Ξεκίνησα να σπάω τον Πάγο το βράδυ της έκτης Απριλίου, ώρα οχτώ, κάτω από μια πανσέληνο που φώτιζε από απόσταση τριακοσίων ογδόντα χιλιάδων χιλιομέτρων την πλάση. Παρέα μου είχα ένα καλοριφέρ λαδιού και δυο δάχτυλα ποτού. Εκατό σελίδες μετά, σχεδόν μεσάνυχτα πια, ένα ασθενοφόρο ήρθε να πάρει τον γέρο από πάνω˙ ένα μωρό πλάνταζε στο κλάμα˙ οι διπλανοί κάναν έρωτα – για λίγα λεπτά, τα βογκητά τους κράτησαν της ανάγνωσής μου το ίσο.
Τα μαλλιά της γυάλιζαν κάτω απ’ το φως του φεγγαριού σαν να ήταν πασπαλισμένα με διαμαντόσκονη. Δεν κοιτούσε προς το μέρος μου, όμως μπορούσα να δω το πρόσωπό της, που ήταν μονίμως χλομό, αλλά κι εντελώς στραγγισμένο πια από χρώμα. Πρόσεξα την εξαιρετικά ισχνή κορμοστασιά της κι αισθάνθηκα πως θα μπορούσα να την κλείσω ολόκληρη μες στην παλάμη μου, μαζί και τον θώρακα που περιέκλειε την καρδιά της. Το δέρμα της ήταν σαν λευκό σατέν, δεν το σκίαζε καθόλου το λαμπερό φεγγαρόφωτο. Τα κυκλικά σημάδια που είχαν αφήσει τα σκοινιά στους καρπούς της θα έδειχναν κοκκινισμένα στο φως της μέρας, τώρα όμως φαίνονταν μαύρα. Μπορούσα να φανταστώ πώς θα ’ταν αν την άρπαζα απ’ τους καρπούς και συνέθλιβα με τα χέρια μου τα αδύνατα κόκαλά της.
Εκατό επιπλέον σελίδες μετά, διακόσιες στο σύνολο, η ώρα κόντευε τρεις το πρωί. Είχε τόσο βαθιά ησυχία που μπορούσα ν’ ακούσω τον εαυτό μου να σκέφτεται εμμονικά: Λευκή βασίλισσα, γυναίκα παραμύθα, που έκανες την Άννα κομμάτια, τριχοτομώντας την σε απόμακρο σύζυγο, τρυφερό προστάτη και σαδιστή τύραννο για να καταφέρει να ξεφύγει από σένα, να επιστρέψει γονατιστή πίσω σ’ εσένα, να σε σκοτώσει μια, να σ’ αναστήσει δέκα, να γράψει ένα βιβλίο-μεθαδόνη για να βγει η μέρα, να βγει η νύχτα, να βγει η ζωή, να βγει η ψυχή της και να πετάξει σαν τον καλογιάννο, το αηδόνι του χειμώνα, που κελαηδάει απ’ το χάραμα μέχρι το άλλο πρωί, να πετάξει πάνω από τις χιονισμένες ελβετικές Άλπεις, πάνω απ’ το καντόνι του Τουργκάου και το γυάλινο περίπτερο του σανατορίου Bellevue που πάνω στα τζάμια του καθρεφτιζόταν η τρέλα, πάνω από την κατάθλιψη και τον εθισμό της σ’ εσένα, λευκή βασίλισσα, γυναίκα παραμύθα, που έκανες την Άννα να σε ντύσει μονόλιθο από πάγο, σαν τα μπρουταλιστικά spomeniks του Ψυχρού Πολέμου, υπολείμματα ενός παρελθόντος που διαρκώς επίκειται, για να μην πάψουν ποτέ τα φαντάσματα να μας υπαγορεύουν το πώς ακριβώς πρέπει να ζήσουμε τις ζωές μας, για να ξεκινήσει από την αρχή μια νέα εποχή παγετώνων οπλισμένη με βόμβες μεγατόνων, λευκή βασίλισσα, γυναίκα παραμύθα, παρθένα κόρη της βίας και της βαρβαρότητας, σφοδρή αρνήτρια της –με το ζόρι– ευτυχίας και της αφηγηματικής αιτιότητας, το βάρος του θανάτου στην τσέπη σου με καθησυχάζει.
Ένας τρομακτικά ψυχρός κόσμος πάγου και θανάτου είχε αντικαταστήσει τον ζωντανό κόσμο που γνωρίζαμε μέχρι τώρα. Έξω υπήρχε μόνο το θανάσιμο κρύο, το παγωμένο κενό μιας εποχής παγετώνων, η ζωή είχε μετατραπεί σε ανόργανους κρυστάλλους˙ αλλά εδώ, στο φωτισμένο δωμάτιό μας, ήμασταν ασφαλείς και ζεστοί. Κοίταξα το πρόσωπό της, ήταν ατάραχο, χαμογελαστό˙ δεν μπορούσα να δω τώρα σ’ αυτό κανένα φόβο, καθόλου θλίψη. Χαμογέλασε κι έφερε το κορμί της πιο σφιχτά στο δικό μου, νιώθοντας ευχαριστημένη που ήμασταν μαζί στο σπίτι μας.
Ώρα τέσσερις και μισή το πρωί, διαβάστηκαν και οι τελευταίες εβδομήντα σελίδες· ο Πάγος είχε γίνει θρύμματα: τρεις χιλιάδες κομμάτια έγραφε στον κολοφώνα ότι βρέθηκαν για να μοιραστούν στον κόσμο· λίγα μου φάνηκαν, πολύ λίγα. Έπεσα στο κρεβάτι, σε δυο ώρες θα ξημέρωνε. Πουλιά δεν κελαηδάνε στην Κυψέλη, κι έτσι, όταν άκουσα να κελαηδάει ένας καλογιάννος, κατάλαβα ότι ήταν μέσα σε όνειρο, σε ύπνο βαθύ. Καθόταν, λέει, πάνω σ’ ένα δέντρο αστραποκαμένο· πλησίασα και τον ρώτησα αν η Άννα είχε βρει επιτέλους γαλήνη, μα δεν ήξερε να μου πει. Το μόνο που μου είπε ήταν ότι του φαινόμουν διάφανος και ξοδεμένος, και μου έδωσε μια συμβουλή: ρώτα τον Καλοσπύρο που τη μετέφρασε, αν έχει στην άκρη να σου δώσει κάτι ακόμα απ’ αυτή, για να βγει η μέρα, για να βγει η νύχτα, για να βγει η ζωή.
Λίγα λόγια για την Άννα Καβάν:
Γεννιέται ως Έλεν Έμιλυ Γουντς το 1901 από πλούσιους Βρετανούς γονείς που την αγνοούν. Ο πατέρας της αυτοκτονεί όταν εκείνη είναι δεκατριών, στα δεκαεννιά η μητέρα της την αναγκάζει να παντρευτεί έναν ηλικιωμένο άντρα. Εθίζεται στην ηρωίνη, χωρίζει, ξαναπαντρεύεται, χάνει ένα παιδί στη γέννα, χωρίζει ξανά, επιχειρεί να αυτοκτονήσει και εισάγεται σε ψυχιατρική κλινική στην Ελβετία. Ως εδώ (1938) έχει γράψει 6 βιβλία με το επώνυμο του πρώτου της συζύγου (Φέργκιουσον) – σε δύο απ’ αυτά ο κεντρικός χαρακτήρας φέρει το όνομα «Άννα Καβάν». Από το 1940 και μετά γράφει τα βιβλία της με αυτό το όνομα, αλλάζοντάς το και επίσημα – παράλληλα, αλλάζει δραστικά και ο τρόπος που γράφει: μια σπουδαία μοντερνίστρια γεννιέται. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο· μια δύσκολη και συχνά τρομακτική εμπειρία που διαθλάται σε μεγάλο βαθμό στον Πάγο. Επιστρέφοντας στη Βρετανία στις αρχές του 1943, παίρνει θέση γραμματέα στο σημαντικό λογοτεχνικό περιοδικό Horizon, όπου δημοσιεύει διηγήματα, άρθρα και κριτικές. Το 1944, ο γιος της από τον πρώτο της γάμο σκοτώνεται στον πόλεμο· αρχίζει θεραπεία με τον Γερμανό ψυχίατρο Καρλ Τέοντορ Μπλουτ, ο οποίος της προμηθεύει ηρωίνη και μεσολαβεί να νοσηλευτεί στο φημισμένο σανατόριο Bellevue, μια πρωτοποριακή ψυχιατρική κλινική της εποχής. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της συνεχίζει να υποβάλλεται σε σποραδικές θεραπείες απεξάρτησης, και τα τελευταία της χρόνια στο Λονδίνο ζει σχεδόν απομονωμένη. Τα τολμηρά, πειραματικά βιβλία της κερδίζουν φίλους και θαυμαστές, όπως ο Μπράιαν Άλντις, ο Τ. Γ. Μπάλαρντ, η Αναΐς Νιν και η Ζαν Ρις, όμως αγνοούνται σε μεγάλο βαθμό από το κοινό. Ώσπου ο Πάγος γνωρίζει ανέλπιστη επιτυχία, μόλις ένα χρόνο πριν το θάνατό της από καρδιακή προσβολή στα 67 της χρόνια.