος μεγάλωσε σε μια ιταλοαμερικανική οικογένεια μεταναστών και πλέον ως καθηγητής ανήκει σε μια άλλη τάξη; Η μητέρα του του έδωσε το όνομα του Λόρενς Ολίβιε, γράφοντάς το λάθος: Lawrence, με w αντί για u, όπως ο Λόρενς της Ρέιτσελ Κασκ στο ποίημά μου «Ψεύτικος πατέρας». Τι είναι «η αίσθηση αυτή του ανοίκειου που στέλνει τους ανθρώπους να αναζητήσουν κάτι μόνιμο με το οποίο μπορούν να συνδεθούν», που τους μετακινεί από το ένα μέρος στο άλλο, από τη μια γλώσσα στην άλλη, από τη μια κοινωνική τάξη στην άλλη, από τη μια πλευρά του νόμου στην άλλη;
Η επίσκεψή μου στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης πρόσφατα μου υπενθύμισε πως αυτού του είδους τα ταξίδια μπορεί επίσης να είναι ταξίδια στον χρόνο. Κάτι που είναι ξένο στους ανθρώπους μιας ιστορικής περιόδου μπορεί να είναι οικείο στους ανθρώπους μιας άλλης και τούμπαλιν Το πότε και πού γεννηθήκαμε και το αν ταιριάζουμε εκεί, έχει κάτι να κάνει με την πράξη της αναπαράστασης καθαυτή. Διαφορετικές κουλτούρες αντιλαμβάνονται διαφορετικά την αφαίρεση και είναι σημαντικό να βρεις αυτή που σου ταιριάζει ακόμα και αν δεν είναι δική σου από γεννησιμιού σου. Το απόσπασμα από το βιβλίο του Μομ είναι απελευθερωτικό γιατί υποστηρίζει πως δεν είμαστε παγιδευμένες. Είναι δυνατόν να «ανακαλύψουμε» μια μορφή έκφρασης εντός μιας άλλης κουλτούρας, όπως εγώ. Ένιωσα περισσότερο οικείο τον τρόπο που έβλεπαν τον κόσμο ποιητές και ποιήτριες όπως ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, η Αγγελάκη-Ρουκ, η Μαστοράκη, η Λαϊνά παρά εκείνον που είχα συναντήσει στη δική μου γλώσσα καθώς μεγάλωνα. Ίσως κάτι παρόμοιο να βίωσαν ο Μπρανκούζι, ο Μοντιλιάνι και ο Τζακομέτι όταν συνάντησαν το μαρμάρινο κυκλαδικό ειδώλιο. Ίσως τους ήταν περισσότερο εύκολο να εκφράσουν μια ιδέα της ανθρωπότητας μέσα από τα εξωγήινα, υπερμεγέθη, τριγωνικά κεφάλια, τα στυλιζαρισμένα, σταυρωμένα χέρια, τους τεντωμένους κορμούς των αγαλματιδίων της Σύρου από το 2800-2300 π.Χ. Ίσως αυτή η μορφή αφαίρεσης εξηγούσε για εκείνους κάτι για τη ζωή και τον θάνατο το οποίο η εποχή τους δεν μπορούσε να εκφράσει.
Είναι απελευθερωτικό να παίρνεις πράγματα που ανήκουν σε ένα χώρο και μια εποχή και να τα τοποθετείς αλλού, να ξεσηκώνεις κείμενα άλλων, να παραφράζεις, να μεταφράζεις, να ερμηνεύεις, να επιμελείσαι. Ωστόσο δεν είναι εύκολο. Η αίσθηση της κοινότητας και της αποδοχής είναι πάντα διπλή, λιγότερο δεδομένη απ’ όταν μένουμε σε ένα τόπο. Ως εκ τούτου είμαι ιδιαιτέρως ευτυχής που παρουσιάζω σε αυτήν εδώ την εκδήλωση τα «κλεμμένα» αυτά ποιήματα μαζί με φίλες που μοιράζονται τη διαγλωσσική και διεθνική μου ανησυχία, με γυναίκες που ζούνε μεταξύ γλωσσών και χωρών όπως εγώ. Αυτό το ποιητικό εγχείρημα με τα «ψηφία και τις ψηφίδες» από τόσες και τόσους συγγραφείς αφορά το πώς εισερχόμαστε σε άλλους χώρους μέσω των βιβλίων, μέσω της ανάγνωσης και της ερμηνείας αυτού που διαβάζουμε. Θεωρώ πως υπάρχει κάτι το θηλυκό στον εναγκαλισμό αυτών των δευτερογενών πρακτικών, στην επιλεκτικότητά τους, στη συλλογικότητα, στην αίσθηση πως η συγγραφική ιδιότητα βρίσκεται πάντα κάπου αλλού. Η ανακύκλωση υλικών, όπως το συλλογικό ράψιμο ενός παπλώματος από κουρέλια, είναι κάτι που κάνουν παραδοσιακά οι γυναίκες.
Όταν διάβασα το απόσπασμα που είχε αφήσει η μητέρα μου δίπλα στο κρεβάτι, μου φάνηκε περιέργως προφητικό, όχι μόνο επειδή αναφερόταν σε κάποια που έβρισκε περισσότερο την εαυτή της σε ένα μέρος πολύ μακριά από εκείνο που γεννήθηκε, αλλά και επειδή αναδείκνυε τον τρόπο που διαβάζω και υπογραμμίζω όταν επιλέγω αποσπάσματα από πρόζες αλλωνών τις οποίες ανασκευάζω για να πω τη δική μου ιστορία. Ωστόσο ο λόγος που θέλησα να πλαισιώσω την εισαγωγή μου αυτή με το περιστατικό από την επιστροφή στο σπίτι που μεγάλωσα αποτελεί μια ακόμη ανατροπή: αυτή τη φορά η δημιουργία μιας ιστορίας για μένα έρχεται από την οπτική γωνία μιας άλλης αναγνώστριας, της μητέρας μου. Εξιστορώντας πώς έφτιαξα ένα ποίημα από λόγια άλλου, τα οποία επίσης κάποια άλλη είχε πριν από μένα ξεσηκώσει από κάπου, επιτελώ ένα διπλό αποχαιρετισμό: αποχαιρετώ την ιδέα πως η παιδική μου ηλικία ανήκει μόνο σ’ εμένα, καθώς και την ιδέα πως τα κλεμμένα ποιήματα είναι τώρα πια δικά μου. Τα πάντα μπορούν να αδραχθούν, είναι εκεί διαθέσιμα για ανακύκλωση και επανεξιστόρηση. Εξάλλου, τα σημειωματάρια όπου γράφουμε διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα που συναντάμε εδώ κι εκεί μπορούν να διαβαστούν και από άλλες αναγνώστριες και αναγνώστες. Δεν προορίζονται για αποκλειστική χρήση από εκείνες που τα αντέγραψαν εκεί, μπορούν να τα μοιραστούν εξίσου με τα φιλενάδια και ένα ευρύτερο κοινό. Έτσι, λοιπόν, παραδίδω αυτό το βιβλίο τώρα σε εσάς να το μεταχειριστείτε καταπώς επιθυμείτε, να το διαβάσετε ως την ιστορία ενός κοριτσιού που γίνεται γυναίκα και μεταφράστρια και συγγραφέας, ως απάνθισμα βιβλίων αγαπημένων συγγραφέων από τον Ντράιζερ και τον Κάφκα ως την Ετέλ Αντνάν, ή ως πρόσκληση να φτιάξετε τα δικά σας ποιήματα από λόγια αλλωνών.
[ Παρουσίαση στο βιβλιοπωλείο Κομπραί, Πέμπτη 8 Ιουνίου 2023 στην Αθήνα ]