Ήταν δίπλα στο σπίτι. Το πατρικό. Κολλητά στο Αρμένικο νεκροταφείο, που απλωνόταν πίσω απ’ τη μοναδική τότε κερκίδα, λες κι οι Αρμένιοι είχαν κατ’ εξαίρεσιν, και επιτυχώς απ’ ότι φάνηκε, αιτηθεί αυτήν την μετά θάνατον προνομιακή μεταχείριση, να κείτονται αμέριμνοι και εκστατικοί, λίγα μονάχα εκατοστά κάτω απ’ την αεικίνητη ενέργεια ημών των εφήβων μιας εποχής, που περιείχε και εφηβεία, και σέβας, και αποδοχή του ομιχλώδους τόπου των δικαιωμάτων των νεκρών, τους οποίους, ειρήσθω εν παρόδω, τους φανταζόμασταν να χαμογελούν σαρδόνια, άφοβοι αυτοί, κάτω απ’ την τρομοκρατημένη μας ύπαρξη, τότε που θα μας έπεφτε ο κλήρος να μαζέψουμε τη μπάλα που διάβηκε το άβατο και χάθηκε ανάμεσα στα μνήματα των κεκοιμημένων.
Το γήπεδο δεν είχε χορτάρι, και δεν είχε ούτε και δίχτυα στα τέρματα. Αυτά τα βάζανε λίγο πριν απ’ το ματς. Και δεν είχε, εδώ που τα λέμε, και καμιά απολύτως πρόβλεψη φύλαξης, αφού απ’ τον έξω κόσμο το χώριζε μια χαμηλή μάντρα, που την πηδούσαμε με εξοργιστική για τους μεσήλικες ευκολία και βρισκόμασταν, πλήρεις ενθουσιασμού και αναιδείας, στη σέντρα του απογευματινού αγώνα, σ’ έναν άλλον, προφυλαγμένο απ’ τον έλεγχο κόσμο, όπου κάθε βρισιά θα βαφτιζόταν στο πρωταρχικό της νόημα, θα εκστομιζόταν δοξαστικά, στην επικράτεια του εν ονόματι —ποτέ δεν πρόσβαλλε φίλο, ούτε εχθρό— και θα εκστομιζόταν αγκαλιασμένη εκείνο το αδιόρατο χτυποκάρδι που την έκανε πολύτιμη. Οι παράδρομοι της ενοχής ήταν κατάκλειστοι, ταξιδεύαμε στην ευθύνη του προσωπικού μας τρόπου. Το γήπεδο θα παρέμενε σχολείο ακριβών αισθημάτων. Αργότερα, στο σπίτι, γινόμασταν πάλι καλά παιδιά. Γι’ αυτό καθυστερούσαμε να επιστρέψουμε, γι’ αυτό μας έπαιρνε κάθε φορά η νύχτα.
Τις Κυριακές, εκτός από το ματς, το γήπεδο φιλοξενούσε συναυλίες, τότε που συναυλία λέγαμε τη λαϊκή σύναξη, το προσκλητήριο/καθιστική διαμαρτυρία απέναντι σε άγνωστους εχθρούς, που δεν τους ξέραμε, μα ήταν εκεί, σαφείς και αναντίρρητοι, μες στην αόρατή τους παρουσία. Κι ήταν η συναυλία διαδήλωση προθέσεων ετεροκλήτων, που συναντιόντουσαν σε έναν εκ του προχείρου κοινό τόπο. Όχι, δεν ήταν η μετέπειτα αισθητική απόλαυση διαγκωνιζομένων επαϊόντων, όπως μέσα σε λίγα μόλις χρόνια μεταλλάχτηκε, μες στις επόμενες, μετά τον πλήρη εξευρωπαϊσμό μας, δεκαετίες. Και δεν της έλειπε ούτε η κατάνυξη, μια κατάνυξη που εκπορευόταν από δεξαμενές εικόνων και ήχων σταχυολογημένων σε ώρες ησυχίας μες στην πλατεία ορεινών χωριών της Κρήτης, ήταν πλασμένη με κοκκινόχωμα του Ψηλορείτη και ανυπόκριτη συγκίνηση, από εκείνη που την κρύβεις μη σου τη ματιάσουν οι απρόσεκτοι. Κι εκείνη η κατάνυξη, που τη φώτιζε το φωτοστέφανο του κοινού τόπου, πήγαινε πιο βαθιά απ’ τη μαμά-εκκλησία, που ώρες-ώρες έμοιαζε με δημοσιοϋπαλληλικό παρουσιολόγιο. Εικόνα φωτισμένη απ’ το νόημα μιας Μεγαλοβδομάδας, περιέφερε σε μυρωμένους δρόμους τον επιτάφιο κάθε δικού μας ανθρώπου, υπόγεια, ιεροτελεστικά, ωραία ψυχαγωγικά, φρεσκοσκαμμένη φλέβα χρυσού που χαμογελούσε στα θεμέλια, συγκίνηση ανθοφορούσα, αναστάσιμη, λίγο πάνω από ό,τι ως τότε είχαμε αξιωθεί να ζήσουμε. Ένας γάμος στο χωριό θα παρέμενε αναμφίβολα μια ομοβροντία σημασιών μακρού βεληνεκούς, όμως στη συναυλία ήταν επιτρεπτή η είσοδος και στους εχθρούς, ήμασταν όλοι εκεί, αυτόκλητοι προσκεκλημένοι, να ψυχανεμιστούμε τι μας ένωνε και τι μας χώριζε.
Πηγαίναμε με τον πατέρα μου και τον αδερφό μου. Κάποτε, πιο σπάνια θα ακολουθούσε και η μάνα μας, όταν θα κατάφερνε η συνθήκη να διαπεράσει το ανδροκρατούμενο, για λίγο ακόμα, σθένος αυτών των εορτών. Και κοιτάζαμε, περισσότερο, παρά ακούγαμε, νοιώθαμε τον κοινό παλμό, κρυμμένοι πίσω από έναν θύσανο χλωρά ρεβίθια που έφερναν οι μικροπωλητές, θύσανο με πράσινη γεύση, που ακόμα μες στο στόμα μου ξυπνά κάθε που —σπάνια πλέον— ανεβαίνω σε κερκίδα. Κοιτάζαμε από μακριά, στο κέντρο μιας ξύλινης εξέδρας την ορθή φιγούρα του Ξυλούρη να τεντώνεται, τόξο σε πλήρη έκταση, κάτω από μια εκτυφλωτική λάμπα πυρακτώσεως που λες και τον έκαιγε ολόκληρο, πετούμενο ανήμπορο να αντισταθεί, πετούμενο που λιώνει τα φτερά του μέσα της, έτσι που έλεγε ο Ερωτόκριτος στον Πολύδωρο για την Αρετούσα του. Και τεντωνόταν στην απόλυτα αρσενική του διάταση, βέλος που σημαδεύει σιωπηλό τα ακριβά θηράματα, λαγούτο που σκορπάει προσευχές, στρώνει το φως για να πατήσει ο χρησμός, ορθός, αιώνια τανυσμένος πάνω απ’ την ανάγκη μιας αλήθειας, με ένα μικρόφωνο που έσταζε μες στα μουστάκια του την τελευταία σταγόνα του χρόνου -κερνούσανε οι γαμηλιώτες, κι ήτανε τώρα η σειρά του για να ευχηθεί. Κι έπινε λέγοντας ένα ακατανίκητο Ζαβαρακατρανέμια, σαν πήλινο της Φαιστού δίσκο, με τη νέα του Γραμμική Α΄, Ζαβαρακατρανέμια
σιβυλλικό, μυστηριώδες και πανίσχυρο, όπως κάθε ακατανόητο στον κόσμο πράγμα. Και ό,τι έλλειπε από νόημα, κάποιος θα το συμπλήρωνε πίσω απ’ την πλάτη μας, πάντα ίδιος και απαράλλαχτος, μόλις ξεκολλημένος απ’ το σώμα των κεκοιμημένων του Αρμένικου νεκροταφείου, εκεί, πίσω απ’ την κερκίδα, που ακόμα λαχταρούν τον ήχο της μπάλας που θα τους αναστατώσει.
Και μετά έλεγε το Πότε θα κάνει ξαστεριά. Και τεντωνόταν τώρα μέσα μας το χρέος για να φτάσει, κράτος νεοσύστατο που θα υπερασπιζόμασταν στην ώρα μας, χρέος ζωής ολόκληρης, έτσι που άφηναν παραγγελιά οι συνοφρυωμένες φιγούρες των παππούδων πλάι στο εικονοστάσι. Χλιαρό τρόπο δεν ξέραμε. Παίρναμε ο καθένας το δικό του μονοπάτι, να μεταφράσουμε κουτσά-στραβά τα Ζαβαρακατρανέμια του καιρού.
Το σαντούρι του Αριστείδη Μόσχου —ποτέ δεν ξέπεσε απ’ τη μνήμη μου αυτό το μυροβόλο όνομα— γλύκαινε τον τόπο με τις λαμπερές του κραυγούλες, η λύρα του Ξυλούρη έφερνε αέρα, απέναντι, απ’ τον Ψηλορείτη, που κι εκείνος κοίταζε προς τη γιορτή, απλώνοντας το μακρύ του σώμα πάνω απ’ τον Κρουσώνα και τ’ άλλα χωριά στις ρίζες του Ηρακλείου. Και το νταούλι φώναζε το προσκλητήριο. Και ο Μαρκόπουλος ανέμιζε άκομψα τα χέρια του στην άκρη της σκηνής — όχι, δεν είχε το μεθυσμένο πάθος ενός Θεοδωράκη, κανένα μεθυσμένο καράβι δεν διέπλεε την γαλήνια θάλασσα ενός ήχου που ήθελε επί τόπου να αρραβωνιάζει λύρες, λαγούτα, κανονάκια και σαντούρια με τις αδιευκρίνιστες ακόμα προθέσεις των ορχηστρικών περασμάτων —ίσως αυτό στην άκρη το νταούλι να ‘ταν το μόνο που επίμονα κρατούσε τα προσχήματα— όλα έμοιαζε να συμμερίζονται το μέτρο ενός πεδινού τοπίου που κοιτά κατά το Λιβυκό, και περιμένει τα πειρατικά, δίχως ακόμη να ‘χει αποφασίσει αν θα πολεμήσει ή αν θα παραδοθεί. Και όμως μας συνέπαιρνε. Με τον τρόπο του μεσήλικα που ήδη ήξερε, δεν αναζητούσε, και που άφηνε, αντίδωρο, τη χάρη ενός παιδικού, πίσω απ’ την αραιή οδοντοστοιχία, χαμόγελου. Όλα έβαιναν καλώς, αφού κι εκείνος γνώριζε τα βασικά, πως η μεταπολιτευτική πείνα για σύνθημα δεν ήθελε πολλά-πολλά για να στρώσει γιορτινό τραπέζι. Έφτανε η φωνή/ουράνιο τόξο του Ξυλούρη, κι η άλλη αργότερα, εκείνη με τη δωρική ευγένεια του Χαράλαμπου Γαργανουράκη —του ανθρώπου που γερακοκούδουνα καταχτυπούσανε τις κοντυλιές τους μες στο ίδιο του το όνομα— και μες στην, άλλου καιρού και άλλου τόπου, ησυχία της φωνής του Λάκη Χαλκιά, που μιλούσε για το νούμερο οχτώ, / που όλοι τον ξέρανε μ’ αυτό, / κι αυτός κρατούσε μυστικό / ποιο είναι το / ποιο είναι τ' όνομά του. Και λέω τώρα, τι σημασία θα είχαν άραγε εκείνες οι ωραίες μουσικές, αν εξ αρχής δεν προορίζονταν να ντύσουν ένα σύνθημα μες στην καρδιά μας, να το ανεμίσουνε στις πολεμίστρες της έξαρσης, τι θα ‘ταν ο Μαρκόπουλος και όλοι οι στρατευμένοι άνεμοι που μας φύσηξαν, για να μας πάνε, τυφλά ιστιοφόρα, απ’ το σκοτάδι της γλυκιάς μήτρας μιας καταγωγής που δεν προλάβαμε να αρθρώσουμε ολόκληρη, στο χλιαρό τίποτα της νυν απώλειας του Κέντρου μας, του μόνου άξιου τόπου θυσίας; Χωρίς εκείνην την καταγωγή θα περπατούσαμε λειψοί, δίχως καρδιά για να ζεσταίνει τις πράξεις. Έτσι θα γερνούσαμε στο ένα μισό του χρόνου μας. Το άλλο μισό θα περπάταγε σκυφτό, εκστατικό και έντρομο ανάμεσα στα μνήματα, θα κλωτσούσε την μπάλα του στα χαλίκια του γηπέδου του ΟΦΗ, θα μάτωνε τα γόνατά του, κι αυτό το αίμα θα ‘τανε το ίδιο το παράσημο του νοήματος, τάμα στο γυμνωμένο βυζί του κόσμου, που μας περίμενε για να μας βυζάξει.
Τι ήταν το πρόσωπο Γιάννης Μαρκόπουλος, μέσα σε όλα αυτά; Θυμάμαι τη γυναίκα τού Ξυλούρη, την Ουρανία, να αφήνει ένα αδιόρατο παράπονο στον αέρα πάνω απ’ τις ρακές που μας κερνούσε στο μαγαζί της, στην Πανεπιστημίου, παράπονο για τον τρόπο που ο άντρας της γεύτηκε την λίγη εξουσία των γύρω, ενώ μετά τον θάνατό του θα γινότανε πάλι σπουδαίος και άξιος κάθε ανταμοιβής. Αυτά δεν ήταν δεδομένα όσο ζούσε. Όχι για όλους. Και πλάι σ’ αυτά σκέφτομαι τι νόημα θα ‘χε σήμερα μια αμφιβολία που στήνει τη σκηνή της σαν τουρίστας στη σκιά της επίσημης ιστορίας; Σ’ αυτόν τον τόπο κάθε σημαντικό πράγμα γινόταν ερήμην της πλήρους αλήθειας, ο μύθος έστηνε μετέωρα κάστρα που μας φύλασσαν απ’ τους βαρβάρους, και που, όταν δεν ερχόντουσαν οι βάρβαροι, μας κατασπάρασσαν. Έτσι και τώρα. Κάποιος εκεί μέσα θα συμμαχούσε με τον Μαρκόπουλο του ΟΦΗ. Και ένας άλλος, κάτι σαν αδερφός του, θα οργιζόταν όταν θα τον έβλεπε να φορτώνει στο τρενάκι των υψηλών οραμάτων του τους Ελεύθερους πολιορκημένους —ναι, αυτούς του Σολωμού, όχι κάτι λιγότερο— λες και τους έπρεπε μια ακόμα αποσπασματική τύχη, και να τους ακουμπά όχι για να ξεγεννήσει ένα δεύτερο λαμπρό σύννεφο που θα φώτιζε τον τρόπο μας, αλλά για να ρουφήξει κάτι απ’ τους ανεξάντλητους χυμούς του, έτσι λέω. Το ήξερε; Δεν ξέρω. Ξέρω μονάχα πως πλάι στην διαρκή μέσα στα χρόνια καχυποψία σε σχέση με τις αγαθές ή μη προθέσεις, κάποιος, επιμελώς, στο βάθος, λαθράκουγε τα τραγούδια του, κάποιες ωραία στημένες μελωδίες που κοιτούσαν αναποφάσιστες προς το Κρητικό και προς το Λυβικό ταυτόχρονα, ποτέ δεν αποφάσιζαν οριστικά τη θέση τους, ακόμα κι όταν θα τις έσπρωχναν να μπουν με το ζόρι στα Μέγαρα της Μουσικής, ανακλάσεις νοσταλγίας κόσμου Άλλου, κόσμου στο μεταίχμιο, έτσι που η Κρήτη πάντα ήταν, έναν κάποιον ποταμό Λούσιο που πάντα εδώ, στο ίδιο μέρος, θα κατεβάζει τα νερά του, μια Λένγκω που πάντα θα μας τυραννά, μια ναζιάρα Ρόζα και έναν άντρα πολλά βαρύ, ανάμεσα σε λόγια παραπονεμένα, κι άλλοτε μαλαματένια, δασκάλων σαρδανάπαλων και άλλων τρυφερών της ψυχής μας όντων, και όλα αυτά όχι γυμνά, παρατημένα κι ορφανά, μα μαζεμένα σε γιορτή κάτω στης μαργαρίτας τ’ αλωνάκι, μακριά, ναι, μακριά πολύ, απ’ το Αϊβαλί, χίλια μύρια κύματα, αλλά πολύ βαθιά μες στο μεγάλο τραπέζι της οικογένειας που αγαπούσε να φιλονικεί την ώρα που οι οχτροί θα έμπαιναν ξανά στην πόλη κι εμείς το ίδιο πράγμα πάλι θα φωνάζαμε: Ζήτω και γεια!
Αλλά και πάλι, χωρίς τον αέρα του Ξυλούρη και του Γαργανουράκη, που κατέβαζαν έναν άλλον θεό μες στα τραγούδια του, και χωρίς την ιερή μαγκιά της Μοσχολιού, που έκανε και το τίποτα κάτι, τι θα ‘τανε αυτά που μένουν σήμερα στα χέρια μας; Δεν ξέρω. Και ίσως δεν πρέπει, πράγματι, να ξέρω. Όπως έλεγα σε έναν φίλο στη μέση κάποιας, για την τιμή των όπλων, διαμάχης, εγώ δεν είμαι κριτικός, μα ένας χαμηλόβαθμος —πράγμα που διαλαλώ με περηφάνια— λαθραναγνώστης της στιγμής, «του καιρού και της ευαισθησίας», για να κλέψω κι άλλους φίλους. Που θα πει πως οι Άγγελοί μου μέσα στην τρέχουσα μυθολογία τους δεν θα λογοδοτήσουν για την δεξιοτεχνία, κι ούτε για τις καλές τους προθέσεις. Θα δώσουν λόγο μόνο για τις λίγες φορές που, αφηρημένοι, πρόδωσαν τον καταγωγικό τρόπο μιας κοινότητας, που παρέμενε τέτοιας λάμψης και σημασίας, ώστε να θρέφει για αιώνες τόπους ακατάλυτους, σπόρους βαρύτιμους για το τώρα και για το αύριο. Αν ο Μαρκόπουλος υπήρξε συνεπής μέσα σε ετούτην την κοινότητα —που βύζαξε συμβολικά, και όχι μόνο, το ταλέντο του— είναι ίσως το μόνο ερώτημα που μένει να απαντήσουμε. Με την προϋπόθεση πως κάποτε ματώσαμε κι εμείς το γόνατό μας πλάι σε ένα Αρμένικο νεκροταφείο. Ας ήταν και στο όνειρο.
20, 27 Ιουνίου 2023