Σ
ε αντίθεση με τον πεζό λόγο που περπατάει σε ομιλία και σκέψη και μας συνοδεύει ή μας οδηγεί προς κάποιο τέλος ή συμπέρασμα, ο ποιητικός λόγος συχνά κοντοστέκεται, άλλοτε γυρίζει πίσω, άλλοτε τραγουδάει, και κάποιες φορές κατορθώνει να πετάξει ή τουλάχιστον σηκώνεται να χορέψει. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να συγκινήσει όχι μόνο με το σύνολο του νοήματός του αλλά και με το στίχο ή τη στροφή που μένει στο μυαλό και μας ακολουθεί όπως μια μουσική «στα διαστήματα των στοχασμών» όπως λέει ο ποιητής. Όπως και η μουσική έμπνευση που μαζεύει ήχους και τους βάζει σε κάποια διάταξη και τους χρωματίζει ανάλογα για να φτιάξει μελωδία, ρυθμό, αρμονία, έτσι και η ποιητική έμπνευση μαζεύει ήχους λέξεων και λέξεις και τις βάζει σε τάξη τέτοια ώστε από τέτοια ηχηρά νοήματα να βγαίνει αλήθεια που πιστοποιείται από τη συγκίνηση που μας καθηλώνει και μερικές φορές καταφέρνει να μας λυτρώνει. Η ποιητική έμπνευση αναγνωριζόταν από παλιά για την ιδιαιτερότητά της και αρχικά ήταν τεκμήριο αλήθειας: κάποια θεά ή μούσα πρέπει να συμμετείχε ψιθυρίζοντας στο αφτί του Ησίοδου, του Αναξίμανδρου, του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη την μουσική των λόγων τους. Δεν ζητούμε πια από τους ποιητές να μας δώσουν αποκαλυπτικά τοπία της πραγματικότητας, μολονότι ακόμη και στις μέρες μας το «Άξιον Εστί» ή ο «Ερωτικός Λόγος» ακολουθούν την παράδοση του Δάντη που μας περιδιαβάζει από το ακίνητο παγωμένο κέντρο της προδοσίας μέχρι τον Έρωτα στον Ουράνιο Θόλο που κινεί τον Κόσμο. Ποιον κόσμο; Τον μικρό τον μέγα; Τον κόσμο (που) είναι απλός; Τον κόσμο που τελειώνει με έναν λυγμό;
Διάλεξα για δεύτερη δόση της ποίησης του Λάρκιν όχι κάτι που παραπέμπει σε ηθικές και μεταφυσικές αγωνίες, αλλά θέματα πιο πεζά, για να φανεί η σημασία του ποιητικού λόγου ακόμη και σ’ αυτά: Πόσο μπορεί η ποίηση να τα μετουσιώσει, όπως μας είπε ο Αλεξανδρινός στην «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου»;
Το «Vers de société» διαβάζεται μέσα σε απόηχους του «Όσο μπορείς» (εκείνες ‘τες πολλές κινήσεις και ομιλίες’), του «Απ’ τες εννιά» (είναι η ίδια λάμπα μέσα στο βράδυ του ποιητή) και της γενικής δομής του «Ομνύει» (για την κατάληξή του).
Σε αντίθεση με το «Vers de société» που στρέφεται στο πρόβλημα των σχέσεων με τους άλλους, η «Άγνοια» ακουμπά στη γενική ανθρώπινη κατάσταση της αβεβαιότητας που ξεκινά από την αβέβαιη γνώμη, περνά στα πράγματα που αντίθετα με μας λειτουργούν με σιγουριά, και γυρνά στα πράγματα του σώματός μας που θα φέρουν το τέλος μας, ενώ εμείς θα αγνοούμε πάντα το γιατί πεθαίνουμε.
Το «Έρωτας ξανά» είναι ‘κρυφό ποίημα’: δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του Larkin. Εδώ η πεζή μορφή του γεροντικού πια έρωτα (ξανά) μετουσιώνεται ποιητικά με την εξομολόγηση που λειτουργεί εδώ σαν αρχή ψυχαναλυτικής συνεδρίας. Εδώ μια αντιπαράθεση με το «Θυμήσου Σώμα» και το «Μια Νύχτα» του Αλεξανδρινού δίνει την άλλη όψη του έρωτα όπως τον θυμάται μέσα από την μοναξιά των γερατειών.