¤¦Ο γιαπωνέζικος κήπος είναι ίσως ένα από τα πιο δομημένα είδη κήπων. Πρέπει απαραιτήτως να περιέχει επτά στοιχεία: νερό, πέτρες και άμμο, γέφυρες, πέτρινα φανάρια και γούρνες, φράκτες και πύλες, άνθη και δέντρα, και ψάρια. Οι παρούσες συνεντεύξεις θα αποτελούνται πάντα από επτά ερωτήσεις. Κάποιες από αυτές θα επαναλαμβάνονται και κάποιες θα είναι νέες, ώστε να ανταποκρίνονται στο έργο που έχουμε μπροστά μας. Σαν τον γιαπωνέζικο κήπο, οι συνεντεύξεις θα διατηρούν τη δομή τους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδώσουν, ακριβώς σαν αυτόν, τη ζωντάνια μιας μακρινής γης, που σε αυτήν την περίπτωση είναι, βέβαια, η διαδικασία της συγγραφής.
Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με την Μαρία A. Ιωάννου
της Άννας Κουππάνου
Η Μαρία Α. Ιωάννου γεννήθηκε στη Λεμεσό. Έχει εκδώσει τα βιβλία: Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας (εκδ. Γαβριηλίδης 2011 – Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη Κύπρου), Καζάνι (Νεφέλη 2015 – υποψήφιο για το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη του περιοδικού Κλεψύδρα), Η μύγα κι η κανάτα (εικονογράφηση: Φίλιππος Θεοδωρίδης, Εκδόσεις Πατάκη 2019 – 2η θέση στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας για Μικρά Παιδιά Κύπρου), Οι Ενδιάμεσοι (Νεφέλη 2022 – βραχεία λίστα στα Βραβεία του Χάρτη 2022). Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στο Reading και εκπόνησε μεταπτυχιακή εργασία και διδακτορική διατριβή πάνω στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα και τη δημιουργική γραφή στα πανεπιστήμια King’s College London και University of Winchester. Το 2013 ίδρυσε το διαθεματικό φεστιβάλ λογοτεχνίας Σαρδάμ.
Στα διηγήματά σας φέρνετε υλικά, προφορικά, γραπτά, οπτικά, γλωσσικούς κώδικες, πολιτισμικά πλαίσια, αντικείμενα, πρόσωπα, γράφετε κείμενα μέσα σε άλλα κείμενα, κτίζετε αφηγηματικά σχήματα και συνομιλίες. Μιλήστε μας για αυτή τη διαδικασία — της συγγραφής ενός διηγηματικού βιβλίου; Είναι παιχνίδι, εργαστηριακή διαδικασία ή κάτι άλλο;
Για μένα η λογοτεχνία και η διαδικασία της συγγραφής είναι ένας ζωντανός οργανισμός που μεταβάλλεται σε σχέση με την εποχή, το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο, το ατομικό και συλλογικό βίωμα και τραύμα, την προσωπική διαδρομή του καθενός, τις κατακτήσεις και οπισθοχωρήσεις της ανθρωπότητας, και ούτω καθεξής. Σύμφωνα με τον Robert Louis Stevenson, πάντως, «η λογοτεχνία είναι παιχνίδι, αλλά πρέπει να παίζεται με τη σοβαρότητα την οποία αποδίδουν στο παιχνίδι τους τα παιδιά» και συμφωνώ σχεδόν απόλυτα με αυτό. Από την άλλη, είναι όλα θέμα ισορροπίας, ή προσέγγισης μιας ισορροπίας, ανάμεσα στο παιχνίδι και τη σοβαρότητα, ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο, ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα, το προσωπικό και το συλλογικό, το εφήμερο και το διαχρονικό. Χωρίς τόλμη, όμως, χωρίς πειραματισμό, εγώ προσωπικά δεν θα μπορούσα να γράψω, αφού η συγγραφή για μένα είναι ο χώρος όπου μπορώ να υπάρξω ελεύθερα και ατρόμητα, με ρίσκο. Η συγγραφή, στα δικά μου μάτια, είναι η συνεχής αναζήτηση ενός «ανήκειν», μια ανακάλυψη, ακόμη και μια εφεύρεση (αν υποθέσουμε πως, σε ένα υβριδικό επίπεδο τουλάχιστον, υπάρχει μια μορφή παρθενογένεσης). Κι όταν ένα κείμενο ή ένα βιβλίο προέρχεται από μια αλήθεια (μας), όσο παράδοξο και να φαίνεται στη σελίδα, προσφέρει ένα κομμάτι αλήθειας και στον αναγνώστη, βιώνεται δηλαδή, σωματοποιείται, ξεπερνά το απτό και το προφανές, διαστέλλεται στο μυαλό και μετά την ανάγνωση, πυροδοτώντας ποικιλία ερμηνειών. Νομίζω το έχει θέσει πολύ ωραία ο Σπύρος Παύλου αυτό. «Όσοι πιστοί προσέλθετε. Διαφορετικά αρκεστείτε στην παρηγοριά του τετελεσμένου».
«Η βαρύτητα δεν έχει νόημα στη σελίδα. Ή μήπως έχει;» (από το βιβλίο: Οι Ενδιάμεσοι, Νεφέλη 2022) Τι νομίζετε;
Και τα δυο μαζί. Η απάντηση είναι κάπου στο ενδιάμεσο. Μόνο έτσι νιώθω πως μπορώ να προσεγγίσω τη ζωή, και τη γραφή. Το άσπρο ή το μαύρο, τα δυο άκρα, η μια μόνο απάντηση, είναι ψευδαίσθηση, κοινωνική κατασκευή. Ευτυχώς είμαστε πολύ πιο πολύπλοκα όντα, γεμάτα γκρίζες ζώνες και ενδιάμεσα, όπως ακριβώς και το άπειρο που μας περιβάλλει. Στην περίπτωση των Ενδιάμεσων, πάντως, το παιχνίδι ανάμεσα στη βαρύτητα και την έλλειψή της υπάρχει σε αρκετά σημεία του βιβλίου. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι σε όλο αυτό είναι το πόσο διαφορετικά αντιδρά ο κάθε αναγνώστης, το πώς δηλαδή κάτι που θεωρείται πιο γειωμένο από κάποιον είναι πιο φευγάτο για κάποιον άλλο, και το αντίστροφο. Να το πω και αλλιώς. Για να γράψω επιδιώκω να απομακρυνθώ λίγο από τη βαρύτητα, αλλά πάντα σ’ αυτήν επιστρέφω.
Παρά την πλούσια υλικότητα των διηγημάτων σας, υπάρχει συχνά μια φευγαλέα χρονικότητα. Από την άλλη, υπάρχει και η χρονική επιμήκυνση, εκεί όπου φέρνετε κοντά μια εμπειρία και την εξετάζετε με επιμέλεια (Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας, Γαβριηλίδης 2011. Καζάνι, Νεφέλη 2015). Μιλήστε μας λίγο για τη δική σας διαδικασία, από τη σύλληψη της στιγμής που έχει αφηγηματικό ενδιαφέρον μέχρι τη συγγραφή του διηγήματος.
Ο χρόνος στη γραφή κυλά αλλιώς, κι αυτή η ρευστότητα, που σου επιτρέπει να περιγράψεις μια ολόκληρη ζωή σε μια σελίδα ή ένα δευτερόλεπτο ύπαρξης σε ολόκληρο διήγημα, είναι κάτι το συναρπαστικό, συγκινητικό θα έλεγα. Η λογοτεχνία μάς προσφέρει τη δυνατότητα να ελέγξουμε τον χρόνο. Κάτι που δεν μας προσφέρει η πραγματική ζωή. Όταν μου ’ρχεται μια ιδέα, με διαπερνά κάπως φευγαλέα και πάντα νιώθω το άγχος μην την χάσω ή μην την ξεχάσω. Ακόμη κι εκεί, δηλαδή, ο χρόνος είναι εχθρός. Οπότε, τα τελευταία χρόνια ξεκίνησα να μαγνητοφωνώ στο κινητό τις λέξεις, φράσεις ή ιδέες που μου αναστατώνουν ανά διαστήματα το μυαλό. Κι έχει ένα σασπένς όλο αυτό, γιατί συνήθως το κάνω στα πιο άκυρα σημεία, με το φόβο ότι μπορεί να ακουστώ, καταγράφοντας ταυτόχρονα και αναπόφευκτα και τους φυσικούς ήχους του περιβάλλοντος. Μέσα σε όλα αυτά τα ηχητικά θραύσματα, λοιπόν, εγκιβωτίζω ένα παρόν που μπορεί να μετουσιωθεί σε κείμενο στο μέλλον ή που μπορεί απλά να παραμείνει εκεί, στην αφάνεια, στη μαύρη τρύπα του κινητού μου. Κι όταν φτάνει η στιγμή να γράψω, συνήθως λειτουργώ είτε σαν χείμαρρος, είτε σαν κεντήτρια. Όταν συμβαίνει το πρώτο, περνώ αρκετό χρόνο κλαδεύοντας και συμπυκνώνοντας εκτός κι αν το κείμενο γεννήθηκε ακαριαία και εκφράζεται καλύτερα μέσα από μια πιο χειμαρρώδη ροή. Όταν συμβαίνει το δεύτερο, ή το κείμενο καταστρέφεται πλήρως, δεν βγάζει κάπου δηλαδή, όσοι μήνες (ακόμη και χρόνια) κι αν περάσουν, ή μεγεθύνεται μέσα στη συμπύκνωσή του, φτάνοντας, ίσως, σε εκείνη τη στιγμή που οι λέξεις δεν αφορούν μόνο τον συγγραφέα, αλλά και τον αναγνώστη. Εκείνη τη στιγμή που σκέφτεσαι διαβάζοντας, α ναι, κι εγώ το έζησα αυτό, κι εγώ το σκέφτηκα ή το ένιωσα, όσο ακραίο, αστείο ή σοκαριστικό κι αν φαντάζει.
Γιατί η στροφή προς το αντικείμενο; Είναι ο τρόπος για να μιλήσετε για το υποκείμενο; Γιατί η στροφή στο μαγικό ρεαλισμό – αν υπάρχει; (Οι Ενδιάμεσοι, Νεφέλη 2022). Μιλήστε μας, επίσης, και για το βιβλίο σας για παιδιά Η μύγα και η κανάτα (Πατάκη 2019).
Νομίζω κάνω συχνότερα αντιστροφές ή μίξεις παρά στροφές, μπορεί να κάνω και πιρουέτες ή ελεύθερες πτώσεις καμιά φορά (στη ζωή είμαι λιγότερο ριψοκίνδυνη, δυστυχώς). Δεν με ενδιαφέρει, δηλαδή, να ορίζομαι από κάτι, νιώθω πως εγκλωβίζομαι, προτιμώ να φλερτάρω με μια λάθος κίνηση ή ένα γδάρσιμο παρά να φοράω συνέχεια επιγονατίδες. Κάποια στιγμή μετά τη γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας (2011), ένας φίλος με αποκάλεσε χαριτολογώντας εκπρόσωπο του μαγικού ρεαλισμού στην κυπριακή λογοτεχνία. Μετέπειτα, με το Καζάνι (2015) η επίσημη κριτική με συνέδεσε ακόμη πιο έντονα με τον σουρεαλισμό και, κυρίως, με το παράδοξο. Τώρα, με τους Ενδιάμεσους (2022) υπάρχει μια πιο οργανική και υβριδική προσέγγιση στη γραφή μου, νομίζω. Όπως φαίνεται από την πορεία των κριτικών προσεγγίσεων μέχρι στιγμής, αλλά και από μια δική μου εσωτερική ανάλυση, η γραφή μου βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον ωμό ρεαλισμό και το παράδοξο, με σουρεαλιστικά, θεατρικά και οπτικά στοιχεία. Το σίγουρο είναι πως για μένα το κάθε κείμενο, το κάθε θέμα, το κάθε συναίσθημα σε οδηγεί στον τρόπο που τελικά θα γραφτεί. Μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, δεν θα μπορούσαν να λείπουν και τα αντικείμενα ως πρωταγωνιστές, κάτι που άρχισα να εξερευνώ από το πρώτο μου βιβλίο. Κι όχι μόνο τα αντικείμενα ως καθρεφτίσματα και ενισχυτές συναισθημάτων των ανθρώπινων χαρακτήρων, αλλά και ως ανεξάρτητες λογοτεχνικές υπάρξεις, με μια δική τους, ίσως, γλώσσα, κάτι που εξερεύνησα εις βάθος στη διδακτορική μου διατριβή, όπου συνδύασα πτυχές της φιλοσοφίας του Μερλό-Ποντί και του Χάιντεγκερ με τη χρήση των αντικειμένων στη μικρή λογοτεχνική φόρμα. Η μύγα και η κανάτα, μάλιστα, ήταν ένα αρχικό αποτέλεσμα αυτής της έρευνας και τελειοποιήθηκε με τη βοήθεια της κόρης μου, αφού ήταν από εκείνες τις ιστορίες που πρώτα γίνονται νανούρισμα και μετά βιβλίο. Τα αντικείμενα, πάντως, είναι προεκτάσεις μας. Αλλά είμαστε και προεκτάσεις τους, συνυπάρχουμε. Κι ακολουθώντας λίγο ελεύθερα την σκέψη του Μερλό-Ποντί εδώ, τα αντικείμενα μάς κοιτάζουν όταν τα κοιτάμε, γνέφουν, επεκτείνονται προς εμάς, όπως εμείς σ’ αυτά. Οπότε, γιατί να μην έχουν λίγο περισσότερο χώρο και στη λογοτεχνία μας;
Γράφουμε μέσα από το τραύμα; Γράφουμε σε κάθε περίπτωση λογοτεχνία τραύματος; Και η εντοπιότητα;
Πάντα γράφουμε μέσα από το τραύμα, προσωπικό ή συλλογικό, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι. Δεν πιστεύω, όμως, πως γράφω λογοτεχνία τραύματος, αλλά σίγουρα το τραύμα υπάρχει στα βιβλία μου. Θα έλεγα πως αν και διοχετεύεται υπόγεια στη δική μου περίπτωση, είναι πολύ έντονο σε σημεία. Νομίζω πως η γενιά μου, που κουβαλά το τραύμα του 1974 μετατραυματικά, έχει κάπως διαφοροποιηθεί, εξερευνά το τραύμα (αν επιλέξει να το εξερευνήσει) διαφορετικά. Ή τουλάχιστον προσπαθεί να βρει νέους τρόπους (άμεσους ή έμμεσους) να αφηγηθεί την Ιστορία, την εντοπιότητα και το προσωπικό βίωμα με πιο καθολικό τρόπο. Δεν γράφουμε όλοι οι Κύπριοι συγγραφείς για το τραύμα, δεν γράφουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο για το τραύμα, δεν γράφουμε μόνο για το ιστορικό τραύμα, και ούτω καθεξής. Δεν γράφουμε, αρκετοί από εμάς, και στην κυπριακή διάλεκτο λόγω μόδας ή για χάρη του εξωτισμού. Ούτε οριζόμαστε από το αν θα επιλέξουμε να χρησιμοποιήσουμε διάλεκτο σε κάποια βιβλία ή κείμενά μας. Πάντως, η εντοπιότητα είναι σίγουρα μέρος της συγγραφικής μου ταυτότητας, το ίδιο και η διάλεκτος, τουλάχιστον στους Ενδιάμεσους. Αλλά μεγάλο μέρος της ταυτότητάς μου είναι και η καθολικότητα, η ελληνική γλώσσα, ακόμη και η αγγλική γλώσσα λόγω σπουδών. Πιστεύω πραγματικά πως δεν είμαστε ποτέ ένα πράγμα, ούτε η λογοτεχνία είναι ένα πράγμα. Οι κατηγοριοποιήσεις είναι συχνά επικοινωνιακά τρικ, διαδικασίες μετρίασης, στρογγυλέματος, περιορισμού των δυνατοτήτων της γραφής, αν και καταλαβαίνω την τάση να βάζουμε τα πράγματα σε καλούπια για να εξηγήσουμε μια τάση ή ένα ρεύμα, ή για να ανήκουμε κάπου. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, παραγκωνίζουμε τις εξαιρέσεις στον κανόνα και, για να είμαι ειλικρινής, το βρίσκω λίγο θλιβερό αυτό.
Ποια είναι η σχέση σας με τους ήρωες και τις ηρωίδες σας; Πόσο καλά τους/τις γνωρίζετε καθώς τους/τις αποτυπώνετε; Τι νιώθετε για αυτούς/αυτές;
Δεν νιώθω πάντως πως με ελέγχουν ή πως οδηγούν κάπου την ιστορία, ούτε και θα ήθελα ποτέ να αφεθώ στο έλεός τους. Οι ήρωες και οι ηρωίδες μου (ακόμη και τα αντικείμενα πρωταγωνιστές) είναι κομμάτια του κόσμου και του κόσμου μου. Και κάπως έτσι τους/τις/τα προσεγγίζω, με κατανόηση, καταπραϋντικά, σαν να τους ψιθυρίζω, είναι εντάξει, σας καταλαβαίνω, η ιστορία σας, η στιγμή σας, η σιωπή και η ακινησία σας, αυτό που μπορεί να σας τρώει, επιτέλους θα ακουστεί. Με κάποιον μυστηριώδη τρόπο, δηλαδή, νιώθω πως αφουγκράζομαι τους χαρακτήρες μου, πως μπαίνω στην ύλη τους, στο σώμα τους για να τους κινητοποιήσω, να τους ρίξω λίγο φως, κάπως έτσι.
Πού γράφετε και πότε;
Συνήθως στο γραφείο μου, συνήθως τα πρωινά. Θα ήθελα πολύ να σας στείλω και μια φωτογραφία αλλά, σε αντίθεση με τη δομή που επιδιώκω στη λογοτεχνία, στη ζωή μου (και κυρίως στο γραφείο μου) επικρατεί το χάος.