Η Τοξοβόλος Ίριδα, το δεύτερο ποιητικό βιβλίο της Σήλικας Ρηγοπούλου, που εκτείνεται σε πενήντα δύο ποιήματα, χωρισμένα σε επτά ενότητες ή κύκλους, όπως τους αναφέρει, ξεκινάει με ένα εισαγωγικό σημείωμα, κάτι μάλλον ασυνήθιστο για ποιητική συλλογή, όπου η ποιήτρια, μιλώντας για την τοξοβολία ως άθλημα και χρησιμοποιώντας την έννοια του αθλήματος μεταφορικά, ενημερώνει για τις προθέσεις της και μας προετοιμάζει κάπως για το τι θα ακολουθήσει. Παίρνω ως δεδομένο ότι η τοξοβολία είναι μοναχικό άθλημα, όπως και η ποίηση, στο οποίο μοναδικός αντίπαλος είναι ο εαυτός. Και φυσικά, κρατάω την Ίριδα ως ποιητικό υποκείμενο, που κατά μία εκδοχή της μυθολογίας, τέκνο της ήταν ο Πόθος. Αυτό το τελευταίο με παραπέμπει απευθείας στο δεύτερο ποίημα της συλλογής, και ιδίως στο στίχο «η ηδονή δηλητηριάζει σε μεγάλες ποσότητες». Ο Πόθος ίσως και να μην είναι το ωραιότερο ποίημα της Ίριδας, όπως η ίδια αναφέρει, και εφόσον δεν ήταν το ωραιότερο, τότε μάλλον καλώς το ξέχασε στον ύπνο της, μάλλον καλώς εχάθη.
Ο ματαιωμένος έρωτας του υποκειμένου εκφράζεται μέσω του βασικού χρωματολογίου, ξεκινώντας από το κόκκινο και καταλήγοντας στο μαύρο. Η Ίριδα ξεκινάει από τον έρωτα και καταλήγει στον θάνατο, που όμως δεν τον φοβάται, γιατί εκεί «την περιμένουν δικοί της άνθρωποι. Θα την βοηθήσουν. Θα της πουν» σε αντίθεση με τον έρωτα, στον οποίο δεν βοηθήθηκε, δεν της είπαν. Ή μήπως της είπαν και δεν άκουσε;
Περνώντας στον επόμενο κύκλο με την ονομασία «Αγάπη» η Ίριδα κάνει στάση στο πορτοκαλί, χρώμα της ξενοιασιάς, της απόλαυσης, της χαράς. Η ποιήτρια σε αυτόν το κύκλο εστιάζει στη μητρική και πατρική αγάπη. Η μητέρα, γεμάτη από φυσική, ανθρώπινη αμφιθυμία στο ποίημα «Και με κλειστά μάτια» απευθυνόμενη στην κόρη λέει: Φύγε από εμένα να σωθείς κι έλα στην αγκαλιά μου. Μορφολογικά πρόκειται για ποίημα γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, με έντονο το στοιχείο του δημοτικού τραγουδιού και ως προς το περιεχόμενο. Η Ρηγοπούλου χρησιμοποιεί πότε πότε την ομοιοκαταληξία, όχι μόνο για να προσδώσει ρυθμικότητα στα ποιήματα, αλλά και για να προσθέσει λίγο χιούμορ, κάτι παιγνιώδες, μια παιδικότητα ίσως, όπως στον κύκλο «Το παιχνίδι» και ιδίως στο ποίημα «Χρωμογλωσσοδέτης»: σικλαμέν, δαμασκηνί, φούξια και μελιτζανί / μοβ βιολέ, μενεξεδί, ή λιλά κυκλαμινί / της γιαγιάς σου το σκουφί / — πες το πάλι απ’ την αρχή.
Στον κύκλο «Η Γνώση» η ποιήτρια πειραματίζεται. Απομακρύνεται εντελώς από τη ρυθμικότητα του δεκαπεντασύλλαβου και προσεγγίζει πιο πεζόμορφο λόγο, διατηρώντας κάποιον εσωτερικό ρυθμό και φλερτάροντας με το μεταμοντέρνο. Χτίζει το νόημα του ποιήματος χρησιμοποιώντας την επιστημονική τεκμηρίωση ή διάφορα ιστορικά στοιχεία, προσπαθώντας και επιτυγχάνοντας να δημιουργήσει ποιητική ατμόσφαιρα με εντελώς διαφορετικά μέσα από αυτά που μας είχε ως τώρα συνηθίσει. Στο ποίημα «Το χρώμα του αίματος» η Ρηγοπούλου γράφει: Είναι γνωστό, όχι μόνο στην επιστημονική κοινότητα, αλλά / και στις λαϊκές συνοικίες και στα αριστοκρατικά προάστια, / ότι η γαλαζωπή απόχρωση οφείλεται στη χρωστική αιμοκυανίνη, η οποία περιέχει χαλκό και όταν οξυγονώνεται επιτρέπεται να φανεί ένα μπλε τραυματισμένο. Συνεχίζοντας τη δόμηση του βιβλίου πάνω στα χρώματα αλλά συγχρόνως λοξοκοιτώντας προς μια υβριδική μορφή, η ποιήτρια παραθέτει ιστορικά στοιχεία για τη μάχη της Ματζέντας, αναφέρεται στη Σύμβαση της Γενεύης, ενώ στο πεζοποίημα «Το παιδί του ανέμου» συναντάμε την τρίτη κατά σειρά αναφορά στο βιβλίο στη χώρα της Ιαπωνίας. Ίσως επειδή η Ιαπωνία κατέχει μακρά παράδοση στα τελετουργικά. Οι τελετουργίες αποπνέουν ηρεμία και σταθερότητα και αποτελούν έννοιες που μοιάζουν απαραίτητες στη ζωή της Ίριδας. Επίσης, η αίσθηση του χιούμορ μαζί με μια μικρή δόση ειρωνείας είναι πρόδηλες στο ποίημα «Το σονέτο κοινωνικής δικτύωσης».
Σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο της, τα Μαθήματα οικιακής οικονομίας (Μελάνι 2017) όπου η ποιήτρια καταπιάστηκε με όσα νιώθει μια γυναίκα μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού, στην ανά χείρας συλλογή μοιάζει να επιδιώκει ένα άνοιγμα στον κόσμο ταυτόχρονο με την αλλαγή ποιητικού ύφους.
Το πείραμα με τον πεζό λόγο φτάνει ως τη μορφή του λυρικού δοκιμίου της σελ. 49, στο οποίο επιχειρεί μια σύνοψη ζωής, και το οποίο εντάσσεται στην τελευταία, και πιο πικρή μάλλον ενότητα, με τίτλο «Σπείρα» στην οποία η Ίριδα κάνει κάποιου είδους απολογισμό: Η υπομονή ίσαμε τα όριά μου/ η υπακοή σε αυτό που πραγματικά ήμουν/ η αποδοχή ότι ίσως ποτέ δεν θα μπορέσω ξανά να ισχυριστώ «είμαι υγιέστατη» / η ευγνωμοσύνη για όσα είμαι και έχω / η ευγνωμοσύνη που δεν μου δόθηκαν αυτά που ήθελα όσο τίποτε άλλο στον κόσμο.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα εύληπτο ποιητικό βιβλίο, που δεν προσπαθεί να υποδυθεί κάτι που δεν είναι, ευθύβολο και τοξοβόλο, δομημένο με βάση το ορατό νήμα των χρωμάτων, αλλά και μια αόρατη ιστορία που μοιάζει να αρχίζει από την αρχή της ζωής του υποκειμένου και να τελειώνει στο τέλος, όχι αναγκαστικά στο φυσικό τέλος, αλλά σε κάθε τέλος, όπως το ίδιο το φαντασιώνεται: «δίχως τρόπο, δίχως αναστολή…». Με δύναμη και στόχο.