Bρέθηκε καβάλα σε μια παλιά C50. Μονωτική ταινία ένωνε τα εναπομείναντα κομμάτια δέρματος στο κάθισμα. «Συναντάς τους καλύτερους ανθρώπους πάνω σε μία Honda.», αντηχούσε η διαφήμιση στα αυτιά της. Έβλαπτε να δοκιμάσει να το επιβεβαιώσει; Τέντωσε τα χέρια της ευθεία και γύρω από τον άγνωστο Οδηγό. Της υποσχέθηκε λίγες στιγμές χαράς και αυτή συμφώνησε γνωρίζοντας πως η παλλόμενη σέλα στον καβάλο της θα της πρόσφερε μεγαλύτερη ικανοποίηση από το σεξ που θα ακολουθούσε. Η μηχανή ανέπτυξε ταχύτητα, τα φώτα απλώθηκαν. Δρόμοι, δίχως φανάρια πια, κρατούν την ανάσα τους μέχρι το επόμενο πρωί και επιτρέπουν κάθε είδους οδήγηση. Λιγοστά οχήματα αγνοούν τη μεταξύ τους ύπαρξη. Ανήσυχοι πεζοί στις άκρες διαβάσεων ρίχνουν κλεφτές ματιές σε αυτούς στην άλλη πλευρά προσπαθώντας να αρνηθούν το λόγο για τον οποίο μένουν να στέκονται αμήχανα εκεί. Η Honda περνά ανάμεσά τους, τα βλέμματα χάνονται, επαναπροσανατολίζονται και για μια στιγμή όλη η πόλη είναι μία μηχανή. Ο Οδηγός άλλαξε ταχύτητα, η εξάτμιση έσκασε, το γέλιο του κάλυψε τον ήχο της. Στην επόμενη στροφή βρέθηκαν στο διαμέρισμα ανάμεσα σε τοίχους, αυτός να μοιράζεται κάθε χυδαία σκέψη του και αυτή να μετρά αντίστροφα μέχρι την κορύφωση. Ο χρόνος διαγράφεται κατά τον αποχαιρετισμό και τα σώματά τους έχουν ήδη ξεχάσει τη θέρμη του άλλου. Ο Οδηγός θα επιστρέψει στη κανονική ροή της ζωής και αυτή θα αναμένει την επόμενη μηχανή, τον επόμενο Οδηγό.
Αυτή τη φορά θα είναι μία μαύρη Kawasaki, κατά προτίμηση μοντέλο Ninja, με χρυσές ακτίνες έξω από κάποιο μπαρ. Θα αποδεχτεί επιτέλους πως μπορεί να αγαπηθεί μόνο εντός όρων και χρονικού ορίου και θα προβάρει τα λόγια του αποχωρισμού πολύ πιο πριν το πρώτο νεύμα. Η μηχανή θα ανάψει, θα αφήσει τα λάστιχά της να λιώσουν στο τσιμέντο, η προστειθέμενη φθορά ένδειξη πως έφερε τη δουλειά της εις πέρας. Το ζευγάρι θα ανέβει στο ξενοδοχείο, αυτή θα απολογηθεί για κάθε τι που σημαδεύει το δέρμα της, ο Οδηγός θα τη σιωπάσει με τη γλώσσα του προτού την αφήσει και αυτός με τη σειρά του να αναρωτιέται για το χρώμα της επερχόμενης μηχανής.
Το ακόλουθο βράδυ βρίσκεται πάλι στη λεωφόρο. Από οδό σε οδό, έξω από κάθε λογής μαγαζιά και γύρω από πλατείες μηχανές συγκεντρωμένες, γεμάτες αυτοκόλλητα από εξαρτήματα που δεν θα μπορούσαν ποτέ να έχουν. Μεθά με το άρωμα της βενζίνης και η διαλογή ξεκινά. Ρίχνει ένα βλέμμα αποδοκιμασίας στη γαλάζια Ténéré έξω από το ζαχαροπλαστείο ενώ αργότερα προσπαθεί να αγνοήσει τη Hayabusa που, έστω παραμορφωμένα, αντανακλά το πρόσωπό της. Η Kawasaki δεν βρίσκεται πουθενά και δεν της περισσεύει πλέον χρόνος, πρέπει να επιλέξει μία μηχανή.
Μονάχα μια χιλιάρα Yamaha FZR σε χρώματα αγωνιστικά την πείθει για τις προθέσεις του αναβάτη της. Τη πλησιάζει, ψηλαφεί τη καμπύλη του ντεπόζιτου και χαζεύει το κοντέρ ώσπου να εμφανιστεί ο Οδηγός. Κλείνει το μάτι στην αντρική φιγούρα που πλησιάζει, αυτός της κουνά επιδεικτικά τα κλειδιά και το χέρι του βρίσκεται πλέον χαμηλά στη πλάτη της. Ανεβαίνουν στη μοτοσυκλέτα. Οι γάμπες της, μόλις μερικά εκατοστά μακριά από την εξάτμιση, χαλαρώνουν στην αίσθηση της θερμότητας. Στη τελευταία στροφή πριν τον προορισμό τεντώνει τα χέρια της στον ουρανό να πιάσει κάτι πάνω από αυτόν. Ο Οδηγός φωνάζει μα αυτή φέρνει τα πόδια ψηλά και επιχειρεί όρθια να ισορροπήσει στο πίσω κάθισμα. Τα καταφέρνει, στέκεται εκεί για λίγο και αφήνεται προς τα πίσω. Η Yamaha συνεχίζει την πορεία της. Τα φώτα καίνε το πίσω μέρος του κεφαλιού της, μπλέκεται το μαλλί στον επόμενο τροχό, μετατρέπεται σε μονόδρομο και γεμίζει Οδηγούς να την διασχίζουν. Χρώμα σπλάχνων απλώνεται στην πόλη και ξεβάφει στον ορίζοντα. Ανοίγει τα μάτια και προσπαθεί να τρυπήσει το σκοτάδι.