Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με την Μαρία A. Ιωάννου / Άννα Κουππάνου - Χάρτης

Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με την Μαρία A. Ιωάννου

¤¦Ο για­πω­νέ­ζι­κος κή­πος εί­ναι ίσως ένα από τα πιο δο­μη­μέ­να εί­δη κή­πων. Πρέ­πει απα­ραι­τή­τως να πε­ριέ­χει επτά στοι­χεία: νε­ρό, πέ­τρες και άμ­μο, γέ­φυ­ρες, πέ­τρι­να φα­νά­ρια και γούρ­νες, φρά­κτες και πύ­λες, άν­θη και δέ­ντρα, και ψά­ρια. Οι πα­ρού­σες συ­νε­ντεύ­ξεις θα απο­τε­λού­νται πά­ντα από επτά ερω­τή­σεις. Κά­ποιες από αυ­τές θα επα­να­λαμ­βά­νο­νται και κά­ποιες θα εί­ναι νέ­ες, ώστε να αντα­πο­κρί­νο­νται στο έρ­γο που έχου­με μπρο­στά μας. Σαν τον για­πω­νέ­ζι­κο κή­πο, οι συ­νε­ντεύ­ξεις θα δια­τη­ρούν τη δο­μή τους, προ­σπα­θώ­ντας ταυ­τό­χρο­να να απο­δώ­σουν, ακρι­βώς σαν αυ­τόν, τη ζω­ντά­νια μιας μα­κρι­νής γης, που σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση εί­ναι, βέ­βαια, η δια­δι­κα­σία της συγ­γρα­φής.


Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με την Μαρία A. Ιωάννου





Η Μα­ρία Α. Ιω­άν­νου γεν­νή­θη­κε στη Λε­με­σό. Έχει εκ­δώ­σει τα βι­βλία: Η γι­γα­ντιαία πτώ­ση μιας βλε­φα­ρί­δας (εκδ. Γα­βρι­η­λί­δης 2011 – Κρα­τι­κό Βρα­βείο Πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νου Λο­γο­τέ­χνη Κύ­πρου), Κα­ζά­νι (Νε­φέ­λη 2015 – υπο­ψή­φιο για το Βρα­βείο Νέ­ου Λο­γο­τέ­χνη του πε­ριο­δι­κού Κλε­ψύ­δρα), Η μύ­γα κι η κα­νά­τα (ει­κο­νο­γρά­φη­ση: Φί­λιπ­πος Θε­ο­δω­ρί­δης, Εκ­δό­σεις Πα­τά­κη 2019 – 2η θέ­ση στα Κρα­τι­κά Βρα­βεία Λο­γο­τε­χνί­ας για Μι­κρά Παι­διά Κύ­πρου), Οι Εν­διά­με­σοι (Νε­φέ­λη 2022 – βρα­χεία λί­στα στα Βρα­βεία του Χάρ­τη 2022). Σπού­δα­σε αγ­γλι­κή λο­γο­τε­χνία στο Reading και εκ­πό­νη­σε με­τα­πτυ­χια­κή ερ­γα­σία και δι­δα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή πά­νω στη λο­γο­τε­χνία του 20ού αιώ­να και τη δη­μιουρ­γι­κή γρα­φή στα πα­νε­πι­στή­μια King’s College London και University of Winchester. Το 2013 ίδρυ­σε το δια­θε­μα­τι­κό φε­στι­βάλ λο­γο­τε­χνί­ας Σαρ­δάμ.


Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με την Μαρία A. Ιωάννου

Στα δι­η­γή­μα­τά σας φέρ­νε­τε υλι­κά, προ­φο­ρι­κά, γρα­πτά, οπτι­κά, γλωσ­σι­κούς κώ­δι­κες, πο­λι­τι­σμι­κά πλαί­σια, αντι­κεί­με­να, πρό­σω­πα, γρά­φε­τε κεί­με­να μέ­σα σε άλ­λα κεί­με­να, κτί­ζε­τε αφη­γη­μα­τι­κά σχή­μα­τα και συ­νο­μι­λί­ες. Μι­λή­στε μας για αυ­τή τη δια­δι­κα­σία — της συγ­γρα­φής ενός δι­η­γη­μα­τι­κού βι­βλί­ου; Εί­ναι παι­χνί­δι, ερ­γα­στη­ρια­κή δια­δι­κα­σία ή κά­τι άλ­λο;

Για μέ­να η λο­γο­τε­χνία και η δια­δι­κα­σία της συγ­γρα­φής εί­ναι ένας ζω­ντα­νός ορ­γα­νι­σμός που με­τα­βάλ­λε­ται σε σχέ­ση με την επο­χή, το πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κό πλαί­σιο, το ατο­μι­κό και συλ­λο­γι­κό βί­ω­μα και τραύ­μα, την προ­σω­πι­κή δια­δρο­μή του κα­θε­νός, τις κα­τα­κτή­σεις και οπι­σθο­χω­ρή­σεις της αν­θρω­πό­τη­τας, και ού­τω κα­θε­ξής. Σύμ­φω­να με τον Robert Louis Stevenson, πά­ντως, «η λο­γο­τε­χνία εί­ναι παι­χνί­δι, αλ­λά πρέ­πει να παί­ζε­ται με τη σο­βα­ρό­τη­τα την οποία απο­δί­δουν στο παι­χνί­δι τους τα παι­διά» και συμ­φω­νώ σχε­δόν από­λυ­τα με αυ­τό. Από την άλ­λη, εί­ναι όλα θέ­μα ισορ­ρο­πί­ας, ή προ­σέγ­γι­σης μιας ισορ­ρο­πί­ας, ανά­με­σα στο παι­χνί­δι και τη σο­βα­ρό­τη­τα, ανά­με­σα στη μορ­φή και το πε­ριε­χό­με­νο, ανά­με­σα στη μυ­θο­πλα­σία και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, το προ­σω­πι­κό και το συλ­λο­γι­κό, το εφή­με­ρο και το δια­χρο­νι­κό. Χω­ρίς τόλ­μη, όμως, χω­ρίς πει­ρα­μα­τι­σμό, εγώ προ­σω­πι­κά δεν θα μπο­ρού­σα να γρά­ψω, αφού η συγ­γρα­φή για μέ­να εί­ναι ο χώ­ρος όπου μπο­ρώ να υπάρ­ξω ελεύ­θε­ρα και ατρό­μη­τα, με ρί­σκο. Η συγ­γρα­φή, στα δι­κά μου μά­τια, εί­ναι η συ­νε­χής ανα­ζή­τη­ση ενός «ανή­κειν», μια ανα­κά­λυ­ψη, ακό­μη και μια εφεύ­ρε­ση (αν υπο­θέ­σου­με πως, σε ένα υβρι­δι­κό επί­πε­δο του­λά­χι­στον, υπάρ­χει μια μορ­φή παρ­θε­νο­γέ­νε­σης). Κι όταν ένα κεί­με­νο ή ένα βι­βλίο προ­έρ­χε­ται από μια αλή­θεια (μας), όσο πα­ρά­δο­ξο και να φαί­νε­ται στη σε­λί­δα, προ­σφέ­ρει ένα κομ­μά­τι αλή­θειας και στον ανα­γνώ­στη, βιώ­νε­ται δη­λα­δή, σω­μα­το­ποιεί­ται, ξε­περ­νά το απτό και το προ­φα­νές, δια­στέλ­λε­ται στο μυα­λό και με­τά την ανά­γνω­ση, πυ­ρο­δο­τώ­ντας ποι­κι­λία ερ­μη­νειών. Νο­μί­ζω το έχει θέ­σει πο­λύ ωραία ο Σπύ­ρος Παύ­λου αυ­τό. «Όσοι πι­στοί προ­σέλ­θε­τε. Δια­φο­ρε­τι­κά αρ­κε­στεί­τε στην πα­ρη­γο­ριά του τε­τε­λε­σμέ­νου».

«Η βα­ρύ­τη­τα δεν έχει νό­η­μα στη σε­λί­δα. Ή μή­πως έχει;» (από το βι­βλίο: Οι Εν­διά­με­σοι, Νε­φέ­λη 2022) Τι νο­μί­ζε­τε;

Και τα δυο μα­ζί. Η απά­ντη­ση εί­ναι κά­που στο εν­διά­με­σο. Μό­νο έτσι νιώ­θω πως μπο­ρώ να προ­σεγ­γί­σω τη ζωή, και τη γρα­φή. Το άσπρο ή το μαύ­ρο, τα δυο άκρα, η μια μό­νο απά­ντη­ση, εί­ναι ψευ­δαί­σθη­ση, κοι­νω­νι­κή κα­τα­σκευή. Ευ­τυ­χώς εί­μα­στε πο­λύ πιο πο­λύ­πλο­κα όντα, γε­μά­τα γκρί­ζες ζώ­νες και εν­διά­με­σα, όπως ακρι­βώς και το άπει­ρο που μας πε­ρι­βάλ­λει. Στην πε­ρί­πτω­ση των Εν­διά­με­σων, πά­ντως, το παι­χνί­δι ανά­με­σα στη βα­ρύ­τη­τα και την έλ­λει­ψή της υπάρ­χει σε αρ­κε­τά ση­μεία του βι­βλί­ου. Το πιο εν­δια­φέ­ρον κομ­μά­τι σε όλο αυ­τό εί­ναι το πό­σο δια­φο­ρε­τι­κά αντι­δρά ο κά­θε ανα­γνώ­στης, το πώς δη­λα­δή κά­τι που θε­ω­ρεί­ται πιο γειω­μέ­νο από κά­ποιον εί­ναι πιο φευ­γά­το για κά­ποιον άλ­λο, και το αντί­στρο­φο. Να το πω και αλ­λιώς. Για να γρά­ψω επι­διώ­κω να απο­μα­κρυν­θώ λί­γο από τη βα­ρύ­τη­τα, αλ­λά πά­ντα σ’ αυ­τήν επι­στρέ­φω.

Πα­ρά την πλού­σια υλι­κό­τη­τα των δι­η­γη­μά­των σας, υπάρ­χει συ­χνά μια φευ­γα­λέα χρο­νι­κό­τη­τα. Από την άλ­λη, υπάρ­χει και η χρο­νι­κή επι­μή­κυν­ση, εκεί όπου φέρ­νε­τε κο­ντά μια εμπει­ρία και την εξε­τά­ζε­τε με επι­μέ­λεια (Η γι­γα­ντιαία πτώ­ση μιας βλε­φα­ρί­δας, Γα­βρι­η­λί­δης 2011. Κα­ζά­νι, Νε­φέ­λη 2015). Μι­λή­στε μας λί­γο για τη δι­κή σας δια­δι­κα­σία, από τη σύλ­λη­ψη της στιγ­μής που έχει αφη­γη­μα­τι­κό εν­δια­φέ­ρον μέ­χρι τη συγ­γρα­φή του δι­η­γή­μα­τος.

Ο χρό­νος στη γρα­φή κυ­λά αλ­λιώς, κι αυ­τή η ρευ­στό­τη­τα, που σου επι­τρέ­πει να πε­ρι­γρά­ψεις μια ολό­κλη­ρη ζωή σε μια σε­λί­δα ή ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο ύπαρ­ξης σε ολό­κλη­ρο δι­ή­γη­μα, εί­ναι κά­τι το συ­ναρ­πα­στι­κό, συ­γκι­νη­τι­κό θα έλε­γα. Η λο­γο­τε­χνία μάς προ­σφέ­ρει τη δυ­να­τό­τη­τα να ελέγ­ξου­με τον χρό­νο. Κά­τι που δεν μας προ­σφέ­ρει η πραγ­μα­τι­κή ζωή. Όταν μου ’ρ­χε­ται μια ιδέα, με δια­περ­νά κά­πως φευ­γα­λέα και πά­ντα νιώ­θω το άγ­χος μην την χά­σω ή μην την ξε­χά­σω. Ακό­μη κι εκεί, δη­λα­δή, ο χρό­νος εί­ναι εχθρός. Οπό­τε, τα τε­λευ­ταία χρό­νια ξε­κί­νη­σα να μα­γνη­το­φω­νώ στο κι­νη­τό τις λέ­ξεις, φρά­σεις ή ιδέ­ες που μου ανα­στα­τώ­νουν ανά δια­στή­μα­τα το μυα­λό. Κι έχει ένα σα­σπένς όλο αυ­τό, για­τί συ­νή­θως το κά­νω στα πιο άκυ­ρα ση­μεία, με το φό­βο ότι μπο­ρεί να ακου­στώ, κα­τα­γρά­φο­ντας ταυ­τό­χρο­να και ανα­πό­φευ­κτα και τους φυ­σι­κούς ήχους του πε­ρι­βάλ­λο­ντος. Μέ­σα σε όλα αυ­τά τα ηχη­τι­κά θραύ­σμα­τα, λοι­πόν, εγκι­βω­τί­ζω ένα πα­ρόν που μπο­ρεί να με­του­σιω­θεί σε κεί­με­νο στο μέλ­λον ή που μπο­ρεί απλά να πα­ρα­μεί­νει εκεί, στην αφά­νεια, στη μαύ­ρη τρύ­πα του κι­νη­τού μου. Κι όταν φτά­νει η στιγ­μή να γρά­ψω, συ­νή­θως λει­τουρ­γώ εί­τε σαν χεί­μαρ­ρος, εί­τε σαν κε­ντή­τρια. Όταν συμ­βαί­νει το πρώ­το, περ­νώ αρ­κε­τό χρό­νο κλα­δεύ­ο­ντας και συ­μπυ­κνώ­νο­ντας εκτός κι αν το κεί­με­νο γεν­νή­θη­κε ακα­ριαία και εκ­φρά­ζε­ται κα­λύ­τε­ρα μέ­σα από μια πιο χει­μαρ­ρώ­δη ροή. Όταν συμ­βαί­νει το δεύ­τε­ρο, ή το κεί­με­νο κα­τα­στρέ­φε­ται πλή­ρως, δεν βγά­ζει κά­που δη­λα­δή, όσοι μή­νες (ακό­μη και χρό­νια) κι αν πε­ρά­σουν, ή με­γε­θύ­νε­ται μέ­σα στη συ­μπύ­κνω­σή του, φτά­νο­ντας, ίσως, σε εκεί­νη τη στιγ­μή που οι λέ­ξεις δεν αφο­ρούν μό­νο τον συγ­γρα­φέα, αλ­λά και τον ανα­γνώ­στη. Εκεί­νη τη στιγ­μή που σκέ­φτε­σαι δια­βά­ζο­ντας, α ναι, κι εγώ το έζη­σα αυ­τό, κι εγώ το σκέ­φτη­κα ή το ένιω­σα, όσο ακραίο, αστείο ή σο­κα­ρι­στι­κό κι αν φα­ντά­ζει.

Για­τί η στρο­φή προς το αντι­κεί­με­νο; Εί­ναι ο τρό­πος για να μι­λή­σε­τε για το υπο­κεί­με­νο; Για­τί η στρο­φή στο μα­γι­κό ρε­α­λι­σμό – αν υπάρ­χει; (Οι Εν­διά­με­σοι, Νε­φέ­λη 2022). Μι­λή­στε μας, επί­σης, και για το βι­βλίο σας για παι­διά Η μύ­γα και η κα­νά­τα (Πα­τά­κη 2019).

Νο­μί­ζω κά­νω συ­χνό­τε­ρα αντι­στρο­φές ή μί­ξεις πα­ρά στρο­φές, μπο­ρεί να κά­νω και πι­ρου­έ­τες ή ελεύ­θε­ρες πτώ­σεις κα­μιά φο­ρά (στη ζωή εί­μαι λι­γό­τε­ρο ρι­ψο­κίν­δυ­νη, δυ­στυ­χώς). Δεν με εν­δια­φέ­ρει, δη­λα­δή, να ορί­ζο­μαι από κά­τι, νιώ­θω πως εγκλω­βί­ζο­μαι, προ­τι­μώ να φλερ­τά­ρω με μια λά­θος κί­νη­ση ή ένα γδάρ­σι­μο πα­ρά να φο­ράω συ­νέ­χεια επι­γο­να­τί­δες. Κά­ποια στιγ­μή με­τά τη γι­γα­ντιαία πτώ­ση μιας βλε­φα­ρί­δας (2011), ένας φί­λος με απο­κά­λε­σε χα­ρι­το­λο­γώ­ντας εκ­πρό­σω­πο του μα­γι­κού ρε­α­λι­σμού στην κυ­πρια­κή λο­γο­τε­χνία. Με­τέ­πει­τα, με το Κα­ζά­νι (2015) η επί­ση­μη κρι­τι­κή με συ­νέ­δε­σε ακό­μη πιο έντο­να με τον σου­ρε­α­λι­σμό και, κυ­ρί­ως, με το πα­ρά­δο­ξο. Τώ­ρα, με τους Εν­διά­με­σους (2022) υπάρ­χει μια πιο ορ­γα­νι­κή και υβρι­δι­κή προ­σέγ­γι­ση στη γρα­φή μου, νο­μί­ζω. Όπως φαί­νε­ται από την πο­ρεία των κρι­τι­κών προ­σεγ­γί­σε­ων μέ­χρι στιγ­μής, αλ­λά και από μια δι­κή μου εσω­τε­ρι­κή ανά­λυ­ση, η γρα­φή μου βρί­σκε­ται κά­που ανά­με­σα στον ωμό ρε­α­λι­σμό και το πα­ρά­δο­ξο, με σου­ρε­α­λι­στι­κά, θε­α­τρι­κά και οπτι­κά στοι­χεία. Το σί­γου­ρο εί­ναι πως για μέ­να το κά­θε κεί­με­νο, το κά­θε θέ­μα, το κά­θε συ­ναί­σθη­μα σε οδη­γεί στον τρό­πο που τε­λι­κά θα γρα­φτεί. Μέ­σα σε όλο αυ­τό το πλαί­σιο, λοι­πόν, δεν θα μπο­ρού­σαν να λεί­πουν και τα αντι­κεί­με­να ως πρω­τα­γω­νι­στές, κά­τι που άρ­χι­σα να εξε­ρευ­νώ από το πρώ­το μου βι­βλίο. Κι όχι μό­νο τα αντι­κεί­με­να ως κα­θρε­φτί­σμα­τα και ενι­σχυ­τές συ­ναι­σθη­μά­των των αν­θρώ­πι­νων χα­ρα­κτή­ρων, αλ­λά και ως ανε­ξάρ­τη­τες λο­γο­τε­χνι­κές υπάρ­ξεις, με μια δι­κή τους, ίσως, γλώσ­σα, κά­τι που εξε­ρεύ­νη­σα εις βά­θος στη δι­δα­κτο­ρι­κή μου δια­τρι­βή, όπου συν­δύ­α­σα πτυ­χές της φι­λο­σο­φί­ας του Μερ­λό-Πο­ντί και του Χάι­ντε­γκερ με τη χρή­ση των αντι­κει­μέ­νων στη μι­κρή λο­γο­τε­χνι­κή φόρ­μα. Η μύ­γα και η κα­νά­τα, μά­λι­στα, ήταν ένα αρ­χι­κό απο­τέ­λε­σμα αυ­τής της έρευ­νας και τε­λειο­ποι­ή­θη­κε με τη βο­ή­θεια της κό­ρης μου, αφού ήταν από εκεί­νες τις ιστο­ρί­ες που πρώ­τα γί­νο­νται να­νού­ρι­σμα και με­τά βι­βλίο. Τα αντι­κεί­με­να, πά­ντως, εί­ναι προ­ε­κτά­σεις μας. Αλ­λά εί­μα­στε και προ­ε­κτά­σεις τους, συ­νυ­πάρ­χου­με. Κι ακο­λου­θώ­ντας λί­γο ελεύ­θε­ρα την σκέ­ψη του Μερ­λό-Πο­ντί εδώ, τα αντι­κεί­με­να μάς κοι­τά­ζουν όταν τα κοι­τά­με, γνέ­φουν, επε­κτεί­νο­νται προς εμάς, όπως εμείς σ’ αυ­τά. Οπό­τε, για­τί να μην έχουν λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο χώ­ρο και στη λο­γο­τε­χνία μας;

Γρά­φου­με μέ­σα από το τραύ­μα; Γρά­φου­με σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση λο­γο­τε­χνία τραύ­μα­τος; Και η εντο­πιό­τη­τα;

Πά­ντα γρά­φου­με μέ­σα από το τραύ­μα, προ­σω­πι­κό ή συλ­λο­γι­κό, εί­τε το συ­νει­δη­το­ποιού­με εί­τε όχι. Δεν πι­στεύω, όμως, πως γρά­φω λο­γο­τε­χνία τραύ­μα­τος, αλ­λά σί­γου­ρα το τραύ­μα υπάρ­χει στα βι­βλία μου. Θα έλε­γα πως αν και διο­χε­τεύ­ε­ται υπό­γεια στη δι­κή μου πε­ρί­πτω­ση, εί­ναι πο­λύ έντο­νο σε ση­μεία. Νο­μί­ζω πως η γε­νιά μου, που κου­βα­λά το τραύ­μα του 1974 με­τα­τραυ­μα­τι­κά, έχει κά­πως δια­φο­ρο­ποι­η­θεί, εξε­ρευ­νά το τραύ­μα (αν επι­λέ­ξει να το εξε­ρευ­νή­σει) δια­φο­ρε­τι­κά. Ή του­λά­χι­στον προ­σπα­θεί να βρει νέ­ους τρό­πους (άμε­σους ή έμ­με­σους) να αφη­γη­θεί την Ιστο­ρία, την εντο­πιό­τη­τα και το προ­σω­πι­κό βί­ω­μα με πιο κα­θο­λι­κό τρό­πο. Δεν γρά­φου­με όλοι οι Κύ­πριοι συγ­γρα­φείς για το τραύ­μα, δεν γρά­φου­με όλοι με τον ίδιο τρό­πο για το τραύ­μα, δεν γρά­φου­με μό­νο για το ιστο­ρι­κό τραύ­μα, και ού­τω κα­θε­ξής. Δεν γρά­φου­με, αρ­κε­τοί από εμάς, και στην κυ­πρια­κή διά­λε­κτο λό­γω μό­δας ή για χά­ρη του εξω­τι­σμού. Ού­τε ορι­ζό­μα­στε από το αν θα επι­λέ­ξου­με να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με διά­λε­κτο σε κά­ποια βι­βλία ή κεί­με­νά μας. Πά­ντως, η εντο­πιό­τη­τα εί­ναι σί­γου­ρα μέ­ρος της συγ­γρα­φι­κής μου ταυ­τό­τη­τας, το ίδιο και η διά­λε­κτος, του­λά­χι­στον στους Εν­διά­με­σους. Αλ­λά με­γά­λο μέ­ρος της ταυ­τό­τη­τάς μου εί­ναι και η κα­θο­λι­κό­τη­τα, η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, ακό­μη και η αγ­γλι­κή γλώσ­σα λό­γω σπου­δών. Πι­στεύω πραγ­μα­τι­κά πως δεν εί­μα­στε πο­τέ ένα πράγ­μα, ού­τε η λο­γο­τε­χνία εί­ναι ένα πράγ­μα. Οι κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­σεις εί­ναι συ­χνά επι­κοι­νω­νια­κά τρικ, δια­δι­κα­σί­ες με­τρί­α­σης, στρογ­γυ­λέ­μα­τος, πε­ριο­ρι­σμού των δυ­να­το­τή­των της γρα­φής, αν και κα­τα­λα­βαί­νω την τά­ση να βά­ζου­με τα πράγ­μα­τα σε κα­λού­πια για να εξη­γή­σου­με μια τά­ση ή ένα ρεύ­μα, ή για να ανή­κου­με κά­που. Με αυ­τόν τον τρό­πο, όμως, πα­ρα­γκω­νί­ζου­με τις εξαι­ρέ­σεις στον κα­νό­να και, για να εί­μαι ει­λι­κρι­νής, το βρί­σκω λί­γο θλι­βε­ρό αυ­τό.


Ποια εί­ναι η σχέ­ση σας με τους ήρω­ες και τις ηρω­ί­δες σας; Πό­σο κα­λά τους/τις γνω­ρί­ζε­τε κα­θώς τους/τις απο­τυ­πώ­νε­τε; Τι νιώ­θε­τε για αυ­τούς/αυ­τές;

Δεν νιώ­θω πά­ντως πως με ελέγ­χουν ή πως οδη­γούν κά­που την ιστο­ρία, ού­τε και θα ήθε­λα πο­τέ να αφε­θώ στο έλε­ός τους. Οι ήρω­ες και οι ηρω­ί­δες μου (ακό­μη και τα αντι­κεί­με­να πρω­τα­γω­νι­στές) εί­ναι κομ­μά­τια του κό­σμου και του κό­σμου μου. Και κά­πως έτσι τους/τις/τα προ­σεγ­γί­ζω, με κα­τα­νό­η­ση, κα­τα­πραϋ­ντι­κά, σαν να τους ψι­θυ­ρί­ζω, εί­ναι εντά­ξει, σας κα­τα­λα­βαί­νω, η ιστο­ρία σας, η στιγ­μή σας, η σιω­πή και η ακι­νη­σία σας, αυ­τό που μπο­ρεί να σας τρώ­ει, επι­τέ­λους θα ακου­στεί. Με κά­ποιον μυ­στη­ριώ­δη τρό­πο, δη­λα­δή, νιώ­θω πως αφου­γκρά­ζο­μαι τους χα­ρα­κτή­ρες μου, πως μπαί­νω στην ύλη τους, στο σώ­μα τους για να τους κι­νη­το­ποι­ή­σω, να τους ρί­ξω λί­γο φως, κά­πως έτσι.

Πού γρά­φε­τε και πό­τε;

Συ­νή­θως στο γρα­φείο μου, συ­νή­θως τα πρω­ι­νά. Θα ήθε­λα πο­λύ να σας στεί­λω και μια φω­το­γρα­φία αλ­λά, σε αντί­θε­ση με τη δο­μή που επι­διώ­κω στη λο­γο­τε­χνία, στη ζωή μου (και κυ­ρί­ως στο γρα­φείο μου) επι­κρα­τεί το χά­ος.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: