Άρης Αλεξάνδρου

Άρης Αλεξάνδρου
Πετρούπολη, 24 Νοεμβρίου 1922 - Παρίσι, 2 Ιουλίου 1978

Χαράματα στα νοτιοδυτικά της πόλης λίγο έξω από το Μπερσί, περίμενα το λεωφορείο. Μια νεαρή μητέρα, έφτασε στη στάση, κρατούσε το μωρό της στην αγκαλιά, αυτό γκρίνιαζε κι εκείνη προσπαθούσε με κάθε τρόπο να το ηρεμήσει. «Η καρδιά της μητέρας είναι μια βαθιά άβυσσος, στο κάτω μέρος της οποίας θα βρείτε πάντα τη συγχώρεση» έγραφε ο Μπαλζάκ. Το μωρό όμως, ότι και να έλεγε ο συγγραφέας, συνέχιζε να κομματιάζει την πρωινή ησυχία.

Το σκοτάδι έφευγε, τα κτήρια όμως έσταζαν ακόμα νύχτα και οι δρόμοι αργοπορημένες επιστροφές. Οι μετακινήσεις μου πια στην πόλη ήταν μικτές, προτιμούσα πάντα το λεωφορείο αλλά δεν ήμουν αρνητικός και σε ένα μετρό, ιδιαίτερα τις ώρες αιχμής ή όταν βιαζόμουν. Έτσι σκόπευα κοντά στο υπουργείο οικονομικών να κατέβω από το λεωφορείο να πάρω το μετρό και να κατέβω στην πλατεία Ιταλίας για να επισκεφθώ τη γειτονιά - χωριό του Μπιτ -ο- Κάιγ. Εκεί όμως που είχα βολευτεί και χάζευα τον αγώνα της μέρας με τη νύχτα και την πανωλεθρία του σκότους, το μωρό να έχει αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της μάνας του, δεν ήθελα να κατέβω με τίποτα από το λεωφορείο. Όταν δε συνειδητοποίησα τον ωραίο μεγάλο κύκλο που θα έκανα μέσω του σταθμού της Λιόν, της γέφυρας του Αούστερλις και του Βοτανικού κήπου για να φτάσω στον προορισμό μου, χώθηκα για τα καλά στο κάθισμά μου. Οι δρόμοι των πόλεων είναι η μοίρα τους. Όπως οι χαρακιές στην ανοιχτή παλάμη καθώς κινούνται προς τον καρπό μαζεύονται όλες μαζί σε σύμπτυξη. Ανεβήκαμε τη γέφυρα του Αούστερλιτς. Έτσι είναι και οι Γέφυρες σαν τον καρπό ενός χεριού, μαζεύουν όλες τις χαρακιές πάνω τους, λίγο πιο κάτω από τον αγκώνα των αποφάσεων.

Η μέρα αποκάλυπτε σιγά - σιγά την πόλη. Χαίρεσαι να την βλέπεις να ξυπνά σκουπίζοντας το πρόσωπό της με τη γαλάζια πετσέτα του ουρανού και να σου παραδίδεται ξεκούραστη, ολόφρεσκη, δροσερή.

Μπορεί να μην πήγα με το μετρό αλλά δεν έχασα την ευκαιρία να επισκεφθώ τον σταθμό του μετρό της Place d’ Italie. Η διακόσμηση του σταθμού είναι έργο του Γκιμάρ. Έφτασα στην όμορφη έξοδο ‘’Auguste Μπλανκί’’. Ο Louis Auguste Μπλανκί δημοκράτης και σοσιαλιστής επαναστάτης έγραψε «όποιος έχει τα σιδερικά έχει και ψωμί» την σκέψη του κακοποίησαν και οι σύντροφοί του κομμουνιστές με πρώτο τον Έγκελς και στη συνέχεια οι Φασίστες του Μουσολίνι που χρησιμοποίησαν την παραπάνω φράση του ως προμετωπίδα στην εφημερίδα του Ιl Popolo di Italia’.

Σε αυτή την περιοχή στο 13 διαμέρισμα έζησε και πέθανε ο Αριστοτέλης Βασιλειάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα του Άρη Αλεξάνδρου, ο οποίος γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1922 στην Πετρούπολη, από Έλληνα πατέρα, τον Πόντιο Βασίλη Βασιλειάδη και Ρωσίδα μητέρα, την Πολίνα Βίλγκελμσον, εσθονικής καταγωγής. Το 1928 η οικογένεια Βασιλειάδη εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, αρχικά στη Θεσσαλονίκη και από το 1930 στην Αθήνα. Αυτός που υπήρξε ολομόναχος και απομονωμένος, «προδότης για τη Σπάρτη και για τους είλωτες Σπαρτιάτης», πέθανε σε μια παρισινή σοφίτα, του 13ου διαμερίσματος, στην οποία δεν χωρούσε να ανέβει ο απινιδωτής της καρδιακής ανάνηψης. Όπως διαβάζουμε στο σύντομο βιογραφικό των εκδόσεων Πατάκη, ο Άρης Αλεξάνδρου 1940 αποφοίτησε από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο, όπου μαζί µε τον Ανδρέα Φραγκιά, τον Γεράσιμο Σταύρου και άλλους είχαν συγκροτήσει µια ομάδα µμαρξιστικού προσανατολισμού. Έδωσε εξετάσεις στο Πολυτεχνείο και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών χωρίς επιτυχία, πέτυχε όμως στις εξετάσεις της ΑΣΟΕΕ, μαθήματα της οποίας παρακολούθησε για δύο χρόνια, έως το 1942, οπότε άρχισε να εργάζεται ως μεταφραστής υιοθετώντας το όνομα Άρης Αλεξάνδρου.

«Δοκίμαζε, συνέχιζε τα γυμνάσματά σου... Κοίτα που η θάλασσα ανακατεύει συνεχώς ουρανό και φύκια πασχίζοντας να βρει το σωστό της χρώμα».

Δίπλα στο σταθμό ξεκινάει γεμάτη κίνηση η Μπομπιγιό μέχρι να φτάσουμε στην οδό Πολέν - Μερί στη συνέχεια βγαίνουμε στο ήσυχο Μπιτ-ο-Κάιγ. Η αντίθεση είναι εντυπωσιακή, καθώς περπατούσα στα ήσυχα, στενά πλακόστρωτα δρομάκια με τους παλιούς φανοστάτες. Είχα αρχίσει να ξεκοκαλίζω την πόλη και τα στενά της συνοικίας όπως κάθε πρωί, αργά, ήσυχα, τελετουργικά.

Η περιοχή αναπτύχθηκε μετά το 1910. Η αρχιτεκτονική αντανακλά το κοινωνικό ιδεώδες της τότε εποχής - μονοκατοικίες με χώρους πρασίνου.

Στον αριθμό 5 έχει χρωματιστά παντζούρια και απέναντι ένα μικρό κήπο με δέντρα. Συνέχισα ευθεία και πέρασα στην απέναντι πλευρά της οδού Μουλέν - ντε - Πρε κι έστριψα αριστερά στην οδό Ζεράρ, περνώντας μπροστά από τις επαύλεις με τα κόκκινα τούβλα και τους εξώστες γεμάτους με φυτά.

Αν βρεθείς κάπου και δεν αναγνωρίζεις τίποτα γύρω σου, μην τρομάξεις, μπορεί να ‘χεις βρει τον κόσμο που λαχταρούσες κι ακόμα δεν έχετε συστηθεί. Όταν βγουν οι σκέψεις από τα μαλλιά σου, οι ανάσες από τη μνήμη σου και οι εικόνες από τη ράχη της γειτονιάς, όλες οι παρεξηγήσεις μπορούν με μιας να σκορπίσουν στα γύρω σταυροδρόμια.

Συνέχισα στην οδό Σαμσόν κι έστριψα δεξιά στην οδό Ζονάς και αριστερά στην οδό ντε Σενκ Ντιαμάν στον αριθμό 46 υπάρχει η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συλλογή της Ένωσης των Φίλων της Παρισινής Κομμούνας. Μέσα σ’ ένα δρόμο φθαρμένο από το χρόνο και τη λησμονιά. ‘’Θ’ αφήσουμε αυτόν τον κόσμο ακριβώς έτσι όπως τον βρήκαμε: ανόητο, άδικο και κακό’’. Προέβλεπε ο Βολτέρος.

«Ας τρέμει η κυρίαρχη τάξη από την κομμουνιστική επανάσταση. Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα εκτός από τις αλυσίδες τους», έγραφε ο Μαρξ και γρήγορα γρήγορα ο καπιταλισμός έδωσε στο μεταμορφωμένο προλεταριάτο κάτι για να έχει να χάσει, τον έστειλε να κυνηγά κάποιο υπαρκτό ή ανύπαρκτο όνειρο, του γυάλισε και τις αλυσίδες. Και έμεινε η ρήση του φιλόσοφου «Το Κράτος είναι η εκτελεστική επιτροπή της άρχουσας τάξης» να τη γλείφουν γύρω-γύρω προλετάριοι και μη.

Στην Κατοχή ο Άρης Αλξεκάνδρου υπήρξε µέλος αντιστασιακής οργάνωσης που προσχώρησε στο ΕΑΜ Νέων, από την οποία αποχώρησε έναν χρόνο αργότερα διαφωνώντας µε τη συκοφάντηση συντρόφων του ως προδοτών.

            Ο Πέτρος που κοιμόταν στο τσιμέντο
                
δίχως φόδρα στο σακάκι
                
κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
                
γιατί τον είχαν για προδότη.

Κατά τα Δεκεμβριανά του 1944 τον συνέλαβαν οι αγγλικές στρατιωτικές αρχές και κρατήθηκε στο στρατόπεδο της Ελ Ντάµπα στη Λιβύη, από όπου επέστρεψε το 1945. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου εξορίστηκε για τα πολιτικά του φρονήματα στη Λήµνο, στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη (Ιούνιος 1948-Δεκέµβριος 1951). Τον Νοέμβριο του 1953 καταδικάστηκε ως ανυπότακτος και παρέµεινε έγκλειστος στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Γυάρου ως το 1958.

Το ξέρουμε τώρα πια καλά, όποιος ταξιδεύει, όποιος περπατά, όποιος αναρωτιέται δεν χάνεται, χαμένοι είναι εκείνοι που ποτέ δεν αποφάσισαν να δουν τον ορίζοντα, να τοποθετήσουν τον εαυτό τους σ’ ένα χάρτη, να κρατηθούν από τη βελόνα μιας επιστροφής. Χαμένοι είναι εκείνοι που δένουν τα όνειρά τους στον πάσσαλο του εφικτού. Γιατί πρέπει να δένω, να στηρίζω τα όνειρά μου κάπου, το σύννεφο από πού είναι δεμένο, τ’ άστρα από πού κρατιούνται;

Το «Le temps des cerises» ηχούσε στ’ αυτιά μου συνέχεια από το λεωφορείο κιόλας. Άλλαζαν μόνο οι εκτελεστές, τ’ άκουσα με την Cora Vaucaire, τον Jacques Brel, τον Yves Montand τον Marcel Mouloudji μέχρι και τη Νάνα Μούσχουρη. Έπαιζε ο δίσκος βινυλίου, γιατί ένα τέτοιο τραγούδι μόνο από βινύλιο είναι σωστό ν’ ακούγεται και μάλιστα στο Butte -aux- Cailles. Και μέσα στις αυλακιές του, όργωνε η ιστορία τις ελπίδες των ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή. Τα χράτσα χρούτσα του βινυλίου ανακατεύονταν με τα χράτς χρουτς των φωτογραφιών μου, με τα χράτσα χρούτσα της γειτονιάς των αγγέλων.

Δεξιά στο πασάζ Μπαρό υπάρχει ένα μικρό πλακόστρωτο δρομάκι με τους τοίχους των σπιτιών καλυμμένους με κισσό. Στο τέρμα του έστριψα αριστερά στην οδό Μπαρό και συνέχισα μέχρι να συναντήσω τον πρώτο δρόμο στα δεξιά, την οδόν Νταβιέλ. Στον αριθμό 10 αυτού του δρόμου βρίσκεται μια σειρά από αγροτόσπιτα, γνωστά ως ‘’μικρή Αλσατία’’ λόγω του αλσατικού αρχιτεκτονικού του ύφους. Πρόκειται για την υλοποίηση του πρώτου σχεδίου εργατικών κατοικιών στο Παρίσι.

Ακριβώς απέναντι βρίσκεται ένας μικροσκοπικός δρόμος γεμάτος ολάνθιστους κήπους.

Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου σημάδεψαν τις δίριχτες κεραμοσκεπές της ‘’μικρής Αλσατίας’’. Μου αρέσει να ψάχνω πολύ πρωί στις πόλεις του κόσμου, γιατί θέλω να τις ζω δυο και τρεις φορές, με δυο και τρεις ζωές, χρωματισμένες με δυο και τρεις φωτιστικές εκρήξεις. Μου αρέσει να περπατώ τις πόλεις διαγώνια και κάθετα, μου αρέσει να σημαδεύω τις πόλεις με τα βήματά μου και όταν φεύγω, μου αρέσει να τους λείπω, όπως μου λείπουν κι εμένα. Το να περπατά κανείς στους δρόμους είναι ο καλύτερος δρόμος να σχεδιάσει το αύριο, όχι μόνο το δικό του, αλλά ολόκληρης της οικουμένης. Αν γυρίσεις πίσω και μετρήσεις τις πατημασιές σου θα δεις ένα αστραφτερό μέλλον να σου γυαλίζει τα παπούτσια. Περπατώντας στους δρόμους των πόλεων κάνεις τη ζωή ατέλειωτη, την ξαναρχίζεις κάθε πρωινό, κάθε απόγευμα, σε κάθε καινούργιο δρόμο, σε κάθε καινούργιο βήμα. Με καινούρια, ολοκαίνουρια βήματα επέστρεψα στην οδό Μπαρό κι έστριψα αριστερά και μετά δεξιά μέχρι που βρέθηκα στην αρτηρία της περιοχής, την οδό ντα λα Μπιτ -ο- Κάιγ.

Ο Άρης Αλεξάνδρου ολοκλήρωσε τις δευτεροβάθμιες σπουδές του στο Βαρβάκειο και στη συνέχεια γράφτηκε στην ΑΣΟΕΕ. Παράλληλα, άρχισε να εργάζεται ως μεταφραστής στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη. Τότε ήταν που υιοθέτησε το ψευδώνυμο Άρης Αλεξάνδρου. Του πρότεινε ο φίλος του Γιάννης Ρίτσος, για να μην τον μπερδεύουν με έναν άλλο συνεπώνυμό του μεταφραστή. Στο λογοτεχνικό του έργο χρησιμοποίησε επίσης τα ψευδώνυμα Άρης Ουρανός και Αντίπας Νετραλίτης.

                Η Μάρθα η γυναίκα του τη νύχτα
                σηκώνοντας τα πόδια ευλαβικά
                (μην τύχει και ο ίσκιος τους πέσει στις άγιες εικόνες)

Συνέχισα ευθεία προς την πλατεία ντα λα Κομίν ντε Παρί που σήμερα φαντάζει ασήμαντη. Όμως τον Μάιο του 1871 σε αυτήν την πλατεία έγινε μια από τις μεγαλύτερες οδομαχίες.
Ο Καρλ Μαρξ γράφει: ‘’Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η Ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης, απ’ όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους’’. Για τον αναρχικό Μιχαήλ Μπακούνιν, η Παρισινή Κομμούνα ήταν η ‘’καθαρή άρνηση του κράτους’’ ενώ αντίθετη ήταν η άποψη ενός άλλου εξέχοντος αναρχικού, του Πιοτρ Κροπότκιν, ο οποίος τη θεωρεί ως μια μικρογραφία του κράτους σε τοπικό επίπεδο, αφού δεν τόλμησε να καταργήσει τους θεσμούς του.

Το 1959 ο Άρης Αλεξάνδρου παντρεύτηκε µε την ποιήτρια και δηµοσιογράφο Καίτη Δρόσου και, αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας του 1967, εγκαταστάθηκε μαζί της στο Παρίσι, όπου έκανε ποικίλες χειρωνακτικές εργασίες. Από το 1975 ο Αλεξάνδρου συνεργάστηκε και πάλι ως μεταφραστής µε ελληνικούς εκδοτικούς οίκους και περιοδικά. Πέθανε στις 2 Ιουλίου του 1978, σε ηλικία 56 ετών. Το μυθιστόρημα του Το κιβώτιο (Αθήνα 1966-Παρίσι 1972, Κέδρος 1975) αποτέλεσε σταθµό στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αξιομνημόνευτο είναι το ποιητικό του έργο, που διέγραψε την πορεία από τον στρατευμένο λόγο υπέρ του κομμουνισμού στην έκφραση της απογοήτευσης για τη ματαιότητα του αγώνα. Έργα του έχουν μεταφραστεί κυρίως στα γαλλικά, αγγλικά, γερµανικά, ιταλικά. Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα δοκίµιά του (1937-1975) Έξω απ’ τα δόντια (2021), το σενάριο Ο λόφος με το σιντριβάνι (2022), που βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, καθώς και η μετάφραση τού μυθιστορήματος του Μαξίµ Γκόρκι, Οι Αρταµάνοφ. «Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματία που κουβαλάς στον ώμο».

Κάθε μέρα ηττάται ο άνθρωπος όταν δεν απλώνει το χέρι του στην ανάγκη, όταν δεν φιλεύει την ομορφιά, νικιέται. Κάθε στιγμή πεθαίνει ο άνθρωπος όταν δεν μπορεί να χαρεί ένα δείλι, την 9η ή τους χαρτοπαίκτες του Σεζάν, κάθε μέρα νικιέται ο άνθρωπος όταν δεν έχει παρηγορήσει ένα δακρυσμένο παιδί, δεν έχει ταΐσει ένα πεινασμένο γατί ή δεν έχει ποτίσει ένα έρημο σκυλί. Κάθε μέρα ηττάται ο άνθρωπος, όσες μάχες κι αν κέρδισε, όσους πολέμους κι αν νίκησε, όσες επαναστάσεις κι αν άναψε, στο τέλος της μέρας πάντα νικιέται ο άνθρωπος. Εξ’ άλλου «Η αγνότητα μιας επανάστασης μπορεί να διαρκέσει ένα δεκαπενθήμερο», έλεγε Ζαν Κοκτό. Τόσο, φαίνεται, αντέχει ένα όνειρο πριν γίνει εφιάλτης.

Στο αριθμό 18 της Μπιτ - ο - Κάιγ βρίσκεται το ωραιότερο εστιατόριο της περιοχής το «Les Temps des Cerises». Βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά από την πλατεία ντα λα Κομύν και λειτουργεί ως συνεταιρισμός, ενώ θεωρείται το ανεπίσημο «αρχηγείο» της γειτονιάς.

Στο τέρμα του δρόμου βρίσκεται η πλατεία Βερλέν.

«Αν είχανε τελειώσει όλ’ αυτά, αν δεν είχανε αρχίσει ποτέ όλα αυτά, ίσως να μπορούσαμε κι εμείς να ’χουμε ένα πιάτο ζεστό φαΐ, ένα ήσυχο δωμάτιο, μια δική μας νύχτα. Είναι πολλά, λοιπόν, όλα αυτά και δε μας δόθηκαν ποτέ. Χρόνια και χρόνια πόλεμος γι’ αυτά τα λίγα και τώρα νικηθήκαμε. Να σώσουμε τουλάχιστον τα χαλάσματα που μας μένουν», λέει με σθένος η ηρωίδα του, ανοίγοντας τον μυθιστορηματικό δρόμο στους ήρωες του Κιβωτίου, του μοναδικού μυθιστορήματος που έγραψε ο Αλεξάνδρου, αρκετού όμως για να συνταράξει τα λογοτεχνικά δεδομένα και να αναδείξει με τον πιο περίτεχνο τρόπο τον μοντερνισμό.

Είχα τηλεφωνική πολιτική αψιμαχία με αφορμή τη γειτονιά και εκνευρίστηκα, δεν πρόκειται να ωριμάσω ποτέ αφού ακόμα με εκνευρίζει τόσο εύκολα η ανθρώπινη βλακεία, δεν θα ωριμάσω ποτέ, το πήρα απόφαση, απλώς μουτζούρες θα κάνω γύρω από την ωριμότητα.

Τις χειρότερες όμως μουτζούρες στη ζωή μας, τις έχει δημιουργήσει η φράση «κι άλλοι έτσι κάνουν». Η ζωή συρρικνώνεται ή μεγεθύνεται σε αναλογία με την ευθύνη που παίρνει κανείς απέναντι στο παρελθόν, στο σήμερα και κυρίως το αύριο. Ο καλύτερος τρόπος να κρυφτείς είναι να σκεφτείς «αυτό κάνουν όλοι».

Το 1975 ο Άρης Αλεξάνδρου δήλωσε όχι αναίμακτα: «Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα και σε καμιά πολιτική οργάνωση. Δεν είμαι μέλος καμιάς εκκλησίας. Δεν είμαι οπαδός καμιάς θρησκείας. […] Έχοντας περάσει από τα ξερονήσια και τις φυλακές, νιώθω πως είμαι συγκρατούμενος όχι μόνο με όσους υποφέρουν στα φασιστικά στρατόπεδα, μα και με όσους βασανίζονται στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Νιώθω αλληλέγγυος και συνυπεύθυνος με όσους αγωνίστηκαν, αγωνίζονται και θα αγωνιστούν εναντίον όλων των τυράννων, εστεμμένων και τραγιασκοφόρων, εναντίον όλων των δεσποτών, γαλονάδων και ρασοφόρων.»

Στην απέναντι πλευρά της πλατείας υπάρχει ένα αρ νουβό κολυμβητήριο με κόκκινα τούβλα στην πρόσοψη. Κατασκευάστηκε το 1924, μια εσωτερική και δυο θαυμάσιες εξωτερικές πισίνες. Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια έξω από το κτήριο βρέθηκα στη μοντέρνα κρήνη της πλατείας. Η παροχή νερού γίνεται από ένα πηγάδι βάθους 500μ. που χρονολογείται από το 1863. Αφού τράβηξα κάμποσες φωτογραφίες έβγαλα να κρατήσω και κάποιες σημειώσεις γιατί η μνήμη είναι ένα διάτρητο ημερολόγιο, γεμάτο από λανθασμένες υπενθυμίσεις αναγκαίο όμως για να μη χαθείς στις διασταυρώσεις των αρνήσεων. Όπως έλεγε και ο Καστοριάδης «Δεν φιλοσοφούμε για να σώσουμε την επανάσταση, αλλά για να σώσουμε τη σκέψη μας και τη συνοχή μας». Και τη μέρα μας, συμπλήρωσα, μετρώντας τα βήματά μου, από τη μέγγενη του εφήμερου και του τετριμμένου. Ακούγονταν οι μακρινοί ήχοι της πόλης, έμοιαζαν με τους εφιάλτες μου, που με αντάλλασσαν με σπασμένα όνειρα, κάτι σαν αποτυχημένη επανάσταση την αυγή δηλαδή.

Ο Άρης Αλεξάνδρου πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής το 1946 με τη συλλογή Ακόμα τούτη η άνοιξη. Θα ακολουθήσουν οι ποιητικές συλλογές Άγονος Γραμμή (1952) και Ευθύτης Οδών (1959), καθώς και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του. Ο ρεαλιστικός χαρακτήρας της ποίησής του τονίζεται από μία πικρή γεύση διάψευσης των ελπίδων, κοινό γνώρισμα στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που ανδρώθηκαν και δοκιμάστηκαν στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ευδιάκριτη είναι στους στίχους του, κυρίως στην τελευταία συλλογή, μία διαβρωτική ειρωνεία που κορυφώνεται σε τόνους σαρκασμού για όλα τα γνωστά κοινωνικά συστήματα και που δηλώνει τη σταδιακή απομάκρυνσή του από τον κομματικό δογματισμό.

            Να εκμεταλλεύεσαι
                κάθε λάμψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων
                για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου
                πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων.

Προσπέρασα την πλατεία έστριψα δεξιά και πάλι δεξιά έφτασα στην πεζοδρομημένη οδό Βαντρεζάν και συνέχισα στο πασάζ Βαντρεζάν, ένα πλακόστρωτο δρομάκι με παλιούς φανοστάτες.

Ακολουθούσα δυο γιαγιάδες και μπροστά από αυτές προπορευόταν ένας κύριος με καπέλο, μουστακάκι και δερμάτινη τσάντα.

Περάσαμε όλοι μαζί στην απέναντι πλευρά της οδού Μουλινέ και συνεχίσαμε στην οδό ντι Μουλινέ ντε Πρε μέχρι την οδό Τομλμπάκ. Άρχισε ν’ ακούγεται το «Le Gorille» με τον Georges Brassens. Όλοι μαζί μπήκαμε στην πλατεία Πεπλιέ. Η πλατεία δημιουργήθηκε το 1926 και κάθε σπίτι είναι διαφορετικό, αντανακλώντας τα πρότυπα της εποχής.

Οι περισσότερες κατοικίες έχουν μικρούς κήπους και αρ νουβό εισόδους διακοσμημένες με επίχρυσους φανοστάτες. Οι γιαγιάδες κάθισαν σ’ ένα παγκάκι, ο κύριος με το μουστακάκι χάθηκε στη νότια γωνιά της πλατείας. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα γέλια των γιαγιάδων τέλειωσε και ο «Le Gorille» του Georges Brassens.



Το Κιβώτιο

Η δημιουργική προσπάθεια του Άρη Αλεξάνδρου θα καταλήξει στο μυθιστόρημα Το Κιβώτιο (1975), που θεωρήθηκε από την κριτική ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα της ελληνικής λογοτεχνίας. Στα τέλη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, μια ομάδα ανταρτών αναλαμβάνει ύστερα από σχετική εντολή του Γενικού Αρχηγείου να μεταφέρει, περνώντας μέσα από εχθρικό έδαφος, ένα κιβώτιο αγνώστου περιεχομένου, με παραλήπτες τη διοίκηση μιας ανταρτοκρατούμενης πόλης. Στη διάρκεια της αποστολής, η ομάδα αρχίζει να χάνει τα μέλη της σταδιακά μέχρι που σώζεται μόνο ένας αντάρτης, ο οποίος τελικά κατορθώνει να παραδώσει το κιβώτιο. Όταν όμως φτάνει στον προορισμό του, διαπιστώνεται πως είναι άδειο… Αυτό το άδειο «Κιβώτιο» (της διάψευσης, της προδοσίας, του οράματος) του Άρη Αλεξάνδρου είναι ίσως το συγκλονιστικότερο λογοτεχνικό κείμενο της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Ολόκληρο το έργο του υπηρετεί «την αίρεση μιας μοναχικής αξιοπρέπειας, που απορρίπτει τελεσίδικα κάθε μορφή πνευματικής κηδεμονίας», όπως σημειώνει ο Δημήτρης Μαρωνίτης.

Σύντροφε ανακριτά, σπεύδω πρώτα απ’ όλα να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για το χαρτί, το μελάνι και την πέννα που μου στείλατε με τον δεσμοφύλακα. (η πρώτη φράση από το Κιβώτιο)

Υποδειγματικές θεωρούνται οι μεταφράσεις του, τόσο των κλασικών και νεότερων ρώσων συγγραφέων (Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Λέων Τολστόι, Άντον Τσέχοφ, Άννα Αχμάτοβα, Ίλια Έρενμπουργκ κ.ά.), όσο και των Γάλλων, Αμερικανών και Άγγλων συγγραφέων (Λουί Αραγκόν, Ντέιβιντ Λόρενς, Ευγένιος Ο’ Νιλ κ.ά.). Ο Άρης Αλεξάνδρου συμπύκνωσε την κοσμοαντίληψή του στη φράση «Αν κατόρθωνα να ρίξω και τον ελάχιστο κόκκο τσιμέντου για να στρωθεί ο δρόμος από τον homo sapiens στον homo humanus, θα έλεγα πως η ζωή μου δεν πήγε του κάκου»

Βγήκα από την πλατεία Πεπιλιέ γύρισα στην οδό Μουλέν ντε Πρε. Κατεβαίνοντας το δρόμο βρήκα μια σειρά πέτρινα κτήρια και μια ασυνήθιστη μοβ κατοικία σε στιλ αρ νουβό. Χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν ο Αλέξανδρος ο γιος μου, παραπονιάρης όπως κάθε πρωί -που δεν τον παίρνω μαζί μου- και τρυφερός, με την τρυφεράδα του ξεκούραστου, του ικανοποιημένου, του χορτάτου. Κλείσαμε το τηλέφωνο με τη συμφωνία να τους καλέσω πίσω σε λίγο, μόλις βρεθώ σε κάποιο σταθμό και θα ήξερα σε πόση ώρα θα μπορούσα να βρεθώ στο Μονπαρνάς που είχαμε σκοπό να ψαχουλέψουμε. Εν τω μεταξύ, οι δυο τους δηλαδή ο γιος μου με την μάνα του θα έπαιρναν το λεωφορείο με κατεύθυνση τον άχαρο πύργο της περιοχής. Είχα μείνει απέναντι από την όμορφη μοβ κατοικία. Κλείνοντας το τηλέφωνο χαμογέλασα έβαλα μηχανικά το τηλέφωνο στην τσέπη. Σήκωσα τα μάτια στο φως, πήρα μια βαθιά ανάσα κι έβαλα στο πικ - απ του μυαλού μου τον Camille Saint-Saëns και το «Καρναβάλι των Ζώων» και το άφησα απαλά να με λούζει, μαζί με το φως και τις λέξεις που ‘φτάναν από τον ορίζοντα του κόσμου.

«Η φωνή του ποιητή πρέπει να είναι εκκωφαντική», έλεγε ο Άρης Αλεξάνδρου καθώς η «φωνή των δρόμων δεν μπορεί να είναι ψίθυρος, δεν μπορεί να είναι sotto voce. Και ο εκφραστής των δρόμων και της μεγάλης πολιτείας, κι ακόμα περισσότερο ο οραματιστής της τεράστιας πολιτείας του μέλλοντος πρέπει να φωνάξει στη διαπασών και να μεταχειριστεί ανάλογο λεξιλόγιο», έγραφε για τον εαυτό του με αφορμή ένα κείμενό του για τον Μαγιακόσφσκι με τίτλο «Ποιος αυτοκτόνησε τον Μαγιακόφσκι;».

Ένας άλλος τρόπος για να γνωρίσεις τον κόσμο, είναι ν’ αγαπήσεις βαθιά έναν καινούργιο άνθρωπο, ο Αλέξανδρος μου ξαναδείχνει εξ αρχής τον κόσμο. Με έκανε να ξεχάσω όσα ήξερα γι αυτόν και μου τον ξαναδιδάσκει από το μηδέν. Η Αγγελική και ο Αλέξανδρος ήταν αυτοί που μάραναν τις παλιές μου γνώσεις μου για τον κόσμο, τις έκαναν άχρηστες κι οι δυο τους ήταν που φύτεψαν το περιβόλι του μυαλού μου και της ψυχής μου με καινούρια φυντάνια.

Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν κ’ οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
μην ξιπαστείς
απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.

«Ο Αλεξάνδρου» γράφει ο Θανάσης Τριαρίδης «διαισθάνεται πως η ομολογημένη «αναρχία» είναι (ή μπορεί να γίνει) ακόμη μία δέσμευση, ακόμη ένας δογματισμός, μια σημαία ή, εντέλει, ακόμη μία αγέλη – και στον δρόμο προς τον homo humanus του, κάθε σημαία και κάθε αγέλη είναι μια καινούργια σκλαβιά. Επιπλέον, η αναρχία του Αλεξάνδρου στέκεται αφετηριακά ενάντια σε κάθε βία – την οποία θεωρεί εκ προοιμίου εξουσία (και για αυτό γίνεται το 1953 ο πρώτος Έλληνας αντιρρησίας συνείδησης και αρνητής στράτευσης). Ο Α.Α. έχει διαβάσει πολύ καλά τους «Δαιμονισμένους» αλλά και την πολιτική ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων: ως εκ τούτου γνωρίζει πως μέσα στο ευρύτατο φάσμα του αναρχισμού πλειοψηφεί (ή, έστω, εγγράφει ένα δραστικότερο πολιτικό αποτύπωμα) η αποδοχή της πολιτικής βίας ή και, συχνά-πυκνά, η καταστατική δοξολογία της. Είναι καθαρό πως στον κόσμο του Αλεξάνδρου αυτό δεν γίνεται ούτε κατ’ ελάχιστον αποδεκτό: κάποιος που πυροβολεί ανθρώπους, ανατινάζει ανθρώπους ή πετάει μολότοφ σε ανθρώπους ή σπίτια δεν είναι «αναρχικός» αλλά εξουσιομανής φασίστας».

Όταν φεύγω τα πρωινά, του μικρού μου, του αφήνω μια φράση στο μάγουλο, τους αρμούς του κορμιού του, στο μικρό του δάχτυλο, και το δειλινό που θα περπατήσουμε μαζί το απόγευμα, στα βλέφαρα. Το ξέρουμε ότι «Με κάθε παιδί που γεννιέται ο κόσμος όλος ξαναρχίζει» όπως γράφει Gilbert Becaud αλλά είναι αλλιώς να έχεις κάποιον να στο θυμίζει όλη μέρα, κάθε μέρα για πάντα.

Είχα μείνει ακουμπισμένος απέναντι από τη μοβ οικία με το πρωινό φως στο πρόσωπο, «ξεκούνα», σκέφτηκα, «η έμπνευση, δεν περιμένει, χορεύει με όποιον βρίσκεται ήδη στην πίστα» και σχεδόν βασανιστικά έκανα τα πρώτα βήματα. Πήρα και τα απαλά κομμάτια του ‘’The carnival of the animals’’ και ξεκίνησα για δυτικά χωρίς να έχω αποφασίσει ακόμα με τι θα πάω. Έτσι όμορφο που ήταν το πρωινό, μου φαινόταν πολύ εύκολο να κινηθώ με τα πόδια κατά μήκος του βουλεβάρτου που φέρει το όνομα του ασυμβίβαστου επαναστάτη Auguste Blanqui. Η λεωφόρος, με τα πλατάνια παρατεταγμένα κατά μήκος του, χανόταν στο βάθος του πρωινού και τα φύλλα των δένδρων ψιθύριζαν ήχους και λόγια παρηγοριάς για τους ηττημένους αυτού του κόσμου.

Λοιπόν, λίγο κουράγιο ακόμα.
Όποιος βρεθεί με άλογο
του μένει να τραβήξει για την ήττα
καβαλάρης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: