Οι περιπλανήσεις μου στις ταινίες των ξυπόλητων γυναικών δεν είναι καθόλου εύκολες. Είμαι δυο διαφορετικοί άνθρωποι που συναντιούνται με δυο διαφορετικές γυναίκες. Όσο και αν, τόσο εγώ όσο και εκείνες, συγχωνευόμαστε σε μία προσωπικότητα έκαστος και καταλήγουμε ζευγάρι, δεν παύουμε να είμαστε τέσσερις. Μπορεί να παίρνω την θέση του ήρωα για να αγαπήσω και να αγαπηθώ από την γυμνόποδη ηρωίδα, αποδεχόμενος κάθε σκέψη και πράξη του, επαναλαμβάνοντας εσαεί την ιστορία μας, αλλά δεν παύω να επιστρέφω στον εαυτό μου που ως θεατής αδυνατεί να ξεχάσει πόσο μαγεύτηκε μπροστά της αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο: μόνο με αυτή την ιδιότητα μπορώ να την βλέπω όταν δεν βρισκόμαστε μαζί – να διαβάζω τις σκέψεις της, να την χαίρομαι σε οποιαδήποτε προσωπική ή απρόσωπη στιγμή της. Και εκείνη, προφανώς, είναι διπλή: είναι η ηρωίδα και η ηθοποιός που την υποκρίνεται και που όσο και αν έχει συνάψει σύμβαση υποκρισίας, έχει μελετήσει τον νέο της χαρακτήρα, τον έχει ενδυθεί και έχουν σαφώς ανταλλάξει πλείστα ατομικά τους στοιχεία.
Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}
XLVI. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 36: Οι παραισθησιακές
Ως θεατής πρωτογνώρισα την Ρεβέκκα, το Κορίτσι με την Μοτοσικλέτα, ένα πρωινό από εκείνα που κορύφωναν την ζωή της. Είχε ανοίξει τα μάτια της όταν ακόμα η αυγή ήταν γαλάζια. Η έκφρασή της μαρτυρούσε ότι ξύπνησε από μια σκέψη που ίσως την προκάλεσε ένα όνειρο ή μια ονείρωξη που την επισκέφτηκε νωρίτερα. Βρισκόταν κάτω από την τέντα ενός τσίρκου ακροβατών και ο Ντάνιελ, ο αγαπημένος της, μόλις τελείωνε το νούμερό του με την μοτοσικλέτα του. Τώρα ήταν η σειρά της να κυκλώσει την σκηνή, όρθια σ’ ένα άλογο. Ένα τεράστιο χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπό της, ακόμα και όταν ο δαμαστής την μαστίγωνε τόσο προσεκτικά, όσο χρειαζόταν να γυμνωθεί το στήθος της. Έτσι ξύπνησε η Ρεβέκκα, με το σώμα της να σπαράζει, και μονολόγησε: «Πρέπει να τον δω οπωσδήποτε».
Έριξε μια ματιά στον άντρα που κοιμόταν δίπλα της και σηκώθηκε αθόρυβα. Άνοιξε την ντουλάπα της και πήρε μια ολόσωμη δερμάτινη φόρμα. Τα γυμνά της πόδια, ολόλευκα, ήταν τα τελευταία που εξαφανίστηκαν μέσα στο μαύρο χρώμα. Έβαλε τα παπούτσια της και μονολογούσε: Δεν θα νιώσω ένοχη. Κοιμάσαι στα αλήθεια ή φοβάσαι να με δεις να φεύγω; Σε τι μέρος με έφερες Ρέιμοντ; Μόνο νεκροταφεία και στρατόπεδα. Μέρη που μυρίζουν παλιούς πολέμους. Η πόλη πεθαίνει στα προάστια. Μετά ανέβηκε στην μοτοσικλέτα της και αφέθηκε στην ταχύτητα. Ο κόσμος της κοκκίνισε, οι σκέψεις της έβαψαν την οθόνη πράσινη, μωβ, πορτοκαλί. Έτρεχε στους επαρχιακούς δρόμους διασχίζοντας χωράφια, λιβάδια και αλέες, χαμογελούσε με τον αέρα να κυματίζει το πρόσωπό της και σκεφτόταν: Γεννήθηκα μόνο όταν με άγγιξες. Όταν το ρολόι στην Χαϊδελβέργη χτυπήσει οκτώ θα είμαι στην αγκαλιά σου. Οι φύλακες των συνόρων την κοίταζαν με το γλοιώδες ύφος του άντρα που βρίσκεται σε θέση ισχύος. Ο ένας την άγγιξε δυο φορές κι εκείνη σιώπησε σκοτεινή. Την ρώτησε αν έχει κάτι να δηλώσει. «Μόνο τον εαυτό μου, όπως βλέπετε». Πώς τολμάει μια γυναίκα να διασχίζει τα κράτη μόνη πάνω σε μια μηχανή; Στη Γερμανία οδηγούσε μέσα από δάση, πάνω σε μεγάλες γέφυρες ενώ από κάτω περνούσαν αργά τα πλοία, στις ηλιόλουστες λεωφόρους της πόλης, σ’ ένα αρχαίο τοξωτό γεφύρι, σ’ έναν ανηφορικό δρόμο δίπλα από τα τείχη. Στο τέρμα μιας μικρής παρόδου βρισκόταν το σπίτι του Ντάνιελ, πάνω από το ποτάμι. Πώς θα μπορούσα όλα αυτά να τα γνωρίζω αν ήμουν μόνο ο Ντάνιελ;
Εκείνη την στιγμή, μπορούσα να γίνω αυτός. Διάβαζα τα βιβλία μου όταν εκείνη εισέβαλε στον χώρο μου και έγειρε ξέπνοη στην ποδιά μου. Ο ήλιος έμπαινε από τα τζάμια, ένας δεύτερος ήλιος είχε φτάσει μαζί της. Την χάιδεψα στο στήθος πάνω από τη δερμάτινη φόρμα. Το μόνο που της είπα: Το σώμα σου είναι σαν ένα βιολί σ’ ένα βελούδινο κουτί. Το μόνο που είπε: Ντάνιελ, ω, Ντάνιελ. Το όνομά μου δυο φορές, μ’ ένα ω ανάμεσα. Ήμουν ένας νέος που δυσπιστούσε στην ρομαντική αγάπη και λάτρευε την ηδονή, ένας μανιακός με τις μοτοσυκλέτες. Ήμουν ένας καθηγητής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο. Στο τελευταίο μάθημα συζητούσα με τους φοιτητές μου για τον ελεύθερο έρωτα. Τους έλεγα πως η δική τους γενιά θα σταματήσει το έθιμο του γάμου. Τους ρώτησα για το νόημα της απατηλής λέξης love. Επιθυμία, λαγνεία, ανάγκη να πληγώνεις, να αποδέχεσαι την ζημιά; Μια βολική κουβέρτα για να καλύπτουμε όλα τα σκοτεινά συναισθήματα; Τους ρώτησα πώς εννοούν τον ελεύθερο έρωτα. Ένας είπε ότι σημαίνει να είσαι ελεύθερος να αγαπάς κάποιον χωρίς διαρκή δέσμευση. Τους προέτρεψα να ερωτευτούν και να έρθουν μετά να μου πουν πόσο ελεύθερος μπορεί να είναι αυτός ο έρωτας.
Γινόμουν πάλι θεατής κι έβλεπα την Ρεβέκκα στο ταξίδι της. Δεν είχε σημασία αν ερχόταν ή αν έφευγε από εμένα. Κοιμόταν στο δάσος να ξεκουραστεί όταν είδε να περνάνε στρατιωτικά οχήματα. Οι άντρες την κοιτούσαν με απορία, πείνα ή αποστροφή. Φορούσαν κράνη με φυτά για καμουφλάζ. Ντυθείτε σαν άντρες, τους φώναξε, και βγάλτε τα λουλούδια απ’ τα κεφάλια σας! Κάπου στον κόσμο γινόταν μια επανάσταση των λουλουδιών κι εκεί βρισκόταν η θέση τους. Μπορούσα να «δω» και την μνήμη της. Θυμόταν το σαλέ όπου κοιταχτήκαμε για πρώτη φορά. Είχε πάει εκδρομή με τον αρραβωνιαστικό της και ένα ζευγάρι φίλων. Θυμόταν τις φαινομενικά απλές διαφωνίες χαρακτήρων. Η παρορμητική και ο συγκρατημένος, ο λογικός και η παράτολμη. Στο εστιατόριο καθόμουν στο μπαρ κι εκείνη σ’ ένα τραπέζι. Δεν τράβηξα το βλέμμα μου από πάνω της. Η παρέα ανέβηκε στα δωμάτια και τα ζευγάρια χωρίστηκαν σε τέσσερα μονόκλινα. Η ερωτική επανάσταση δεν είχε φτάσει ως εδώ. Η Ρεβέκκα ξάπλωσε να κοιμηθεί στο δωμάτιό της. Από την μπαλκονόπορτα κάποιος μπήκε στο δωμάτιο και η ηδονή της ήταν απροσμέτρητη. Μετά της έδωσε να καπνίσει ένα τσιγάρο το μοιράστηκαν και έφυγε. Ήξερε πως δεν ήταν ο Ρέιμοντ. Όταν το επόμενο πρωί μπήκε ο Ρέιμοντ να την ξυπνήσει εκείνη, άπειρη ακόμα από την ηδονή, τον αγκάλιασε και του είπε: φοβάμαι μη σε χάσω ή μη χάσω τον εαυτό μου.
Συναντηθήκαμε στο βιβλιοπωλείο του πατέρα της όπου εργαζόταν. Είχα μπει φουριόζος, διψασμένος για νέα βιβλία. Αναγνώρισε το βλέμμα μου κι ας έκανα πως δεν την θυμόμουν. Μόλις είχα παραγγείλει δυο βιβλία και ο πατέρας μου έσπευσε να μου τα φέρει. Εκείνη ήταν ανεβασμένη στη σκάλα κι έβλεπα τα πόδια της μέσα σ’ ένα περίτεχνο μοβ καλσόν. Ανυπομονώ να τα πιάσω στα χέρια μου, είπα, και ήμουν ειλικρινής, όποια εκδοχή και αν διάλεγε. Στην δεύτερη συνάντησή μας στο κατάστημα μου ανταπέδωσε την ειλικρίνεια: Το σώμα μου γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε στον κόσμο. Το ήξερα πως ήσουν εσύ. Της πρότεινα μια βόλτα με την μηχανή μου στους χιονισμένους δρόμους. Την πήγα σε μια καλύβα έξω από την πόλη αλλά η πόρτα είχε φρακάρει. Δεν μας ένοιαζε. Ξαπλώσαμε σε κάτι στοιβαγμένους κορμούς δέντρων. Στον πρώτο μας έρωτα θερμάναμε τα ίδια τα χιόνια.
Ως θεατής μπορούσα να ακούω τις σκέψεις της πάνω στην μηχανή. 24 ώρες non stop στα βρωμερά προάστια της Αλσατίας. Πολλά μωρά, κανένα μέλλον. Τότε γιατί τον παντρεύτηκα; Για να μην καταλήξω “πόρνη”; Προφανώς ο Ρέιμοντ γνωρίζει πως έχω εραστή και μου το επιτρέπει. Ο Ντάνιελ δεν μου επιτρέπει τίποτα. Με έχει αιχμαλωτίσει. Ενώ με αφήνει ελεύθερη, ξέρω πως δεν είμαι ελεύθερη απέναντί του. Καημένε Ρέιμοντ, είμαι η μοιχαλίδα αγαπημένη σου. Θα έπρεπε να νιώθω ένοχη;. Τον παντρεύτηκα επειδή είμαι μαζοχίστρια; Ο Ντάνιελ είναι βέβαιος. Πόσο παράξενο: είμαι μαζοχίστρια στον έρωτα μαζί του, αλλά είμαι μαζοχίστρια στην ζωή μου με τον Ρέιμοντ γιατί υποφέρω από την καλοσύνη του. Ο Ντάνιελ λέει: “Δεν θα υπάρχουν γάμοι σε πενήντα χρόνια από τώρα”. Γεννήθηκα πολύ νωρίς για να το προλάβω. Ως θεατής μπορούσα να την δω σ’ ένα καφενείο στην άκρη του δρόμου, γεμάτο μεσήλικους άντρες που την κοιτούσαν απορώντας τι είδους μαύρος διάβολος μπήκε στο άντρο τους, ενώ η αγενής σερβιτόρα την αγνοούσε. Με μια αστραπιαία κίνηση γύμνωσε το στήθος της, μάλλον στην φαντασία της. Πώς θα αντιδρούσαν; Θα τους έκλεινε οριστικά το στόμα ή θα το έκανε να χάσκει;
Ξανά μαζί. Πήγαμε σε κάποιο ξενοδοχείο. Ξύλινοι τοίχοι, παράθυρο ανοιχτό στο απέραντο. Ο ρεσεψιονίστ τον χαιρέτησε, άρα έχει έρθει και με άλλες γυναίκες, σκέφτηκε εκείνη. Μου ζήτησε να την μάθω να οδηγεί μοτοσικλέτα. Της είπα πως οι άνθρωποι επιτρέπουν να τους φέρονται σαν μηχανές, αλλά εκείνη πρέπει να μάθει να συμπεριφέρεται στη μηχανή της σαν σε άνθρωπο. Τρέχαμε με την δική μου North Atlas του 1967 σε δρόμους με ψηλές λεύκες. Γινόμουν τα χέρια της, αφηνόμουν στα χέρια της. Μια μοτοσικλέτα είναι πλησιέστερα σ’ εσένα περισσότερο από οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα. Γίνεται κομμάτι σου. Τα συναισθήματά σου βρίσκονται ανάμεσα στα πόδια σου, της έλεγα κι εκείνη πατούσε γκάζι. Στο κρεβάτι του ξενοδοχείου μετά την κλινοπάλη φανταζόμασταν αγώνες μοτοκρός στον αέρα έξω από το παράθυρο, ο ίλιγγός μας μια πορτοκαλί οθόνη. Μετά της διηγούμουν με παντομίμα τις εμπειρίες μου από τέτοιους αγώνες, να εκτοξεύομαι ψηλά και να σωριάζομαι στη λάσπη. Σοβαρεύαμε και γελούσαμε, ευφραινόμασταν και θλιβόμασταν. Επέμενε να με ρωτάει για την γυναίκα που με συνέτριψε και με έστειλε στην μακρινή Χαϊδελβέργη για να την ξεχάσω. — Είναι νεκρή; — Είναι ό,τι θέλεις να είναι.
Το γαμήλιο δώρο μου την περίμενε έξω από το βιβλιοπωλείο της: μια μοτοσικλέτα Harley-Davidson Electra Glide. Ο πατέρας της επέμενε να την αρνηθεί, ο αρραβωνιαστικός της είπε να κάνει όπως θέλει. Ο πατέρας της του είπε ότι τώρα γνωρίζει ποιος από τους δυο θα είναι δυστυχής. Στο μπαρ των γηραιών αντρών η Ρεβέκκα άρχισε να δακρύζει. Οργιζόταν μαζί μου (με είχε ήδη επισκεφτεί και την είχα αρνηθεί; ερχόταν σ’ εμένα αλλά αντιλαμβανόταν το οριστικό αδιέξοδο;) και μονολογούσε την απόφασή της να επιστρέψει στη Γαλλία με το τραίνο παρατώντας σε μια ερημιά την καταραμένη μηχανή. Έπινε και σπάραζε. Είχε πια φύγει, έλεγε, και δεν θα επέστρεφε. Αλλά μετά από λίγο ή μια άλλη φορά, άφηνε τον μαύρο της προαγωγό, όπως την αποκαλούσε, να την φέρει κοντά μου.
Ήμασταν μουσκεμένοι στον ιδρώτα και εξαντλημένοι μετά το ξεθέωμα των σωμάτων. Μόλις που μπορούσαμε να ανταλλάζουμε ένα τσιγάρο. — Γιατί ήρθα εδώ; — Επειδή το ήθελες. — Επειδή σε θέλω. Είμαι νυμφομανής; Πόσο έξυπνο ήταν το δώρο σου… Ξέρεις γιατί τον παντρεύτηκα τόσο γρήγορα; Σαν προστασία απέναντί σου. Προσπάθησα πολλές φορές να του μιλήσω. Προσπάθησα απελπισμένα να σε ξεχάσω. Ξέρεις τι έκανα για να το καταφέρω; Σκεφτόμουν την αλαζονεία σου, την βιαιότητά σου, το ότι δεν με αγαπάς. Δεν θα ξαναέρθω — Θα αντέξεις δέκα μέρες. Αγκάλιασα το πόδι της, ακούμπησα τρυφερά το πρόσωπό μου. Της είπα ότι τα δάχτυλά της είναι σαν επιτύμβιες στήλες. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε, αν ήταν για το μάκρος τους, την λευκότητά τους ή μια ισχυρή ενέργεια που μπορούσε να με οδηγήσει στο χαμό. Τα κινούσε, τα φιλούσα. Της έστελνες λουλούδια; Σ’ εμένα ποτέ δεν έστειλες, μπάσταρδε σαδιστή! Τότε ανταποκρίθηκα στα λόγια της. Έγινα ή από πάντα ήμουν αυτό που με αποκάλεσε, πήρα ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα από δίπλα και της γέμισα την πλάτη με τα σημάδια τους. Την αγκάλιαζα και την λουλούδιαζα, η οθόνη έγινε ξανά πράσινη και μοβ, κι εκείνη πονούσε και υπέφερε, γελούσε και ηδονιζόταν.
Τελικά άντεξε δέκα μέρες μακριά μου αλλά όχι δώδεκα — ήταν βέβαιη αφού τις μετρούσε μια μια. Ξεχύθηκε για άλλη μια φορά στους δρόμους που την οδηγούσαν στην αγκαλιά μου. Σ’ έναν σκιερό τόπο ξάπλωσε στο χορτάρι για να ξεκουραστεί και διάφοροι άνθρωποι που είχαν πάει εκδρομή εκεί κοντά την κοίταζαν περίεργα. Γυναίκα-μόνη-δερμάτινη-μηχανόβια. Ακόμα κι όταν πάνε στην φύση αυτοί οι ηλίθιοι κάθονται μέσα στα αυτοκίνητά τους. Ξαναβγήκε στο δρόμο και το δεξί της πόδι βυθίστηκε στο γκάζι. Ως Ντάνιελ διάβαζα και την περίμενα οποιαδήποτε στιγμή. Ως θεατής την είδα να τρέχει με οριζόντια από τον άνεμο μαλλιά, να σηκώνει τα χέρια της ψηλά (όπως έκανε στο κιόσκι μου, όταν την έπαιρνα στα χέρια μου και την σήκωνα όσο ψηλότερα μπορούσα και το πρόσωπο της σχεδόν πλησίαζε το ταβάνι). Την είδα ευτυχισμένη να χαμογελάει μπροστά στον ορθάνοιχτο δρόμο, να επιχειρεί να περάσει ανάμεσα από δυο αυτοκίνητα, βέβαιη πως όλοι οδηγούν ευθεία και ευτυχείς, να μην υπολογίζει την στροφή προσπέρασης του ενός, να εκτοξεύεται στο παρμπρίζ του. Είδα τα δερμάτινα πόδια της να προεξέχουν από το σπασμένο τζάμι, ευθυτενή και ακίνητα, σαν μιας παιδικής κούκλας που πετάχτηκε σε κάδο σκουπιδιών.
Μέχρι και σήμερα αδυνατώ να αποφασίσω αν θα αντάλλαζα την θέση του θεατή με εκείνη του εραστή. Ως θεατής μπορούσα να εισχωρώ στο μυαλό της που λειτουργούσε σαν ένα ψυχεδελικό καλειδοσκόπιο και να τρέχω μαζί με όσα έτρεχαν στην εγκεφαλική της μηχανή: τις αλλεπάλληλες μνήμες, την σειρά των γεγονότων που την έφτασαν ως εδώ και που πιθανώς θα συνέβαιναν στο μέλλον, έναν ατέλειωτο εσωτερικό μονόλογο και οτιδήποτε κυλούσε στην ροή της συνείδησης και στις προβολές του ασυνείδητου. Μπορούσα να βλέπω την αίσθηση των ερωτικών της φαντασιών και την υπερταχεία οδό της προς τον οργασμό. Ακόμα και οι οδικές διαδρομές της από την Αλσατία στην Χαϊδελβέργη δεν ήξερα αν συνέβαιναν εκείνη την στιγμή ή επαναλαμβάνονταν στο ρεύμα των αισθήσεων που αφήνουν οι αναμνήσεις.
Τότε μπόρεσα καθαρά να δω το πάθος για την προσωπική της ελευθερία, όπως την ζούσε από την πρώτη στιγμή που πατούσε τα πετάλια. Στις μεγάλες γέφυρες έβλεπε το τετράγωνο κενό στο βάθος κι εκεί, σκεφτόταν, την περίμενε η ελευθερία. Πόσες γέφυρες πρέπει να διασχίσει κανείς μέχρι να φτάσει σε αυτήν; Πώς πάει κανείς εκεί; Ίσως γνώριζε καλά πως το ταξίδι είναι ένας εγγυημένος τρόπος. Η Ρεβέκκα ύμνησε έμπρακτα την περιπλάνηση, το ταξίδι που έχει ίσο βάρος με τον προορισμό. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα πως δεν είχε σημασία αν θα με συναντούσε ή όχι. Ο έρωτας είναι έρωτας επειδή κινεί τα πάντα, ωθεί στην έξοδο, σε καλύπτει με νέο δέρμα (είναι σαν δεύτερο δέρμα, ψιθύριζε όταν ολόγυμνη έβαζε την δερμάτινη φόρμα της), σου γνωρίζει εσένα.
H φυγή της θα την ελευθέρωνε από μια προδιαγεγραμμένη ζωή αλλά και από τον μισογυνισμό που την περικύκλωνε από παντού — χέρια που απλώνονταν με κάθε ευκαιρία πάνω της, βλέμματα που την υποβίβαζαν, ένας εαυτός που την αποκαλούσε ανόητη σκύλα. Ίσως και από εμένα, όταν έβλεπε πως, τουλάχιστον τις περισσότερες μέρες του μήνα, ήθελε να με ξεχάσει. Όμως ο έρωτας πόσο ελευθερία δίνει;
Ο μεσάζων μηχανικός εραστής, η Ηλέκτρα που Γλιστρά, της χάρισε τις ιδιότητες του της ονομασίας του μοντέλου της και την προσκάλεσε στην μεγάλη απόδραση. Έγινε ταξιδιωτικό μέσο, εφαπτόμενο σώμα, σύμβολο ανεξαρτησίας. Την ενέγραψε σε μια συνομοταξία περιπλανώμενων και ηρώων που ως τώρα ήταν αποκλειστικά για άντρες και της έδωσε την αδιανόητη μέχρι τότε εικόνα ενός θηλυκού Easy Rider. Γιατί αυτή η Ξένοιαστη Καβαλάρισσα δεν με αποχαιρέτησε σαν μια μικρή κουκίδα που χάνεται στον απέραντο αυτοκινητόδρομο; Ακολούθησε το μυθιστορηματικό πρότυπο του βίου που είναι καλύτερα να καεί στο αποκορύφωμά του παρά να ξεφτίσει; Την μυθολογία του ροκ εντ ρολ που θα γνώριζε καλά η άλλη της όψη, η καλλιτέχνης που την ενσάρκωσε; Μήπως εκείνοι που την σχεδίασαν την τιμώρησαν για την ριψοκίνδυνη οδήγηση προς την ελεύθερη σεξουαλικότητα ή την αυτοδιάθεση; Για την επιθυμία της ελευθερίας ή την ελευθερία της επιθυμίας; Εφάρμοσαν κάποιον άγραφο, σκοτεινό κανόνα που όριζε ότι η τάξη των γυναικών αφανίζεται εκτός των τειχών; Και γιατί σίγασαν την φωνή της και την αντικατέστησαν με κάποια άλλη, αφήνοντάς την τουλάχιστον να μιλάει με τις εκφράσεις του προσώπου;
Η Ρεβέκκα κινηματογράφησε με τον δικό της τρόπο την ηρωίδα του La motocyclette, ενός μυθιστορήματος του Andre Pieyre de Mandiargues (1963). Ο συγγραφέας διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την Anke-Eve Goldmann, που τον ενέπνευσε για τον χαρακτήρα της Ρεβέκκας, καθώς ήταν η πρώτη γυναίκα δημοσιογράφος μοτοσικλέτας, που ζούσε οδηγώντας και γράφοντας για μοτοσικλέτες σε μια σειρά ειδικών περιοδικών (Cycle World, Das Motorrad, Moto Revue κ.ά.) αλλά και η πρώτη που οδήγησε μοτοσικλέτα με μια μονοκόμματη δερμάτινη στολή οδήγησης, ειδικά σχεδιασμένη για την ίδια.
Η ταινία βγήκε στη Γαλλία ένα μήνα μετά το ξέσπασμα του Μάη του ’68 και δοκίμασε πλείστες τεχνικές του πειραματικού σινεμά, αλλά ήταν αδύνατον να μην μελώσει μερικές σκηνές μαγευτικών διαδρομών με την εύφορη μελοδραματική μουσική του Les Reed. Στις Ηνωμένες Υποκριτικές Πολιτείες απαγορεύτηκε εξαιτίας της γυμνότητας και επανεκδόθηκε με τίτλο που ακριβώς την τόνιζε: Naked Under Leather! Ο σκηνοθέτης δεν αναμίχθηκε στην νέα έκδοση και φυσικά την αποκήρυξε.
Και αν η Ρεβέκκα μεταμορφώθηκε οριστικά και αμετάκλητα από το κλασικό, ντροπαλό κορίτσι σε γυναίκα που γνωρίζει πολύ καλά τι επιθυμεί και πόσο το επιθυμεί και σπεύδει να το ζήσει, η Marianne Faithful που την ενσάρκωσε γνώρισε δεκάδες μεταμορφώσεις. Αυτή η απόγονος, από την πλευρά της μητέρας της, του Αυστριακού συγγραφέα Λέοπολντ φον Ζάχερ-Μαζόχ, που ως γνωστόν έδωσε το όνομά του στον μαζοχισμό, ζει μέχρι σήμερα την δική της ελεύθερη ζωή, έχοντας προϋπάρξει κορίτσι της πολύχρωμης swinging Αγγλίας, φολκ τραγουδίστρια, ερασιτέχνης ηθοποιός, εταίρος σε ροκ εντ ρολ έρωτες, ναρκομανής, άστεγη, μια φωνή που σίγησε και εξαφανίστηκε, μια σπάνια γυναίκα που επέστρεψε με εξαίσιους δίσκους και συνέχισε με ραγισμένη φωνή να διηγείται αυτό που, όπως δηλώνει, γνωρίζει: «όλες τις ιστορίες»
{ Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται }
Η ταινία: The Girl on a Motorcycle (Jack Cardiff, 1968). Η γυναίκα: Marianne Faithfull.