Βασισμένο σε αληθινή ιστορία {1}

Ναπολέων, Ιησούς Χριστός, Χίτλερ




Η βρα­βευ­μέ­νη βιο­γρά­φος και συγ­γρα­φέ­ας ιστο­ρι­κών δο­κι­μί­ων, Κά­θριν Ντρίν­κερ Μπό­ου­εν, εί­χε πει: «Αυ­τό που λα­τρεύω στις ται­νί­ες που βα­σί­ζο­νται σε αλη­θι­νές ιστο­ρί­ες, εί­ναι η ανα­πό­φευ­κτη μεί­ξη του γε­γο­νό­τος με την μυ­θο­πλα­σία, η αμ­φί­βο­λη αξί­ω­σή τους για την αλή­θεια, η επι­βο­λή τους ως ιστο­ρία». Οι ται­νί­ες στις οποί­ες ανα­φέ­ρε­ται χω­ρί­ζο­νται σε δύο βα­σι­κές κα­τη­γο­ρί­ες: τις βιο­γρα­φί­ες ση­μα­ντι­κών προ­σώ­πων και τις ιστο­ρί­ες «ανω­νύ­μων» αν­θρώ­πων και γε­γο­νό­των που απα­σχό­λη­σαν, θε­τι­κά ή αρ­νη­τι­κά, την επι­και­ρό­τη­τα της επο­χής τους –και όχι μό­νο. Το ερώ­τη­μα που προ­κύ­πτει, ωστό­σο, πα­ρα­μέ­νει εν πολ­λοίς ανα­πά­ντη­το: Πό­σο ακρι­βείς εί­ναι όλες αυ­τές οι ται­νί­ες με την ιστο­ρία (με πε­ζό ή κε­φα­λαίο αρ­χι­κό) και σε ποιο βαθ­μό υπει­σέρ­χε­ται η μυ­θο­πλα­σία;

Οι ται­νί­ες του εί­δους εμ­φα­νί­σθη­καν σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να με την γέν­νη­ση του κι­νη­μα­το­γρά­φου. Το σή­μα της εκ­κί­νη­σης έδω­σε η βου­βή επι­κή δη­μιουρ­γία του Γάλ­λου πιο­νιέ­ρου Ζορζ Με­λιές, «Η Ιω­άν­να της Λω­ραί­νης» (1899). Οι ται­νί­ες που βα­σί­ζο­νται σε αλη­θι­νές ιστο­ρί­ες, δια­τρέ­χουν πολ­λά και δια­φο­ρε­τι­κά κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά εί­δη: το μιού­ζι­καλ (με επί­κε­ντρο διά­ση­μους συν­θέ­τες, τρα­γου­δι­στές ή χο­ρευ­τές), το αστυ­νο­μι­κό (με δια­βό­η­τους κα­κο­ποιούς και διά­ση­μους διώ­κτες του Νό­μου), την πο­λε­μι­κή πε­ρι­πέ­τεια (με ηρω­ι­κά κα­τορ­θώ­μα­τα στα πε­δία των μα­χών, αλ­λά και στα στρα­τό­πε­δα αιχ­μα­λώ­των) κ.ά. Η λί­στα εί­ναι μα­κρά, πε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας βιο­γρα­φί­ες θρη­σκευ­τι­κών και πο­λι­τι­κών ηγε­τών, εκ­προ­σώ­πων της τέ­χνης, επι­στη­μό­νων, αθλη­τών και πολ­λών ακό­μα, ων ουκ έστιν αριθ­μός.

Τρία ιστο­ρι­κά πρό­σω­πα προη­γού­νται σε κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές εμ­φα­νί­σεις. Η λί­στα, που πα­ρα­μέ­νει ανοι­χτή σε νε­ό­τε­ρες προ­σθή­κες, έχει μέ­χρι στιγ­μής το Να­πο­λέ­ο­ντα Βο­να­πάρ­τη στην πρώ­τη θέ­ση με πε­ρισ­σό­τε­ρες από 170 ται­νί­ες. Ο «Μέ­γας Αυ­το­κρά­το­ρας» της Γαλ­λί­ας ίσως εί­ναι η μό­νη ιστο­ρι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα που έχει πα­ρου­σια­στεί από κά­θε δυ­να­τή πλευ­ρά στην οθό­νη. Ο Σαρλ Μπουα­γιέ («Μα­ρία Βα­λέφ­σκα», 1937) και ο Μάρ­λον Μπρά­ντο («Ντε­ζι­ρέ», 1954) επι­κε­ντρώ­θη­καν στις ρο­μα­ντι­κές υπερ­βο­λές του, ο Χέρ­μπερτ Λομ στην υπο­χώ­ρη­ση από τη Μό­σχα («Πό­λε­μος και Ει­ρή­νη», 1956), ο Ροντ Στάι­γκερ στην ήτ­τα του Βα­τερ­λώ («Βα­τερ­λώ», 1970), ο Κέ­νεθ Χεγκ στην εξο­ρία στο νη­σί Αγία Ελέ­νη («Εξό­ρι­στος αε­τός», 1971).

Υπήρ­ξαν πά­νω από 100 απει­κο­νί­σεις του Να­πο­λέ­ο­ντα σε ται­νί­ες της βου­βής πε­ριό­δου, με πιο διά­ση­μη την ερ­μη­νεία του Αλ­μπέρ Ντιε­ντο­νέ στο γαλ­λι­κό έπος «Να­πο­λέ­ων» του Αμπέλ Γκανς (1927), που γυ­ρί­στη­κε με μια επα­να­στα­τι­κή δια­δι­κα­σία τρι­πλής οθό­νης. Ο ίδιος ηθο­ποιός επα­νέ­λα­βε το ρό­λο και στην ηχη­τι­κή πε­ρί­ο­δο με το «Η κυ­ρία δεν με μέλ­λει» (1941). Ση­μα­ντι­κές εί­ναι δύο ακό­μα ται­νί­ες που δια­δρα­μα­τί­ζο­νται στην επο­χή των πο­λέ­μων του Να­πο­λέ­ο­ντα: οι «Στά­χτες» (1965) του Πο­λω­νού Αντρέι Βάι­ντα, και το οκτά­ω­ρο έπος του Σο­βιε­τι­κού Σερ­γκέι Μπο­νταρ­τσούκ «Πό­λε­μος και Ει­ρή­νη» (1965), από το ομώ­νυ­μο μυ­θι­στό­ρη­μα του Λέ­ο­ντας Τολ­στόι. Πα­ρω­δία αυ­τού του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος (και πόρ­ρω απέ­χου­σα της αλη­θι­νής ιστο­ρί­ας) εί­ναι η ται­νία του Γού­ντι Άλεν «Ο ει­ρη­νο­ποιός» (1975). Κω­μω­δία επί­σης εί­ναι το «Ο Να­πο­λέ­ων και εγώ» (2006) με τον Ντα­νιέλ Οτέιγ στο ρό­λο του εξό­ρι­στου Να­πο­λέ­ο­ντα στη νή­σο Έλ­βα. Η τε­λευ­ταία, μέ­χρι στιγ­μής, απει­κό­νι­ση του Γάλ­λου αυ­το­κρά­το­ρα εί­ναι στο «Να­πο­λέ­ων» (2023), σε σκη­νο­θε­σία Ρί­ντλεϊ Σκοτ Πρό­κει­ται για μια πα­ρα­γω­γή της Apple, που θα κά­νει πρε­μιέ­ρα τον προ­σε­χή Νο­έμ­βριο με τον Χο­α­κίν Φί­νιξ στον ομώ­νυ­μο ρό­λο.

Αμέ­σως με­τά τον Να­πο­λέ­ο­ντα Βο­να­πάρ­τη, με μι­κρή δια­φο­ρά σε αριθ­μό ται­νιών (163), έρ­χε­ται ο Ιη­σούς Χρι­στός. Αναμ­φι­σβή­τη­τα ο πιο επι­κίν­δυ­νος ρό­λος για κά­θε ηθο­ποιό που επι­χει­ρεί να τον ερ­μη­νεύ­σει. Πολ­λοί απέ­τυ­χαν, σε μι­κρό­τε­ρο ή με­γα­λύ­τε­ρο βαθ­μό, και αυ­τό δεν οφεί­λε­ται στη χυ­δαιο­ποί­η­ση του ιε­ρού προ­σώ­που, αλ­λά σε μια υπερ­βο­λι­κά ευ­σε­βή στά­ση απέ­να­ντι στο πα­ρελ­θόν. Από την πε­ρί­ο­δο του βω­βού κι­νη­μα­το­γρά­φου ξε­χώ­ρι­σε η ερ­μη­νεία του Χά­ουαρντ Γκέι στη χο­λι­γου­ντια­νή «Μι­σαλ­λο­δο­ξία» του Γκρί­φιθ (1916) και του Αλ­μπέρ­το Πα­σκουά­λι στο ιτα­λι­κό «Christus» (1917). Στους νε­ό­τε­ρους χρό­νους, ο Τζέ­φρι Χά­ντερ («Ο Βα­σι­λεύς των Βα­σι­λέ­ων», 1967) και ο Μαξ φον Σί­ντοφ («Η ωραιό­τε­ρη ιστο­ρία του κό­σμου», 1965), κα­θώς και ο Ρό­μπερτ Πά­ου­ελ («Ο Ιη­σούς από την Να­ζα­ρέτ», 1977) αντα­πο­κρί­νο­νται στη συμ­βα­τι­κή ει­κό­να του Ιη­σού, αν και το πιο πει­στι­κό πορ­τρέ­το εί­ναι εκεί­νο του Ισπα­νού ερα­σι­τέ­χνη ηθο­ποιού Εν­ρί­κε Ιρα­ζό­κι που ο Πιερ Πά­ο­λο Πα­ζο­λί­νι του εμπι­στεύ­θη­κε τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο στο «Κα­τά Ματ­θαί­ον Ευαγ­γέ­λιο» (1964). Η ται­νία βρί­σκε­ται στους αντί­πο­δες των βι­βλι­κών θε­α­μα­τι­κών ται­νιών και ο πρω­τα­γω­νι­στής της απο­κλί­νει από τα πρό­τυ­πα απει­κό­νι­σης του ξαν­θού και γα­λα­νο­μά­τη Θε­αν­θρώ­που στο δυ­τι­κό κι­νη­μα­το­γρά­φο. Στοι­χείο γνη­σιό­τη­τας εί­ναι επί­σης το γε­γο­νός ότι ο Πα­ζο­λί­νι ακο­λού­θη­σε πι­στά τη δο­μή του Κα­τά Ματ­θαί­ου Ευαγ­γε­λί­ου, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας απο­κλει­στι­κά το ιε­ρό κεί­με­νο χω­ρίς να προ­σθέ­σει λέ­ξη. Το εντε­λώς αντί­θε­το συμ­βαί­νει με το «Ιη­σούς Χρι­στός υπέρ­λα­μπρο άστρο» (1973), αφού πρό­κει­ται για μια πρω­τό­τυ­πη προ­σαρ­μο­γή της θεϊ­κής ιστο­ρί­ας στους ρυθ­μούς της ροκ. Βα­σι­σμέ­νη στο μου­σι­κό έρ­γο των Τιμ Ράις (λι­μπρέ­το) και Άντριου Λόιντ Βέ­μπερ (μου­σι­κή), και την επα­κό­λου­θη μα­κρο­χρό­νια θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση στο Μπρο­ντ­γου­έι, η ται­νία αφη­γεί­ται την ιστο­ρία των τε­λευ­ταί­ων 6 ημε­ρών στη ζωή του Ιη­σού Χρι­στού μέ­σα από τα τα­ραγ­μέ­να μά­τια του Ιού­δα Ισκα­ριώ­τη. Λαν­θα­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ως μιού­ζι­καλ, ενώ πρό­κει­ται για μια ροκ όπε­ρα: Δεν υπάρ­χουν προ­φο­ρι­κοί διά­λο­γοι και τα πά­ντα τρα­γου­διού­νται. Οι 6 τε­λευ­ταί­ες μέ­ρες του Χρι­στού μειώ­θη­καν σε λί­γες μό­νο ώρες, στα «Πά­θη του Χρι­στού» (2004) που σκη­νο­θέ­τη­σε ο Μελ Γκί­μπ­σον. Η ται­νία πα­ρου­σιά­ζει τις τε­λευ­ταί­ες δώ­δε­κα ώρες της ζω­ής του Ιη­σού, πριν τη σταύ­ρω­σή του. Η αλή­θεια της πραγ­μα­τι­κής ιστο­ρί­ας υπη­ρε­τεί­ται εδώ πολ­λα­πλά: από τα απί­στευ­τα μαρ­τύ­ρια που υπέ­στη, κυ­ριο­λε­κτι­κά, ο πρω­τα­γω­νι­στής Τζιμ Κα­βί­ζελ στα γυ­ρί­σμα­τα (εξάρ­θρω­ση ώμου από τη με­τα­φο­ρά του ασή­κω­του σταυ­ρού, αθέ­λη­το, πλην οδυ­νη­ρό, μα­στί­γω­μα από κο­μπάρ­σο στρα­τιώ­τη, υπο­θερ­μία στο σταυ­ρό κ.ά,), μέ­χρι τη λα­τι­νι­κή και την αρα­μαϊ­κή γλώσ­σα της επο­χής που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε στους δια­λό­γους της ται­νί­ας.

Την κο­ρυ­φαία, μέ­χρι τώ­ρα, τριά­δα συ­μπλη­ρώ­νει ο Αδόλ­φος Χί­τλερ με 88 ται­νί­ες. Οι κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές απει­κο­νί­σεις του χω­ρί­ζο­νται σε τρεις βα­σι­κές χρο­νι­κές ενό­τη­τες: πριν τον πό­λε­μο, στη διάρ­κεια του πο­λέ­μου, με­τά τον πό­λε­μο –και το θά­να­τό του. Με­τά την άνο­δο των Να­ζί στην εξου­σία, το 1933, ο Χί­τλερ απει­κο­νί­στη­κε στις γερ­μα­νι­κές προ­πα­γαν­δι­στι­κές ται­νί­ες ως θε­ό­μορ­φη φι­γού­ρα, αγα­πη­μέ­νη και σε­βα­στή από το λαό. Ήταν ίσως ο πρώ­τος πο­λι­τι­κός στην ιστο­ρία με γνώ­μο­να τα μέ­σα ενη­μέ­ρω­σης, που κα­τά­λα­βε τη δύ­να­μη του κι­νη­μα­το­γρά­φου. Όλες οι δη­μό­σιες εμ­φα­νί­σεις του ήταν προ­σε­κτι­κά χο­ρο­γρα­φη­μέ­νες, ενώ ασχο­λή­θη­κε ενερ­γά και με την κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή πα­ρα­γω­γή. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα προ­πα­γαν­δι­στι­κής ται­νί­ας με προ­σω­πι­κή του ανά­μει­ξη, απο­τε­λεί «Ο θρί­αμ­βος της θέ­λη­σης» (1935), της Λέ­νι Ρί­φεν­σταλ. Ο Χί­τλερ της ανέ­θε­σε την κι­νη­μα­το­γρά­φη­ση του συ­νε­δρί­ου του Να­ζι­στι­κού Κόμ­μα­τος το 1934 στη Νυ­ρεμ­βέρ­γη, στο οποίο συμ­με­τεί­χαν πε­ρισ­σό­τε­ροι από 700.000 υπο­στη­ρι­κτές των Να­ζί. Ο ίδιος, εκτός από πρω­τα­γω­νι­στής, υπήρ­ξε ανε­πί­ση­μος εκτε­λε­στι­κός πα­ρα­γω­γός και το όνο­μά του εμ­φα­νί­ζε­ται στους τί­τλους έναρ­ξης.

Με­τά την έναρ­ξη του πο­λέ­μου, ο Χί­τλερ δια­κω­μω­δή­θη­κε (με πιο συ­χνά πα­ρω­δού­με­νο το μου­στά­κι–οδο­ντό­βουρ­τσα), ή απει­κο­νί­στη­κε ως μα­νια­κός από τις αντί­πα­λες δυ­νά­μεις, κυ­ρί­ως στις ται­νί­ες του Χό­λι­γουντ. Επι­φα­νές πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι «Ο με­γά­λος δι­κτά­τωρ» (1940), στο οποίο ο Τσάρ­λι Τσά­πλιν κο­ρόι­δευε τον Χί­τλερ υπο­δυό­με­νος το σα­τι­ρι­κό του alter ego, Αντε­νόιντ (Αδε­νοει­δής) Χίν­κελ, δι­κτά­το­ρα μιας φα­ντα­στι­κής -πλην, προ­φα­νούς- χώ­ρας. Η απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα αυ­τής της πα­ρω­δί­ας αντα­να­κλά­ται στην αντί­δρα­ση του Αδόλ­φου Χί­τλερ, ο οποί­ος απα­γό­ρευ­σε την ται­νία στη Γερ­μα­νία και σε όλες τις χώ­ρες που κα­τέ­λα­βαν οι Να­ζί. Η πε­ριέρ­γειά του, ωστό­σο, να δει πώς τον υπο­δύ­θη­κε (και τον με­τα­χει­ρί­στη­κε) ο Τσάρ­λι Τσά­πλιν ήταν με­γά­λη. Διέ­τα­ξε να του φέ­ρουν μια κό­πια της ται­νί­ας μέ­σω της Πορ­το­γα­λί­ας και η ιστο­ρία κα­τα­γρά­φει ότι την εί­δε δύο φο­ρές ιδιω­τι­κά. Δυ­στυ­χώς, χω­ρίς να κα­τα­γρά­ψει και την αντί­δρα­σή του.

Με­τά το τέ­λος του Β' Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου οι ανα­πα­ρα­στά­σεις του Χί­τλερ, τό­σο σο­βα­ρές όσο και σα­τι­ρι­κές, πολ­λα­πλα­σιά­στη­καν στην κι­νη­μα­το­γρα­φία των νι­κη­τών. Με­τά το θά­να­τό του έγι­νε γνω­στή η πλή­ρης έκτα­ση του Ολο­καυ­τώ­μα­τος και των άλ­λων θη­ριω­διών των Να­ζί, Αυ­τό, σε συν­δυα­σμό με το ότι ο Χί­τλερ δεν ήταν πλέ­ον απει­λή, άλ­λα­ξε τον τρό­πο απει­κό­νι­σής του. με απο­τέ­λε­σμα να προ­σω­πο­ποιεί­ται πλέ­ον ως το από­λυ­το κα­κό. Εκτός από τη βιο­γρα­φία του Στιού­αρτ Χάι­σλερ, με τον Ρί­τσαρντ Μπέιζ­χαρτ στον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο («Χί­τλερ», 1962), οι πιο λε­πτο­με­ρείς απει­κο­νί­σεις επι­κε­ντρώ­θη­καν στις τε­λευ­ταί­ες μέ­ρες του στο υπό­γειο κα­τα­φύ­γιο του Βε­ρο­λί­νου, όπου τε­λι­κά αυ­το­κτό­νη­σε με την ερω­μέ­νη του Εύα Μπρά­ουν. Ξε­χω­ρί­ζουν οι ερ­μη­νεί­ες του Άλ­μπιν Σκό­ντα στο «Δέ­κα μέ­ρες για να πε­θά­νεις» (1955), και του Άλεκ Γκί­νες στο πα­ρεμ­φε­ρές «Χί­τλερ: Οι τε­λευ­ταί­ες δέ­κα μέ­ρες» (1973). Κο­ρυ­φαία, ωστό­σο, θε­ω­ρεί­ται η ερ­μη­νεία του Μπρού­νο Γκαντζ στο υπο­ψή­φιο για Όσκαρ «Η πτώ­ση» (2004), που ανα­πα­ρι­στά τις τε­λευ­ταί­ες 10 ημέ­ρες της ζω­ής του Χί­τλερ, από τα 56α γε­νέ­θλιά του στις 20 Απρι­λί­ου 1945 έως την αυ­το­κτο­νία του στις 30 Απρι­λί­ου, στο κλει­στο­φο­βι­κό πε­ρι­βάλ­λον του υπό­γειου κα­τα­φυ­γί­ου.

Η μυθοπλασία του αληθινού: Η Γκρέτα Γκάρμπο στο «Βασίλισσα Χριστίνα» (1933). Δεξιά, όρθιος ο σκηνοθέτης Ρούμπεν Μαμούλιαν.

Η μυθοπλασία του αληθινού: Η Γκρέτα Γκάρμπο στο «Βασίλισσα Χριστίνα» (1933). Δεξιά, όρθιος ο σκηνοθέτης Ρούμπεν Μαμούλιαν.

Η μυθοπλασία του αληθινού: Η Γκρέτα Γκάρμπο στο «Βασίλισσα Χριστίνα» (1933). Δεξιά, όρθιος ο σκηνοθέτης Ρούμπεν Μαμούλιαν.


Πα­ρό­λο που κα­τά δή­λω­σή τους, οι ται­νί­ες του εί­δους βα­σί­ζο­νται σε αλη­θι­νές ιστο­ρί­ες, δεν πα­ρα­μέ­νουν από­λυ­τα πι­στές στα αυ­θε­ντι­κά γε­γο­νό­τα. Κα­θώς ο αριθ­μός των ται­νιών που απει­κο­νί­ζουν πραγ­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα έχει αυ­ξη­θεί τα τε­λευ­ταία χρό­νια –πο­τέ άλ­λο­τε οι δρα­μα­το­ποι­ή­σεις γνω­στών αν­θρώ­πων και γε­γο­νό­των ήταν τό­σο δη­μο­φι­λείς και δια­δε­δο­μέ­νες- ανά­λο­γη εί­ναι και η ελευ­θε­ρία που παίρ­νουν οι σε­να­ριο­γρά­φοι στην ανά­πτυ­ξη των ιστο­ριών. Οπό­τε, το «βα­σι­σμέ­νο σε αλη­θι­νή ιστο­ρία» μπο­ρεί να ση­μαί­νει οτι­δή­πο­τε: από ένα επι­νοη­μέ­νο θέ­μα, μέ­χρι ένα ντο­κι­μα­ντέρ που προ­σπα­θεί στο μέ­γι­στο δυ­να­τό επί­πε­δο να πα­ρου­σιά­σει τα γε­γο­νό­τα όπως συμ­βαί­νουν. Ακό­μα και τα ντο­κι­μα­ντέρ όμως, εί­ναι επί της ου­σί­ας μυ­θο­πλα­σία. Δη­λα­δή, μια άκρως επι­λε­κτι­κή πα­ρου­σί­α­ση γε­γο­νό­των, που χει­ρα­γω­γού­νται προ­κει­μέ­νου να εκ­θέ­σουν μια συ­γκε­κρι­μέ­νη άπο­ψη, Τι ση­μαί­νει όμως πραγ­μα­τι­κά, όταν οι ται­νί­ες λέ­νε ότι βα­σί­ζο­νται σε αλη­θι­νές ιστο­ρί­ες; Για τους σκε­πτι­κι­στές αυ­τό εί­ναι κα­θα­ρά ένας όρος μάρ­κε­τινγκ. Λέ­νε ότι δεν υπάρ­χει κα­νέ­να νο­μι­κό πρό­τυ­πο που πρέ­πει να πλη­ρού­ται για να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί αυ­τή η φρά­ση και επι­ση­μαί­νουν ότι οι ται­νί­ες αυ­τές έχουν συ­χνά πε­ρισ­σό­τε­ρη δρά­ση και… αυ­θαί­ρε­το δρά­μα, για να δρέ­ψουν εντυ­πώ­σεις, να ενι­σχύ­σουν τη δη­μο­τι­κό­τη­τά τους και, κα­τ’ επέ­κτα­ση, τις ει­σπρά­ξεις του τα­μεί­ου. Σί­γου­ρα, η με­γα­λύ­τε­ρη πρό­κλη­ση που αντι­με­τω­πί­ζουν οι ται­νί­ες του εί­δους εί­ναι η κα­τά το δυ­να­τόν πι­στό­τε­ρη απει­κό­νι­ση πραγ­μα­τι­κών προ­σώ­πων. Ιδί­ως αν βρί­σκο­νται εν ζωή. Αρ­κε­τοί εί­ναι εκεί­νοι που δια­μαρ­τυ­ρή­θη­καν για την πα­ρου­σί­α­σή τους ως χο­ντρο­κομ­μέ­νες κα­ρι­κα­τού­ρες, υπο­βάλ­λο­ντας ακό­μα και μη­νύ­σεις για συ­κο­φα­ντι­κή δυ­σφή­μη­ση. Ένα πα­ρεμ­φε­ρές ζή­τη­μα εί­ναι η επι­λο­γή των ηθο­ποιών που πρό­κει­ται να εν­σαρ­κώ­σουν αυ­τά τα πρό­σω­πα. Θα πρέ­πει να ισορ­ρο­πεί ανά­με­σα στην ομοιό­τη­τα με το πρό­σω­πο που υπο­δύ­ο­νται (με, ή χω­ρίς τη βο­ή­θεια προ­σθε­τι­κού μα­κι­γιάζ) και στην ικα­νό­τη­τά τους να απο­δώ­σουν αδρά το χα­ρα­κτή­ρα του.

Η γνω­στή δή­λω­ση «Βα­σι­σμέ­νο σε αλη­θι­νή ιστο­ρία» στους τί­τλους αρ­χής προϊ­δε­ά­ζει τους θε­α­τές για όσα πρό­κει­ται να δουν: Χα­ρα­κτή­ρες και γε­γο­νό­τα που έχουν συ­νά­φεια με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ο σκη­νο­θέ­της Ρί­τσαρντ Λιν­κλέι­τερ (της τρι­λο­γί­ας «Πριν το ξη­μέ­ρω­μα», «Πριν το Ηλιο­βα­σί­λε­μα» και «Πριν τα Με­σά­νυ­χτα»), προ­χώ­ρη­σε ένα βή­μα πα­ρα­πέ­ρα. Στο τέ­λος της ται­νί­ας «Slacker» (1990) πα­ρα­θέ­τει την ακό­λου­θη δια­βε­βαί­ω­ση: «Η ιστο­ρία αυ­τή βα­σί­στη­κε σε πραγ­μα­τι­κά συμ­βά­ντα. Οποια­δή­πο­τε ομοιό­τη­τα με φα­ντα­στι­κά γε­γο­νό­τα ή χα­ρα­κτή­ρες, ήταν κα­θα­ρά τυ­χαία». Υπερ­θε­μα­τί­ζο­ντας, το «Βι­κτώ­ρια και Αμπ­ντούλ» (2017) που πα­ρου­σιά­ζει την ιδιό­τυ­πη φι­λία της βα­σί­λισ­σας Βι­κτω­ρί­ας (Τζού­ντι Ντεντς), με έναν Ιν­δό υπη­ρέ­τη, το­νί­ζει στη σχε­τι­κή έν­δει­ξη: «Βα­σι­σμέ­νο σε μια εξαι­ρε­τι­κά αλη­θι­νή ιστο­ρία». Από τη δι­κή τους πλευ­ρά, οι συν-σκη­νο­θέ­τες Φόλ­κερ Σλέ­ντορφ και Μαρ­γκα­ρέ­τε φον Τρό­τα στην ται­νία «Η Χα­μέ­νη Τι­μή της Κα­τα­ρί­να Μπλουμ» (1975), που βα­σί­ζε­ται στο ομώ­νυ­μο μυ­θι­στό­ρη­μα του Χάιν­ριχ Μπελ και κα­ταγ­γέλ­λει την ει­σβο­λή του σκαν­δα­λο­θη­ρι­κού Τύ­που στη ζωή μιας αθώ­ας γυ­ναί­κας, έβα­λαν την ακό­λου­θη δή­λω­ση στους τί­τλους: «Οι χα­ρα­κτή­ρες και η δρά­ση σε αυ­τή την ιστο­ρία εί­ναι κα­θα­ρά φα­ντα­στι­κά. Αν η πε­ρι­γρα­φή ορι­σμέ­νων δη­μο­σιο­γρα­φι­κών πρα­κτι­κών θυ­μί­ζει τις με­θό­δους στις οποί­ες κα­τα­φεύ­γουν τα τα­μπλόιντ, η ομοιό­τη­τα αυ­τή δεν εί­ναι ού­τε σκό­πι­μη ού­τε τυ­χαία, αλ­λά του­λά­χι­στον ανα­πό­φευ­κτη».

Οι ιστο­ρί­ες που αφη­γού­νται αυ­τές οι ται­νί­ες θα μπο­ρού­σαν να θε­ω­ρη­θούν «ανα­κυ­κλω­μέ­νο» υλι­κό, αφού λί­γο πο­λύ πα­ρου­σιά­ζουν πράγ­μα­τα ήδη γνω­στά από τις σε­λί­δες της Ιστο­ρί­ας, ή από την πα­λαιό­τε­ρη και την πιο πρό­σφα­τη ει­δη­σε­ο­γρα­φία. Όταν όμως πέ­σουν στα χέ­ρια ενός σω­στού σκη­νο­θέ­τη και άξιων ηθο­ποιών, τό­τε η αλή­θεια τους μπο­ρεί να εί­ναι πο­λύ πιο συ­ναρ­πα­στι­κή από οποια­δή­πο­τε μυ­θο­πλα­σία. Ο Όρ­σον Γου­έ­λες ήταν ξε­κά­θα­ρος επ’ αυ­τού: «Εκεί­νο που εμείς οι επαγ­γελ­μα­τί­ες ψεύ­τες ελ­πί­ζου­με να υπη­ρε­τή­σου­με εί­ναι η αλή­θεια. Φο­βά­μαι ότι η πο­μπώ­δης λέ­ξη για αυ­τό εί­ναι “Τέ­χνη”».

(Συνεχίζεται)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: