Η βραβευμένη βιογράφος και συγγραφέας ιστορικών δοκιμίων, Κάθριν Ντρίνκερ Μπόουεν, είχε πει: «Αυτό που λατρεύω στις ταινίες που βασίζονται σε αληθινές ιστορίες, είναι η αναπόφευκτη μείξη του γεγονότος με την μυθοπλασία, η αμφίβολη αξίωσή τους για την αλήθεια, η επιβολή τους ως ιστορία». Οι ταινίες στις οποίες αναφέρεται χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: τις βιογραφίες σημαντικών προσώπων και τις ιστορίες «ανωνύμων» ανθρώπων και γεγονότων που απασχόλησαν, θετικά ή αρνητικά, την επικαιρότητα της εποχής τους –και όχι μόνο. Το ερώτημα που προκύπτει, ωστόσο, παραμένει εν πολλοίς αναπάντητο: Πόσο ακριβείς είναι όλες αυτές οι ταινίες με την ιστορία (με πεζό ή κεφαλαίο αρχικό) και σε ποιο βαθμό υπεισέρχεται η μυθοπλασία;
Οι ταινίες του είδους εμφανίσθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με την γέννηση του κινηματογράφου. Το σήμα της εκκίνησης έδωσε η βουβή επική δημιουργία του Γάλλου πιονιέρου Ζορζ Μελιές, «Η Ιωάννα της Λωραίνης» (1899). Οι ταινίες που βασίζονται σε αληθινές ιστορίες, διατρέχουν πολλά και διαφορετικά κινηματογραφικά είδη: το μιούζικαλ (με επίκεντρο διάσημους συνθέτες, τραγουδιστές ή χορευτές), το αστυνομικό (με διαβόητους κακοποιούς και διάσημους διώκτες του Νόμου), την πολεμική περιπέτεια (με ηρωικά κατορθώματα στα πεδία των μαχών, αλλά και στα στρατόπεδα αιχμαλώτων) κ.ά. Η λίστα είναι μακρά, περιλαμβάνοντας βιογραφίες θρησκευτικών και πολιτικών ηγετών, εκπροσώπων της τέχνης, επιστημόνων, αθλητών και πολλών ακόμα, ων ουκ έστιν αριθμός.
Τρία ιστορικά πρόσωπα προηγούνται σε κινηματογραφικές εμφανίσεις. Η λίστα, που παραμένει ανοιχτή σε νεότερες προσθήκες, έχει μέχρι στιγμής το Ναπολέοντα Βοναπάρτη στην πρώτη θέση με περισσότερες από 170 ταινίες. Ο «Μέγας Αυτοκράτορας» της Γαλλίας ίσως είναι η μόνη ιστορική προσωπικότητα που έχει παρουσιαστεί από κάθε δυνατή πλευρά στην οθόνη. Ο Σαρλ Μπουαγιέ («Μαρία Βαλέφσκα», 1937) και ο Μάρλον Μπράντο («Ντεζιρέ», 1954) επικεντρώθηκαν στις ρομαντικές υπερβολές του, ο Χέρμπερτ Λομ στην υποχώρηση από τη Μόσχα («Πόλεμος και Ειρήνη», 1956), ο Ροντ Στάιγκερ στην ήττα του Βατερλώ («Βατερλώ», 1970), ο Κένεθ Χεγκ στην εξορία στο νησί Αγία Ελένη («Εξόριστος αετός», 1971).
Υπήρξαν πάνω από 100 απεικονίσεις του Ναπολέοντα σε ταινίες της βουβής περιόδου, με πιο διάσημη την ερμηνεία του Αλμπέρ Ντιεντονέ στο γαλλικό έπος «Ναπολέων» του Αμπέλ Γκανς (1927), που γυρίστηκε με μια επαναστατική διαδικασία τριπλής οθόνης. Ο ίδιος ηθοποιός επανέλαβε το ρόλο και στην ηχητική περίοδο με το «Η κυρία δεν με μέλλει» (1941). Σημαντικές είναι δύο ακόμα ταινίες που διαδραματίζονται στην εποχή των πολέμων του Ναπολέοντα: οι «Στάχτες» (1965) του Πολωνού Αντρέι Βάιντα, και το οκτάωρο έπος του Σοβιετικού Σεργκέι Μπονταρτσούκ «Πόλεμος και Ειρήνη» (1965), από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Λέοντας Τολστόι. Παρωδία αυτού του μυθιστορήματος (και πόρρω απέχουσα της αληθινής ιστορίας) είναι η ταινία του Γούντι Άλεν «Ο ειρηνοποιός» (1975). Κωμωδία επίσης είναι το «Ο Ναπολέων και εγώ» (2006) με τον Ντανιέλ Οτέιγ στο ρόλο του εξόριστου Ναπολέοντα στη νήσο Έλβα. Η τελευταία, μέχρι στιγμής, απεικόνιση του Γάλλου αυτοκράτορα είναι στο «Ναπολέων» (2023), σε σκηνοθεσία Ρίντλεϊ Σκοτ Πρόκειται για μια παραγωγή της Apple, που θα κάνει πρεμιέρα τον προσεχή Νοέμβριο με τον Χοακίν Φίνιξ στον ομώνυμο ρόλο.
Αμέσως μετά τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, με μικρή διαφορά σε αριθμό ταινιών (163), έρχεται ο Ιησούς Χριστός. Αναμφισβήτητα ο πιο επικίνδυνος ρόλος για κάθε ηθοποιό που επιχειρεί να τον ερμηνεύσει. Πολλοί απέτυχαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, και αυτό δεν οφείλεται στη χυδαιοποίηση του ιερού προσώπου, αλλά σε μια υπερβολικά ευσεβή στάση απέναντι στο παρελθόν. Από την περίοδο του βωβού κινηματογράφου ξεχώρισε η ερμηνεία του Χάουαρντ Γκέι στη χολιγουντιανή «Μισαλλοδοξία» του Γκρίφιθ (1916) και του Αλμπέρτο Πασκουάλι στο ιταλικό «Christus» (1917). Στους νεότερους χρόνους, ο Τζέφρι Χάντερ («Ο Βασιλεύς των Βασιλέων», 1967) και ο Μαξ φον Σίντοφ («Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου», 1965), καθώς και ο Ρόμπερτ Πάουελ («Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ», 1977) ανταποκρίνονται στη συμβατική εικόνα του Ιησού, αν και το πιο πειστικό πορτρέτο είναι εκείνο του Ισπανού ερασιτέχνη ηθοποιού Ενρίκε Ιραζόκι που ο Πιερ Πάολο Παζολίνι του εμπιστεύθηκε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» (1964). Η ταινία βρίσκεται στους αντίποδες των βιβλικών θεαματικών ταινιών και ο πρωταγωνιστής της αποκλίνει από τα πρότυπα απεικόνισης του ξανθού και γαλανομάτη Θεανθρώπου στο δυτικό κινηματογράφο. Στοιχείο γνησιότητας είναι επίσης το γεγονός ότι ο Παζολίνι ακολούθησε πιστά τη δομή του Κατά Ματθαίου Ευαγγελίου, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά το ιερό κείμενο χωρίς να προσθέσει λέξη. Το εντελώς αντίθετο συμβαίνει με το «Ιησούς Χριστός υπέρλαμπρο άστρο» (1973), αφού πρόκειται για μια πρωτότυπη προσαρμογή της θεϊκής ιστορίας στους ρυθμούς της ροκ. Βασισμένη στο μουσικό έργο των Τιμ Ράις (λιμπρέτο) και Άντριου Λόιντ Βέμπερ (μουσική), και την επακόλουθη μακροχρόνια θεατρική παράσταση στο Μπροντγουέι, η ταινία αφηγείται την ιστορία των τελευταίων 6 ημερών στη ζωή του Ιησού Χριστού μέσα από τα ταραγμένα μάτια του Ιούδα Ισκαριώτη. Λανθασμένα χαρακτηρίζεται ως μιούζικαλ, ενώ πρόκειται για μια ροκ όπερα: Δεν υπάρχουν προφορικοί διάλογοι και τα πάντα τραγουδιούνται. Οι 6 τελευταίες μέρες του Χριστού μειώθηκαν σε λίγες μόνο ώρες, στα «Πάθη του Χριστού» (2004) που σκηνοθέτησε ο Μελ Γκίμπσον. Η ταινία παρουσιάζει τις τελευταίες δώδεκα ώρες της ζωής του Ιησού, πριν τη σταύρωσή του. Η αλήθεια της πραγματικής ιστορίας υπηρετείται εδώ πολλαπλά: από τα απίστευτα μαρτύρια που υπέστη, κυριολεκτικά, ο πρωταγωνιστής Τζιμ Καβίζελ στα γυρίσματα (εξάρθρωση ώμου από τη μεταφορά του ασήκωτου σταυρού, αθέλητο, πλην οδυνηρό, μαστίγωμα από κομπάρσο στρατιώτη, υποθερμία στο σταυρό κ.ά,), μέχρι τη λατινική και την αραμαϊκή γλώσσα της εποχής που χρησιμοποιήθηκε στους διαλόγους της ταινίας.
Την κορυφαία, μέχρι τώρα, τριάδα συμπληρώνει ο Αδόλφος Χίτλερ με 88 ταινίες. Οι κινηματογραφικές απεικονίσεις του χωρίζονται σε τρεις βασικές χρονικές ενότητες: πριν τον πόλεμο, στη διάρκεια του πολέμου, μετά τον πόλεμο –και το θάνατό του. Μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, το 1933, ο Χίτλερ απεικονίστηκε στις γερμανικές προπαγανδιστικές ταινίες ως θεόμορφη φιγούρα, αγαπημένη και σεβαστή από το λαό. Ήταν ίσως ο πρώτος πολιτικός στην ιστορία με γνώμονα τα μέσα ενημέρωσης, που κατάλαβε τη δύναμη του κινηματογράφου. Όλες οι δημόσιες εμφανίσεις του ήταν προσεκτικά χορογραφημένες, ενώ ασχολήθηκε ενεργά και με την κινηματογραφική παραγωγή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προπαγανδιστικής ταινίας με προσωπική του ανάμειξη, αποτελεί «Ο θρίαμβος της θέλησης» (1935), της Λένι Ρίφενσταλ. Ο Χίτλερ της ανέθεσε την κινηματογράφηση του συνεδρίου του Ναζιστικού Κόμματος το 1934 στη Νυρεμβέργη, στο οποίο συμμετείχαν περισσότεροι από 700.000 υποστηρικτές των Ναζί. Ο ίδιος, εκτός από πρωταγωνιστής, υπήρξε ανεπίσημος εκτελεστικός παραγωγός και το όνομά του εμφανίζεται στους τίτλους έναρξης.
Μετά την έναρξη του πολέμου, ο Χίτλερ διακωμωδήθηκε (με πιο συχνά παρωδούμενο το μουστάκι–οδοντόβουρτσα), ή απεικονίστηκε ως μανιακός από τις αντίπαλες δυνάμεις, κυρίως στις ταινίες του Χόλιγουντ. Επιφανές παράδειγμα είναι «Ο μεγάλος δικτάτωρ» (1940), στο οποίο ο Τσάρλι Τσάπλιν κορόιδευε τον Χίτλερ υποδυόμενος το σατιρικό του alter ego, Αντενόιντ (Αδενοειδής) Χίνκελ, δικτάτορα μιας φανταστικής -πλην, προφανούς- χώρας. Η αποτελεσματικότητα αυτής της παρωδίας αντανακλάται στην αντίδραση του Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος απαγόρευσε την ταινία στη Γερμανία και σε όλες τις χώρες που κατέλαβαν οι Ναζί. Η περιέργειά του, ωστόσο, να δει πώς τον υποδύθηκε (και τον μεταχειρίστηκε) ο Τσάρλι Τσάπλιν ήταν μεγάλη. Διέταξε να του φέρουν μια κόπια της ταινίας μέσω της Πορτογαλίας και η ιστορία καταγράφει ότι την είδε δύο φορές ιδιωτικά. Δυστυχώς, χωρίς να καταγράψει και την αντίδρασή του.
Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου οι αναπαραστάσεις του Χίτλερ, τόσο σοβαρές όσο και σατιρικές, πολλαπλασιάστηκαν στην κινηματογραφία των νικητών. Μετά το θάνατό του έγινε γνωστή η πλήρης έκταση του Ολοκαυτώματος και των άλλων θηριωδιών των Ναζί, Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι ο Χίτλερ δεν ήταν πλέον απειλή, άλλαξε τον τρόπο απεικόνισής του. με αποτέλεσμα να προσωποποιείται πλέον ως το απόλυτο κακό. Εκτός από τη βιογραφία του Στιούαρτ Χάισλερ, με τον Ρίτσαρντ Μπέιζχαρτ στον πρωταγωνιστικό ρόλο («Χίτλερ», 1962), οι πιο λεπτομερείς απεικονίσεις επικεντρώθηκαν στις τελευταίες μέρες του στο υπόγειο καταφύγιο του Βερολίνου, όπου τελικά αυτοκτόνησε με την ερωμένη του Εύα Μπράουν. Ξεχωρίζουν οι ερμηνείες του Άλμπιν Σκόντα στο «Δέκα μέρες για να πεθάνεις» (1955), και του Άλεκ Γκίνες στο παρεμφερές «Χίτλερ: Οι τελευταίες δέκα μέρες» (1973). Κορυφαία, ωστόσο, θεωρείται η ερμηνεία του Μπρούνο Γκαντζ στο υποψήφιο για Όσκαρ «Η πτώση» (2004), που αναπαριστά τις τελευταίες 10 ημέρες της ζωής του Χίτλερ, από τα 56α γενέθλιά του στις 20 Απριλίου 1945 έως την αυτοκτονία του στις 30 Απριλίου, στο κλειστοφοβικό περιβάλλον του υπόγειου καταφυγίου.