Μολδάβας ο ποταμός

Ο Ferenc Fricsay διευθύνοντας
Ο Ferenc Fricsay διευθύνοντας



Στα μου­σι­κά βά­θη κυ­λά­ει πά­ντα ένα πο­τά­μι. Όπως και στα όνει­ρα. Όχι βέ­βαια το κλώ­στι­νο βα­ρύ­θυ­μο υπό­λειμ­μα που υπο­γεί­ω­σε άφρο­να ο άσο­φος κυ­βερ­νή­της κα­τα­δι­κά­ζο­ντας στην αφά­νεια μια από τις επι­φα­νέ­στε­ρες πο­λυ­συ­ναι­σθη­τή­ριες πλα­τω­νι­κές ευ­το­πί­ες—ο λό­γος βέ­βαια για τον Ιλι­σό, τον μυ­στι­κό­πα­θο θεό και πο­τα­μό. Αλ­λά η εύ­το­νη και τα πά­ντα πλη­ρού­σα αδϊ­ά­κο­πη ροή, η ρό­θια η φα­σα­ριό­ζι­κη δια­με­σο­λα­βή­τρια υά­λι­νη πρό­σβα­ση στο φως και στο σκο­τά­δι, η ίδια η γό­νι­μη πλω­τή ενάρ­γεια που ου­δέ­πο­τε τελ­μα­τώ­νε­ται, ου­δέ­πο­τε ανα­χαι­τί­ζε­ται, η πιο βα­θύρ­ροη από το χρό­νο, η πιο βα­θυ­σκα­φής. Όπου με άγνω­στα ιζή­μα­τα, ενά­ρε­τα και κα­κο­ή­θη, πλέ­κο­νται οι γρί­φοι της μου­σι­κής πε­ρι­συλ­λο­γής και δύ­τες βύ­θιοι τους ανα­σύ­ρουν λά­μπο­ντας υγροί από τέ­χνη και αυ­θoρ­μη­σία ποι­η­τι­κή. Η μου­σι­κή χά­ρη του πο­τα­μού δύ­σκο­λα εγ­γί­ζει όσους δεν γνώ­ρι­σαν πο­λι­τεί­ες με πο­τά­μια, ή δεν συ­γκι­νή­θη­καν από τον οπτα­σια­σμό της αφή­γη­σής τους. Τη σι­γου­ριά της αρ­μο­νι­κής κα­τεύ­θυν­σης προς τις εκ­βο­λές, της απα­ρέ­γκλι­της προ­σή­λω­σης στο γα­μή­λιο συ­να­πά­ντη­μα με την αρ­μυ­ρή θά­λασ­σα των νε­ρών εκτε­λε­σμέ­νο κα­τά τα ποι­κί­λα πτω­τι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα—λα­μπρό­φω­να και απο­στο­μω­τι­κά τέ­λεια, υπο­λο­γι­στι­κά απα­τη­λά. Τη συ­νειρ­μι­κή ευ­ρε­σι­τε­χνία των δια­βα­τι­κών πε­ρα­σμά­των, την κα­τά­στα­ση συ­νε­χούς εντα­τι­κής επι­κοι­νω­νί­ας και το φτέ­ρω­μα της θέ­ας από ψη­λά που εξα­σφα­λί­ζουν οι γέ­φυ­ρες προ­σφέ­ρο­ντας ταυ­τό­χρο­να και τη δυ­να­τό­τη­τα της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής φα­ντα­σμα­γο­ρί­ας κα­τά τη μου­σι­κή τους εγκα­θί­δρυ­ση. Τον πε­ριο­ρι­σμό και συ­νά­μα την ασφά­λεια της απέ­να­ντι γνώ­ρι­μης όχθης εξι­σορ­ρο­πη­μέ­νον από την συ­νε­χώς ανα­τρο­φο­δο­τού­με­νη ρι­ψο­κίν­δυ­νη προσ­δο­κία, την σχε­δόν δια­τε­ταγ­μέ­νη πρό­κλη­ση του τε­λι­κού ανοίγ­μα­τος προς την άγνω­στη θά­λασ­σα. Τη μοί­ρα της άγνω­στης θά­λασ­σας. Το νεύ­μα των αρ­μο­νι­κών προς το άγνω­στο. Τα ηχο­χρω­μα­τι­κά σβη­σί­μα­τα της πα­ρό­χθιας βλά­στη­σης, τα καλ­λιερ­γη­τι­κά νε­ω­τε­ρι­κής μου­σι­κής πρω­ί­μι­σης. Τον ακου­στι­κό υπέρ-ρε­α­λι­σμό ενός αείρ­ρο­ου ονο­μα­το­ποι­η­τι­κού γκλι­σά­ντο συ­μπε­ρι­λη­πτι­κού όλων των δυ­να­τών φω­νών αμ­φί­βιων, που­λιών και εντό­μων, από την κλαγ­γή του αε­τού ως το βού­κι­νο του κύ­κνου, την ευ­στο­μία του αη­δο­νιού, τον ψί­θυ­ρο του χε­λι­δο­νιού, τον τρυ­λι­σμό του ορ­τυ­κιού, τον γογ­γυ­σμό του πε­ρι­στε­ριού, το τρο­χαίο κό­α­σμα του βα­τρά­χου—κυ­ρί­ως της αν­θρώ­πι­νης ρευ­στής και πλω­τής, πο­τα­μο­δί­αι­της, φω­νη­τι­κό­τη­τας: ρεύ­μα φω­νής, κα­τα­κλυ­σμός φω­νής, ρους και εύ­ροια λό­γων, κύ­μα­τα του τρα­γου­διού. Μό­νο ένας πο­τα­μός έχει στε­ρη­θεί το δώ­ρο των φω­νών. Ο νυ­κτός πο­τα­μός, πε­ρισ­σό­τε­ρο τέ­να­γος πα­ρά ροή, πε­ρισ­σό­τε­ρο στά­σι­μη θλί­ψη θο­λή από τα δά­κρυα όσων απο­χαι­ρε­τούν εκεί­νους που πε­θαί­νουν. Σπά­νιο ν’ ακου­στεί εκεί φω­νή άλ­λη από, κα­μιά φο­ρά, τα ελε­γεία ψι­θυ­ρί­σμα­τα αό­ρα­του κα­λα­μιώ­να. Μαύ­ρος πο­τα­μός του χτες και χω­ρίς αύ­ριο. Αλ­λά εμάς μας νιά­ζουν τα ζω­ντα­νά πο­τά­μια, ο πο­τα­μός – πό­ρος, πέ­ρα­σμα και ση­μείο διά­βα­σης, μέ­σο, τρό­πος, μέ­σο εξε­ρεύ­νη­σης, τέ­χνα­σμα των ζω­ντα­νών αν­θρώ­πων. Βί­ου πό­ρος, πο­ρεία ζω­ής, όχη­μα συ­γκι­νή­σε­ων, μου­σι­κός φο­ρέ­ας, για­τί:

«Τι ωραίο που εί­ναι να εί­σαι ζω­ντα­νός—έτσι εί­ναι, εί­ναι ωραίο να εί­σαι ζω­ντα­νός»

Ανα­φω­νεί (προς την ορ­χή­στρα, την πρώ­τη φο­ρά—τη δεύ­τε­ρη το ψι­θυ­ρί­ζει σχε­δόν εν­δό­μυ­χα σε μια δρα­μα­τι­κή απο­στρο­φή «εις εαυ­τόν») στα 40:47 λε­πτά του ποι­η­τι­κό­τε­ρου τεκ­μή­ριου πρό­βας ορ­χή­στρας της οπτι­κο­α­κου­στι­κής ιστο­ρί­ας του μου­σι­κού ήχου, ο σα­ρα­ντα­ε­ξά­χρο­νος αλη­σμό­νη­τος αρ­χι­μου­σι­κός Φέ­ρεντς Φρί­τσαϊ (1914-1963). Άρ­ρω­στος κιό­λας πο­λύ, με δυο εγ­χει­ρί­σεις να βα­ραί­νουν το εύ­θραυ­στο σώ­μα του, ήταν και εί­ναι ο αρ­χι­μου­σι­κός της αλή­θειας χω­ρίς την πα­ρα­μι­κρή διά­θε­ση για πε­ριτ­το­λο­γία κι­νή­σε­ων. 14 Ιου­νί­ου του 1960, και οδη­γεί για σα­ρά­ντα λε­πτά της ώρας την Συμ­φω­νι­κή Ορ­χή­στρα της Ρα­διο­φω­νί­ας της Στουτ­γάρ­δης στον παλ­μό της μου­σι­κής καρ­διάς ενός δε­κά­λε­πτου έρ­γου που εί­ναι η γέν­νη­ση, ή έκ­πτυ­ξη σαν από θαύ­μα από τον χει­μέ­ριο λή­θαρ­γο της ανυ­παρ­ξί­ας και η βιο­λο­γι­κή ωρί­μαν­ση και άν­δρω­ση ενός πο­τα­μού και μιας πα­τρί­δας, ένα συμ­βο­λι­κό θαύ­μα. Το έρ­γο εί­ναι ο «Ο Μολ­δά­βας» (Vltava,1874-1875), αρ. 2 από τον πα­τρι­δο­λα­τρι­κό κύ­κλο 6 συμ­φω­νι­κών ποι­η­μά­των με τον γε­νι­κό τί­τλο «Η πα­τρί­δα μου [Má vlast]» του Μπε­ντρ­ζίχ Σμέ­τα­να (1824-1884). Έρ­γο που μο­λο­νό­τι γεν­νιέ­ται στην έξαρ­ση του μου­σι­κού ρο­μα­ντι­σμού δια­βαί­νει τις κο­σμο­γο­νι­κές κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κές, αι­σθη­τι­κές, και μου­σι­κές, ανα­τρο­πές του ει­κο­στού και του ει­κο­στού πρώ­του αιώ­να με ανέ­πα­φη τη ρη­το­ρι­κή μου­σι­κή του δει­νό­τη­τα. Και πράγ­μα­τι δια­θέ­τει τις ρη­το­ρι­κές αρε­τές όπως τις διέ­κρι­ναν τα αρ­χαία ρη­το­ρι­κά κλα­σι­κά και με­τα­κλα­σι­κά εγ­χει­ρί­δια—σα­φή­νεια, κα­θα­ρό­τη­τα, ευ­κρί­νεια, μέ­γε­θος, σε­μνό­τη­τα, τρα­χύ­τη­τα, σφο­δρό­τη­τα, λα­μπρό­τη­τα, ακ­μή, κάλ­λος, γορ­γό­τη­τα, ήθος, αφέ­λεια, γλυ­κύ­τη­τα, λε­πτό­τη­τα, επιεί­κεια, αλή­θεια, βα­ρύ­τη­τα, δει­νό­τη­τα. Δη­λω­μέ­νο «συμ­φω­νι­κό ποί­η­μα» επι­βάλ­λε­ται σαν σπά­νια αυ­τάρ­κης μορ­φή με υβρι­δι­κές αρε­τές: την ακα­ριαία με­τα­φο­ρι­κή προ­φά­νεια της μου­σι­κής γλώσ­σας και την λο­γι­κό­τη­τα της ποι­η­τι­κής—μια μου­σι­κή πα­ρα­βο­λή που ακό­μα και οι σφορ­τσά­ντο κο­ρυ­φώ­σεις της έρ­χο­νται σαν φυ­σι­κές κραυ­γές από τα βα­θιά συ­γκι­νη­σια­κής υπε­ρεκ­χεί­λι­σης , σαν πα­σπαρ­τού δια­λά­μπο­ντα ορει­χάλ­κι­να επι­φω­νή­μα­τα εκεί που η λε­κτι­κή έκ­φρα­ση υστε­ρεί, απο­σκο­ρα­κί­ζο­ντας τη νο­θεία του στόμ­φου, την απλοϊ­κό­τη­τα της ιδε­ο­λο­γι­κής κο­ρό­νας ή του το­πιο­γρα­φι­κού προ­γράμ­μα­τος.

Ας φα­ντα­στού­με τον πο­τα­μό-άγαλ­μα —νέ­ον άντρα, διο­γε­νή, ηρω­ι­κά γυ­μνόν, αγή­ρω και άλυ­πον, λει­τουρ­γό μιας φυ­σι­κής αρ­χής, μια δύ­να­μη που κέρ­δι­σε με πό­λε­μο την ισορ­ρο­πη­μέ­νη ανά­παυ­ση τής μορ­φής— της κλει­σμέ­νης μέ­σα στα ρέ­ο­ντα πε­ρι­γράμ­μα­τά της, ας πού­με τον μι­σο­ξα­πλω­μέ­νο «Ιλι­σό» του δυ­τι­κού αε­τώ­μα­τος του Παρ­θε­νώ­να. Ας φα­ντα­στού­με μου­σι­κά ενά­μιλ­λο, απεί­κα­σμα ρευ­στής ζω­ής, τον Μολ­δά­βα.



Στιγ­μιό­τυ­πα ενός μα­θή­μα­τος μου­σι­κής

Απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση σπο­ρά­δην της πρό­βας του «Μολ­δά­βα» του Σμέ­τα­να με τον Φέ­ρεντς Φρί­τσαϊ και την Συμ­φω­νι­κή Ορ­χή­στρα της Ρα­διο­φω­νί­ας της Στουτ­γάρ­δης, στις 14.6.1960. Για το οπτι­κο­α­κου­στι­κό ντο­κου­μέ­ντο στο ακέ­ραιο βλέ­πε πιο κά­τω στα Βι­βλιο­γρα­φι­κά. Η πρώ­τη αριθ­μη­τι­κή έν­δει­ξη εί­ναι λε­πτά της ώρας που αντι­στοι­χούν στα λε­γό­με­να. Οι αγκύ­λες πε­ριο­ρί­ζουν προ­τρο­πές με φω­νή ή κί­νη­ση του μα­έ­στρου ή κά­ποιες ει­δο­ποι­ή­σεις της γρά­φου­σας.

4:20 Κύ­ριοι, έχω την εντύ­πω­ση, και νά πώς το φα­ντά­ζο­μαι, νο­μί­ζω πως μπο­ρεί να σας εν­δια­φέ­ρει, την πρώ­τη στιγ­μή που ο Μολ­δά­βας αρ­χί­ζει να κυ­λά­ει, αυ­τή η μι­κρή, πο­λύ μι­κρή αχτί­δα φω­τός, εί­ναι ξέ­νοια­στη, παι­χνι­δί­ζει όλο ευ­τυ­χία, κυ­λά­ει κά­τω από τον ήλιο για πρώ­τη φο­ρά [ο ΦΦ δεί­χνει και τρα­γου­δά­ει, στο εξής ΦΦ] εδώ θα μου άρε­σε, όταν αυ­τή η πρώ­τη μι­κρού­λα αχτί­να πα­ρου­σιά­ζε­ται, μια στα­γό­να νε­ρού εμ­φα­νί­ζε­ται, που ση­μαί­νει [ΦΦ] Παίξ­τε το σαν ηχό­χρω­μα … κι εκεί αντα­πο­κρί­νε­στε στην άρ­πα…

7:27 Για μέ­να, εί­ναι αυ­τό το αί­σθη­μα που εκ­φρά­ζει τον ερ­χο­μό στη ζωή [αί­σθη­μα] θαυ­μα­σμού και χα­ράς [ΦΦ] σχε­δόν χο­ρός. Πα­ρα­κα­λώ προ­σπα­θή­στε … Χρειά­ζε­ται να κά­νε­τε υπο­μο­νή στην αρ­χή… μέ­χρι να κα­τα­λά­βου­με ο ένας τον άλ­λον … Αλ­λά ύστε­ρα, θα δεί­τε, θα εί­ναι μια χα­ρά …

8:25 Κύ­ριε Γκλας [=το πρώ­το φλά­ου­το της ορ­χή­στρας] και το πρώ­το κλα­ρι­νέ­το πρέ­πει να απα­ντά­τε ο ένας στον άλ­λον [ΦΦ] Ωραία, σω­στά… αυ­τό ήταν το πρώ­το μι­κρού­τσι­κο ρυά­κι…Τώ­ρα το δεύ­τε­ρο ρυά­κι κα­τα­φτά­νει επί σκη­νής. Δια­σταυ­ρώ­νο­νται και κυ­λούν χα­ρού­με­να το ένα δί­πλα στο άλ­λο και πρέ­πει να το νιώ­σω αυ­τό… παίρ­νουν τον ήχο από το στό­μα μου κα­τά κά­ποιον τρό­πο … [ΦΦ] το πε­τύ­χα­με τώ­ρα… ωραία … δεν έχει και τό­ση ση­μα­σία αν κά­νε­τε λά­θη τώ­ρα … αρ­κεί η ατμό­σφαι­ρα να εί­ναι σω­στή. Δεν με­τρούν οι λά­θος νό­τες, εντά­ξει;

10:28 Μπρά­βο – θαυ­μά­σια! Τώ­ρα εί­ναι μου­σι­κή δω­μα­τί­ου και μπο­ρεί κα­νείς ν’ ακού­σει και τα τέσ­σε­ρα μέ­ρη. Άξι­ζε λί­γη ανα­στά­τω­ση…

10:51 Όπως το βλέ­πω εγώ, εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά που αυ­τό το νε­α­ρό πλά­σμα, που εί­ναι τώ­ρα ύπαρ­ξη ζω­ντα­νή μπρο­στά μας και αρ­χί­ζει να κυ­μα­τί­ζει. Νά τα πρώ­τα ση­μά­δια μιας νέ­ας ζω­ής. Που ση­μαί­νει [ΦΦ] χα­ρά και παι­χνί­δι.

11:43 Πιο ξέ­νοια­στα, κύ­ριοι. Εί­μα­στε ακό­μα τό­σο νέ­οι …

12:29 Ευ­χα­ρι­στώ πο­λύ, ευ­χα­ρι­στώ … Ήταν κά­πως επι­τη­δευ­μέ­νο. Νο­μί­ζω στο «Μολ­δά­βα» το πιο ωραίο πράγ­μα εί­ναι αυ­τή η αγά­πη για την πα­τρί­δα. Κι αυ­τό αρ­χί­ζει να εκ­δη­λώ­νε­ται με αυ­τό το τρα­γού­δι [των εγ­χόρ­δων]… Ελά­τε … Τρα­γου­δή­στε… τώ­ρα…

13:15 [ο ΦΦ προς τα κόρ­να] Ένας ωραί­ος ζου­με­ρός ήχος. Όλη η ορ­χή­στρα μα­ζί … η με­τά­βα­ση ήταν λί­γο αδέ­ξια…

16:59 [ο ΦΦ προς τα κόρ­να] Ο ήχος σας πρέ­πει να γί­νει επι­θε­τι­κός. Δεν πρό­κει­ται για ακο­μπα­νια­μέ­ντο.

19:05 [ο ΦΦ προς τα τύ­μπα­να] Ξαφ­νι­κά ο ήχος σας να σκο­ντά­ψει πά­νω σ’ έναν με­γά­λο βρά­χο. Κά­ντε το [τα κόρ­να δο­κι­μά­ζουν] Όχι, βιά­ζε­στε να σκο­ντά­ψε­τε. Εί­ναι πο­λύ ήπιο.

19:43 Ο Σμέ­τα­να το έγρα­ψε τό­σο ωραία εκεί που έχου­με το πρώ­το μέ­τρο του τρί­γω­νου… νο­μί­ζω, «με κομ­ψό­τη­τα»! Τώ­ρα, ένας παί­κτης του τρί­γω­νου θα μπο­ρού­σε να ρω­τή­σει, πώς χτυ­πούν το τρί­γω­νο «με κομ­ψό­τη­τα»; Τό­τε δεν θα πρό­κει­ται για παί­κτη του τρί­γω­νου. Εντά­ξει [απευ­θυ­νό­με­νος στον εκτε­λε­στή], εσείς δεν ρω­τά­τε, έτσι δεν εί­ναι;

20:04 Μια στιγ­μή κύ­ριοι! [δια­κό­πτει την ορ­χή­στρα], συγ­χω­ρή­στε με αλ­λά δεν αντέ­χω να μην το πω … Θυ­μά­μαι κά­τι αντί­στοι­χο. Το θέ­μα δεν εί­ναι ίσως εντε­λώς ισο­δύ­να­μο, αλ­λά θα κα­τα­λά­βε­τε τι εν­νοώ. Ύστε­ρα από μια σφο­δρή κα­ται­γί­δα ακο­λου­θεί τι άλ­λο; μια ωραία λια­κά­δα. Κι έξαφ­να ένα μι­κρό ου­ρά­νιο τό­ξο ξε­μυ­τί­ζει ευ­τυ­χι­σμέ­νο στο φως του ήλιου και λιά­ζε­ται. Δυο τρία εκα­το­στά πιο πέ­ρα, ένα άλ­λο ου­ρά­νιο τό­ξο φα­νε­ρώ­νε­ται ξαφ­νι­κά, απο­λαμ­βά­νει κι αυ­τό τον ήλιο και πα­ρα­τη­ρεί τον γεί­το­να, και τί πιο φυ­σι­κό στη λια­κά­δα και στην άνοι­ξη, αρ­χί­ζει να ερω­το­τρο­πεί μα­ζί του. Έξαφ­να το πρώ­το ου­ρά­νιο τό­ξο γυρ­νά­ει και του λέ­ει: «Δε βλέ­πεις βρε βλά­κα πως εί­μαι η ου­ρά σου;;» Κα­τά κά­ποιον τρό­πο, το μέ­ρος με τα δυο φλά­ου­τα … το ένα …και το άλ­λο…Πα­ρα­κα­λώ…Η λια­κά­δα πρέ­πει να αστρά­φτει…

23:53 Προ­τού σβή­σουν τα κόρ­να, κύ­ριοι, υπάρ­χει ένα δύ­σκο­λο, δύ­σκο­λο ση­μείο … οι αντα­πα­ντή­σεις των κόρ­νων να έρ­χο­νται από όλες τις κα­τευ­θύν­σεις … τα κόρ­να δεν εί­ναι μία ομά­δα. Ευ­χα­ρι­στώ. Τώ­ρα, πα­ρα­κα­λώ, όχι επει­δή το λέ­ει η παρ­τι­τού­ρα, αλ­λά [ΦΦ] απα­ντή­στε ο ένας στον άλ­λον και σο­λά­ρε­τε ο κα­θέ­νας με αυ­τές τις με­λω­δι­κές φρά­σεις από όγδοα. Θα δεί­τε τι ωραίο που θα εί­ναι. Το τέ­ταρ­το κόρ­νο με πιο έντο­νες πα­ρεμ­βο­λές [τα κόρ­να παί­ζουν]. Έξο­χα, κύ­ριοι [ΦΦ] Κόρ­να και έγ­χορ­δα. Κυ­νή­γι τώ­ρα στο δά­σος.

26:51 Τρο­μπέ­τα, εσύ δί­νεις το σύν­θη­μα για το κυ­νή­γι.

27:56 … δεν ακούω—ίσως επει­δή το κά­νου­με πρώ­τη φο­ρά—αυ­τή τη χα­ρά, όχι του κυ­νη­γιού αλ­λά των κυ­νη­γό­σκυ­λων [ΦΦ]

29:12 Ένα κά­λε­σμα του κόρ­νου στο δά­σος, και ένα άλ­λο αό­ρα­το τού απα­ντά. Αφή­στε τον ήχο να σβή­σει. Παίξ­τε λί­γο πιο σο­λι­στι­κά. Νο­μί­ζω πως μπο­ρώ να σας ζη­τή­σω να κά­νε­τε έναν πιο σο­λι­στι­κό ήχο.

29:58 Θα ήθε­λα να σας προ­τεί­νω, κά­τι που θα ήθε­λα να σας πω, αν οι κά­με­ρες της τη­λε­ό­ρα­σης δεν ήταν εδώ… Αλ­λά νο­μί­ζω πως εδώ παί­ζου­με για ένα με­γά­λο κοι­νό που κα­τά κά­ποιον τρό­πο θα κα­τα­λα­βαί­νει αυ­τή τη μου­σι­κή από την οπτι­κή άπο­ψη. Βρι­σκό­μα­στε σε έναν χω­ριά­τι­κο γά­μο, γι’ αυ­τήν την πρω­τό­γο­νη δύ­να­μη και αγαρ­μπο­σύ­νη θα ήθε­λα κά­τι σαν [ο ΦΦ δεί­χνει τη δο­ξα­ριά]…βάλ­τε δο­ξά­ρι, χτυ­πή­στε τη γρο­θιά σας δυ­να­τά στο τρα­πέ­ζι σα να λέ­με. Νο­μί­ζω πως σ’ αυ­τές τις ανα­το­λι­κές χώ­ρες, εντά­ξει, απ’ όπου κι εγώ κα­τά­γο­μαι,—έτσι δεν εί­ναι—εί­ναι αυ­τή η ορ­μή κα­τά κά­ποιον τρό­πο και αμέ­σως με­τά μια αιφ­νί­δια ηπιό­τη­τα [ΦΦ] Πα­ρα­κα­λώ ξε­σπά­στε, εκρα­γεί­τε ελεύ­θε­ρα! [ΦΦ] Θα ήθε­λα ένα πιο μα­κρύ δο­ξά­ρι, μάλ­λον βά­τρα­χο [ο ΦΦ ανα­φέ­ρε­ται στο εξάρ­τη­μα του δο­ξα­ριού], θα μου άρε­σε ακό­μα κι ένα βα­τρα­χί­σι­μο [πά­λι ανα­φο­ρά στη χρή­ση του δο­ξα­ριού] αλ­λά που να έχει ωστι­κή δύ­να­μη. .. Θα προ­τι­μού­σα να πά­ει να πε­τά­ξει το δο­ξά­ρι κι εσείς να το κυ­νη­γά­τε στον αέ­ρα να το φτά­σε­τε [ΦΦ] Επι­τρέψ­τε μια στιγ­μή χα­ράς … Αλ­λά, κύ­ριοι, μέ­τζο φόρ­τε, οπό­τε κρα­τή­στε απο­θέ­μα­τα για το κρε­σέ­ντο [ΦΦ] αυ­τή ακρι­βώς τη στιγ­μή που στα­μά­τη­σα ο ήχος δεν πρέ­πει πια να εί­ναι κομ­ψός αλ­λά σαν κρα­σο­πό­τη­ρα που τσου­γκρί­ζουν και μπό­τες που ακού­γο­νται [ΦΦ] Όχι αυ­τό το κόλ­λη­μα στη γη, αλ­λά μια πόλ­κα [ΦΦ]. Νο­μί­ζω πως δεν νιώ­θε­τε πό­σο θαυ­μά­σιο αί­σθη­μα εί­ναι όταν χο­ρεύ­ουν τα ζευ­γά­ρια με τα πο­λύ­χρω­μα ρού­χα τους, και ξαφ­νι­κά όλοι να σκύ­βουν λι­γά­κι, έτσι δεν εί­ναι; και ξαφ­νι­κά γί­νε­ται όλο γλύ­κα και ευ­γέ­νεια [ΦΦ] Το χω­ριά­τι­κο γά­μο πα­ρα­κα­λώ μια τε­λευ­ταία φο­ρά, αν εί­μα­στε τυ­χε­ροί.

36:51 Πιο απα­λά, πιο γλυ­κά. Ο χω­ριά­τι­κος γά­μος δεν τε­λεί­ω­σε ακό­μα. Μό­νο ο πο­τα­μός χά­θη­κε. Τον αφή­νου­με πί­σω μας το γά­μο αλ­λά οι ήχοι του αρ­γο­πο­ρούν λι­γά­κι να χα­θούν [ΦΦ] [ο ΦΦ απευ­θύ­νε­ται στο πρώ­το φλά­ου­το] ο ήχος της μι­κρής κα­μπά­νας του χω­ριού κα­θυ­στε­ρεί λί­γο ακό­μα. Έτσι, επι­μεί­νε­τε λι­γά­κι πε­ρισ­σό­τε­ρο, συ­μπε­ρι­φερ­θεί­τε σαν κα­μπά­να [ΦΦ] Ακού­στε το φλά­ου­το!! Χα­λα­ρώ­στε…

38:20 Ακού­στε το κο­ντρα­μπά­σο: σκο­τει­νιά­ζει σκο­τει­νιά­ζει…

38:49 Τώ­ρα ο νε­α­ρός πο­τα­μός μας αν­δρώ­θη­κε και τώ­ρα φουρ­του­νιά­ζει. Αυ­τό ήταν το με­γά­λο βά­πτι­σμα του πυ­ρός. Και τώ­ρα—τώ­ρα ακο­λου­θεί την πο­ρεία του. Προς την εστία της τσέ­χι­κης ιστο­ρί­ας. Στο Βί­σε­χραντ. Όπου στέ­κει και στέλ­νει χαι­ρε­τι­σμό.

39:53 Ο πάν­θη­ρας εί­ναι έτοι­μος για το με­γά­λο άλ­μα… Ας χα­ρού­με τον ήχο όλοι μα­ζί, κύ­ριοι, πιού μό­σο…[ΦΦ]

40:47 Τι ωραίο που εί­ναι να εί­σαι ζω­ντα­νός—έτσι εί­ναι, εί­ναι ωραίο να εί­σαι ζω­ντα­νός

42:00 Βλέ­πω πως το πή­ρα­τε κά­πως πο­λύ κα­τά γράμ­μα …[ΦΦ] Με­τά το άλ­μα, κύ­ριοι, …[ΦΦ] πρέ­πει να σας ζη­τή­σω μια τε­λευ­ταία ζω­η­ρή ει­κό­να. Συ­νο­δέ­ψα­με το πο­τά­μι, και μπο­ρώ να πω γί­να­με πράγ­μα­τι ένα με τον πο­τα­μό, και τώ­ρα στα­μα­τά­με πά­νω σ’ ένα βου­νό και ο αγα­πη­μέ­νος πο­τα­μός μάς αφή­νει. Κι αυ­τό ση­μαί­νει [ΦΦ] να ξε­μα­κραί­νει όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο, Τον κοι­τά­ζε­τε και μό­νο μια αση­μέ­νια ρί­γα φαί­νε­ται κά­που μα­κριά [ΦΦ] ο πο­τα­μός δεν ξε­μα­κραί­νει κυ­λώ­ντας, αλ­λά σπεύ­δει να απο­μα­κρυν­θεί· κι αυ­τό το κρε­σέ­ντο εί­ναι σαν αντίο … μό­νο μια αση­μέ­νια ρί­γα [ΦΦ] …την τε­λευ­ταία στιγ­μή!...Φαί­νε­ται ακό­μα!! Αφή­στε την να σβή­σει … Το τέ­μπο εί­ναι στον ασθε­νή χρό­νο …Συγ­γνώ­μη, κύ­ριοι, αν εί­χα θε­λή­σει τη συγ­χορ­δία έτσι παιγ­μέ­νη, θα εί­χα κά­νει αυ­τό [ο ΦΦ δεί­χνει την κί­νη­ση] Χω­ρίς βά­ρος …έτσι [δεί­χνει] Πα­ρα­κα­λώ ελά­τε στο κέ­ντρο των πτώ­σε­ων, Ένα-α-α-α …

[ Ακο­λου­θεί η κα­νο­νι­κή συ­ναυ­λία μπρο­στά σε κοι­νό ]


Δι­κτυο­γρα­φι­κά - Βι­βλιο­γρα­φι­κά

14 Ιου­νί­ου 1960: Ο Φέ­ρεντς Φρί­τσαϊ (1914-1963) σε πρό­βα του συμ­φω­νι­κού ποι­ή­μα­τος του Μπε­ντρ­ζίχ Σμέ­τα­να (1824-1884) «Ο Μολ­δά­βας» (Vltava,1874-1875, αρ. 2 από τον πα­τρι­δο­λα­τρι­κό κύ­κλο 6 συμ­φω­νι­κών ποι­η­μά­των με τον γε­νι­κό τί­τλο «Η πα­τρί­δα μου [Má vlast]. Και στην εκτέ­λε­ση μπρο­στά σε κοι­νό. Ο τύ­πος «Φρί­ντριχ» που ακού­γε­ται να χρη­σι­μο­ποιεί ο Γερ­μα­νός εκ­φω­νη­τής για το μι­κρό όνο­μα του Σμέ­τα­να, εί­ναι η γερ­μα­νι­κή μορ­φή του «Μπε­ντρ­ζίχ».


Ερ­γο­βιο­γρα­φι­κά του Φέ­ρεντς Φρί­τσαϊ

http://​www.​ferenc-​fricsay.​net/​bioge.​htm

Ει­σα­γω­γή στην όπε­ρα «Φι­ντέ­λιο» έρ­γο 72 ή πώς να το­νί­ζου­με το επώ­νυ­μο «Σμέ­τα­να» (Nicolas Slonimsky, Bakers Biographical Dictionary of Musicians, 7η έκδ., λήμ­μα «Smetana»: «Το όνο­μα [του Σμέ­τα­να] προ­φέ­ρε­ται με τον τό­νο στην προ­πα­ρα­λή­γου­σα· ο ίδιος ο Σμέ­τα­να έλε­γε πως ο ρυθ­μός οφεί­λει να εί­ναι ταυ­τό­ση­μος με το ρυθ­μό της πρώ­της φρά­σης της Ου­βερ­τού­ρας “Φι­ντέ­λιο” του Μπε­τό­βεν». (Πρ­βλ. και Βλα­ντί­μιρ Να­μπό­κοφ, Μα­θή­μα­τα για τη ρω­σι­κή λο­γο­τε­χνία : Γκό­γκολ, Το παλ­τό: «Πώς να κα­τα­λά­βει κά­ποιος έναν συγ­γρα­φέα αν δεν αρ­χί­σει από τα βα­σι­κά, ακό­μα και από την ορ­θή προ­φο­ρά του ονό­μα­τός του;»)


Απεί­κα­σμα ρευ­στής ζω­ής : η έκ­φρα­ση ανή­κει στον Χρή­στο Κα­ρού­ζο (Μι­κρά κεί­με­να: Ένας θη­σαυ­ρός κ’ ένας αγώ­νας)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: