Η Τζόις Κάρολ Όουτς (Joyce Carol Oates, Λόκπορτ, Νέα Υόρκη, 1938) είναι μια από τις πιο δημοφιλείς και πολυσχιδείς Αμερικανίδες συγγραφείς. Έχει εκδώσει πολυάριθμα μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, νουβέλες και ποιήματα, ενώ έχει τιμηθεί με πολύ σημαντικές λογοτεχνικές διακρίσεις (Εθνικό Λογοτεχνικό Βραβείο «National Book Award», βραβείο σύντομης φόρμας «O. Henry Award», «Bram Stoker Award», «Pen / Malamud Award», το γαλλικό «Prix Femina», μεταξύ άλλων). Το 2011 έλαβε την ανώτερη διάκριση της χώρας της, το Εθνικό Ανθρωπιστικό Μετάλλιο. Παράλληλα, ήταν πολλές φορές υποψήφια για το βραβείο Νόμπελ, αλλά και για το βραβείο Πούλιτζερ το 2004.
Σε σχέση με την τέχνη της, η Κάρολ Όουτς έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα συμπαγές έργο όχι μόνο ως μυθιστοριογράφος, αλλά και ως διηγηματογράφος, χρησιμοποιώντας όλα τα εργαλεία που διαθέτει προκειμένου να πει τις ιστορίες της. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας John Barth, «Η Joyce Carol Oates καλύπτει όλο τον αισθητικό χάρτη». Όσον αφορά στην ποίησή της, η οποία είναι ίσως λιγότερο γνωστή, η κριτική την αντιμετώπισε αρχικά με επιφύλαξη, μη θεωρώντας πως αξίζει να μελετηθεί ως αυτόνομο κομμάτι του έργου της. Ωστόσο, η Όουτς δημοσίευσε την πρώτη της ποιητική συλλογή «Women in Love» μόλις το 1968, ενώ πολλά από τα ποιήματα που έγραψε στο πέρασμα του χρόνου θεωρούνται σήμερα κλασικά, όπως το ποίημα με τον τίτλο «Γυναίκες των οποίων η ζωή είναι το Φαγητό, Άντρες των οποίων η ζωή είναι τα Λεφτά» από την ομώνυμη συλλογή «Women Whose Lives Are Food, Men Whose Lives Are Money» (1978). Το ποίημα, γραμμένο σε πεζό, αφηγηματικό στυλ, απεικονίζει τους Αμερικανούς στο δεύτερο μισό ενός βίαιου και συναρπαστικού αιώνα ενώ βρίσκονται στο επίκεντρο της παγκόσμιας δύναμης. Στον απόηχο του αμερικανικού ονείρου, μπερδεμένοι, παρορμητικοί, επιταχύνοντας και ψηλαφίζοντας το δρόμο τους προς την κατανόηση των συνθηκών επιβίωσης και την επίτευξη της επιτυχίας, άνδρες και γυναίκες βλέπουν τον εαυτό τους να καθρεφτίζεται στους στίχους του ποιήματος αυτού που περιγράφει μια τυπική εργάσιμη εβδομάδα. Οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής που επιβάλλουν στους άνδρες η οικονομική ανάπτυξη και η κουλτούρα της τηλεόρασης και του καταναλωτισμού, έρχονται σε αντίθεση με την αργή, βαρετή ρουτίνα των γυναικών, που βρίσκονται πίσω από το αρχέτυπο της μεσοαστικής νοικοκυράς. Κατά τον ίδιο τρόπο, η πραγματική ζωή έρχεται σε αντίθεση με την τηλεοπτική πραγματικότητα. Εν τέλει, η μοναξιά και η αποξένωση χαρακτηρίζουν τις σχέσεις των ατόμων, το χάσμα μοιάζει αγεφύρωτο καθώς οι άνθρωποι, ανήμποροι, παρακολουθούν το κενό να παρασέρνει σαν ποτάμι την όποια στοχαστική τους διάθεση.
Η Όουτς ασχολείται με τη διατύπωση του αμερικανικού ονείρου και το πώς αυτό άλλαξε και οξύνθηκε μέσα στις δεκαετίες της αμερικανικής ευημερίας και υπεροχής. Οι χαρακτήρες της είναι συχνά πρότυπα του έθνους και η ανάπτυξή τους από την αφέλεια στη σοφία και τον πόνο αντανακλά πτυχές του εθνικού πεπρωμένου όπως αυτές καθρεφτίζονται στην εξελισσόμενη κοινωνία που την περιβάλλει. Ζώντας στο Ντιτρόιτ, το καύχημα της αυτοκινητοβιομηχανίας στη δεκαετία του 1960, η Όουτς βίωσε το πώς είναι να ζει κανείς στην καρδιά της αμερικανικής οικονομικής ζωής: «Ό,τι είναι καλό για τη General Motors είναι καλό για την Αμερική». Στην πόλη, ωστόσο, ξέσπασαν οι γνωστές Ταραχές του Ιουλίου του 1967, αποκαλύπτοντας την υπολανθάνουσα σκοτεινή πλευρά της φτώχειας και της οργής, αποτέλεσμα του σταδιακού οικονομικού μαρασμού της περιοχής. Χαρακτηριστικά, στο ποίημα της Όουτς, αργόσχολοι έφηβοι, μακρυκάνικα παιδιά, περνούν το χρόνο τους πηδώντας νερόλακκους στο υπαίθριο πάρκινγκ της GM. Κανείς δεν τους ζηλεύει, γράφει αποφθεγματικά. Έτσι, παρατηρώντας την έλλειψη ριζών, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την απογοήτευση που επικρατούν, τη βρώμικη με άλλα λόγια πραγματικότητα πίσω από τα λαμπερά διαφημιστικά σποτ, το βλέμμα της για τις Ηνωμένες Πολιτείες αποκαλύπτει ένα έθνος γεμάτο τραγωδίες που οδεύει προς μια όλο και μεγαλύτερη βία στη δημόσια και ιδιωτική ζωή. Χωρίς θρησκευτικό μήνυμα, αλλά μάλλον με στάση παρατηρητή και μάρτυρα, σκιαγραφεί τις δυσκολίες των Αμερικανών καθώς προσπαθούν να βρουν αγάπη και ειρήνη σε έναν πολιτισμό που τους οδηγεί στην καταστροφή και το θάνατο.
Στα διεισδυτικά δράματα της Όουτς, πολύ συχνά μελοδράματα, εξετάζεται, όπως σε ολόκληρο το έργο της, η αγροτική φτώχεια, η σεξουαλική κακοποίηση, οι ταξικές εντάσεις, η επιθυμία για εξουσία, η παιδική ηλικία, καθώς και η εφηβεία των γυναικών ή ο υπερφυσικός τρόμος. Από το πρώτο της μυθιστόρημα «With Shuddering Fall» το 1964, η Όουτς έχει χτίσει ένα λογοτεχνικό σύμπαν στο οποίο η οξεία κοινωνική παρατήρηση συνδυάζεται με γοτθικά στοιχεία. Για το λόγο αυτό, στην αρχή της καριέρας της, συγκρίθηκε με τη Φλάνερυ Ο’ Κόνορ. Στα έργα της παρατηρεί κανείς τα τυπικά γνωρίσματα του είδους αυτού των ιστοριών: ασυνείδητες δυνάμεις, αποπλάνηση, αιμομιξία, βία, ακόμη και βιασμός, που συχνά οδηγούνται σε εντυπωσιοθηρικά άκρα.
Στο ποίημα «Νύχτα», γραμμένο το 1983, περιγράφεται η ανάμνηση του βιασμού μιας ανήλικης κοπέλας, όταν ήταν μόλις έντεκα χρονών παιδί. Οι στίχοι ακολουθούν τις σκέψεις της ενήλικης πια γυναίκας, αλλά όσα λέγονται είναι φειδωλά και αποσπασματικά και ο αναγνώστης οφείλει να συμπληρώσει και να ολοκληρώσει τη συναισθηματική επίδραση. Ο βιασμός δεν αρθρώνεται ποτέ ως λέξη και η αφηγήτρια αναφέρεται σ’ αυτόν ως «το επεισόδιο», κάτι που οφείλει να ξεχάσει, το να ξεχνάς γενικά ενδείκνυται, γράφει χαρακτηριστικά η Όουτς. Η «Νύχτα», το σκοτάδι της λήθης, είναι τόσο κοινωνικά επιβαλλόμενη, που κάνει την ίδια την ηρωίδα να αμφιβάλλει, ενώ η άρνηση, η μη άρθρωση, φτάνει στο σημείο να σβήσει σχεδόν αυτό που συνέβη. Μήπως δεν συνέβη ποτέ; Το αμείλικτο κλείσιμο του ποιήματος μιμείται την αμείλικτη στάση μιας κοινωνίας που οδηγεί τα άτομα σε ψυχική απομόνωση. Η αποξένωση, άλλωστε, η απομόνωση και η απομάκρυνση είναι συχνά τα εμπόδια που οι χαρακτήρες της Όουτς αγωνίζονται να ξεπεράσουν. Ούτε η χαρά, όμως, ούτε η τραγωδία είναι ποτέ πλήρεις, γιατί η ανθρώπινη εμπειρία, όπως τη βλέπει η Όουτς, γνωστή για το σκοτεινό της ύφος γραφής, είναι πάντα κάτι πολυσύνθετο.
Η σχέση μας με τον κόσμο που μας περιβάλλει είναι πάντα το κλειδί, μας λέει η συγγραφέας. Τις περισσότερες φορές, οι χαρακτήρες στα έργα της αυταπατώνται. Η γοητεία που τους ασκεί η ιδέα του αμερικανικού ονείρου και η δύναμη της πίστης και της αυτοδημιουργίας που υπονοείται σε αυτό, μεταφράζεται σταδιακά σε συνειδητοποίηση της αποτυχίας τους. Οι ίδιοι ζουν συναισθηματικά απομονωμένοι, ενώ οι αντιλήψεις τους δεν ξεπερνούν τα όρια του μικρόκοσμου τους. Η Όουτς αφήνει να γίνει αισθητή η υποκειμενικότητά τους με αξιοσημείωτη σαφήνεια, επιτρέποντας στον αναγνώστη να φέρει ευρύτερη γνώση και προοπτική στην ιστορία προκειμένου να εμβαθύνει στο νόημά της.
Η πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και ιδιαίτερα τις σχέσεις μεταξύ των φύλων, απασχόλησε ιδιαίτερα την Όουτς. Ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ αντρών και γυναικών, ο έρωτας και η σεξουαλικότητα είναι μερικά από τα πεδία έρευνας της λογοτεχνίας της. Ως γυναίκα συγγραφέας, η γραφή της αποκάλυψε εξαρχής μια έντονη ευαισθησία στις αλληλεπιδράσεις των φύλων και ορισμένα από τα έργα της εμφανίζουν μια ρητά φεμινιστική λογική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ειρωνικό ποίημα «Ανέκδοτο αγάπης», του 1983, μια ωδή-παρωδία στον ερωτευμένο άντρα, δηλαδή τον κτητικό άντρα. Η φεμινιστική ματιά στις ιστορίες της Όουτς είναι συχνά χιουμοριστική (το είδος του χιούμορ που θα αποκαλούσαμε «μαύρο») και απρόβλεπτη και οι ήρωες της, αν και κατ' εξοχήν αναγνωρίσιμοι, δεν περιορίζονται στους τυπικούς ανδρικούς και γυναικείους ρόλους. Οι στάσεις, οι συμπεριφορές, οι πράξεις και τα συναισθήματά τους αποκαλύπτουν χωρίς προκαταλήψεις σύγχρονους άντρες και γυναίκες. Κι όπως συμβαίνει και στην αληθινή ζωή, στον κόσμο της Όουτς τα πάντα είναι δυνατά μεταξύ ανδρών και γυναικών και, κάτω από την επιφάνεια, μια πλούσια, σκοτεινή και άγρια εσωτερική ζωή πάλλεται.
Τη θεματική αυτή ολοκληρώνουν τα πιο πρόσφατα έργα (κείμενα που δεν είναι μόνο ποιήματα, αλλά και πεζά), «Πού είσαι;» (2018) καθώς και το «Είναι η εποχή» (2016), στα οποία η συγγραφέας καταπιάνεται επιπλέον με το γήρας και το θέμα του χρόνου.
Καταλύοντας τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε λογοτεχνικά είδη, στα έργα που ακολουθούν η ποίηση εναλλάσσεται με τη σύντομη φόρμα, επιχειρώντας τη δημιουργία ή τουλάχιστον την αίσθηση μιας λογοτεχνικής συνομιλίας.
Νύχτα & άλλα επεισόδια
Γυναίκες των οποίων η ζωή είναι το Φαγητό, άντρες των οποίων η ζωή είναι τα Λεφτά
Δευτέρας μέσα πρωινού με βλέμμα προσηλωμένο
φιλειρηνική σαν τη βροχή σ’ αυτή τη στενή πίσω αυλή
φορά παντόφλες φανελένιες
πίνει μικρές γουλιές καφέ
σκέφτεται —
— χαζεύοντας στη δύσβατη γεμάτη αγριόχορτα αυλή
τα πρόσωπα που αρχίζουν να παίρνουν σχήμα
με τη φρέσκια λάσπη
επάνω στο λινόλεουμ
όπου πατώματος σανίδες εξέχουν
Γυναίκες των οποίων η ζωή είναι το φαγητό
σπάζοντας αυγά προσεκτικά
καθαρίζοντας σκουπίδια από τα πιάτα
από σακούλες βγάζοντας ψώνια με δυο χέρια
Τετάρτη βράδυ: έξω βγάζει τα άδεια δοχεία
σκληρό πλαστικό με χωριστά καπάκια
Πέμπτη πρωί: το απορριμματοφόρο γκρινιάζει στις 7
Παρασκευή το εμπορικό κέντρο μένει ανοιχτό ώς τις 9
τσάντες με ψώνια προς άδειασμα
από δυο συγκεκριμένα χέρια
Άντρες των οποίων η ζωή είναι τα χρήματα
Σάββατα με υπερωρίες
το μεσημεριανό τυλιγμένο με φροντίδα σπίτι επιστρέφει
Ανέγγιχτο τη Δευτέρα το πρωί
Γυναίκες των οποίων η ζωή είναι το φαγητό
γιατί δεν χτυπούν κάρτα
γιατί δεν έχουν ωράριο εργασίας
αναστενάζοντας με ανακούφιση που είναι μόνες
με προσήλωση κοιτώντας την αυλή, μέσα πρωινού
μέσα εβδομάδας
ώς τα μέσα του απογεύματος όλα θα έχουν ξεχαστεί
Υπάρχουν βράδια ατελείωτα;
συζητήσεις σε πάνελ για εκτρώσεις, μόδα, δουλειές που έχουν νόημα
υπάρχουν ερωτικές σκηνές όπου άνθρωποι μηρυκάζουν πάθη
ζωηρά, όμορφα, ανόητα, τρελά
στα κοντινά πλάνα μοιάζουν αγέραστοι
οι γυναίκες των οποίων η ζωή είναι το φαγητό
οι άντρες των οποίων η ζωή είναι τα λεφτά
νευρικά κινούνται όσο οι άγνωστοι αυτοί αγκαλιάζονται και κλαίνε και
παρεξηγούν και συγχωρούν και πεθαίνουν και κλαίνε και αγκαλιάζονται
και οι θεατές κοιτούν προσηλωμένοι και κινούνται νευρικά και αναστενάζουν και
αρχίζουν το χασμουρητό γύρω στις 10:30
ποτέ ξύπνιοι μετά τα μεσάνυχτα, ακόμη και τα Σάββατα,
παρακολουθώντας τους τολμηρούς εαυτούς τους να παίζουν στο γυαλί
Που είναι οι αποκαλύψεις που τους υποσχέθηκαν;
Γιατί τις έπαιξαν τόσες πολλές φορές;
Μακρυκάνικα παιδιά χίλια μίλια δυτικά
κάνοντας οτοστόπ την άνοιξη, με χρώμα μπρονζέ το καλοκαίρι
αντίχειρες διαμαρτύρονται
μάτια εκλιπαρούν
Μας παίρνετε μαζί σας, ε; Μας παίρνετε μαζί σας;
κι όταν επιστρέφουν τίποτα δεν έχει αλλάξει
το λινόλεουμ μοιάζει παλιό
το Χαβανέζικο Κοτόπουλο είναι καινούργιο
τα κορίτσια λούζουν τα μαλλιά τους συχνότερα
τα αγόρια πήδάνε πάνω από νερόλακκους
στο υπαίθριο πάρκινγκ της GM
κανείς δεν τους ζηλεύει
οι μανάδες τους σκύβουν
οι πόρτες των φούρνων κλείνουν με θόρυβο
τα πιάτα ξεπλένονται και στοιβάζονται και
ως τα μέσα του πρωινού το σπίτι έχει ησυχάσει
βρέχει έξω
ή δεν βρέχει
η ανακούφιση του κενού βρέχει
απλή, τρομερή, ρουτίνα
εν ειρήνη
(1978)
Ανέκδοτο αγάπης
Καθώς ερωτεύεται, αποσπά από εκείνη τα μυστικά
της «προηγούμενής της ζωής».
Καθώς αποσπά από εκείνη τα μυστικά της «προηγούμενής της ζωής»,
ερωτεύεται.
Είναι άγριο, μεθυστικό, τάρτα με γεύση κρασιού. Είναι ανάκριση.
Πες μου, της λέει. Σε παρακαλώ, πες μου.
Μην ντρέπεσαι. Μη διστάζεις. Είναι ανθρώπινο, λέει,
θέλω να μάθω ποια είσαι, εκλιπαρεί, δεν είμαι άπληστος.
Μη λες ψέματα.
Είναι αφοσιωμένος. Είναι αχόρταγος.
Η σκιά του απλώνεται πλούσια και παραφουσκωμένη απ’ τα πόδια του
έως εκείνη. Μα είμαι σίγουρος πως έχεις ξεχάσει κάτι, λέει,
το πρώτο κατσούφιασμα, λάμα μαχαιριού ανάμεσα σε δυο τέλεια φρύδια,
αυτή σίγουρα δεν είναι όλη η ιστορία, λέει.
Μόλις κάτι περισσότερο από απλό ανέκδοτο. Δεν πείθει.
Είναι τρυφερός, είναι το αστραφτερό φτερό ενός μεγάλου αεροπλάνου,
είναι λήθη, όλος πείνα, ασίγαστη δίψα, αφοσίωση.
Υπάρχει κάτι ακόμα, λέει ήρεμα, δεν μου λες
την αλήθεια, λέει, ψεύδεσαι, λέει, δεν ξέρεις
ότι η μη αποκάλυψη με αηδιάζει;
Όσο η «προηγούμενή της ζωή» σβήνει, η αγάπη του υποχωρεί
σύντομα θα γίνει συντροφική κι ύστερα αδερφική.
Κι ύστερα, τίποτα απολύτως.
Απόψε, ωστόσο, είναι σφοδρός σε αγάπη και πρόθυμος
να εκλιπαρήσει. Έχεις παραλείψει πολλά, λέει, σε παρακαλώ
μη μου λες ψέματα, λέει, τι είναι, ρωτά.
Δεν σταματά να ρωτά.
(1983)
Νύχτα
Ονομάζουμε Νύχτα τη στέρηση χαράς
στη διάθεση μας για όλα τα πράγματα
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Θυμάται το επεισόδιο να λαμβάνει χώρα τη νύχτα.
Είναι μια νυχτερινή ιστορία, μια αλληγορία ίσως,
κάποιος την αρπάζει από πίσω, ένα μπράτσο γύρω από το λαιμό της,
σφιχτά κλεισμένο κάτω από το σαγόνι της. Είναι έντεκα χρονών παιδί.
Συμβαίνει τόσο γρήγορα, πάντα συμβαίνει τόσο γρήγορα,
δεν έχει χρόνο να ουρλιάξει. Κι ύστερα δεν έχει ανάσα.
Είναι νύχτα, αρχίζει να πνίγεται, χάνει
τις αισθήσεις της, στο μέλλον θα το ξεχάσει.
Το να ξεχνάς γενικά συνίσταται.
Το βάρος της, σε αντίθεση με το δικό του, θα πρέπει να είναι ασήμαντο.
Θα πνιγεί, δεν μπορεί να ουρλιάξει ή να κλάψει, αν λιποθυμήσει
ίσως η οργή του κοπάσει.
Ούτε σπρώχνει με δύναμη το βραχίονα. Ούτε μπήγει τα νύχια της στο πρόσωπο.
(Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει πρόσωπο, γιατί είναι νύχτα).
Δεν θα της κάνει κακό. Είναι ψηλή για την ηλικία της, κι αυτό
ίσως τον παραπλάνησε.
Λέει συχνά ψέματα. Δεν μπορεί κανείς να την εμπιστευτεί.
Όταν πέσει στην άσφαλτο (βρίσκονται σε μια υπόγεια στοά
κάτω από τις γραμμές του τρένου), θα την αφήσει.
Κλινικά δεν έχει «κακοποιηθεί».
Δεν υπάρχει αίμα εκτός από τα γδαρμένα της γόνατα.
Δεν υπάρχει ουλή ή ανοιχτή πληγή
εκτός από τη νυχτερινή ιστορία, τη μνήμη.
Είναι πάντα νύχτα, δεν το θυμάται ως νύχτα,
μήπως ήταν απόγευμα; — γύριζε σπίτι
από το σχολείο, κατεβαίνοντας τα σκαλιά του δρόμου,
μια παλιά διαδρομή, απόλυτα ασφαλής υπό το φως της μέρας.
Κι όμως, θυμάται το επεισόδιο να λαμβάνει χώρα τη νύχτα.
Κάτι για το οποίο θα αποδειχθεί, είκοσι χρόνια μετά, ψεύτρα.
Όσο για το υπόλοιπο της ιστορίας — δεν είναι άραγε επινόηση;
Πάντα είχες παράξενη φαντασία, της λένε.
(1983)
Είναι η εποχή
Είναι η εποχή που οι σύζυγοι ξαπλώνουν
στις αιώρες τους από κάνναβη για τελευταία φορά
διαβάζοντας Το Έθνος υπό το φθινοπωρινό φως που αχνοσβήνει
πριν το σούρουπο σηκωθεί από τη γη
πριν τη μη-γνώση για το αν ποτέ ξανά η γη
θα περιστραφεί στον άξονά της στο φως, τον μεγάλο κλίβανο του
φωτός, θα επιστρέψει τους συζύγους στο φως
στις αιώρες τους από κάνναβη διαβάζοντας Το Έθνος.
(2016)
Πού είσαι;
Ο σύζυγος είχε αποκτήσει τη συνήθεια να φωνάζει τη σύζυγό του από κάπου μέσα στο σπίτι — αν εκείνη ήταν στον επάνω όροφο, εκείνος ήταν κάτω· αν εκείνη ήταν κάτω, εκείνος ήταν πάνω — κι όταν εκείνη απαντούσε, «Ναι, τι θέλεις;», εκείνος συνέχιζε να τη φωνάζει, σαν να μην είχε ακούσει και μ’ έναν αέρα τεταμένης υπομονής έλεγε «Είναι κανείς εδώ; Πού είσαι;». Κι έτσι εκείνη δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να τρέξει προς το μέρος του, όπου κι αν βρισκόταν, οπουδήποτε μέσα στο σπίτι, πάνω, κάτω, στο υπόγειο ή έξω στη βεράντα, στην πίσω αυλή ή στην είσοδο. «Τι θέλεις;», φώναζε εκείνη προσπαθώντας να μείνει ήρεμη. «Τι είναι;» Κι αυτός θα της έλεγε ‒ ένα παράπονο, ένα σχόλιο, μια παρατήρηση, μια υπενθύμιση, μια απορία ‒ κι ύστερα μετά από λίγο θα τον άκουγε να φωνάζει πάλι με καινούργια ανυπομονησία «Είναι κανείς εδώ; Πού είσαι;» κι εκείνη θα φώναζε με τη σειρά της «Ναι; Τι είναι;», προσπαθώντας να καταλάβει πού βρισκόταν. Θα συνέχιζε να φωνάζει, μην ακούγοντάς την, γιατί απεχθανόταν να φορά το ακουστικό του μέσα στο σπίτι, όπου δεν υπήρχε παρά μονάχα η γυναίκα του την οποία έπρεπε ν’ ακούσει. Παραπονιόταν ότι ένα από τα μικρά πλαστικά εξαρτήματα σε σχήμα σαλιγκαριού τον ενοχλούσε, το ευαίσθητο εσωτερικό αυτί είχε κοκκινίσει, ακόμη και ματώσει, κι έτσι συνέχιζε να φωνάζει κακοδιάθετος «Είναι κανείς εδώ; Πού είσαι;» — γιατί η γυναίκα βρισκόταν σε διαρκή κίνηση κάπου έξω απ’ την ακτίνα ακοής του και ποτέ δεν ήξερε πού στο διάβολο ήταν ή τι έκανε. Υπήρχαν στιγμές που η παρουσία της και μόνο τον εκνεύριζε — μέχρι που στο τέλος εκείνη υποχωρούσε κι έτρεχε ξέπνοη να τον βρει, κι όταν την έβλεπε έλεγε επιπλήττοντάς την «Πού ήσουν; Όταν δεν απαντάς, ανησυχώ». Κι εκείνη έλεγε γελώντας, προσπαθώντας να γελάσει, παρότι τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν αστείο, «Μα, εδώ ήμουν!» Κι εκείνος αποκρινόταν «Όχι, δεν ήσουν. Δεν ήσουν. Εγώ ήμουν εδώ, εσύ δεν ήσουν». Κι αργότερα μέσα στη μέρα, μετά το μεσημεριανό φαγητό του και πριν από τον μεσημεριανό του ύπνο, εκτός αν ήταν πριν από το μεσημεριανό φαγητό του και μετά τον μεσημεριανό του ύπνο, η γυναίκα άκουσε τον σύζυγό της να φωνάζει «Είναι κανείς εδώ; Πού είσαι;» και της πέρασε απ’ το μυαλό, Όχι. Θα του κρυφτώ. Μα δεν θα έκανε κάτι τόσο παιδιάστικο. Αντ’ αυτού, κοντοστάθηκε στις σκάλες, έκανε τα χέρια της χωνί γύρω απ’ το στόμα της και φώναξε «Εδώ είμαι. Πάντα εδώ είμαι. Πού να ’μαι;». Αλλά ο σύζυγος δεν μπορούσε να την ακούσει και συνέχιζε να φωνάζει «Είναι κανείς εδώ; Πού είσαι;», μέχρι που στο τέλος εκείνη ούρλιαξε «Τι θες; Εδώ είμαι, σου είπα». Αλλά ο σύζυγος δεν μπορούσε να την ακούσει και συνέχιζε να φωνάζει «Είναι κανείς εδώ; Πού είσαι; Είναι κανείς εδώ;» και τελικά η γυναίκα δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να υποχωρήσει, γιατί ο σύζυγος ακουγόταν εκνευρισμένος και θυμωμένος και ανήσυχος. Κατεβαίνοντας τις σκάλες σκόνταψε κι έπεσε, έπεσε άσχημα, ο λαιμός έσπασε μεμιάς και πέθανε στα πόδια της σκάλας, ενώ σ’ ένα από τα δωμάτια του κάτω ορόφου ή ίσως στην αποθήκη ή στην πίσω βεράντα ο σύζυγος συνέχιζε να φωνάζει με ολοένα αυξανόμενη ανυπομονησία «Είναι κανείς εδώ; Πού είσαι;»
(2018)