«Σας μιλούσα για τον Μπέρναρντ, τον Νέβιλ, τη Τζίνη, τη Σούζαν, τη Ρόντα και τον Λούις. Είμαι άραγε όλοι αυτοί; Είμαι ένας και διακριτός; Δεν γνωρίζω. Καθίσαμε κάποτε εδώ όλοι μαζί. Αλλά τώρα ο Πέρσιβαλ είναι νεκρός και η Ρόντα είναι νεκρή· χωριστήκαμε· δεν είμαστε εδώ. Κι όμως δεν μπορώ να βρω κάποιο εμπόδιο που να μας χωρίζει. Δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε μένα και σε κείνους [...] Αυτή η διαφορά που την ανάγουμε σε τόσο μεγάλο ζήτημα, αυτή η ταυτότητα που με τόσο ζήλο περιθάλπουμε, έχει ξεπεραστεί».
Ετούτα έγραφε η Βιρτζίνια Γουλφ το 1931 διακηρύσσοντας προφητικά τον θάνατο της ταυτότητας (ή του υποκειμένου, θα λέγαμε εμείς σήμερα) όπως παραδοσιακά την αντιλαμβανόταν –και ακόμη την αντιλαμβάνεται– η κοινωνία, και εν μέρει η λογοτεχνία, όχι όμως οι μεγάλοι λογοτέχνες που πάντοτε αφουγκράζονταν το πλήθος που μας κατοικεί, μας διαμορφώνει, μας πνίγει ή μάς διασώζει, καθιστώντας μας ανά πάσα στιγμή ένα πεδίο συγκρούσεων, αλλαγών, μετατοπίσεων, συζεύξεων και διαζεύξεων, ένα πεδίο μάχης, μέσα στο οποίο είτε θα παραδώσουμε τα όπλα και θα οδηγηθούμε στην αιχμαλωσία, είτε θα ελιχθούμε παραγωγικά, διαμορφώνοντας συμμαχίες, αποκρούοντας εχθρούς –τις «κακές παρέες» του Σπινόζα– συλλέγοντας εφόδια, υλικά, ενέργειες, εξασφαλίζοντας πλεονεκτήματα, σχεδιάζοντας χάρτες, κατακτώντας εδάφη, πάντοτε επινοητικοί, σε δημιουργική εγρήγορση, σε σύμπνοια με τους συμπολεμιστές μας, εναρμονισμένοι με τη ροή των υδάτων και την πνοή των ανέμων, βρομισμένοι από μπαρούτι, αίμα και λαχτάρα, πλημμυρισμένοι όχι από την αγωνία περιφρούρησης των οχυρών μας, σταθεροποίησης της θέσης μας, εξασφάλισης της επιβολής και της κυριαρχίας μας, αλλά από τη ζωογόνα θέληση για δύναμη, για ανακάλυψη δυνατοτήτων, ασίγαστη εξερεύνηση, παθιασμένο εναγκαλισμό με όλα τα σώματα που θα αφυπνίσουν την επιθυμία μας και θα γονιμοποιήσουν τη χαρά μας, κάθε μέρα, μέρα με τη μέρα, για όσο βαστούν οι δυνάμεις μας και για όσο αναλαμβάνουμε το ρίσκο της ρευστότητάς μας, του περιστασιακού αποπροσανατολισμού και των τραυματισμών μας, που θα επιφέρουν πότε πότε ανάκαμψη της ορμητικής πορείας μας αλλά ουδέποτε την άνευ όρων παράδοση στον μεγάλο εχθρό, τη στείρα, καθησυχαστική, καθηλωτική επανάληψη.
Η Πολεμική Μηχανή που επινοεί ο Χάρης Καλαϊτζίδης, γνήσιο τέκνο της Βιρτζίνια Γουλφ και του Ζιλ Ντελέζ, επιτίθεται κι αυτή με τη σειρά της στα παραδοσιακά δομικά και αφηγηματικά στεγανά της μυθοπλασίας, επιχειρώντας να φανταστεί και να πραγματώσει έναν άλλον τρόπο σύλληψης και υλοποίησης της έννοιας του υποκειμένου μέσα στη σφαίρα της λογοτεχνίας. Δεν υπάρχουν εδώ ήρωες με την κλασική έννοια, παρά μόνο φάσματα και σωσίες, αντανακλάσεις και διαθλάσεις, μορφώματα και παραμορφώσεις, σάρκες που εκρήγνυνται, πολλαπλότητες που αρνούνται να υποταχθούν σε δυαδικά, τριγωνικά ή άλλα προσφιλή σχήματα.
Αν ο Διονύσης επιθυμεί διακαώς να ξεφύγει από τον θάνατο, τη μέγγενη της οικογένειας, του σχολείου και της ανούσιας εργασίας, τότε η Αριάδνη επιδιώκει ακριβώς το αντίθετο: να συναντήσει ολοκληρωτικά τον θάνατο, να παραδοθεί σε αυτόν αμαχητί. Αν ο πρώτος παλεύει με νύχια και με δόντια για να υπερνικήσει τα εμπόδια που ορθώνονται στον διάβα του, να σπάσει το μοτίβο του πατρικού αυταρχισμού και του σχολικού αυτοματισμού, τότε η δεύτερη έχει παραδοθεί λαβωμένη στη δίνη της επανάληψης και της σεξουαλικής αποχαύνωσης. Ο Διονύσης διατηρεί με κάθε κόστος την επιθυμία του ζωντανή, η Αριάδνη έχει ενταφιάσει τη λίμπιντό της, την έχει πνίξει στα χάπια, έχει μετατρέψει τον εαυτό της σε ένα λειτουργικό –ή μη λειτουργικό– μηχάνημα. Ο πρώτος βρίσκεται σε αδιάκοπη κίνηση, υποκινούμενος από μια ασίγαστη λαχτάρα να γευτεί τα πάντα, να φάει τα χρώματα, τους ήχους και τις ύλες, να καταπιεί καθετί που τον εξάπτει. Η δεύτερη παραμένει εκκωφαντικά ακινητοποιημένη, νεκροζώντανη, επιδιώκοντας τη λήθη, την αναισθησία, τρέμοντας πανικόβλητη μπροστά στο ενδεχόμενο της καθαρής, απροστάτευτης ύπαρξης.
Το Συμβάν στη ζωή και των δύο θα εμφανιστεί με το ίδιο όνομα, ένα γελοίο όνομα που θα κάνει έναν γελοίο ήχο, ένα κολοσσιαίο γδουπ!, και λέγεται Βαρθολομαίος Γδούπας. Μέσα σε αυτό το «γδουπ» θα βυθιστούν και οι δύο, ο πρώτος βιώνοντας τον απόλυτο έρωτα, η δεύτερη βρίσκοντας ένα καταφύγιο για να γλείψει τις πληγές της και να περισυλλέξει τον διαλυμένο ψυχισμό της. Μέσα σε αυτό το γδουπ θα συναντηθούν τελικά και οι τρεις οσμιζόμενοι ο ένας τα ίχνη του άλλου, γδέρνοντας το δέρμα, τα σπλάχνα και τις καρδιές τους για να διαπεράσουν το περίβλημα που τους χωρίζει, να μπλέξουν τις φλέβες τους σε ένα υπόγειο σύστημα ανταλλαγών και προσμείξεων που καταλύει τα όρια του Είναι εκβάλλοντάς το προς την κοινή, ατίθαση, ασυγκράτητη ζωή.
Στην «Πολεμική Μηχανή» το σώμα συλλέγει, θυμάται, ξαφνιάζεται, αιφνιδιάζεται, παραδίδεται, αντιστέκεται, συρρικνώνεται, μαραζώνει και μετά ξανανθίζει, επεκτείνεται, φουσκώνει, ίπταται, διαλύεται, φτάνει ως το φεγγάρι και γίνεται ένα με τη συμπαντική σκόνη. «Μπορούσα πλέον να αισθανθώ τα χάδια στο κορμί μου», αφηγείται η ανέλπιστα ερωτευμένη Αριάδνη, «να γευτώ τα χρώματα που χαρωπά χορεύουν, μπορούσα ν’ ακούσω τα λουριά που δένουνε το σύμπαν και μπορούσα –σπάνιες ηδονικές στιγμές– ν΄ ακούσω πίσω απ’ αυτά, κάτω από τα κόκκαλά μου, τις σαλεμένες μηχανές μελωδικά να τρέχουν, γρανάζια της ψυχής που άγρυπνα γυρίζουν. Πίσω απ’ το κάθε σύννεφο, ένα άγιο βουητό∙ μια δύναμη, μια θέληση, κάτι που το γεννάει. Ένιωσα τις δυνάμεις μου να πληθαίνουν, άγγιζα κάτι άπιαστο μες στον Βαρθολομαίο κι όλος ο κόσμος ξύπναγε κι έτρεμε και γελούσε».
Ποτέ μόνη, ποτέ μία, ποτέ ίδια. Ποτέ δεν ξέρουμε πού τελειώνουμε, πού αρχίζουμε και τι σχήμα θα έχουμε την επομένη. Είμαστε, τι είμαστε; Ένας πύργος από πιάτα στοιβαγμένα ετοιμόρροπα πάνω στο απλωμένο χέρι ενός σερβιτόρου, για να θυμηθώ εδώ μια υπέροχη φράση από τον Ορλάντο της Βιρτζίνια Γουλφ, ένα ακόμη μυθιστόρημα που ανήκει στη γενεαλογία της Πολεμικής Μηχανής, εφόσον αρνείται και αυτή τα όρια των φύλων, γιορτάζει πανηγυρικά τη ρευστότητά τους, την αστείρευτη δυνατότητα μεταμορφώσεων που ανοίγεται μπροστά μας, αρκεί να μη φοβηθούμε τον πιθανό διαμελισμό μας, γιατί ακόμη κι αυτός είναι απαραίτητος προτού να φτιάξουμε το καινούργιο μας σώμα, χωρίς όργανα ή με όργανα χιλιάδες, σίγουρα πάντως δεν θα το χτίσουμε πουθενά αν όχι πάνω στα ερείπια του μονοσήμαντου, περιφρουρημένου εγώ μας. Δε θα το χτίσουμε ποτέ αν δεν κατασκευάσουμε πρώτα μια πολεμική μηχανή εναντίον του ίδιου του παγιδευμένου εαυτού μας.
Αυτή είναι η μάχη που δίνει ο Βαρθολομαίος Γδούπας, για τον οποίο δεν ξέρουμε ποτέ τι να πιστέψουμε, αν είναι ένας αμετανόητος φασίστας ή ένας απελευθερωτής των καταπιεσμένων, ένας αιμοδιψής πατριώτης που δέρνει μετανάστες ή ένας φλογερός εραστής που αφυπνίζει τις πιο κρυφές εντάσεις στα κορμιά των αγαπημένων του, το αίνιγμα παραμένει μέχρι τέλους, όταν η κάμερα απομακρύνεται και μας δείχνει τι ήταν τελικά αυτές οι αεικίνητες κουκίδες που παρατηρούσαμε τόση ώρα, ποια εικόνα έρχονται να συνθέσουν οι ψηφίδες του παζλ, την αχανή ονειροπόληση ενός εγκλωβισμένου μεθύστακα που κοιτάζει, καθισμένος μπροστά από τον καθρέφτη του ξεπεσμένου, βρωμερού μπαρ ονόματι «Τα Ξύδια του Γκιούλιβερ», όλα τα φαντάσματα της άχαρης, κουβαριασμένης ζωής του, μόνος, γυμνός, ναυαγός δίχως σχεδία, με τους καρχαρίες να κόβουν βόλτες γύρω από το σαρκίο του: «Θεέ μου τώρα το βλέπω: άρχισα να πίνω, άρχισα να γλιστρώ. Πίστεψα πως έχω αδερφό, με είδα να μην είμαι εγώ, είδα εκείνους που αγαπώ, έζησα τις ζωές τους, άρχισα να πίνω, άρχισα να ζω. Χριστέ μου, μπορώ να το δώ: Είμαι ένα τέρας, ένα σκουπίδι, ένα απόβρασμα – όχι, όχι το βλέπω! Είμαι ο βασιλιάς των Ινδιών! Είμαι ο σκύλος των άστρων! Ο Ιούδας Ισκαριώτης! Είμαι ό,τι αγάπησα! Ένα μόριο! Ένα σμήνος! Μια αγέλη! Είμαι μια απλότητα, μια πολλαπλότητα. Είμαι μια πολεμική μηχανή». Η αποσύνθεση οδηγεί στην εκ νέου σύνθεση, το ίδιο μας το μέσα προσφέρει τα υλικά για την επαναεπινόησή μας, θρυμματίζουμε τον καθρέφτη για να φτιάξουμε ένα νέο είδωλο, με δεκάδες μύτες και σπασμένα χέρια, όπως η Ντόρα Μααρ στο πορτρέτο του Πικάσο, σπασμένη κι αυτή από χίλιες μεριές αλλά τόσο σαγηνευτική και πολύπλοκη μέσα στις μεθυστικές διαθλάσεις της.
Γιατί, όπως αντιλαμβανόμαστε για μία ακόμη φορά διαβάζοντας το βιβλίο του Καλαϊτζίδη, η πραγματικότητα είναι ασυνεχής μέχρι να έρθει η τέχνη: τότε, μέσα στην τέχνη, όλα γίνονται ζωτικά –ασυνεχή, ναι, αλλά μέσα σε ένα σύστημα αισθητικής τοποθέτησης, πλάθοντας μια ύπαρξη ευρύτερη από το ένα σώμα, το ένα μυαλό, μια συλλογική συνείδηση που πραγματώνεται στη γλώσσα. Και είναι η γλώσσα του Καλαϊτζίδη αυτή που θέτει σε κίνηση όλες τις τήξεις και τις πήξεις των εικόνων, των συνειρμών, των αισθήσεων, είναι η γλώσσα του Καλαϊτζίδη η ίδια που μεταμορφώνεται μαζί με τους ήρωές της και μας παρασύρει στο τρικυμισμένο ταξίδι τους, είναι οι λέξεις του Καλαϊτζίδη που υφαίνουν τον μίτο για να διασχίσουμε τον λαβύρινθο, να ενωθούμε με την Αριάδνη και τον Διόνυσο, να αισθανθούμε την «ψυχή να ενεργοποιείται» για να δανειστω μια φράση του Ντελέζ από το Critique et Clinique, την ψυχή που ήταν τόσο βαριά αλλά γίνεται τώρα ελαφριά, καθώς ο συγγραφέας ανιχνεύει τα σύνορα του λόγου και της μουσικής, σε τόσα και τόσα λυρικά κομμάτια του κειμένου του, τα πιο αστραφτερά κατά τη γνώμη μου, αυτά που με έκαναν να χαθώ στην ποιητική πλέξη της πλάσης, σε μια νεο-ρομαντική καταγραφή του κόσμου, συνδυάζοντας με πάθος τον φλεγόμενο λυρισμό ενός Κιτς και τη σάρκινη αγριάδα ενός Μπάροουζ, έζησα και πάλι την Πτώση του Υπερίωνα –«γιατί μονάχα η ποίηση μπορεί τα όνειρα στην επωδή του λόγου της να λέει» (μτφρ. Γιώργου Βάρσου)– και περιπλανήθηκα εκ νέου στις Κόκκινες Πόλεις μαζί με τα Άγρια Αγόρια που στήνουν πολεμικές μηχανές στην έρημο του μέλλοντος ψάχνοντας να σαρώσουν τους οργανωμένους στρατούς της καταστολής και της αφαίμαξης, απελευθερώνοντας μας από τα δεσμά μας, παρακινώντας μας να σπάσουμε τον λευκό τοίχο του σημαίνοντος να βγούμε από τη μαύρη τρύπα της υποκειμενικότητας και να αναζητήσουμε, κάθιδροι και λαμπεροί, τις κοιλότητες της πολυφωνίας, τις νομαδικές συγκινήσεις, τις αυθεντικές παραγωγές, να ξαναγίνουμε «μια διηνεκής αχτίδα φωτός, κινούμενη με ολοένα μεγαλύτερη ταχύτητα, ακάθεκτη, αμετάκλητη, αδιάπτωτη» (Henry Miller).