Πρώτα αποχώρησαν τα πουλιά
ρίψη εκρηκτικού υλικού
σαν απάντηση οργής
θόρυβος | τρόμος | δάκρυα.
Έφυγαν όλοι
σταδιακά
παγώνοντας τον μέλλοντα
ξεριζωμένο
χρόνο
μια για πάντα.
Ο κόσμος πήρε το πραγματικό του χρώμα
γέμισε μολυσμένο νερό.
Σώματα επιπλέουν
νηστικά
κοιμισμένα
κρατάνε την ανάσα τους.
Κάθομαι στην είσοδο του ισογείου
πλημμυρίζουν τα παράθυρα
ακούω τη ροή του νερού
περικυκλώνει
τα άναρχα σπίτια
ανεβάζει τη στάθμη στα πόδια.
Το απέναντι βουνό
όμως
είναι προκλητικά ψηλό
έχει τη βεβαιότητα πως
αυτή η
―μέχρι πρότινος―
κρυμμένη θάλασσα
δεν το απειλεί·
το πολύ
να καταλήξει
(ισχυρίζεται)
στάσιμη λίμνη
στη γερή βάση του.