Ένας χάρτινος μονόλιθος απόγνωσης και μοναξιάς

Ένας χάρτινος μονόλιθος απόγνωσης και μοναξιάς

Άννα Καβάν, «Ο πάγος», Gutenberg 2023


Ξεκί­νη­σα να σπάω τον Πά­γο το βρά­δυ της έκτης Απρι­λί­ου, ώρα οχτώ, κά­τω από μια παν­σέ­λη­νο που φώ­τι­ζε από από­στα­ση τρια­κο­σί­ων ογδό­ντα χι­λιά­δων χι­λιο­μέ­τρων την πλά­ση. Πα­ρέα μου εί­χα ένα κα­λο­ρι­φέρ λα­διού και δυο δά­χτυ­λα πο­τού. Εκα­τό σε­λί­δες με­τά, σχε­δόν με­σά­νυ­χτα πια, ένα ασθε­νο­φό­ρο ήρ­θε να πά­ρει τον γέ­ρο από πά­νω˙ ένα μω­ρό πλά­ντα­ζε στο κλά­μα˙ οι δι­πλα­νοί κά­ναν έρω­τα – για λί­γα λε­πτά, τα βο­γκη­τά τους κρά­τη­σαν της ανά­γνω­σής μου το ίσο.

Τα μαλ­λιά της γυά­λι­ζαν κά­τω απ’ το φως του φεγ­γα­ριού σαν να ήταν πα­σπα­λι­σμέ­να με δια­μα­ντό­σκο­νη. Δεν κοι­τού­σε προς το μέ­ρος μου, όμως μπο­ρού­σα να δω το πρό­σω­πό της, που ήταν μο­νί­μως χλο­μό, αλ­λά κι εντε­λώς στραγ­γι­σμέ­νο πια από χρώ­μα. Πρό­σε­ξα την εξαι­ρε­τι­κά ισχνή κορ­μο­στα­σιά της κι αι­σθάν­θη­κα πως θα μπο­ρού­σα να την κλεί­σω ολό­κλη­ρη μες στην πα­λά­μη μου, μα­ζί και τον θώ­ρα­κα που πε­ριέ­κλειε την καρ­διά της. Το δέρ­μα της ήταν σαν λευ­κό σα­τέν, δεν το σκί­α­ζε κα­θό­λου το λα­μπε­ρό φεγ­γα­ρό­φω­το. Τα κυ­κλι­κά ση­μά­δια που εί­χαν αφή­σει τα σκοι­νιά στους καρ­πούς της θα έδει­χναν κοκ­κι­νι­σμέ­να στο φως της μέ­ρας, τώ­ρα όμως φαί­νο­νταν μαύ­ρα. Μπο­ρού­σα να φα­ντα­στώ πώς θα ’ταν αν την άρ­πα­ζα απ’ τους καρ­πούς και συ­νέ­θλι­βα με τα χέ­ρια μου τα αδύ­να­τα κό­κα­λά της.

Εκα­τό επι­πλέ­ον σε­λί­δες με­τά, δια­κό­σιες στο σύ­νο­λο, η ώρα κό­ντευε τρεις το πρωί. Εί­χε τό­σο βα­θιά ησυ­χία που μπο­ρού­σα ν’ ακού­σω τον εαυ­τό μου να σκέ­φτε­ται εμ­μο­νι­κά: Λευ­κή βα­σί­λισ­σα, γυ­ναί­κα πα­ρα­μύ­θα, που έκα­νες την Άν­να κομ­μά­τια, τρι­χο­το­μώ­ντας την σε από­μα­κρο σύ­ζυ­γο, τρυ­φε­ρό προ­στά­τη και σα­δι­στή τύ­ραν­νο για να κα­τα­φέ­ρει να ξε­φύ­γει από σέ­να, να επι­στρέ­ψει γο­να­τι­στή πί­σω σ’ εσέ­να, να σε σκο­τώ­σει μια, να σ’ ανα­στή­σει δέ­κα, να γρά­ψει ένα βι­βλίο-με­θα­δό­νη για να βγει η μέ­ρα, να βγει η νύ­χτα, να βγει η ζωή, να βγει η ψυ­χή της και να πε­τά­ξει σαν τον κα­λο­γιάν­νο, το αη­δό­νι του χει­μώ­να, που κε­λαη­δά­ει απ’ το χά­ρα­μα μέ­χρι το άλ­λο πρωί, να πε­τά­ξει πά­νω από τις χιο­νι­σμέ­νες ελ­βε­τι­κές Άλ­πεις, πά­νω απ’ το κα­ντό­νι του Τουρ­γκά­ου και το γυά­λι­νο πε­ρί­πτε­ρο του σα­να­το­ρί­ου Bellevue που πά­νω στα τζά­μια του κα­θρε­φτι­ζό­ταν η τρέ­λα, πά­νω από την κα­τά­θλι­ψη και τον εθι­σμό της σ’ εσέ­να, λευ­κή βα­σί­λισ­σα, γυ­ναί­κα πα­ρα­μύ­θα, που έκα­νες την Άν­να να σε ντύ­σει μο­νό­λι­θο από πά­γο, σαν τα μπρου­τα­λι­στι­κά spomeniks του Ψυ­χρού Πο­λέ­μου, υπο­λείμ­μα­τα ενός πα­ρελ­θό­ντος που διαρ­κώς επί­κει­ται, για να μην πά­ψουν πο­τέ τα φα­ντά­σμα­τα να μας υπα­γο­ρεύ­ουν το πώς ακρι­βώς πρέ­πει να ζή­σου­με τις ζω­ές μας, για να ξε­κι­νή­σει από την αρ­χή μια νέα επο­χή πα­γε­τώ­νων οπλι­σμέ­νη με βόμ­βες με­γα­τό­νων, λευ­κή βα­σί­λισ­σα, γυ­ναί­κα πα­ρα­μύ­θα, παρ­θέ­να κό­ρη της βί­ας και της βαρ­βα­ρό­τη­τας, σφο­δρή αρ­νή­τρια της –με το ζό­ρι– ευ­τυ­χί­ας και της αφη­γη­μα­τι­κής αι­τιό­τη­τας, το βά­ρος του θα­νά­του στην τσέ­πη σου με κα­θη­συ­χά­ζει.

Ένας τρο­μα­κτι­κά ψυ­χρός κό­σμος πά­γου και θα­νά­του εί­χε αντι­κα­τα­στή­σει τον ζω­ντα­νό κό­σμο που γνω­ρί­ζα­με μέ­χρι τώ­ρα. Έξω υπήρ­χε μό­νο το θα­νά­σι­μο κρύο, το πα­γω­μέ­νο κε­νό μιας επο­χής πα­γε­τώ­νων, η ζωή εί­χε με­τα­τρα­πεί σε ανόρ­γα­νους κρυ­στάλ­λους˙ αλ­λά εδώ, στο φω­τι­σμέ­νο δω­μά­τιό μας, ήμα­σταν ασφα­λείς και ζε­στοί. Κοί­τα­ξα το πρό­σω­πό της, ήταν ατά­ρα­χο, χα­μο­γε­λα­στό˙ δεν μπο­ρού­σα να δω τώ­ρα σ’ αυ­τό κα­νέ­να φό­βο, κα­θό­λου θλί­ψη. Χα­μο­γέ­λα­σε κι έφε­ρε το κορ­μί της πιο σφι­χτά στο δι­κό μου, νιώ­θο­ντας ευ­χα­ρι­στη­μέ­νη που ήμα­σταν μα­ζί στο σπί­τι μας.

Ώρα τέσ­σε­ρις και μι­σή το πρωί, δια­βά­στη­καν και οι τε­λευ­ταί­ες εβδο­μή­ντα σε­λί­δες· ο Πά­γος εί­χε γί­νει θρύμ­μα­τα: τρεις χι­λιά­δες κομ­μά­τια έγρα­φε στον κο­λο­φώ­να ότι βρέ­θη­καν για να μοι­ρα­στούν στον κό­σμο· λί­γα μου φά­νη­καν, πο­λύ λί­γα. Έπε­σα στο κρε­βά­τι, σε δυο ώρες θα ξη­μέ­ρω­νε. Που­λιά δεν κε­λαη­δά­νε στην Κυ­ψέ­λη, κι έτσι, όταν άκου­σα να κε­λαη­δά­ει ένας κα­λο­γιάν­νος, κα­τά­λα­βα ότι ήταν μέ­σα σε όνει­ρο, σε ύπνο βα­θύ. Κα­θό­ταν, λέ­ει, πά­νω σ’ ένα δέ­ντρο αστρα­πο­κα­μέ­νο· πλη­σί­α­σα και τον ρώ­τη­σα αν η Άν­να εί­χε βρει επι­τέ­λους γα­λή­νη, μα δεν ήξε­ρε να μου πει. Το μό­νο που μου εί­πε ήταν ότι του φαι­νό­μουν διά­φα­νος και ξο­δε­μέ­νος, και μου έδω­σε μια συμ­βου­λή: ρώ­τα τον Κα­λο­σπύ­ρο που τη με­τέ­φρα­σε, αν έχει στην άκρη να σου δώ­σει κά­τι ακό­μα απ’ αυ­τή, για να βγει η μέ­ρα, για να βγει η νύ­χτα, για να βγει η ζωή.

Λί­γα λό­για για την Άν­να Κα­βάν:



Γεν­νιέ­ται ως Έλεν Έμι­λυ Γουντς το 1901 από πλού­σιους Βρε­τα­νούς γο­νείς που την αγνο­ούν. Ο πα­τέ­ρας της αυ­το­κτο­νεί όταν εκεί­νη εί­ναι δε­κα­τριών, στα δε­κα­εν­νιά η μη­τέ­ρα της την ανα­γκά­ζει να πα­ντρευ­τεί έναν ηλι­κιω­μέ­νο άντρα. Εθί­ζε­ται στην ηρω­ί­νη, χω­ρί­ζει, ξα­να­πα­ντρεύ­ε­ται, χά­νει ένα παι­δί στη γέν­να, χω­ρί­ζει ξα­νά, επι­χει­ρεί να αυ­το­κτο­νή­σει και ει­σά­γε­ται σε ψυ­χια­τρι­κή κλι­νι­κή στην Ελ­βε­τία. Ως εδώ (1938) έχει γρά­ψει 6 βι­βλία με το επώ­νυ­μο του πρώ­του της συ­ζύ­γου (Φέρ­γκιου­σον) – σε δύο απ’ αυ­τά ο κε­ντρι­κός χα­ρα­κτή­ρας φέ­ρει το όνο­μα «Άν­να Κα­βάν». Από το 1940 και με­τά γρά­φει τα βι­βλία της με αυ­τό το όνο­μα, αλ­λά­ζο­ντάς το και επί­ση­μα – πα­ράλ­λη­λα, αλ­λά­ζει δρα­στι­κά και ο τρό­πος που γρά­φει: μια σπου­δαία μο­ντερ­νί­στρια γεν­νιέ­ται. Κα­τά τη διάρ­κεια του Β' Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου τα­ξι­δεύ­ει σε όλο τον κό­σμο· μια δύ­σκο­λη και συ­χνά τρο­μα­κτι­κή εμπει­ρία που δια­θλά­ται σε με­γά­λο βαθ­μό στον Πά­γο. Επι­στρέ­φο­ντας στη Βρε­τα­νία στις αρ­χές του 1943, παίρ­νει θέ­ση γραμ­μα­τέα στο ση­μα­ντι­κό λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό Horizon, όπου δη­μο­σιεύ­ει δι­η­γή­μα­τα, άρ­θρα και κρι­τι­κές. Το 1944, ο γιος της από τον πρώ­το της γά­μο σκο­τώ­νε­ται στον πό­λε­μο· αρ­χί­ζει θε­ρα­πεία με τον Γερ­μα­νό ψυ­χί­α­τρο Καρλ Τέ­ο­ντορ Μπλουτ, ο οποί­ος της προ­μη­θεύ­ει ηρω­ί­νη και με­σο­λα­βεί να νο­ση­λευ­τεί στο φη­μι­σμέ­νο σα­να­τό­ριο Bellevue, μια πρω­το­πο­ρια­κή ψυ­χια­τρι­κή κλι­νι­κή της επο­χής. Κα­θ’ όλη τη διάρ­κεια της ζω­ής της συ­νε­χί­ζει να υπο­βάλ­λε­ται σε σπο­ρα­δι­κές θε­ρα­πεί­ες απε­ξάρ­τη­σης, και τα τε­λευ­ταία της χρό­νια στο Λον­δί­νο ζει σχε­δόν απο­μο­νω­μέ­νη. Τα τολ­μη­ρά, πει­ρα­μα­τι­κά βι­βλία της κερ­δί­ζουν φί­λους και θαυ­μα­στές, όπως ο Μπράιαν Άλ­ντις, ο Τ. Γ. Μπά­λαρντ, η Ανα­ΐς Νιν και η Ζαν Ρις, όμως αγνο­ού­νται σε με­γά­λο βαθ­μό από το κοι­νό. Ώσπου ο Πά­γος γνω­ρί­ζει ανέλ­πι­στη επι­τυ­χία, μό­λις ένα χρό­νο πριν το θά­να­τό της από καρ­δια­κή προ­σβο­λή στα 67 της χρό­νια.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: