Άρης Αλεξάνδρου

Άρης Αλεξάνδρου
Πετρούπολη, 24 Νοεμβρίου 1922 - Παρίσι, 2 Ιουλίου 1978

Χαρά­μα­τα στα νο­τιο­δυ­τι­κά της πό­λης λί­γο έξω από το Μπερ­σί, πε­ρί­με­να το λε­ω­φο­ρείο. Μια νε­α­ρή μη­τέ­ρα, έφτα­σε στη στά­ση, κρα­τού­σε το μω­ρό της στην αγκα­λιά, αυ­τό γκρί­νια­ζε κι εκεί­νη προ­σπα­θού­σε με κά­θε τρό­πο να το ηρε­μή­σει. «Η καρ­διά της μη­τέ­ρας εί­ναι μια βα­θιά άβυσ­σος, στο κά­τω μέ­ρος της οποί­ας θα βρεί­τε πά­ντα τη συγ­χώ­ρε­ση» έγρα­φε ο Μπαλ­ζάκ. Το μω­ρό όμως, ότι και να έλε­γε ο συγ­γρα­φέ­ας, συ­νέ­χι­ζε να κομ­μα­τιά­ζει την πρω­ι­νή ησυ­χία.

Το σκο­τά­δι έφευ­γε, τα κτή­ρια όμως έστα­ζαν ακό­μα νύ­χτα και οι δρό­μοι αρ­γο­πο­ρη­μέ­νες επι­στρο­φές. Οι με­τα­κι­νή­σεις μου πια στην πό­λη ήταν μι­κτές, προ­τι­μού­σα πά­ντα το λε­ω­φο­ρείο αλ­λά δεν ήμουν αρ­νη­τι­κός και σε ένα με­τρό, ιδιαί­τε­ρα τις ώρες αιχ­μής ή όταν βια­ζό­μουν. Έτσι σκό­πευα κο­ντά στο υπουρ­γείο οι­κο­νο­μι­κών να κα­τέ­βω από το λε­ω­φο­ρείο να πά­ρω το με­τρό και να κα­τέ­βω στην πλα­τεία Ιτα­λί­ας για να επι­σκε­φθώ τη γει­το­νιά - χω­ριό του Μπιτ -ο- Κάιγ. Εκεί όμως που εί­χα βο­λευ­τεί και χά­ζευα τον αγώ­να της μέ­ρας με τη νύ­χτα και την πα­νω­λε­θρία του σκό­τους, το μω­ρό να έχει απο­κοι­μη­θεί στην αγκα­λιά της μά­νας του, δεν ήθε­λα να κα­τέ­βω με τί­πο­τα από το λε­ω­φο­ρείο. Όταν δε συ­νει­δη­το­ποί­η­σα τον ωραίο με­γά­λο κύ­κλο που θα έκα­να μέ­σω του σταθ­μού της Λιόν, της γέ­φυ­ρας του Αού­στερ­λις και του Βο­τα­νι­κού κή­που για να φτά­σω στον προ­ο­ρι­σμό μου, χώ­θη­κα για τα κα­λά στο κά­θι­σμά μου. Οι δρό­μοι των πό­λε­ων εί­ναι η μοί­ρα τους. Όπως οι χα­ρα­κιές στην ανοι­χτή πα­λά­μη κα­θώς κι­νού­νται προς τον καρ­πό μα­ζεύ­ο­νται όλες μα­ζί σε σύμ­πτυ­ξη. Ανε­βή­κα­με τη γέ­φυ­ρα του Αού­στερ­λιτς. Έτσι εί­ναι και οι Γέ­φυ­ρες σαν τον καρ­πό ενός χε­ριού, μα­ζεύ­ουν όλες τις χα­ρα­κιές πά­νω τους, λί­γο πιο κά­τω από τον αγκώ­να των απο­φά­σε­ων.

Η μέ­ρα απο­κά­λυ­πτε σι­γά - σι­γά την πό­λη. Χαί­ρε­σαι να την βλέ­πεις να ξυ­πνά σκου­πί­ζο­ντας το πρό­σω­πό της με τη γα­λά­ζια πε­τσέ­τα του ου­ρα­νού και να σου πα­ρα­δί­δε­ται ξε­κού­ρα­στη, ολό­φρε­σκη, δρο­σε­ρή.

Μπο­ρεί να μην πή­γα με το με­τρό αλ­λά δεν έχα­σα την ευ­και­ρία να επι­σκε­φθώ τον σταθ­μό του με­τρό της Place d’ Italie. Η δια­κό­σμη­ση του σταθ­μού εί­ναι έρ­γο του Γκι­μάρ. Έφτα­σα στην όμορ­φη έξο­δο ‘’Auguste Μπλαν­κί­’’. Ο Louis Auguste Μπλαν­κί δη­μο­κρά­της και σο­σια­λι­στής επα­να­στά­της έγρα­ψε «όποιος έχει τα σι­δε­ρι­κά έχει και ψω­μί» την σκέ­ψη του κα­κο­ποί­η­σαν και οι σύ­ντρο­φοί του κομ­μου­νι­στές με πρώ­το τον Έγκελς και στη συ­νέ­χεια οι Φα­σί­στες του Μου­σο­λί­νι που χρη­σι­μο­ποί­η­σαν την πα­ρα­πά­νω φρά­ση του ως προ­με­τω­πί­δα στην εφη­με­ρί­δα του Ιl Popolo di Italia’.

Σε αυ­τή την πε­ριο­χή στο 13 δια­μέ­ρι­σμα έζη­σε και πέ­θα­νε ο Αρι­στο­τέ­λης Βα­σι­λειά­δης, όπως ήταν το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα του Άρη Αλε­ξάν­δρου, ο οποί­ος γεν­νή­θη­κε στις 24 Νο­εμ­βρί­ου 1922 στην Πε­τρού­πο­λη, από Έλ­λη­να πα­τέ­ρα, τον Πό­ντιο Βα­σί­λη Βα­σι­λειά­δη και Ρω­σί­δα μη­τέ­ρα, την Πο­λί­να Βίλ­γκελμ­σον, εσθο­νι­κής κα­τα­γω­γής. Το 1928 η οι­κο­γέ­νεια Βα­σι­λειά­δη εγκα­τα­στά­θη­κε στην Ελ­λά­δα, αρ­χι­κά στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και από το 1930 στην Αθή­να. Αυ­τός που υπήρ­ξε ολο­μό­να­χος και απο­μο­νω­μέ­νος, «προ­δό­της για τη Σπάρ­τη και για τους εί­λω­τες Σπαρ­τιά­της», πέ­θα­νε σε μια πα­ρι­σι­νή σο­φί­τα, του 13ου δια­με­ρί­σμα­τος, στην οποία δεν χω­ρού­σε να ανέ­βει ο απι­νι­δω­τής της καρ­δια­κής ανά­νη­ψης. Όπως δια­βά­ζου­με στο σύ­ντο­μο βιο­γρα­φι­κό των εκ­δό­σε­ων Πα­τά­κη, ο Άρης Αλε­ξάν­δρου 1940 απο­φοί­τη­σε από το Βαρ­βά­κειο Γυ­μνά­σιο, όπου μα­ζί µε τον Αν­δρέα Φρα­γκιά, τον Γε­ρά­σι­μο Σταύ­ρου και άλ­λους εί­χαν συ­γκρο­τή­σει µια ομά­δα µμαρ­ξι­στι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού. Έδω­σε εξε­τά­σεις στο Πο­λυ­τε­χνείο και στην Ανω­τά­τη Σχο­λή Κα­λών Τε­χνών χω­ρίς επι­τυ­χία, πέ­τυ­χε όμως στις εξε­τά­σεις της ΑΣΟ­ΕΕ, μα­θή­μα­τα της οποί­ας πα­ρα­κο­λού­θη­σε για δύο χρό­νια, έως το 1942, οπό­τε άρ­χι­σε να ερ­γά­ζε­ται ως με­τα­φρα­στής υιο­θε­τώ­ντας το όνο­μα Άρης Αλε­ξάν­δρου.

«Δο­κί­μα­ζε, συ­νέ­χι­ζε τα γυ­μνά­σμα­τά σου... Κοί­τα που η θά­λασ­σα ανα­κα­τεύ­ει συ­νε­χώς ου­ρα­νό και φύ­κια πα­σχί­ζο­ντας να βρει το σω­στό της χρώ­μα».

Δί­πλα στο σταθ­μό ξε­κι­νά­ει γε­μά­τη κί­νη­ση η Μπο­μπι­γιό μέ­χρι να φτά­σου­με στην οδό Πο­λέν - Με­ρί στη συ­νέ­χεια βγαί­νου­με στο ήσυ­χο Μπιτ-ο-Κάιγ. Η αντί­θε­ση εί­ναι εντυ­πω­σια­κή, κα­θώς περ­πα­τού­σα στα ήσυ­χα, στε­νά πλα­κό­στρω­τα δρο­μά­κια με τους πα­λιούς φα­νο­στά­τες. Εί­χα αρ­χί­σει να ξε­κο­κα­λί­ζω την πό­λη και τα στε­νά της συ­νοι­κί­ας όπως κά­θε πρωί, αρ­γά, ήσυ­χα, τε­λε­τουρ­γι­κά.

Η πε­ριο­χή ανα­πτύ­χθη­κε με­τά το 1910. Η αρ­χι­τε­κτο­νι­κή αντα­να­κλά το κοι­νω­νι­κό ιδε­ώ­δες της τό­τε επο­χής - μο­νο­κα­τοι­κί­ες με χώ­ρους πρα­σί­νου.

Στον αριθ­μό 5 έχει χρω­μα­τι­στά παν­τζού­ρια και απέ­να­ντι ένα μι­κρό κή­πο με δέ­ντρα. Συ­νέ­χι­σα ευ­θεία και πέ­ρα­σα στην απέ­να­ντι πλευ­ρά της οδού Μου­λέν - ντε - Πρε κι έστρι­ψα αρι­στε­ρά στην οδό Ζε­ράρ, περ­νώ­ντας μπρο­στά από τις επαύ­λεις με τα κόκ­κι­να τού­βλα και τους εξώ­στες γε­μά­τους με φυ­τά.

Αν βρε­θείς κά­που και δεν ανα­γνω­ρί­ζεις τί­πο­τα γύ­ρω σου, μην τρο­μά­ξεις, μπο­ρεί να ‘χεις βρει τον κό­σμο που λα­χτα­ρού­σες κι ακό­μα δεν έχε­τε συ­στη­θεί. Όταν βγουν οι σκέ­ψεις από τα μαλ­λιά σου, οι ανά­σες από τη μνή­μη σου και οι ει­κό­νες από τη ρά­χη της γει­το­νιάς, όλες οι πα­ρε­ξη­γή­σεις μπο­ρούν με μιας να σκορ­πί­σουν στα γύ­ρω σταυ­ρο­δρό­μια.

Συ­νέ­χι­σα στην οδό Σαμ­σόν κι έστρι­ψα δε­ξιά στην οδό Ζο­νάς και αρι­στε­ρά στην οδό ντε Σενκ Ντια­μάν στον αριθ­μό 46 υπάρ­χει η ιδιαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρου­σα συλ­λο­γή της Ένω­σης των Φί­λων της Πα­ρι­σι­νής Κομ­μού­νας. Μέ­σα σ’ ένα δρό­μο φθαρ­μέ­νο από το χρό­νο και τη λη­σμο­νιά. ‘’Θ’ αφή­σου­με αυ­τόν τον κό­σμο ακρι­βώς έτσι όπως τον βρή­κα­με: ανό­η­το, άδι­κο και κα­κό­’’. Προ­έ­βλε­πε ο Βολ­τέ­ρος.

«Ας τρέ­μει η κυ­ρί­αρ­χη τά­ξη από την κομ­μου­νι­στι­κή επα­νά­στα­ση. Οι προ­λε­τά­ριοι δεν έχουν να χά­σουν τί­πο­τα εκτός από τις αλυ­σί­δες τους», έγρα­φε ο Μαρξ και γρή­γο­ρα γρή­γο­ρα ο κα­πι­τα­λι­σμός έδω­σε στο με­τα­μορ­φω­μέ­νο προ­λε­τα­ριά­το κά­τι για να έχει να χά­σει, τον έστει­λε να κυ­νη­γά κά­ποιο υπαρ­κτό ή ανύ­παρ­κτο όνει­ρο, του γυά­λι­σε και τις αλυ­σί­δες. Και έμει­νε η ρή­ση του φι­λό­σο­φου «Το Κρά­τος εί­ναι η εκτε­λε­στι­κή επι­τρο­πή της άρ­χου­σας τά­ξης» να τη γλεί­φουν γύ­ρω-γύ­ρω προ­λε­τά­ριοι και μη.

Στην Κα­το­χή ο Άρης Αλ­ξε­κάν­δρου υπήρ­ξε µέ­λος αντι­στα­σια­κής ορ­γά­νω­σης που προ­σχώ­ρη­σε στο ΕΑΜ Νέ­ων, από την οποία απο­χώ­ρη­σε έναν χρό­νο αρ­γό­τε­ρα δια­φω­νώ­ντας µε τη συ­κο­φά­ντη­ση συ­ντρό­φων του ως προ­δο­τών.

            Ο Πέ­τρος που κοι­μό­ταν στο τσι­μέ­ντο
                
δί­χως φό­δρα στο σα­κά­κι
                
κά­θε πρωί μου έκα­νε τρά­κα μια κα­λη­μέ­ρα στα κλε­φτά
                
για­τί τον εί­χαν για προ­δό­τη.

Κα­τά τα Δε­κεμ­βρια­νά του 1944 τον συ­νέ­λα­βαν οι αγ­γλι­κές στρα­τιω­τι­κές αρ­χές και κρα­τή­θη­κε στο στρα­τό­πε­δο της Ελ Ντά­µπα στη Λι­βύη, από όπου επέ­στρε­ψε το 1945. Κα­τά τη διάρ­κεια του Εμ­φυ­λί­ου εξο­ρί­στη­κε για τα πο­λι­τι­κά του φρο­νή­μα­τα στη Λή­µνο, στη Μα­κρό­νη­σο και στον Αϊ-Στρά­τη (Ιού­νιος 1948-Δε­κέ­µβριος 1951). Τον Νο­έμ­βριο του 1953 κα­τα­δι­κά­στη­κε ως ανυ­πό­τα­κτος και πα­ρέ­µει­νε έγκλει­στος στις φυ­λα­κές Αβέ­ρωφ, Αί­γι­νας και Γυά­ρου ως το 1958.

Το ξέ­ρου­με τώ­ρα πια κα­λά, όποιος τα­ξι­δεύ­ει, όποιος περ­πα­τά, όποιος ανα­ρω­τιέ­ται δεν χά­νε­ται, χα­μέ­νοι εί­ναι εκεί­νοι που πο­τέ δεν απο­φά­σι­σαν να δουν τον ορί­ζο­ντα, να το­πο­θε­τή­σουν τον εαυ­τό τους σ’ ένα χάρ­τη, να κρα­τη­θούν από τη βε­λό­να μιας επι­στρο­φής. Χα­μέ­νοι εί­ναι εκεί­νοι που δέ­νουν τα όνει­ρά τους στον πάσ­σα­λο του εφι­κτού. Για­τί πρέ­πει να δέ­νω, να στη­ρί­ζω τα όνει­ρά μου κά­που, το σύν­νε­φο από πού εί­ναι δε­μέ­νο, τ’ άστρα από πού κρα­τιού­νται;

Το «Le temps des cerises» ηχού­σε στ’ αυ­τιά μου συ­νέ­χεια από το λε­ω­φο­ρείο κιό­λας. Άλ­λα­ζαν μό­νο οι εκτε­λε­στές, τ’ άκου­σα με την Cora Vaucaire, τον Jacques Brel, τον Yves Montand τον Marcel Mouloudji μέ­χρι και τη Νά­να Μού­σχου­ρη. Έπαι­ζε ο δί­σκος βι­νυ­λί­ου, για­τί ένα τέ­τοιο τρα­γού­δι μό­νο από βι­νύ­λιο εί­ναι σω­στό ν’ ακού­γε­ται και μά­λι­στα στο Butte -aux- Cailles. Και μέ­σα στις αυ­λα­κιές του, όρ­γω­νε η ιστο­ρία τις ελ­πί­δες των αν­θρώ­πων για μια κα­λύ­τε­ρη ζωή. Τα χρά­τσα χρού­τσα του βι­νυ­λί­ου ανα­κα­τεύ­ο­νταν με τα χράτς χρουτς των φω­το­γρα­φιών μου, με τα χρά­τσα χρού­τσα της γει­το­νιάς των αγ­γέ­λων.

Δε­ξιά στο πα­σάζ Μπα­ρό υπάρ­χει ένα μι­κρό πλα­κό­στρω­το δρο­μά­κι με τους τοί­χους των σπι­τιών κα­λυμ­μέ­νους με κισ­σό. Στο τέρ­μα του έστρι­ψα αρι­στε­ρά στην οδό Μπα­ρό και συ­νέ­χι­σα μέ­χρι να συ­να­ντή­σω τον πρώ­το δρό­μο στα δε­ξιά, την οδόν Ντα­βιέλ. Στον αριθ­μό 10 αυ­τού του δρό­μου βρί­σκε­ται μια σει­ρά από αγρο­τό­σπι­τα, γνω­στά ως ‘’μι­κρή Αλ­σα­τί­α­’’ λό­γω του αλ­σα­τι­κού αρ­χι­τε­κτο­νι­κού του ύφους. Πρό­κει­ται για την υλο­ποί­η­ση του πρώ­του σχε­δί­ου ερ­γα­τι­κών κα­τοι­κιών στο Πα­ρί­σι.

Ακρι­βώς απέ­να­ντι βρί­σκε­ται ένας μι­κρο­σκο­πι­κός δρό­μος γε­μά­τος ολάν­θι­στους κή­πους.

Οι πρώ­τες ακτί­νες του ήλιου ση­μά­δε­ψαν τις δί­ρι­χτες κε­ρα­μο­σκε­πές της ‘’μι­κρής Αλ­σα­τί­α­ς’’. Μου αρέ­σει να ψά­χνω πο­λύ πρωί στις πό­λεις του κό­σμου, για­τί θέ­λω να τις ζω δυο και τρεις φο­ρές, με δυο και τρεις ζω­ές, χρω­μα­τι­σμέ­νες με δυο και τρεις φω­τι­στι­κές εκρή­ξεις. Μου αρέ­σει να περ­πα­τώ τις πό­λεις δια­γώ­νια και κά­θε­τα, μου αρέ­σει να ση­μα­δεύω τις πό­λεις με τα βή­μα­τά μου και όταν φεύ­γω, μου αρέ­σει να τους λεί­πω, όπως μου λεί­πουν κι εμέ­να. Το να περ­πα­τά κα­νείς στους δρό­μους εί­ναι ο κα­λύ­τε­ρος δρό­μος να σχε­διά­σει το αύ­ριο, όχι μό­νο το δι­κό του, αλ­λά ολό­κλη­ρης της οι­κου­μέ­νης. Αν γυ­ρί­σεις πί­σω και με­τρή­σεις τις πα­τη­μα­σιές σου θα δεις ένα αστρα­φτε­ρό μέλ­λον να σου γυα­λί­ζει τα πα­πού­τσια. Περ­πα­τώ­ντας στους δρό­μους των πό­λε­ων κά­νεις τη ζωή ατέ­λειω­τη, την ξα­ναρ­χί­ζεις κά­θε πρω­ι­νό, κά­θε από­γευ­μα, σε κά­θε και­νούρ­γιο δρό­μο, σε κά­θε και­νούρ­γιο βή­μα. Με και­νού­ρια, ολο­καί­νου­ρια βή­μα­τα επέ­στρε­ψα στην οδό Μπα­ρό κι έστρι­ψα αρι­στε­ρά και με­τά δε­ξιά μέ­χρι που βρέ­θη­κα στην αρ­τη­ρία της πε­ριο­χής, την οδό ντα λα Μπιτ -ο- Κάιγ.

Ο Άρης Αλε­ξάν­δρου ολο­κλή­ρω­σε τις δευ­τε­ρο­βάθ­μιες σπου­δές του στο Βαρ­βά­κειο και στη συ­νέ­χεια γρά­φτη­κε στην ΑΣΟ­ΕΕ. Πα­ράλ­λη­λα, άρ­χι­σε να ερ­γά­ζε­ται ως με­τα­φρα­στής στον εκ­δο­τι­κό οί­κο Γκο­βό­στη. Τό­τε ήταν που υιο­θέ­τη­σε το ψευ­δώ­νυ­μο Άρης Αλε­ξάν­δρου. Του πρό­τει­νε ο φί­λος του Γιάν­νης Ρί­τσος, για να μην τον μπερ­δεύ­ουν με έναν άλ­λο συ­νε­πώ­νυ­μό του με­τα­φρα­στή. Στο λο­γο­τε­χνι­κό του έρ­γο χρη­σι­μο­ποί­η­σε επί­σης τα ψευ­δώ­νυ­μα Άρης Ου­ρα­νός και Αντί­πας Νε­τρα­λί­της.

                Η Μάρ­θα η γυ­ναί­κα του τη νύ­χτα
                ση­κώ­νο­ντας τα πό­δια ευ­λα­βι­κά
                (μην τύ­χει και ο ίσκιος τους πέ­σει στις άγιες ει­κό­νες)

Συ­νέ­χι­σα ευ­θεία προς την πλα­τεία ντα λα Κο­μίν ντε Πα­ρί που σή­με­ρα φα­ντά­ζει ασή­μα­ντη. Όμως τον Μάιο του 1871 σε αυ­τήν την πλα­τεία έγι­νε μια από τις με­γα­λύ­τε­ρες οδο­μα­χί­ες.
Ο Καρλ Μαρξ γρά­φει: ‘’Το Πα­ρί­σι των ερ­γα­τών με την Κομ­μού­να του θα γιορ­τά­ζε­ται πά­ντα σαν δο­ξα­σμέ­νος προ­άγ­γε­λος μιας κοι­νω­νί­ας. Τους μάρ­τυ­ρές της τους έχει κλεί­σει μέ­σα στη με­γά­λη της καρ­διά η ερ­γα­τι­κή τά­ξη. Τους εξο­λο­θρευ­τές της τους κάρ­φω­σε κιό­λας η Ιστο­ρία στον πάσ­σα­λο της ατί­μω­σης, απ’ όπου δεν μπο­ρούν να τους λυ­τρώ­σουν μή­τε όλες οι προ­σευ­χές των πα­πά­δων του­ς’’. Για τον αναρ­χι­κό Μι­χα­ήλ Μπα­κού­νιν, η Πα­ρι­σι­νή Κομ­μού­να ήταν η ‘’κα­θα­ρή άρ­νη­ση του κρά­του­ς’’ ενώ αντί­θε­τη ήταν η άπο­ψη ενός άλ­λου εξέ­χο­ντος αναρ­χι­κού, του Πιοτρ Κρο­πότ­κιν, ο οποί­ος τη θε­ω­ρεί ως μια μι­κρο­γρα­φία του κρά­τους σε το­πι­κό επί­πε­δο, αφού δεν τόλ­μη­σε να κα­ταρ­γή­σει τους θε­σμούς του.

Το 1959 ο Άρης Αλε­ξάν­δρου πα­ντρεύ­τη­κε µε την ποι­ή­τρια και δη­µο­σιο­γρά­φο Καί­τη Δρό­σου και, αμέ­σως με­τά την επι­βο­λή της δι­κτα­το­ρί­ας του 1967, εγκα­τα­στά­θη­κε μα­ζί της στο Πα­ρί­σι, όπου έκα­νε ποι­κί­λες χει­ρω­να­κτι­κές ερ­γα­σί­ες. Από το 1975 ο Αλε­ξάν­δρου συ­νερ­γά­στη­κε και πά­λι ως με­τα­φρα­στής µε ελ­λη­νι­κούς εκ­δο­τι­κούς οί­κους και πε­ριο­δι­κά. Πέ­θα­νε στις 2 Ιου­λί­ου του 1978, σε ηλι­κία 56 ετών. Το μυ­θι­στό­ρη­μα του Το κι­βώ­τιο (Αθή­να 1966-Πα­ρί­σι 1972, Κέ­δρος 1975) απο­τέ­λε­σε στα­θµό στην ιστο­ρία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Αξιο­μνη­μό­νευ­το εί­ναι το ποι­η­τι­κό του έρ­γο, που διέ­γρα­ψε την πο­ρεία από τον στρα­τευ­μέ­νο λό­γο υπέρ του κομ­μου­νι­σμού στην έκ­φρα­ση της απο­γο­ή­τευ­σης για τη μα­ταιό­τη­τα του αγώ­να. Έρ­γα του έχουν με­τα­φρα­στεί κυ­ρί­ως στα γαλ­λι­κά, αγ­γλι­κά, γε­ρµα­νι­κά, ιτα­λι­κά. Από τις Εκ­δό­σεις Πα­τά­κη κυ­κλο­φο­ρούν τα δο­κί­µιά του (1937-1975) Έξω απ’ τα δό­ντια (2021), το σε­νά­ριο Ο λό­φος με το σι­ντρι­βά­νι (2022), που βα­σί­ζε­ται στο ομώ­νυ­μο θε­α­τρι­κό έρ­γο του Γιάν­νη Ρί­τσου, κα­θώς και η με­τά­φρα­ση τού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Μα­ξίµ Γκόρ­κι, Οι Αρ­τα­µά­νοφ. «Με τις λέ­ξεις σου να εί­σαι πο­λύ προ­σε­χτι­κός όπως εί­σαι ακρι­βώς μ’ έναν βα­ριά τραυ­μα­τία που κου­βα­λάς στον ώμο».

Κά­θε μέ­ρα ητ­τά­ται ο άν­θρω­πος όταν δεν απλώ­νει το χέ­ρι του στην ανά­γκη, όταν δεν φι­λεύ­ει την ομορ­φιά, νι­κιέ­ται. Κά­θε στιγ­μή πε­θαί­νει ο άν­θρω­πος όταν δεν μπο­ρεί να χα­ρεί ένα δεί­λι, την 9η ή τους χαρ­το­παί­κτες του Σε­ζάν, κά­θε μέ­ρα νι­κιέ­ται ο άν­θρω­πος όταν δεν έχει πα­ρη­γο­ρή­σει ένα δα­κρυ­σμέ­νο παι­δί, δεν έχει τα­ΐ­σει ένα πει­να­σμέ­νο γα­τί ή δεν έχει πο­τί­σει ένα έρη­μο σκυ­λί. Κά­θε μέ­ρα ητ­τά­ται ο άν­θρω­πος, όσες μά­χες κι αν κέρ­δι­σε, όσους πο­λέ­μους κι αν νί­κη­σε, όσες επα­να­στά­σεις κι αν άνα­ψε, στο τέ­λος της μέ­ρας πά­ντα νι­κιέ­ται ο άν­θρω­πος. Εξ’ άλ­λου «Η αγνό­τη­τα μιας επα­νά­στα­σης μπο­ρεί να διαρ­κέ­σει ένα δε­κα­πεν­θή­με­ρο», έλε­γε Ζαν Κο­κτό. Τό­σο, φαί­νε­ται, αντέ­χει ένα όνει­ρο πριν γί­νει εφιάλ­της.

Στο αριθ­μό 18 της Μπιτ - ο - Κάιγ βρί­σκε­ται το ωραιό­τε­ρο εστια­τό­ριο της πε­ριο­χής το «Les Temps des Cerises». Βρί­σκε­ται λί­γα μέ­τρα μα­κριά από την πλα­τεία ντα λα Κο­μύν και λει­τουρ­γεί ως συ­νε­ται­ρι­σμός, ενώ θε­ω­ρεί­ται το ανε­πί­ση­μο «αρ­χη­γείο» της γει­το­νιάς.

Στο τέρ­μα του δρό­μου βρί­σκε­ται η πλα­τεία Βερ­λέν.

«Αν εί­χα­νε τε­λειώ­σει όλ’ αυ­τά, αν δεν εί­χα­νε αρ­χί­σει πο­τέ όλα αυ­τά, ίσως να μπο­ρού­σα­με κι εμείς να ’χου­με ένα πιά­το ζε­στό φαΐ, ένα ήσυ­χο δω­μά­τιο, μια δι­κή μας νύ­χτα. Εί­ναι πολ­λά, λοι­πόν, όλα αυ­τά και δε μας δό­θη­καν πο­τέ. Χρό­νια και χρό­νια πό­λε­μος γι’ αυ­τά τα λί­γα και τώ­ρα νι­κη­θή­κα­με. Να σώ­σου­με του­λά­χι­στον τα χα­λά­σμα­τα που μας μέ­νουν», λέ­ει με σθέ­νος η ηρω­ί­δα του, ανοί­γο­ντας τον μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό δρό­μο στους ήρω­ες του Κι­βω­τί­ου, του μο­να­δι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος που έγρα­ψε ο Αλε­ξάν­δρου, αρ­κε­τού όμως για να συ­ντα­ρά­ξει τα λο­γο­τε­χνι­κά δε­δο­μέ­να και να ανα­δεί­ξει με τον πιο πε­ρί­τε­χνο τρό­πο τον μο­ντερ­νι­σμό.

Εί­χα τη­λε­φω­νι­κή πο­λι­τι­κή αψι­μα­χία με αφορ­μή τη γει­το­νιά και εκνευ­ρί­στη­κα, δεν πρό­κει­ται να ωρι­μά­σω πο­τέ αφού ακό­μα με εκνευ­ρί­ζει τό­σο εύ­κο­λα η αν­θρώ­πι­νη βλα­κεία, δεν θα ωρι­μά­σω πο­τέ, το πή­ρα από­φα­ση, απλώς μου­τζού­ρες θα κά­νω γύ­ρω από την ωρι­μό­τη­τα.

Τις χει­ρό­τε­ρες όμως μου­τζού­ρες στη ζωή μας, τις έχει δη­μιουρ­γή­σει η φρά­ση «κι άλ­λοι έτσι κά­νουν». Η ζωή συρ­ρι­κνώ­νε­ται ή με­γε­θύ­νε­ται σε ανα­λο­γία με την ευ­θύ­νη που παίρ­νει κα­νείς απέ­να­ντι στο πα­ρελ­θόν, στο σή­με­ρα και κυ­ρί­ως το αύ­ριο. Ο κα­λύ­τε­ρος τρό­πος να κρυ­φτείς εί­ναι να σκε­φτείς «αυ­τό κά­νουν όλοι».

Το 1975 ο Άρης Αλε­ξάν­δρου δή­λω­σε όχι αναί­μα­κτα: «Δεν ανή­κω σε κα­νέ­να κόμ­μα και σε κα­μιά πο­λι­τι­κή ορ­γά­νω­ση. Δεν εί­μαι μέ­λος κα­μιάς εκ­κλη­σί­ας. Δεν εί­μαι οπα­δός κα­μιάς θρη­σκεί­ας. […] Έχο­ντας πε­ρά­σει από τα ξε­ρο­νή­σια και τις φυ­λα­κές, νιώ­θω πως εί­μαι συ­γκρα­τού­με­νος όχι μό­νο με όσους υπο­φέ­ρουν στα φα­σι­στι­κά στρα­τό­πε­δα, μα και με όσους βα­σα­νί­ζο­νται στο Αρ­χι­πέ­λα­γος Γκου­λάγκ. Νιώ­θω αλ­λη­λέγ­γυος και συ­νυ­πεύ­θυ­νος με όσους αγω­νί­στη­καν, αγω­νί­ζο­νται και θα αγω­νι­στούν ενα­ντί­ον όλων των τυ­ράν­νων, εστεμ­μέ­νων και τρα­για­σκο­φό­ρων, ενα­ντί­ον όλων των δε­σπο­τών, γα­λο­νά­δων και ρα­σο­φό­ρων.»

Στην απέ­να­ντι πλευ­ρά της πλα­τεί­ας υπάρ­χει ένα αρ νου­βό κο­λυμ­βη­τή­ριο με κόκ­κι­να τού­βλα στην πρό­σο­ψη. Κα­τα­σκευά­στη­κε το 1924, μια εσω­τε­ρι­κή και δυο θαυ­μά­σιες εξω­τε­ρι­κές πι­σί­νες. Ανε­βαί­νο­ντας τα σκα­λο­πά­τια έξω από το κτή­ριο βρέ­θη­κα στη μο­ντέρ­να κρή­νη της πλα­τεί­ας. Η πα­ρο­χή νε­ρού γί­νε­ται από ένα πη­γά­δι βά­θους 500μ. που χρο­νο­λο­γεί­ται από το 1863. Αφού τρά­βη­ξα κά­μπο­σες φω­το­γρα­φί­ες έβγα­λα να κρα­τή­σω και κά­ποιες ση­μειώ­σεις για­τί η μνή­μη εί­ναι ένα διά­τρη­το ημε­ρο­λό­γιο, γε­μά­το από λαν­θα­σμέ­νες υπεν­θυ­μί­σεις ανα­γκαίο όμως για να μη χα­θείς στις δια­σταυ­ρώ­σεις των αρ­νή­σε­ων. Όπως έλε­γε και ο Κα­στο­ριά­δης «Δεν φι­λο­σο­φού­με για να σώ­σου­με την επα­νά­στα­ση, αλ­λά για να σώ­σου­με τη σκέ­ψη μας και τη συ­νο­χή μας». Και τη μέ­ρα μας, συ­μπλή­ρω­σα, με­τρώ­ντας τα βή­μα­τά μου, από τη μέγ­γε­νη του εφή­με­ρου και του τε­τριμ­μέ­νου. Ακού­γο­νταν οι μα­κρι­νοί ήχοι της πό­λης, έμοια­ζαν με τους εφιάλ­τες μου, που με αντάλ­λασ­σαν με σπα­σμέ­να όνει­ρα, κά­τι σαν απο­τυ­χη­μέ­νη επα­νά­στα­ση την αυ­γή δη­λα­δή.

Ο Άρης Αλε­ξάν­δρου πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε ως ποι­η­τής το 1946 με τη συλ­λο­γή Ακό­μα τού­τη η άνοι­ξη. Θα ακο­λου­θή­σουν οι ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές Άγο­νος Γραμ­μή (1952) και Ευ­θύ­της Οδών (1959), κα­θώς και συ­γκε­ντρω­τι­κές εκ­δό­σεις των ποι­η­μά­των του. Ο ρε­α­λι­στι­κός χα­ρα­κτή­ρας της ποί­η­σής του το­νί­ζε­ται από μία πι­κρή γεύ­ση διά­ψευ­σης των ελ­πί­δων, κοι­νό γνώ­ρι­σμα στους ποι­η­τές της πρώ­της με­τα­πο­λε­μι­κής γε­νιάς που αν­δρώ­θη­καν και δο­κι­μά­στη­καν στα χρό­νια της κα­το­χής και του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου. Ευ­διά­κρι­τη εί­ναι στους στί­χους του, κυ­ρί­ως στην τε­λευ­ταία συλ­λο­γή, μία δια­βρω­τι­κή ει­ρω­νεία που κο­ρυ­φώ­νε­ται σε τό­νους σαρ­κα­σμού για όλα τα γνω­στά κοι­νω­νι­κά συ­στή­μα­τα και που δη­λώ­νει τη στα­δια­κή απο­μά­κρυν­σή του από τον κομ­μα­τι­κό δογ­μα­τι­σμό.

            Να εκ­με­ταλ­λεύ­ε­σαι
                κά­θε λάμ­ψη απ’ τις ρι­πές των πο­λυ­βό­λων
                για να κρα­τάς σω­στόν τον προ­σα­να­το­λι­σμό σου
                πά­ντο­τε πα­ράλ­λη­λα στις γραμ­μές των δυο με­τώ­πων.

Προ­σπέ­ρα­σα την πλα­τεία έστρι­ψα δε­ξιά και πά­λι δε­ξιά έφτα­σα στην πε­ζο­δρο­μη­μέ­νη οδό Βα­ντρε­ζάν και συ­νέ­χι­σα στο πα­σάζ Βα­ντρε­ζάν, ένα πλα­κό­στρω­το δρο­μά­κι με πα­λιούς φα­νο­στά­τες.

Ακο­λου­θού­σα δυο για­γιά­δες και μπρο­στά από αυ­τές προ­πο­ρευό­ταν ένας κύ­ριος με κα­πέ­λο, μου­στα­κά­κι και δερ­μά­τι­νη τσά­ντα.

Πε­ρά­σα­με όλοι μα­ζί στην απέ­να­ντι πλευ­ρά της οδού Μου­λι­νέ και συ­νε­χί­σα­με στην οδό ντι Μου­λι­νέ ντε Πρε μέ­χρι την οδό Τομλ­μπάκ. Άρ­χι­σε ν’ ακού­γε­ται το «Le Gorille» με τον Georges Brassens. Όλοι μα­ζί μπή­κα­με στην πλα­τεία Πε­πλιέ. Η πλα­τεία δη­μιουρ­γή­θη­κε το 1926 και κά­θε σπί­τι εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κό, αντα­να­κλώ­ντας τα πρό­τυ­πα της επο­χής.

Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες κα­τοι­κί­ες έχουν μι­κρούς κή­πους και αρ νου­βό ει­σό­δους δια­κο­σμη­μέ­νες με επί­χρυ­σους φα­νο­στά­τες. Οι για­γιά­δες κά­θι­σαν σ’ ένα πα­γκά­κι, ο κύ­ριος με το μου­στα­κά­κι χά­θη­κε στη νό­τια γω­νιά της πλα­τεί­ας. Κά­που εκεί, ανά­με­σα στα γέ­λια των για­γιά­δων τέ­λειω­σε και ο «Le Gorille» του Georges Brassens.



Το Κι­βώ­τιο

Η δη­μιουρ­γι­κή προ­σπά­θεια του Άρη Αλε­ξάν­δρου θα κα­τα­λή­ξει στο μυ­θι­στό­ρη­μα Το Κι­βώ­τιο (1975), που θε­ω­ρή­θη­κε από την κρι­τι­κή ένα από τα κο­ρυ­φαία μυ­θι­στο­ρή­μα­τα της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Στα τέ­λη του ελ­λη­νι­κού εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου, μια ομά­δα ανταρ­τών ανα­λαμ­βά­νει ύστε­ρα από σχε­τι­κή εντο­λή του Γε­νι­κού Αρ­χη­γεί­ου να με­τα­φέ­ρει, περ­νώ­ντας μέ­σα από εχθρι­κό έδα­φος, ένα κι­βώ­τιο αγνώ­στου πε­ριε­χο­μέ­νου, με πα­ρα­λή­πτες τη διοί­κη­ση μιας ανταρ­το­κρα­τού­με­νης πό­λης. Στη διάρ­κεια της απο­στο­λής, η ομά­δα αρ­χί­ζει να χά­νει τα μέ­λη της στα­δια­κά μέ­χρι που σώ­ζε­ται μό­νο ένας αντάρ­της, ο οποί­ος τε­λι­κά κα­τορ­θώ­νει να πα­ρα­δώ­σει το κι­βώ­τιο. Όταν όμως φτά­νει στον προ­ο­ρι­σμό του, δια­πι­στώ­νε­ται πως εί­ναι άδειο… Αυ­τό το άδειο «Κι­βώ­τιο» (της διά­ψευ­σης, της προ­δο­σί­ας, του ορά­μα­τος) του Άρη Αλε­ξάν­δρου εί­ναι ίσως το συ­γκλο­νι­στι­κό­τε­ρο λο­γο­τε­χνι­κό κεί­με­νο της με­τεμ­φυ­λια­κής Ελ­λά­δας.
Ολό­κλη­ρο το έρ­γο του υπη­ρε­τεί «την αί­ρε­ση μιας μο­να­χι­κής αξιο­πρέ­πειας, που απορ­ρί­πτει τε­λε­σί­δι­κα κά­θε μορ­φή πνευ­μα­τι­κής κη­δε­μο­νί­ας», όπως ση­μειώ­νει ο Δη­μή­τρης Μα­ρω­νί­της.

Σύ­ντρο­φε ανα­κρι­τά, σπεύ­δω πρώ­τα απ’ όλα να σας εκ­φρά­σω την ευ­γνω­μο­σύ­νη μου για το χαρ­τί, το με­λά­νι και την πέν­να που μου στεί­λα­τε με τον δε­σμο­φύ­λα­κα. (η πρώ­τη φρά­ση από το Κι­βώ­τιο)

Υπο­δειγ­μα­τι­κές θε­ω­ρού­νται οι με­τα­φρά­σεις του, τό­σο των κλα­σι­κών και νε­ό­τε­ρων ρώ­σων συγ­γρα­φέ­ων (Φιο­ντόρ Ντο­στο­γιέφ­σκι, Λέ­ων Τολ­στόι, Άντον Τσέ­χοφ, Άν­να Αχ­μά­το­βα, Ίλια Έρεν­μπουργκ κ.ά.), όσο και των Γάλ­λων, Αμε­ρι­κα­νών και Άγ­γλων συγ­γρα­φέ­ων (Λουί Αρα­γκόν, Ντέι­βιντ Λό­ρενς, Ευ­γέ­νιος Ο’ Νιλ κ.ά.). Ο Άρης Αλε­ξάν­δρου συ­μπύ­κνω­σε την κο­σμο­α­ντί­λη­ψή του στη φρά­ση «Αν κα­τόρ­θω­να να ρί­ξω και τον ελά­χι­στο κόκ­κο τσι­μέ­ντου για να στρω­θεί ο δρό­μος από τον homo sapiens στον homo humanus, θα έλε­γα πως η ζωή μου δεν πή­γε του κά­κου»

Βγή­κα από την πλα­τεία Πε­πι­λιέ γύ­ρι­σα στην οδό Μου­λέν ντε Πρε. Κα­τε­βαί­νο­ντας το δρό­μο βρή­κα μια σει­ρά πέ­τρι­να κτή­ρια και μια ασυ­νή­θι­στη μοβ κα­τοι­κία σε στιλ αρ νου­βό. Χτύ­πη­σε το τη­λέ­φω­νο, ήταν ο Αλέ­ξαν­δρος ο γιος μου, πα­ρα­πο­νιά­ρης όπως κά­θε πρωί -που δεν τον παίρ­νω μα­ζί μου- και τρυ­φε­ρός, με την τρυ­φε­ρά­δα του ξε­κού­ρα­στου, του ικα­νο­ποι­η­μέ­νου, του χορ­τά­του. Κλεί­σα­με το τη­λέ­φω­νο με τη συμ­φω­νία να τους κα­λέ­σω πί­σω σε λί­γο, μό­λις βρε­θώ σε κά­ποιο σταθ­μό και θα ήξε­ρα σε πό­ση ώρα θα μπο­ρού­σα να βρε­θώ στο Μον­παρ­νάς που εί­χα­με σκο­πό να ψα­χου­λέ­ψου­με. Εν τω με­τα­ξύ, οι δυο τους δη­λα­δή ο γιος μου με την μά­να του θα έπαιρ­ναν το λε­ω­φο­ρείο με κα­τεύ­θυν­ση τον άχα­ρο πύρ­γο της πε­ριο­χής. Εί­χα μεί­νει απέ­να­ντι από την όμορ­φη μοβ κα­τοι­κία. Κλεί­νο­ντας το τη­λέ­φω­νο χα­μο­γέ­λα­σα έβα­λα μη­χα­νι­κά το τη­λέ­φω­νο στην τσέ­πη. Σή­κω­σα τα μά­τια στο φως, πή­ρα μια βα­θιά ανά­σα κι έβα­λα στο πικ - απ του μυα­λού μου τον Camille Saint-Saëns και το «Καρ­να­βά­λι των Ζώ­ων» και το άφη­σα απα­λά να με λού­ζει, μα­ζί με το φως και τις λέ­ξεις που ‘φτά­ναν από τον ορί­ζο­ντα του κό­σμου.

«Η φω­νή του ποι­η­τή πρέ­πει να εί­ναι εκ­κω­φα­ντι­κή», έλε­γε ο Άρης Αλε­ξάν­δρου κα­θώς η «φω­νή των δρό­μων δεν μπο­ρεί να εί­ναι ψί­θυ­ρος, δεν μπο­ρεί να εί­ναι sotto voce. Και ο εκ­φρα­στής των δρό­μων και της με­γά­λης πο­λι­τεί­ας, κι ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο ο ορα­μα­τι­στής της τε­ρά­στιας πο­λι­τεί­ας του μέλ­λο­ντος πρέ­πει να φω­νά­ξει στη δια­πα­σών και να με­τα­χει­ρι­στεί ανά­λο­γο λε­ξι­λό­γιο», έγρα­φε για τον εαυ­τό του με αφορ­μή ένα κεί­με­νό του για τον Μα­για­κό­σφ­σκι με τί­τλο «Ποιος αυ­το­κτό­νη­σε τον Μα­για­κόφ­σκι;».

Ένας άλ­λος τρό­πος για να γνω­ρί­σεις τον κό­σμο, εί­ναι ν’ αγα­πή­σεις βα­θιά έναν και­νούρ­γιο άν­θρω­πο, ο Αλέ­ξαν­δρος μου ξα­να­δεί­χνει εξ αρ­χής τον κό­σμο. Με έκα­νε να ξε­χά­σω όσα ήξε­ρα γι αυ­τόν και μου τον ξα­να­δι­δά­σκει από το μη­δέν. Η Αγ­γε­λι­κή και ο Αλέ­ξαν­δρος ήταν αυ­τοί που μά­ρα­ναν τις πα­λιές μου γνώ­σεις μου για τον κό­σμο, τις έκα­ναν άχρη­στες κι οι δυο τους ήταν που φύ­τε­ψαν το πε­ρι­βό­λι του μυα­λού μου και της ψυ­χής μου με και­νού­ρια φυ­ντά­νια.

Όπως αρ­γεί τ’ ατσά­λι να γί­νει κο­φτε­ρό και χρή­σι­μο μα­χαί­ρι
έτσι αρ­γούν κ’ οι λέ­ξεις ν’ ακο­νι­στούν σε λό­γο.
Στο με­τα­ξύ
όσο δου­λεύ­εις στον τρο­χό
πρό­σε­χε μην πα­ρα­συρ­θείς
μην ξι­πα­στείς
απ’ τη λα­μπρή αλ­λη­λου­χία των σπιν­θή­ρων.
Σκο­πός σου εσέ­να το μα­χαί­ρι.

«Ο Αλε­ξάν­δρου» γρά­φει ο Θα­νά­σης Τρια­ρί­δης «διαι­σθά­νε­ται πως η ομο­λο­γη­μέ­νη «αναρ­χία» εί­ναι (ή μπο­ρεί να γί­νει) ακό­μη μία δέ­σμευ­ση, ακό­μη ένας δογ­μα­τι­σμός, μια ση­μαία ή, εντέ­λει, ακό­μη μία αγέ­λη – και στον δρό­μο προς τον homo humanus του, κά­θε ση­μαία και κά­θε αγέ­λη εί­ναι μια και­νούρ­για σκλα­βιά. Επι­πλέ­ον, η αναρ­χία του Αλε­ξάν­δρου στέ­κε­ται αφε­τη­ρια­κά ενά­ντια σε κά­θε βία – την οποία θε­ω­ρεί εκ προ­οι­μί­ου εξου­σία (και για αυ­τό γί­νε­ται το 1953 ο πρώ­τος Έλ­λη­νας αντιρ­ρη­σί­ας συ­νεί­δη­σης και αρ­νη­τής στρά­τευ­σης). Ο Α.Α. έχει δια­βά­σει πο­λύ κα­λά τους «Δαι­μο­νι­σμέ­νους» αλ­λά και την πο­λι­τι­κή ιστο­ρία των δύο τε­λευ­ταί­ων αιώ­νων: ως εκ τού­του γνω­ρί­ζει πως μέ­σα στο ευ­ρύ­τα­το φά­σμα του αναρ­χι­σμού πλειο­ψη­φεί (ή, έστω, εγ­γρά­φει ένα δρα­στι­κό­τε­ρο πο­λι­τι­κό απο­τύ­πω­μα) η απο­δο­χή της πο­λι­τι­κής βί­ας ή και, συ­χνά-πυ­κνά, η κα­τα­στα­τι­κή δο­ξο­λο­γία της. Εί­ναι κα­θα­ρό πως στον κό­σμο του Αλε­ξάν­δρου αυ­τό δεν γί­νε­ται ού­τε κα­τ’ ελά­χι­στον απο­δε­κτό: κά­ποιος που πυ­ρο­βο­λεί αν­θρώ­πους, ανα­τι­νά­ζει αν­θρώ­πους ή πε­τά­ει μο­λό­τοφ σε αν­θρώ­πους ή σπί­τια δεν εί­ναι «αναρ­χι­κός» αλ­λά εξου­σιο­μα­νής φα­σί­στας».

Όταν φεύ­γω τα πρω­ι­νά, του μι­κρού μου, του αφή­νω μια φρά­ση στο μά­γου­λο, τους αρ­μούς του κορ­μιού του, στο μι­κρό του δά­χτυ­λο, και το δει­λι­νό που θα περ­πα­τή­σου­με μα­ζί το από­γευ­μα, στα βλέ­φα­ρα. Το ξέ­ρου­με ότι «Με κά­θε παι­δί που γεν­νιέ­ται ο κό­σμος όλος ξα­ναρ­χί­ζει» όπως γρά­φει Gilbert Becaud αλ­λά εί­ναι αλ­λιώς να έχεις κά­ποιον να στο θυ­μί­ζει όλη μέ­ρα, κά­θε μέ­ρα για πά­ντα.

Εί­χα μεί­νει ακου­μπι­σμέ­νος απέ­να­ντι από τη μοβ οι­κία με το πρω­ι­νό φως στο πρό­σω­πο, «ξε­κού­να», σκέ­φτη­κα, «η έμπνευ­ση, δεν πε­ρι­μέ­νει, χο­ρεύ­ει με όποιον βρί­σκε­ται ήδη στην πί­στα» και σχε­δόν βα­σα­νι­στι­κά έκα­να τα πρώ­τα βή­μα­τα. Πή­ρα και τα απα­λά κομ­μά­τια του ‘’The carnival of the animals’’ και ξε­κί­νη­σα για δυ­τι­κά χω­ρίς να έχω απο­φα­σί­σει ακό­μα με τι θα πάω. Έτσι όμορ­φο που ήταν το πρω­ι­νό, μου φαι­νό­ταν πο­λύ εύ­κο­λο να κι­νη­θώ με τα πό­δια κα­τά μή­κος του βου­λε­βάρ­του που φέ­ρει το όνο­μα του ασυμ­βί­βα­στου επα­να­στά­τη Auguste Blanqui. Η λε­ω­φό­ρος, με τα πλα­τά­νια πα­ρα­τε­ταγ­μέ­να κα­τά μή­κος του, χα­νό­ταν στο βά­θος του πρω­ι­νού και τα φύλ­λα των δέν­δρων ψι­θύ­ρι­ζαν ήχους και λό­για πα­ρη­γο­ριάς για τους ητ­τη­μέ­νους αυ­τού του κό­σμου.

Λοι­πόν, λί­γο κου­ρά­γιο ακό­μα.
Όποιος βρε­θεί με άλο­γο
του μέ­νει να τρα­βή­ξει για την ήτ­τα
κα­βα­λά­ρης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: