Οι πλατωνικές ερωτικές σχέσεις είναι μυστήρια τραίνα. Σου επιτρέπουν να πλησιάσεις τον άλλο, αλλά όχι ακριβώς. Υπάρχει πάντα ένα όριο, ένα τυφλό σημείο τερματισμού κι επανεκκίνησης μαζί. Συνάμα με μια αίσθηση οριακής εγγύτητας, σου δημιουργούν ένα μόνιμο αίσθημα ανεκπλήρωτου, μια επαναλαμβανόμενη ματαίωση, που, μαζοχιστικά, επιθυμείς ν΄ ανατροφοδοτείς εσαεί. Καμία ελπίδα, καμία απόλυτη διάψευση της έλλειψής της.
Στο ευφυέστατο μυθιστόρημα Πιάσε το λαγό, η σχέση της πρωταγωνίστριας, Σάρα, με την αγαπημένη της παιδική φίλη, Λέιλα, είναι αυτή ενός πλατωνικού έρωτα. Η μεταξύ τους επαφή –συναισθηματικά φορτισμένη, σωματικά ελάχιστη, λεκτικά ανάπηρη– είναι η μόνη επαφή που μπορεί να έχει η Σάρα με την χώρα της, τη Βοσνία. «Και η αλήθεια είναι ότι μπορείς να έχεις κάποιον στην κατοχή σου, όχι όμως εκείνη».
Με έντιμο τρόπο, χωρίς αμιγώς ιστορικές αξιώσεις, η Μπάστασιτς θα μας μιλήσει για τον πόλεμο της Βοσνίας και τους κατακερματισμένους κατοίκους της, χρησιμοποιώντας ως όχημα (και) το γεμάτο μώλωπες κορμί της φίλης της. Είναι το ίδιο κορμί που η Σάρα θέλει να ξεσκίσει και ν’ αγκαλιάσει, ο ίδιος τόπος που τη μαγεύει και που δεν τον αντέχει.
Ο τόπος της Βοσνίας είναι το κορμί της Λέιλα: πονεμένος, δύσκολος, σαγηνευτικός, οριακός. Είναι το θύμα και ο τόπος του εγκλήματος μαζί. Είναι ένα παλίμψηστο στιγμιότυπων, η ερμηνεία των οποίων βασίζεται στον αναγνώστη: μια σεκάνς δηλητηριασμένων σκυλιών· μια σειρά εξαφανισμένων νεαρών· ένα σπίτι γεμάτο σεμεδάκια· ένα φλερτ με επιφανή φαντάσματα· ένα λεωφορείο γεμάτο πρόσωπα φλύαρα και ρυτιδιασμένα· ένα μόνιμο σκοτάδι ·ένας διαγωνισμός δυστυχίας.
Προς τιμήν της συγγραφέως, σταθερή επωδός στην απόπειρά της αυτή είναι η υπονόμευση του μόνου τρόπου αναζήτησης νοήματος που διαθέτει: της γραφής της. Η σχέση της με τη γλώσσα, γλώσσα που επικαλείται κι απεύχεται, η ανεπάρκεια της γραφής, στην οποία ξανά και ξανά καταφεύγει, επιστρέφουν στο βιβλίο ξανά και ξανά, σαν ένα ανίσχυρο πρακτικά, μα πανίσχυρο ψυχικά, ξόρκι.
Τα μάγια δεν λειτουργούν, και πώς αλλιώς; Η Σάρα γνωρίζει ότι μπορεί να φροντίσει την πληγή της, αλλά ότι αδυνατεί να την επουλώσει. Και ότι η διαδρομή της, ένα αέναο roadtrip στην Ιστορία προς αναζήτηση νοήματος, θα την αφήσει αναγκαστικά, μόνη.
«Δεν ξέρω, Λέιλα. Όμως πρέπει να ξέρω. Αυτό θέλεις, έτσι δεν είναι; Έναν παντογνώστη αφηγητή; Ίσως όλον αυτό τον καιρό να είχες δίκιο, ίσως να μην υπάρχει κανένα νόημα, κανένα σχέδιο κρυμμένο κάτω από την επιφάνεια της ζωής».