Πέρασε τη μέρα του μπαινοβγαίνοντας σε καταστήματα με αρώματα και κλέβοντας όσα από αυτά του άρεσαν. Ένα άρωμα από τα μικρότερα αρωματοποιία, δύο ή τρία από τα μεγαλύτερα και όσα περισσότερα γινόταν από τα πολυκαταστήματα. Άλλωστε οι μικροκαταστηματάρχες ήταν άνθρωποι του αγώνα, όχι όμως και τίποτα φτωχοδιάβολοι, όπως ο ίδιος. Τα ψέκαζε στον καρπό του, το ένα μετά το άλλο, και δεν τον ενδιέφερε η επικάλυψη των αλλεπάλληλων οσμών. Όποια από αυτές ταίριαζε καλύτερα στα αισθητήρια της μύτης του, γινόταν η εκλεκτή κυρία που θα τον συνόδευε έξω από το κατάστημα. Με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις τα τοποθετούσε στα ενδότερα του σακακιού του, που ήταν ειδικά διαμορφωμένα ώστε να προσομοιάζουν σε οικοδομικό τετράγωνο, κάθε τσέπη κι ένα οίκημα, κάθε οίκημα και μια μυρωδιά, κατανεμημένες ομοιόμορφα για να μην καθιστούν πρόδηλη την κλοπή.
Τώρα καθόταν ξυπόλυτος με σηκωμένα τα μπατζάκια στην άκρη της παραλίας, με ακουμπισμένο πλάι του το σακάκι ανοιχτό, με τα μέσα να κοιτούν τον ουρανό. Έπαιρνε ένα-ένα τα αρώματα από τις τσέπες και σαν τελετουργικά, σηκωνόταν αργά, άνοιγε τα καπάκια, τράβαγε μια ρουφηξιά, προχώραγε να βυθιστούν τα πόδια του στο νερό και τα έχυνε. Ήλπιζε πως θα βρει το άρωμα εκείνο που θα κάλυπτε τη μυρωδιά της θάλασσας και τον πόνο που εκείνη του προξενούσε. Γύρναγε και καθόταν βιαστικά. Για μια στιγμή, καθετί τριγύρω καλυπτόταν από τη μυρωδιά του αρώματος και η ψυχή του γαλήνευε, τον έκανε να ξεχνά. Όλο αυτό μέχρι η θάλασσα να τραβήξει μέσα της το άρωμα, να το μετατρέψει σε τίποτα, να καλύψει και πάλι τον αέρα με τη συντριπτική της εξουσία. Και πάλι από την αρχή.
Είχε περάσει λίγος καιρός που στράφηκε στην κλοπή αρωμάτων για να απαλύνει τον πόνο, όμως οι καταστηματάρχες είχαν αντιληφθεί πως κάποιος επιτήδειος ξάφριζε συστηματικά την πραμάτεια τους. Ώσπου μια μέρα, στο μεγαλύτερο πολυκατάστημα της πόλης, ένας φύλακας τον έκανε τσακωτό. Φώναξε δυνατά «Ε, εσύ» και κινήθηκε απειλητικά κατά το μέρος του. Ο γλυκός φτωχοδιάβολος έχωσε όσο πιο βιαστικά μπορούσε το άρωμα σε μία εσωτερική τσέπη και άρχισε να τρέχει προς την έξοδο, με σκοπό να διαφύγει από τους φύλακες του καταστήματος. Έτρεξε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα αρώματα που χοροπηδούσαν στις θήκες τους, έτρεξε σα να τον κυνηγούσαν αγρίμια ή σαν η παλίρροια να τον σίμωνε πισώπλατα με σκοπό να τον παρασύρει. Έτρεξε, αλλά αυτό δεν αρκούσε, αφού τα αρώματα τον βάραιναν με έναν περίεργο τρόπο. Με μια ευθύνη.
*****
Το πλήθος είχε μαζευτεί γύρω από την εξέδρα, είχε πλημμυρίσει την μικρή πλατεία και περίμενε τον δήμιο να ανέβει επί σκηνής. Εκείνος ανέβηκε και τοποθέτησε το κεφάλι του κλέφτη στην ειδική εσοχή της γκιλοτίνας. Ακόμη και τώρα, ένιωθε το αλάτι να του γαργαλάει ενοχλητικά τα ρουθούνια. Η λεπίδα έπεσε και έλουσε για μια στιγμή ένα σημείο της γης σαν σταγόνα βρόχινη. Ο μικρός είχε την ψευδαίσθηση, πως καθώς έπεφτε η λεπίδα, ανέμιζε ένα ελαφρύ αεράκι τον σβέρκο του. Ήλπιζε πως την επόμενη στιγμή, στην άλλη μεριά, θα μύριζε μονάχα χλωρό χορτάρι και γιασεμί.