Memento mori στο Αγρίνιο

Memento mori στο Αγρίνιο

Έτυ­χε τις προ­άλ­λες να βρί­σκο­μαι στο Αγρί­νιο. Δεν εί­χα ξα­να­πά­ει, αλ­λά κολ­λη­μέ­νη με την… μπά­λα που έλε­γε κι η δια­φή­μι­ση, κολ­λη­μέ­νη και με την μπά­λα και με τη λο­γο­τε­χνία εγώ, πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα για μία εβδο­μά­δα εκ­δη­λώ­σε­ων ποί­η­σης στο Δη­μο­τι­κό Πε­ρι­φε­ρεια­κό Θέ­α­τρο Αγρι­νί­ου και δεν έχα­σα την ευ­και­ρία να πάω. Βέ­βαια, εί­πα­με, κολ­λη­μέ­νη και με την μπά­λα – ντρο­πή μου, το πα­ρα­δέ­χο­μαι, αλ­λά το ίδιο έκα­νε κι ο κύ­ριος μπρο­στά μου – ξέ­κλε­βα πού και πού κα­μιά μα­τιά στο κι­νη­τό για να δω τι κά­νει ο ΠΑ­ΟΚ στο κύ­πελ­λο. Τε­λι­κώς χά­σα­με, αλ­λά δεν ήταν αυ­τός ο λό­γος που πλά­ντα­ξα στο κλά­μα στην εκ­δή­λω­ση.

Η εκ­δή­λω­ση ήταν δι­πλή. Το πρώ­το μι­σό ήταν αφιε­ρω­μέ­νο στον ποι­η­τή και εκ­δό­τη του πε­ριο­δι­κού Ίβυ­κος, Γιάν­νη Κα­ρα­μη­τσό­που­λο. Ομο­λο­γώ πως δεν τον εί­χα ακού­σει πο­τέ ξα­νά, αλ­λά φαί­νε­ται πως εί­χε ση­μα­ντι­κό έρ­γο και τον στή­ρι­ζε η το­πι­κή κοι­νω­νία. Οι «το­πι­κοί λο­γο­τέ­χνες», όρος που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε στην εκ­δή­λω­ση, έκα­ναν τον νου μου να στρα­φεί σε σκέ­ψεις για τον Κα­ρυω­τά­κη, για την λο­γο­τε­χνία στην πε­ρι­φέ­ρεια, για τους τό­σους πολ­λούς δη­μιουρ­γούς – όχι απο­κλει­στι­κά ποι­η­τές – της επαρ­χί­ας, για το πό­σο ση­μα­ντι­κό εί­ναι να συ­γκε­ντρώ­νο­νται οι άν­θρω­ποι εκεί και να μι­λά­νε για λο­γο­τε­χνία. Πό­σο σπου­δαίο. Όμως, πώς γί­νε­ται; Κά­θε φο­ρά που σκέ­φτο­μαι κά­τι τέ­τοιο, σπου­δαίο, ση­μα­ντι­κό, βα­ρύ­γδου­πο αλ­λά πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νο, με πιά­νει μια αί­σθη­ση μα­ταιό­τη­τας. Τι νό­η­μα έχουν όλα αυ­τά; Για ποιον γρά­φου­με; Ποιον δια­βά­ζου­με; Ποιον εξαι­ρε­τι­κό ποι­η­τή ή συγ­γρα­φέα δεν θα δια­βά­σου­με πο­τέ;

Το δεύ­τε­ρο μι­σό της εκ­δή­λω­σης ήταν αφιε­ρω­μέ­νο σε «έναν εν ζωή ποι­η­τή», ντό­πιος κι αυ­τός. Κα­ταρ­χάς όταν ακούω «εν ζωή ποι­η­τής» σκέ­φτο­μαι ότι μι­λά­με για κά­ποιον ποι­η­τή που εί­ναι γύ­ρω στα 60 ή στα 70 του χρό­νια. Ο κύ­ριος Αλέ­ξαν­δρος Βα­ρό­που­λος, προς τι­μήν του οποί­ου ήταν η εκ­δή­λω­ση, εί­ναι 91 ετών πα­ρα­κα­λώ! Ένας πο­λύ συ­μπα­θη­τι­κός κύ­ριος, οξύ­νους, έκλει­σε την εκ­δή­λω­ση δια­βά­ζο­ντάς μας ποι­ή­μα­τα για την κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή. Τό­σο σύγ­χρο­νος.

Ο Βα­ρό­που­λος έχει εκ­δώ­σει 22 βι­βλία ποί­η­σης (και 3 άλ­λα με δι­η­γή­μα­τα και κρι­τι­κά κεί­με­να), στην Αι­τω­λο­α­καρ­να­νία τον τι­μούν, τον με­λε­τούν στο σχο­λείο κ.λπ. Εγώ πά­λι ού­τε που τον εί­χα ακού­σει πο­τέ. Τό­σο για εκεί­νον, όσο και για τον εκλι­πό­ντα Κα­ρα­μη­τσό­που­λο, οι το­πο­θε­τή­σεις των ομι­λη­τών έκα­ναν λό­γο για την «αθα­να­σία των ποι­η­μά­των τους». Θυ­μή­θη­κα τους αρ­χαί­ους Αι­γύ­πτιους. Στα συ­μπό­σιά τους, εκεί που εί­χαν αρ­χί­σει να με­θά­νε από το πο­λύ πο­τό και την ηδο­νή και να νιώ­θουν υπε­ράν­θρω­ποι, ήταν συ­νη­θι­σμέ­νο να τους εμ­φα­νί­ζουν μπρο­στά τους πτώ­μα­τα νε­κρών. Έτσι, για να θυ­μού­νται ότι κι αυ­τοί εκεί θα κα­τα­λή­ξουν, δεν έχουν τις δυ­νά­μεις που τους δί­νει η πρό­σκαι­ρη μέ­θη του κρα­σιού, της ποί­η­σης και άλ­λων… εθι­στι­κών ου­σιών ή κα­τα­στά­σε­ων. Θυ­μή­σου πως κι εσύ θα γί­νεις – αν εί­σαι τυ­χε­ρή; – 90 χρο­νών και ίσως κα­νείς έξω από έναν στε­νό κοι­νω­νι­κό ή γε­ω­γρα­φι­κό χώ­ρο δεν θα ξέ­ρει αυ­τά που γρά­φεις.

Πά­ει κα­λά. Κα­λό deal μού μοιά­ζει, όσο κρα­τά­ει η επή­ρεια της ποί­η­σης. Όταν ξε­με­θύ­σω, βλέ­που­με…



Το όνομα της στήλης είναι εμπνευσμένο από τη φράση του David Grossman «τα βιβλία είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο, όπου μπορούν να συνυπάρχουν τα πράγματα και η απώλειά τους».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: