Χαράματα στα νοτιοδυτικά της πόλης λίγο έξω από το Μπερσί, περίμενα το λεωφορείο. Μια νεαρή μητέρα, έφτασε στη στάση, κρατούσε το μωρό της στην αγκαλιά, αυτό γκρίνιαζε κι εκείνη προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το ηρεμήσει. «Η καρδιά της μητέρας είναι μια βαθιά άβυσσος, στο κάτω μέρος της οποίας θα βρείτε πάντα τη συγχώρεση» έγραφε ο Μπαλζάκ. Το μωρό όμως, ότι και να έλεγε ο συγγραφέας, συνέχιζε να κομματιάζει την πρωινή ησυχία.
Το σκοτάδι έφευγε, τα κτήρια όμως έσταζαν ακόμα νύχτα και οι δρόμοι αργοπορημένες επιστροφές. Οι μετακινήσεις μου πια στην πόλη ήταν μικτές, προτιμούσα πάντα το λεωφορείο αλλά δεν ήμουν αρνητικός και σε ένα μετρό, ιδιαίτερα τις ώρες αιχμής ή όταν βιαζόμουν. Έτσι σκόπευα κοντά στο υπουργείο οικονομικών να κατέβω από το λεωφορείο να πάρω το μετρό και να κατέβω στην πλατεία Ιταλίας για να επισκεφθώ τη γειτονιά - χωριό του Μπιτ -ο- Κάιγ. Εκεί όμως που είχα βολευτεί και χάζευα τον αγώνα της μέρας με τη νύχτα και την πανωλεθρία του σκότους, το μωρό να έχει αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της μάνας του, δεν ήθελα να κατέβω με τίποτα από το λεωφορείο. Όταν δε συνειδητοποίησα τον ωραίο μεγάλο κύκλο που θα έκανα μέσω του σταθμού της Λιόν, της γέφυρας του Αούστερλις και του Βοτανικού κήπου για να φτάσω στον προορισμό μου, χώθηκα για τα καλά στο κάθισμά μου. Οι δρόμοι των πόλεων είναι η μοίρα τους. Όπως οι χαρακιές στην ανοιχτή παλάμη καθώς κινούνται προς τον καρπό μαζεύονται όλες μαζί σε σύμπτυξη. Ανεβήκαμε τη γέφυρα του Αούστερλιτς. Έτσι είναι και οι Γέφυρες σαν τον καρπό ενός χεριού, μαζεύουν όλες τις χαρακιές πάνω τους, λίγο πιο κάτω από τον αγκώνα των αποφάσεων.
Η μέρα αποκάλυπτε σιγά - σιγά την πόλη. Χαίρεσαι να την βλέπεις να ξυπνά σκουπίζοντας το πρόσωπό της με τη γαλάζια πετσέτα του ουρανού και να σου παραδίδεται ξεκούραστη, ολόφρεσκη, δροσερή.
Μπορεί να μην πήγα με το μετρό αλλά δεν έχασα την ευκαιρία να επισκεφθώ τον σταθμό του μετρό της Place d’ Italie. Η διακόσμηση του σταθμού είναι έργο του Γκιμάρ. Έφτασα στην όμορφη έξοδο ‘’Auguste Μπλανκί’’. Ο Louis Auguste Μπλανκί δημοκράτης και σοσιαλιστής επαναστάτης έγραψε «όποιος έχει τα σιδερικά έχει και ψωμί» την σκέψη του κακοποίησαν και οι σύντροφοί του κομμουνιστές με πρώτο τον Έγκελς και στη συνέχεια οι Φασίστες του Μουσολίνι που χρησιμοποίησαν την παραπάνω φράση του ως προμετωπίδα στην εφημερίδα του Ιl Popolo di Italia’.
Σε αυτή την περιοχή στο 13 διαμέρισμα έζησε και πέθανε ο Αριστοτέλης Βασιλειάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα του Άρη Αλεξάνδρου, ο οποίος γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1922 στην Πετρούπολη, από Έλληνα πατέρα, τον Πόντιο Βασίλη Βασιλειάδη και Ρωσίδα μητέρα, την Πολίνα Βίλγκελμσον, εσθονικής καταγωγής. Το 1928 η οικογένεια Βασιλειάδη εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, αρχικά στη Θεσσαλονίκη και από το 1930 στην Αθήνα. Αυτός που υπήρξε ολομόναχος και απομονωμένος, «προδότης για τη Σπάρτη και για τους είλωτες Σπαρτιάτης», πέθανε σε μια παρισινή σοφίτα, του 13ου διαμερίσματος, στην οποία δεν χωρούσε να ανέβει ο απινιδωτής της καρδιακής ανάνηψης. Όπως διαβάζουμε στο σύντομο βιογραφικό των εκδόσεων Πατάκη, ο Άρης Αλεξάνδρου 1940 αποφοίτησε από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο, όπου μαζί µε τον Ανδρέα Φραγκιά, τον Γεράσιμο Σταύρου και άλλους είχαν συγκροτήσει µια ομάδα µμαρξιστικού προσανατολισμού. Έδωσε εξετάσεις στο Πολυτεχνείο και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών χωρίς επιτυχία, πέτυχε όμως στις εξετάσεις της ΑΣΟΕΕ, μαθήματα της οποίας παρακολούθησε για δύο χρόνια, έως το 1942, οπότε άρχισε να εργάζεται ως μεταφραστής υιοθετώντας το όνομα Άρης Αλεξάνδρου.
«Δοκίμαζε, συνέχιζε τα γυμνάσματά σου... Κοίτα που η θάλασσα ανακατεύει συνεχώς ουρανό και φύκια πασχίζοντας να βρει το σωστό της χρώμα».
Δίπλα στο σταθμό ξεκινάει γεμάτη κίνηση η Μπομπιγιό μέχρι να φτάσουμε στην οδό Πολέν - Μερί στη συνέχεια βγαίνουμε στο ήσυχο Μπιτ-ο-Κάιγ. Η αντίθεση είναι εντυπωσιακή, καθώς περπατούσα στα ήσυχα, στενά πλακόστρωτα δρομάκια με τους παλιούς φανοστάτες. Είχα αρχίσει να ξεκοκαλίζω την πόλη και τα στενά της συνοικίας όπως κάθε πρωί, αργά, ήσυχα, τελετουργικά.
Η περιοχή αναπτύχθηκε μετά το 1910. Η αρχιτεκτονική αντανακλά το κοινωνικό ιδεώδες της τότε εποχής - μονοκατοικίες με χώρους πρασίνου.
Στον αριθμό 5 έχει χρωματιστά παντζούρια και απέναντι ένα μικρό κήπο με δέντρα. Συνέχισα ευθεία και πέρασα στην απέναντι πλευρά της οδού Μουλέν - ντε - Πρε κι έστριψα αριστερά στην οδό Ζεράρ, περνώντας μπροστά από τις επαύλεις με τα κόκκινα τούβλα και τους εξώστες γεμάτους με φυτά.
Αν βρεθείς κάπου και δεν αναγνωρίζεις τίποτα γύρω σου, μην τρομάξεις, μπορεί να ‘χεις βρει τον κόσμο που λαχταρούσες κι ακόμα δεν έχετε συστηθεί. Όταν βγουν οι σκέψεις από τα μαλλιά σου, οι ανάσες από τη μνήμη σου και οι εικόνες από τη ράχη της γειτονιάς, όλες οι παρεξηγήσεις μπορούν με μιας να σκορπίσουν στα γύρω σταυροδρόμια.
Συνέχισα στην οδό Σαμσόν κι έστριψα δεξιά στην οδό Ζονάς και αριστερά στην οδό ντε Σενκ Ντιαμάν στον αριθμό 46 υπάρχει η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συλλογή της Ένωσης των Φίλων της Παρισινής Κομμούνας. Μέσα σ’ ένα δρόμο φθαρμένο από το χρόνο και τη λησμονιά. ‘’Θ’ αφήσουμε αυτόν τον κόσμο ακριβώς έτσι όπως τον βρήκαμε: ανόητο, άδικο και κακό’’. Προέβλεπε ο Βολτέρος.
«Ας τρέμει η κυρίαρχη τάξη από την κομμουνιστική επανάσταση. Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα εκτός από τις αλυσίδες τους», έγραφε ο Μαρξ και γρήγορα γρήγορα ο καπιταλισμός έδωσε στο μεταμορφωμένο προλεταριάτο κάτι για να έχει να χάσει, τον έστειλε να κυνηγά κάποιο υπαρκτό ή ανύπαρκτο όνειρο, του γυάλισε και τις αλυσίδες. Και έμεινε η ρήση του φιλόσοφου «Το Κράτος είναι η εκτελεστική επιτροπή της άρχουσας τάξης» να τη γλείφουν γύρω-γύρω προλετάριοι και μη.
Στην Κατοχή ο Άρης Αλξεκάνδρου υπήρξε µέλος αντιστασιακής οργάνωσης που προσχώρησε στο ΕΑΜ Νέων, από την οποία αποχώρησε έναν χρόνο αργότερα διαφωνώντας µε τη συκοφάντηση συντρόφων του ως προδοτών.
Ο Πέτρος που κοιμόταν στο τσιμέντο
δίχως φόδρα στο σακάκι
κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
γιατί τον είχαν για προδότη.
Κατά τα Δεκεμβριανά του 1944 τον συνέλαβαν οι αγγλικές στρατιωτικές αρχές και κρατήθηκε στο στρατόπεδο της Ελ Ντάµπα στη Λιβύη, από όπου επέστρεψε το 1945. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου εξορίστηκε για τα πολιτικά του φρονήματα στη Λήµνο, στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη (Ιούνιος 1948-Δεκέµβριος 1951). Τον Νοέμβριο του 1953 καταδικάστηκε ως ανυπότακτος και παρέµεινε έγκλειστος στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Γυάρου ως το 1958.
Το ξέρουμε τώρα πια καλά, όποιος ταξιδεύει, όποιος περπατά, όποιος αναρωτιέται δεν χάνεται, χαμένοι είναι εκείνοι που ποτέ δεν αποφάσισαν να δουν τον ορίζοντα, να τοποθετήσουν τον εαυτό τους σ’ ένα χάρτη, να κρατηθούν από τη βελόνα μιας επιστροφής. Χαμένοι είναι εκείνοι που δένουν τα όνειρά τους στον πάσσαλο του εφικτού. Γιατί πρέπει να δένω, να στηρίζω τα όνειρά μου κάπου, το σύννεφο από πού είναι δεμένο, τ’ άστρα από πού κρατιούνται;
Το «Le temps des cerises» ηχούσε στ’ αυτιά μου συνέχεια από το λεωφορείο κιόλας. Άλλαζαν μόνο οι εκτελεστές, τ’ άκουσα με την Cora Vaucaire, τον Jacques Brel, τον Yves Montand τον Marcel Mouloudji μέχρι και τη Νάνα Μούσχουρη. Έπαιζε ο δίσκος βινυλίου, γιατί ένα τέτοιο τραγούδι μόνο από βινύλιο είναι σωστό ν’ ακούγεται και μάλιστα στο Butte -aux- Cailles. Και μέσα στις αυλακιές του, όργωνε η ιστορία τις ελπίδες των ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή. Τα χράτσα χρούτσα του βινυλίου ανακατεύονταν με τα χράτς χρουτς των φωτογραφιών μου, με τα χράτσα χρούτσα της γειτονιάς των αγγέλων.
Δεξιά στο πασάζ Μπαρό υπάρχει ένα μικρό πλακόστρωτο δρομάκι με τους τοίχους των σπιτιών καλυμμένους με κισσό. Στο τέρμα του έστριψα αριστερά στην οδό Μπαρό και συνέχισα μέχρι να συναντήσω τον πρώτο δρόμο στα δεξιά, την οδόν Νταβιέλ. Στον αριθμό 10 αυτού του δρόμου βρίσκεται μια σειρά από αγροτόσπιτα, γνωστά ως ‘’μικρή Αλσατία’’ λόγω του αλσατικού αρχιτεκτονικού του ύφους. Πρόκειται για την υλοποίηση του πρώτου σχεδίου εργατικών κατοικιών στο Παρίσι.
Ακριβώς απέναντι βρίσκεται ένας μικροσκοπικός δρόμος γεμάτος ολάνθιστους κήπους.
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου σημάδεψαν τις δίριχτες κεραμοσκεπές της ‘’μικρής Αλσατίας’’. Μου αρέσει να ψάχνω πολύ πρωί στις πόλεις του κόσμου, γιατί θέλω να τις ζω δυο και τρεις φορές, με δυο και τρεις ζωές, χρωματισμένες με δυο και τρεις φωτιστικές εκρήξεις. Μου αρέσει να περπατώ τις πόλεις διαγώνια και κάθετα, μου αρέσει να σημαδεύω τις πόλεις με τα βήματά μου και όταν φεύγω, μου αρέσει να τους λείπω, όπως μου λείπουν κι εμένα. Το να περπατά κανείς στους δρόμους είναι ο καλύτερος δρόμος να σχεδιάσει το αύριο, όχι μόνο το δικό του, αλλά ολόκληρης της οικουμένης. Αν γυρίσεις πίσω και μετρήσεις τις πατημασιές σου θα δεις ένα αστραφτερό μέλλον να σου γυαλίζει τα παπούτσια. Περπατώντας στους δρόμους των πόλεων κάνεις τη ζωή ατέλειωτη, την ξαναρχίζεις κάθε πρωινό, κάθε απόγευμα, σε κάθε καινούργιο δρόμο, σε κάθε καινούργιο βήμα. Με καινούρια, ολοκαίνουρια βήματα επέστρεψα στην οδό Μπαρό κι έστριψα αριστερά και μετά δεξιά μέχρι που βρέθηκα στην αρτηρία της περιοχής, την οδό ντα λα Μπιτ -ο- Κάιγ.
Ο Άρης Αλεξάνδρου ολοκλήρωσε τις δευτεροβάθμιες σπουδές του στο Βαρβάκειο και στη συνέχεια γράφτηκε στην ΑΣΟΕΕ. Παράλληλα, άρχισε να εργάζεται ως μεταφραστής στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη. Τότε ήταν που υιοθέτησε το ψευδώνυμο Άρης Αλεξάνδρου. Του πρότεινε ο φίλος του Γιάννης Ρίτσος, για να μην τον μπερδεύουν με έναν άλλο συνεπώνυμό του μεταφραστή. Στο λογοτεχνικό του έργο χρησιμοποίησε επίσης τα ψευδώνυμα Άρης Ουρανός και Αντίπας Νετραλίτης.
Η Μάρθα η γυναίκα του τη νύχτα
σηκώνοντας τα πόδια ευλαβικά
(μην τύχει και ο ίσκιος τους πέσει στις άγιες εικόνες)
Συνέχισα ευθεία προς την πλατεία ντα λα Κομίν ντε Παρί που σήμερα φαντάζει ασήμαντη. Όμως τον Μάιο του 1871 σε αυτήν την πλατεία έγινε μια από τις μεγαλύτερες οδομαχίες.
Ο Καρλ Μαρξ γράφει: ‘’Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η Ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης, απ’ όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους’’. Για τον αναρχικό Μιχαήλ Μπακούνιν, η Παρισινή Κομμούνα ήταν η ‘’καθαρή άρνηση του κράτους’’ ενώ αντίθετη ήταν η άποψη ενός άλλου εξέχοντος αναρχικού, του Πιοτρ Κροπότκιν, ο οποίος τη θεωρεί ως μια μικρογραφία του κράτους σε τοπικό επίπεδο, αφού δεν τόλμησε να καταργήσει τους θεσμούς του.