Περίπατος στο αόρατο


Ο χρό­νος ο αό­ρα­τος, ο ορα­τός

Πό­σο επί­βου­λα
θρυμ­μα­τί­ζε­ται ο χρό­νος
μέ­σα στη σιω­πή —
κα­ταρ­ρά­κτης υά­λου λα­μπυ­ρί­ζει
πριν βυ­θι­στεί σε σκο­τει­νή χο­ά­νη.
Ποιός τον εγέν­νη­σε;
Ποιός τον κα­θο­δη­γεί;
Ποια η κα­τεύ­θυν­ση;
Ποιός ο προ­ο­ρι­σμός του;
Τον τέ­μνου­με
τον κα­τα­τέ­μνου­με
τον ανα­τέ­μνου­με
και εντέ­λει
στις όχθες του ανα­μέ­νου­με
άναυ­δοι, ανί­δε­οι, ανή­μπο­ροι.

Περίπατος στο αόρατο


Πε­ρί­πα­τος το δεί­λι

Γορ­γά κυ­λά­ει ο ήλιος για να γεί­ρει.
Που­λιά απο­δη­μούν σε ακρι­βείς σχη­μα­τι­σμούς
κά­τω από ξέ­πλε­κα σύν­νε­φα
πά­νω από τού­λι­να βου­νά.
Αλ­λά­ζει δέρ­μα ο ευ­κά­λυ­πτος
το πο­τά­μι ρέ­ει, τα βρύα μέ­νουν
τα πλα­τά­νια μας γνέ­φουν
τη χαί­τη τους κου­νώ­ντας ζω­η­ρά.
Τσέρ­κι αό­ρα­το λιω­μέ­νου σί­δε­ρου
κρα­τά­ει στη θέ­ση της
ετού­τη την ει­κό­να.
Κρα­τά­ει το ήμε­ρο ανά­γλυ­φο των λό­φων
την έρη­μο, τα στά­χυα, τους πα­γε­τώ­νες
φώ­κιες, πυ­γο­λα­μπί­δες, χε­λι­δο­νό­ψα­ρα
ου­ρα­νο­ξύ­στες και μυρ­μη­γκο­φω­λιές.
Κρα­τά­ει κυ­νη­γούς και θη­ρά­μα­τα
θη­ρά­μα­τα και κυ­νη­γούς.
Κρα­τά­ει για χά­ρη μας
ετού­τη τη στιγ­μή
ενός απέ­ρα­ντου χρό­νου
ενός απέ­ρα­ντου χώ­ρου
ενός απέ­ρα­ντου απέ­ρα­ντου.
Με δα­χτυ­λί­δια μα­γνη­τί­τη
έψαυαν οι μυ­η­μέ­νοι των Κα­βει­ρί­ων
από τα σω­θι­κά της γης ορ­μώ­με­νο
το αό­ρα­το τσέρ­κι
—το «πε­δίο» του σή­με­ρα—
που αε­νά­ως μας ελε­εί.
Με δά­χτυ­λα γυ­μνά
εγκα­τα­λεί­που­με σκέ­ψεις
εγκα­τα­λεί­που­με εαυ­τούς
μει­λί­χια εγκα­τα­λεί­που­με
εν θαυ­μα­σμώ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: