Του άρεσε να βλέπει τις καραμέλες στις γυάλες, τις μέντες στα κουτιά τους, τις τρούφες, λαχταριστές μέσα στα σακουλάκια τους. Αλλά πιο πολύ του άρεσαν κάτι χάρτινες καρτέλες με στρατιωτάκια, κρεμασμένες από την ξύλινη πόρτα της καμάρας, δίπλα σε φορτηγά, κουρσάκια, καραμούζες κι άλλους θησαυρούς του μαγαζιού της κυρίας Αντωνίας.
Γι’ αυτό, τα μεσημέρια μετά το σχόλασμα, ο Ηλίας καθόταν στο σκαλοπάτι της εισόδου, ενώ εκείνη παραδινόταν στη σιέστα της, σαν μαλακό σάρκινο βουνό, πίσω από τον φορτωμένο με χρωματιστές συσκευασίες πάγκο. Την κοιτούσε για ώρα. Χάζευε τον κοκκινωπό κότσο, το κοκαλάκι με το γκρενά λουλούδι, τις γκρίζες ρίζες των μαλλιών στη χωρίστρα της. Καθόταν εκεί, σπρώχνοντας τον χρόνο, ήσυχα, μέχρις ότου σιγουρευτεί για τον βαθύ της ύπνο και σηκωθεί για να πλησιάσει τα ράφια, παρακαλώντας κάποιος να εμφανιστεί κι αφού κατέβει τα τρία σκαλιά, να ρωτήσει μια τιμή, να ζητήσει διακόσια γραμμάρια καραμέλες, ή κανένα δώρο για παιδικά γενέθλια. Σε τέτοιες περιπτώσεις άφηνε την εξερεύνηση και πεταγόταν από τον μικρό διάδρομο∙ ένα σκοτεινό τούνελ φτιαγμένο από στεφάνια κηδειών και πλαστικά λουλούδια. Καλωσόριζε τον πελάτη κι έγνεφε καθησυχαστικά στην αγουροξυπνημένη εμπόρισσα, ότι εκείνος θα αναλάμβανε τα πάντα.
Η κυρία Αντωνία ακουμπούσε, τότε, τους αγκώνες στον πάγκο κι έδινε από εκεί τις οδηγίες της, ενώ ο πωλητής πάσχιζε να επιτύχει την πώληση κατεβάζοντας ένα παιχνίδι και αναφέροντας λεπτομέρειες και χαρακτηριστικά, που μόλις εκείνη τη στιγμή πρόσεχε.
Μια πώληση του απέδιδε μερικές δραχμές, τις οποίες ξανακουμπούσε στον πάγκο λίγα λεπτά αφότου τις είχε εισπράξει, πληρώνοντας τσίχλες και καραμέλες. Η μαγαζατόρισσα έπαιρνε τα κέρματα και τα ξανάριχνε στο συρτάρι, πάντα με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να παραλείπει τη συναλλαγή, λίγο πριν τον διώξει για το σπίτι του, όπου τον περίμενε ο καθιερωμένος εξάψαλμος για την καθυστέρηση.
Πήγαινε στην τρίτη δημοτικού και συνέχιζε να περνάει τακτικά από της κυρίας Αντωνίας όταν συνέβη το περιστατικό με τα όπλα. Ήταν φρεσκοπλυμένα και γυαλιστερά και κείτονταν στον τοίχο της πίσω αυλής για να στεγνώσουν. Την ήξερε καλά αυτήν την αυλίτσα ο Ηλίας, γιατί διασχίζοντας το τούνελ του μαγαζιού, αυτό που σχημάτιζαν τα χρωματιστά στέφανα των κηδειών, κατέληγε εκεί, ανάμεσα σε σκονισμένα εμπορεύματα, βγαλμένα από την αποθήκη, για να καθαριστούν και να τακτοποιηθούν στα ράφια. Τα όπλα ήταν μακρύκανα πολεμικά, κόκκινα, γαλάζια, πράσινα, από πλαστικό∙ τόσο μαλακό, ώστε πιέζοντάς το να ακούγεται ο ήχος μιας σφυρίχτρας τοποθετημένης στο εσωτερικό τους.
Ο Ηλίας και έξι - εφτά συμμαθητές του τα χάζεψαν, κοντοστάθηκαν λίγο διστάζοντας κι ύστερα άρπαξαν από ένα και βάλθηκαν να τρέχουν προς τον Τσαλαπή*. Έπαιξαν ώρα. Κλέφτες κι αστυνόμους, Μάχη, Μαγκάρετ κι ό,τι άλλο τους κατέβηκε. Όμως, καθώς ο ήλιος έδυε κι οι σκιές μεγάλωναν στην αλάνα, οι μανάδες έβγαιναν στους λιακούς φωνάζοντας ονόματα, ήρεμα στην αρχή, τσιριχτά και νευρικά όσο κανείς δεν απαντούσε στο κάλεσμα.
Αυτές οι φωνές από τα λιακωτά και τα ανοίγματα των πυργόσπιτων, ξεθύμαιναν συνήθως τη ζέση του παιχνιδιού, καθώς «οι πολεμιστές» έπρεπε τώρα να αποφύγουν τιμωρίες για τις σχισμένες μπλούζες και τα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια τους. Ωστόσο, εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ, καθώς το παιχνίδι τελείωνε, και τα πειστήρια μιας κλοπής κρέμονταν άχρηστα από τα χέρια τους, στάθηκαν όλοι χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν. Κανείς δεν ήθελε να τα πάρει μαζί του στο σπίτι κι έτσι σιγοκουβέντιαζαν, ώσπου αποφάσισαν να τα πετάξουν στη μεγάλη στέρνα, στον πύργο του Μπαρέλου.
Έφτασαν τρέχοντας στο εγκαταλελειμμένο σπίτι με τον οχυρό τειχισμό και τα φυλάκια στις τέσσερις γωνίες του κήπου του, έσπρωξαν τη μισάνοιχτη πόρτα με τις μαρμάρινες παραστάδες και τρύπωσαν στην αυλή, για να φτάσουν στο «περιβόλι», όπου οι πορτοκαλιές στέκονταν ακόμα όρθιες κι ανάμεσά τους δυο στέρνες, με χτιστά γείσα, έχασκαν ξεσκέπαστες από χρόνια. Έριξαν τα όπλα στον πάτο της μιας και δεμένοι με έναν σιωπηλό όρκο, έφυγαν για τα σπίτια τους.
Την άλλη μέρα η εμπόρισσα τον κοιτούσε καχύποπτα, αλλά αυτός γύριζε την κουβέντα στο επιτραπέζιο που σκόπευε να αγοράσει με τον πρωτοχρονιάτικο μπουναμά. Ρωτούσε τιμή, διαπραγματευόταν μια έκπτωση, ντρεπόταν μέσα του κι όσο πιο εξυπηρετικός γινόταν απέναντί της, τόσο εκείνη σιγουρευόταν για την ενοχή του.
Το περιστατικό ξεχάστηκε, γιατί η κυρία Αντωνία προτίμησε να το παραβλέψει. Τα χρόνια πέρασαν και ο Ηλίας ήταν πια μαθητής της δευτέρας γυμνασίου όταν το θέμα των όπλων ανακινήθηκε με τρόπο απροσδόκητο.
Νέος, γεμάτος όρεξη για δουλειά, αλλά εξόριστος σε αυτήν την δυσπρόσιτη περιοχή και γι’ αυτό αμφίθυμος, ο καθηγητής των μαθηματικών στεκόταν μια Κυριακή πρωί στο πρακτορείο, περιμένοντας το δρομολόγιο από την Αθήνα. Το παλιό λεωφορείο κατέφθασε έχοντας διασχίσει τον βασανιστικό Κωλοσούρτη, τις βόλτες της Τρίπολης, τον καρόδρομο Σπάρτης-Γυθείου, πριν αχνοφανεί στου Κούτρου, προσπεράσει το μνημείο του Τσιμπιδάρου-Φτέρη και φρενάρει στην πλατεία αφήνοντας να ακουστεί ο απαράλλαχτος ήχος που έβγαινε κάθε φορά από τα σωθικά του∙ σαν βογγητό ή παρατεταμένο ξεφύσημα. Ένας ορυμαγδός από χαϊμαλιά, χάντρες και γούρια, κρεμασμένος στο παρμπρίζ, ανάμεσα σε επιγραφές «ΜΗ ΜΕ ΖΗΛΕΥΕΙΣ» και «ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΕΡΧΟΜΑΙ», τραντάχτηκε σε εκείνο το τελευταίο φρενάρισμα μπροστά στο καφενείο του Τζιμή. Και τότε ο πράκτορας, Στρατής Στρατάκος, με το στρατιωτικό παράστημα και τη στεντόρεια φωνή βγήκε από το κουβούκλιό του κι άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του αυτοκινήτου. «Δεν ρωτώ ποια είσαι, ούτε που τραβάς, ούτε εσύ για μένα θέλω να ρωτάς» ακουγόταν από το ραδιοκασετόφωνο του οδηγού, ενώ η Μαρίνα, φοιτήτρια της φιλοσοφικής, κατέβαινε χαμογελαστή από την μπροστινή πόρτα κι έτρεχε προς τον καθηγητή, για να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει στο στόμα.
Αυτός έριξε μια-δυο αγριεμένες ματιές στους μαθητές του, που έτυχε να βρίσκονται εκεί γύρω και να κρυφογελούν φωνάζοντας «καλώς τα δεχτήκατε, κύριε». Ύστερα, φορτώθηκε τη βαλίτσα της κοπέλας και πήραν μαζί τον δρόμο για το δωμάτιό του στην πανσιόν. Το πέρασμά τους έμοιαζε με μικρή παρέλαση, γιατί έπρεπε να διασχίσουν ολόκληρο το χωριό, ενώ τα σπίτια και τα καφενεία ήταν γεμάτα, λόγω της Κυριακής, και οι άνθρωποι έβγαιναν στις πόρτες, χωρίς δισταγμό, χωρίς συναίσθηση της αδιακρισίας τους, για να δουν το ζευγάρι.
Περισσότερο από όλους ο Ηλίας ήταν μαγεμένος από την παρουσία της κοπέλας. Έβλεπε τα ξανθά μαλλιά της να ανεμίζουν και χάζευε το ωραίο της βάδισμα, ώσπου, ο μαθηματικός, του έγνεψε να πλησιάσει και του παράγγειλε δυο τρία πράγματα από το περίπτερο της πλατείας, βγάζοντας από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα.
Θα πρέπει να έγινε καπνός, γιατί έφτασε στην πανσιόν κρατώντας μια μικρή σακούλα και ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά, μόλις λίγα λεπτά αφότου το ζευγάρι είχε μπει στο δωμάτιο. Όση ώρα καθυστέρησε για να βγάλει από την τσέπη του τα ρέστα, πρόλαβε να δει από τη χαραμάδα της πόρτας τη μεγάλη βαλίτσα, ανοιχτή πάνω στο κρεβάτι, ξέχειλη από δίσκους βινιλίου, λες και καμιά έγνοια δεν είχε η κοπέλα να πάρει ρούχα μαζί της, παρά μονάχα μουσική. «Ελάτε αύριο το απόγευμα με τον Κώστα για μια βόλτα στα πυργόσπιτα του Τσαλαπή» του είπε ο μαθηματικός, πριν κλείσει την πόρτα, κι αυτός έτρεξε ενθουσιασμένος να πει τα νέα στον φίλο του.
Οι δυο τους κατέφθασαν ορεξάτοι την άλλη μέρα, για να ξεναγήσουν το ζευγάρι στους εγκαταλελειμμένους πύργους της κάτω Αρεόπολης. Πέρασαν πρώτα από το Παλιό Γυμνάσιο∙ σπίτι Μαυρομιχαλιάνικο, από τα ωραιότερα της περιοχής. Μετά τους πήγαν στου Γεωργακαράκου, στου Καπετανάκου, στου Λαζαρόγγονα, στου Πικουλάκη για να καταλήξουν στου Μπαρέλου, που στεκόταν ακόμα όρθιος με τον πολεμόπυργο ανέπαφο και το πυργόσπιτο ερειπωμένο, αλλά με όλα τα χαρακτηριστικά του ευδιάκριτα. Μπήκαν στην αυλή με τις χορταριασμένες πλάκες, ανέβηκαν στους ορόφους, είδαν τις καμάρες, τα κατώγια, τους τρεις φούρνους, χωνεμένους σε ένα σημείο του τείχους, κι έφτασαν στο πίσω μέρος, όπου οι στέρνες έχασκαν βουβές και άδειες. Έσκυψαν πάνω από το γείσο της μιας κι είδαν τον πυθμένα της μισοσκεπασμένο από λασπώδες, βρόχινο νερό. Όμως, το θέαμα τους έκανε να ξεχάσουν κάθε άλλη πρόθεση γιατί εκεί, ανάμεσα στον υγρό βούρκο, ξεχώριζαν έξι-εφτά όπλα, όχι κόκκινα, ούτε πράσινα, ούτε γαλάζια, ούτε πλαστικά, αλλά κατάμαυρα από τη λάσπη και, πιθανότατα, από μια σκούρα και γλιστερή στρώση φυκιών απλωμένη σε όλη τους την επιφάνειά με το πέρασμα του χρόνου.
«Όπλα!», είπε ο καθηγητής με δέος κι ο Ηλίας βουβάθηκε θυμούμενος εκείνη την παλιά κλοπή, την ανομολόγητη ακόμα και στον καλύτερό του φίλο του γυμνασίου, που στεκόταν τώρα δίπλα του, σκυμμένος πάνω από το γείσο κι επαναλάμβανε σαν αντίλαλος «Όπλα!».
Όταν συνήλθε από το πρώτο σοκ, η Μαρίνα θυμήθηκε τις παλιές ιστορίες του πολέμου. Γερμανοί, Αντάρτες, Ταγματασφαλίτες. Τίνος ήταν εκείνα τα όπλα; Τα είχαν ρίξει στη στέρνα για να τα κρύψουν, ή για να τα ξεφορτωθούν; Υπήρχαν μόνο αυτά εκεί κάτω, ή και τα κόκαλα των σκοτωμένων που τα κρατούσαν; Στο τέλος, άρχισε να αναρωτιέται αν έπρεπε να το πουν στον λυκειάρχη, στον κοινοτάρχη, στον αστυνομικό διοικητή, ή στον παππά της ενορίας, ενόσω ο μαθηματικός την άκουγε κοιτώντας τις πολεμίστρες του πύργου.
Στεκόταν έτσι σκεφτικός για μερικά λεπτά, βέβαιος για τη φρίκη της εξορίας στην οποία θα συνέχιζε να ζει, αφότου η κοπέλα έπαιρνε τη βαλίτσα με τους δίσκους κι επέστρεφε στην πρωτεύουσα. Ώσπου, μουρμούρισε «Τι καταραμένος τόπος!» στρέφοντας το βλέμμα στο συμμαθητή του Ηλία, που τον κοιτούσε με προσμονή.
«Τι θα κάνουμε τώρα, κύριε;» ρώτησε το παιδί.
«Τίποτα απολύτως. Ώρα είναι να μπλέξουμε με τους φονιάδες εδώ πέρα. Ακούς εκεί όπλα μέσα στις στέρνες!» είπε ο καθηγητής και, καθώς έβγαινε από τον πύργο, συνέχισε να μουρμουρίζει «Τι διαβολότοπος, θεέ μου! Τι διαβολότοπος!»
*Τσαλαπής: Γειτονιά της κάτω Αρεόπολης