Μικρή Κλίμακα: Δημοσθένης Αγραφιώτης, Άρης Αναγνωστόπουλος, Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Αθηνά Παπαδάκη

¤¦ H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής, μια μου­σι­κή ή μια φω­το­γρα­φία. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

——————

Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση: «στο χώ­μα», με την επι­πλέ­ον προ­τρο­πή να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί εν κρυ­πτώ.




Ξέ­νος

Το νέο υπερ­σύγ­χρο­νο (αυ­το­μα­το­ποι­η­μέ­νο τρέ­νο και χω­ρίς μη­χα­νο­δη­γό) «Τό­κιο-Τσου­κού­μπα: 45 χιλ.» στα­μα­τά­ει και στη μι­κρή πό­λη Μο­ρί­για. Το Τό­κιο με 40 εκ. κα­τοί­κους, η Τσου­κού­μπα με 300 χιλ. κα­τοί­κους, πό­λη της επι­στή­μης, της τε­χνο­λο­γί­ας και της και­νο­το­μί­ας. Στο Τό­κιο ο τα­ξι­διώ­της νιώ­θει ξέ­νος λό­γω της κλί­μα­κας της με­γα­λού­πο­λης, ενώ στην Τσου­κού­μπα λό­γω των απο­χρώ­σε­ων επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας σε όλα τα αρ­χι­τε­κτο­νή­μα­τα.
Η Μο­ρί­για βρί­σκε­ται στην πε­ρι­φέ­ρεια αυ­τής της πό­λης του πα­ρό­ντος και κυ­ρί­ως του μέλ­λο­ντος με 68 χιλ. κα­τοί­κους. Το πα­λιό σχο­λείο της έχει με­τα­τρα­πεί σε καλ­λι­τε­χνι­κό κέ­ντρο και για με­ρι­κές μέ­ρες στε­γά­ζει το NIPAF (Nippon International Performance Art Festival: Διε­θνές Ια­πω­νι­κό Φε­στι­βάλ για την Επι­τε­λε­στι­κή Τέ­χνη).
Με­τά το κα­θά­ρι­σμα - συ­γύ­ρι­σμα του κέ­ντρου από όλους τους συμ­με­τέ­χο­ντες και με­τά από το κοι­νό μά­θη­μα - σε­μι­νά­ριο απο­φά­σι­σα να κά­νω μια βόλ­τα στις άκρες της Μο­ρί­γιας. Διέ­σχι­σα δρο­μά­κια με τους πέ­τρι­νους τοί­χους και τους ιδιό­τυ­πους για­πω­νέ­ζι­κους κή­πους, κι­νή­θη­κα κα­τά μή­κος των χω­ρα­φιών. Δε συ­νά­ντη­σα κα­νέ­ναν κά­τοι­κο εκεί­νο το από­γευ­μα. Μό­νο μια γη­ραιά κυ­ρία σκυμ­μέ­νη στο χω­ρά­φι όπου καλ­λιερ­γού­σε τα καυ­τε­ρά, νό­στι­μα ρα­πά­νια της Ια­πω­νί­ας. Όταν ξα­να­γύ­ρι­σα στο πο­λι­τι­στι­κό κέ­ντρο, ο υπεύ­θυ­νος του Φε­στι­βάλ με πε­ρί­με­νε στην εί­σο­δο του κτι­ρί­ου και με πολ­λή αγω­νία τρέ­χει προς το μέ­ρος μου και με πλη­ρο­φο­ρεί ότι κά­ποιο που­λά­κι τρα­γού­δη­σε έναν πα­ρά­ξε­νο σκο­πό. Εν­νο­ού­σε ότι κά­ποιος ή κά­ποια κά­τοι­κος του χω­ριού εί­δε έναν ξέ­νο να τρι­γυρ­νά­ει στον ανοι­κτό χώ­ρο, πράγ­μα σπά­νιο σ’ αυ­τά τα μέ­ρη, και ει­δο­ποί­η­σε την αστυ­νο­μία και η αστυ­νο­μία την υπη­ρε­σία πλη­ρο­φο­ριών και αντι­κα­τα­σκο­πί­ας, σχε­δόν θε­ω­ρή­θη­κε ότι πρό­κει­ται για ει­σβο­λή εξω­γή­ι­νων ή αλ­λο­δα­πών.

Δη­μο­σθέ­νης Αγρα­φιώ­της



Δέ­κα λε­πτών κά­διο

Οι πλά­κες της πλα­τεί­ας βρά­ζουν κά­τω από τα πα­πού­τσια μου, τις νιώ­θω σαν μια επι­κίν­δυ­νη θά­λασ­σα. Οι πα­τού­σες μου εί­ναι γυά­λι­νες, γλι­στρά­νε, με ανα­στα­τώ­νουν. Kρα­τώ το χέ­ρι του, με το δι­κό μου υψω­μέ­νο. Προ­χω­ρά­με ανά­με­σα στους λι­γνούς φοί­νι­κες ένα απο­κοι­μι­σμέ­νο με­ση­μέ­ρι του Ιού­λη. Κα­νέ­να μα­γα­ζί δεν εί­ναι ανοι­χτό να μας δε­χτεί στα σκο­τει­νά δευ­τε­ρό­λε­πτα που τα μά­τια πο­λε­μούν να προ­σαρ­μο­στούν. Πα­λεύ­ου­με με τη λαύ­ρα, εκεί­νος μέ­σα στο συ­νη­θι­σμέ­νο του γκρι κο­στού­μι, που μοιά­ζει φτιαγ­μέ­νο από χαρ­τί και στά­χτη, κι εγώ σε μια άβο­λη παι­δι­κή φόρ­μα που αφή­νει τα γό­να­τά μου εκτε­θει­μέ­να στην κά­ψα του ήλιου. Ύστε­ρα, εί­ναι μια παύ­ση που με­σο­λα­βεί κι εγώ τον βλέ­πω να απο­μα­κρύ­νε­ται προς το μου­σείο, αφή­νο­ντάς με μό­νο μου με τον νο­τιά, με το ζα­χα­ρω­τό να κολ­λά­ει στην πα­λά­μη μου. Ώσπου γυρ­νά, νιώ­θο­ντας την απο­ρία μου ίσως, και μου λέ­ει «να θυ­μά­σαι, να με φω­νά­ζεις. Στο ’χω μά­θει εκεί­νο το τρα­γού­δι που πά­ει κά­πως έτσι». Γυρ­νά την πλά­τη και χά­νε­ται σαν αντι­κα­το­πτρι­σμός στην ατμό­σφαι­ρα που τρέ­μει. Στα αυ­τιά μου ακό­μα η με­λω­δία και το γέ­λιο του, όταν του υπο­σχέ­θη­κα «θα σε φω­νά­ξω. Εσύ, πού θα εί­σαι;» Εκεί­νο το γέ­λιο, η λε­πτή ευ­θυ­μία του, όταν μου απά­ντη­σε «εγώ, τό­τε θα εί­μαι σκό­νη».

Άρης Ανα­γνω­στό­που­λος

Πρό­σε­χε

Οι «μα­νό­λιες, εκεί­νες οι μι­κρές μες τ’ άλ­λα φυ­τώ­ρια, έχουν ση­μα­σία». Έλε­γε σι­γα­νά, σαν για να μην τον ακού­σουν, αυ­τός ο πε­ρα­στι­κός κη­που­ρός της Τε­τάρ­της· μα κα­νείς δεν έδι­νε ση­μα­σία και όλοι φεύ­γαν από το φορ­τη­γά­κι του βα­στώ­ντας κα­μιά τρια­ντα­φυλ­λιά εκα­τό­φυλ­λη ή και αγιό­κλη­μα για το βρά­δυ.
«Το βρά­δυ;» ανα­ρω­τή­θη­κε η μα­μά. Και άρ­χι­σε να πο­τί­ζει τις νε­ρα­γκού­λες στο περ­βά­ζι της κου­ζί­νας. Εί­χε ένα πο­τι­στή­ρι τσί­γκι­νο, μι­κρό. Η κά­θε στά­λα το νε­ρό έκα­νε κι από ένα πέ­τα­λο με­τά­ξι­νο να ξε­κολ­λά και ν’ ανε­βαί­νει στον αέ­ρα. Αν φυ­σού­σε, τό­τε συ­νέ­χι­ζε ώρα πο­λύ να ίπτα­ται, μο­νό­πτε­ρο σαν τι ευ­χές που κά­νου­με κι ας μην καν τις ακού­με.
«Όμως θα φτά­σου­νε τις άκρες άκρες των με­γά­λων αστε­ριών, που μέ­λει να πε­θά­νουν». Εί­πε, χω­μέ­νη στο κρε­βά­τι της, δύο Τε­τάρ­τες πιο με­τά, σαν κού­κλα που γέ­ρα­σε απ’ τα πολ­λά χαϊ­δέ­μα­τα και μο­να­χά το πά­ντο­τε παι­δί που έπαι­ζε τη μα­μά της, τώ­ρα και πά­λι την προ­σέ­χει…

— Ήρ­θε ο κη­που­ρός;
—Έφυ­γε πριν λί­γο, μα­μά. Μ’ ακούς ;
— Σσστ… Πρό­σε­χε πού πα­τάς, μη σπά­σεις τον αέ­ρα και χα­θούν στα σύν­νε­φα τα λό­για.
— Ποια λό­για;
— Σσστ… Εκεί­νο το αγκά­θι του Χρι­στού, το πό­τι­σες;
— Δε θέ­λει άλ­λο νε­ρό.

Κι ως την επό­με­νη Τε­τάρ­τη θέ­ριε­ψε, πέ­ρα­σε τις μι­κρές μα­νό­λιες, πιά­στη­κε από τα κά­γκε­λα του κρε­βα­τιού, απ’ του ου­ρα­νού το γεί­σο, από της νύ­χτας το βα­ρύ παλ­τό. Ανά­σες άρ­ρυθ­μες, κο­φτές κι ύστε­ρα σαν νε­ρό αθέ­α­το που ηχεί μες το πη­γά­δι, μπλα­βί, βα­θαί­νο­ντας τον πό­νο.

— Πρό­σε…
— Δεν σ’ ακούω μα­μά, τι λες;
— Πρό­σε­χε!
— Τι λες;
— Πρό­σε­χε…τον στό­χο.
— Μα…

Ιου­λί­τα Ηλιο­πού­λου


Οπτα­σία

Στο ’ χω μάλ­λον ξα­να­πεί ψι­θυ­ρι­στά το μυ­στι­κό για την παρ­θέ­να άο­πλη ζωή. Φι­λο­ξε­νεί και ζουν ει­ρη­νι­κά εκεί όλα τα εί­δη ζώ­ων, κα­θώς και κά­θε μορ­φή βλά­στη­ση από την ζού­γκλα μέ­χρι το χα­μο­μή­λι. Έκτα­ση χω­ρίς αν­θρώ­πους, σπί­τια, πο­λι­τεί­ες. Ό,τι βλά­σφη­μο πα­τή­σει πά­νω, γί­νε­ται κο­νιορ­τός. Κά­ποια φο­ρά ως υπνο­βά­της, λέω μή­πως και δω το φως.

Εσύ;

Αθη­νά Πα­πα­δά­κη

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: